• φωτόδεντρο
  • Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων

    Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων
  • Aγ. Γραφή

    Aγ. Γραφή
  • kutsal kitap

    startmenu
  • τυπικόν

    content
  • γραφείο νεότητας Αρχιεπισκοπής

    γραφείο νεότητας Αρχιεπισκοπής
  • Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών

    Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
  • Ι. Μ. Ν. Σμύρνης

    Ι. Μ. Ν. Σμύρνης
  • Συναξαριστής

    Συναξαριστής
  • EDUCATION AND religion

    religion
  • εθελουσία λήθη 2

    biz029
  • εθελουσία λήθη 3

    12 - 1.jpgPadraic MoodCollector
  • Π.Θ.Σ. ΚΑΙΡΟΣ

    foto kairos
  • ΠΑΝΣΜΕΚΑΔΕ

    logo
  • Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ

    mesopelaga
  • religionslehrer.gr/

    religionslehrer.gr/
  • thriskeutikametaxi

    thriskeutikametaxi
  • θρησκευτικά αλλιώς

    θρησκευτικά αλλιώς
  • e- Θρησκευτικά.

    e- Θρησκευτικά.
  • Virtual School

    Virtual School
  • stavrodromi

    stavrodromi
  • δός μοι τοῦτον τὸν ξένον

    δός μοι τοῦτον τὸν ξένον
  • προφίλ

    SL384668

Το περιοδικό “Επίγνωση”

Το περιοδικό “Επίγνωση” είναι μια προσπάθεια άσκησης στον εκκλησιαστικό λόγο, μέσα από την προοπτική της μετοχής στα γεγονότα και τη σκέψη του καιρού μας.

asd

Τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ (συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο τεῦχος) Ὁ «Παράδεισος» Ὅμως, ἂν τραβήξει κανεὶς τὸ θέμα στὰ ἄκρα, ἐμφανίζεται ἕνα βαθύ- τερο πρόβλημα. Σὲ ποιό ὑπαρκτικὸ πεδίο ἐκδηλώνεται ἡ ἐλεύθερη λογικὴ ἐπιλογή, ποὺ ἔχει ὡς ὑπαρκτικὸ ἀποτέλεσμα τὸ θάνατο τῆς φύσης; Ὑπάρχει, ἆραγε, μιὰ ἐλεύθερη λογικὴ στάση, ποὺ βρίσκεται κρυμμένη πίσω ἀπὸ τὶς καθημερινὲς συμπεριφορές, πέρα ἀπὸ τὴ διαπαιδαγώγηση καὶ τὴν ἀδήριτη ἀναγκαιότητα τῶν γονιδίων; Μήπως ὑπάρχει μιὰ λογικὴ ἐπιλογὴ ποὺ κάνει ὁ καθένας μας, ὡς λογικὴ ὑπόσταση, ἐπιλογὴ σύμφυτη μὲ τὴ συστατική του κλήση, ἀπαντητικὴ στὴν ἴδια τὴν κλήση, καὶ ἡ ὁποία στὴ συνέχεια τὸν ὁδηγεῖ μυστικά, σὰν ἀόρατος μίτος, στὶς καθημερινές του πράξεις καὶ τὶς τετριμμένες βιωτικὲς ἐπιλογές; Μήπως σ᾿ αὐτὴ τὴν κρυφὴ ἐπιλογὴ βρίσκεται τὸ μυστικὸ τῆς πτώσης καὶ τῆς φυσικῆς φθορᾶς; Ἡ ὑπόθεση αὐτὴ εἶναι, νομίζω, σύμφυτη μὲ τὴν ὑπόθεση τῆς «προ- αίρεσης», χρήση τῆς ὁποίας γίνεται μὲ τρόπο ἑρμηνευτικὸ στὸ πεδίο τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας. Ἡ προαίρεση εἶναι ἡ «ἐκ τῶν προτέρων» ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο καθορίζει καὶ τὸν προορισμό του. Μιὰ τέτοια ὑπόθεση παρουσιάζει ὁρισμένα φανερὰ προβλήματα. Κατ᾿ ἀρχάς, προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει κάποια διάσταση τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ἔξω ἀπὸ τὰ γνωστά μας ὅρια, μιὰ διάσταση ποὺ γιὰ νὰ παρέ- χει πεδίο ἐλευθερίας εἶναι ἀπρόσβλητη ἀπὸ τὶς συνέπειες τοῦ θανάτου. Ἄν, ὅμως, τὸ ὑπαρκτικὸ πεδίο τῆς κλήσης τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ τῆς φθαρτῆς ὑλικῆς ζωῆς, τότε μπορεῖ νὰ συμβαί- νουν δύο πράγματα: ἢ ἡ ὑπόσταση διακρίνεται ἐμπράγματα ἀπὸ τὴ φύση καὶ ὁρίζεται σὲ ἕνα πεδίο ἐλεύθερο ἀπὸ τὴ φύση (καὶ τὸ φυσικὸ θάνατο) ἢ ὑπάρχει καὶ κάποια ἄλλη φύση, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ ποὺ γνωρίζουμε. ἐπίγνωση  Ἂν ἀληθεύει τὸ πρῶτο, δηλαδὴ ἡ δωρεὰ τῆς ὑποστατικῆς κλήσης πραγματώνεται σὲ πεδίο ἐκτὸς τῆς φύσεως καὶ ἐλεύθερο ἀπὸ αὐτή, τότε καταστρατηγεῖται ἡ ἀρχὴ τῆς ἀσύγχυτης, ἀλλὰ ἀδιαίρετης ἑνότητας ἀνάμεσα στὴ φύση καὶ στὴ χάρη. Ἂν ἀληθεύει τὸ δεύτερο, δηλαδὴ ἡ ὑποστατικὴ κλήση λαμβάνει χώρα σὲ φυσικὸ πεδίο μέν, ἀλλὰ ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ τῆς γνωστῆς φθαρτῆς φύσης, τότε ἐμφανίζεται ἕνα διαφορετικὸ πρόβλημα: αὐτὴ ἡ «ἄλλη» φύση θὰ πρέπει νὰ διατηρεῖ τὴν ἑνότητά της μὲ τὴ φύση ποὺ εἶναι γνωστὴ σὲ μᾶς, ὥστε νὰ μὴ χάνεται ἡ καθολικὴ ἑνότητα, ποὺ εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν ἔννοια τῆς φύσεως. Μὲ ἄλλα λόγια, πρέπει ἀπὸ κάποια σκοπιὰ νὰ εἶναι ἡ «ἴδια» φύση. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι ἐμεῖς δὲν ἔχουμε φυσικὴ ἐμπειρία μιᾶς τέτοιας «παράλληλης» φυσικῆς ὑπάρξεως, ἄρα δὲν εἴμαστε ὁ φορέας μιᾶς τέτοιας ἑνότητας. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει θεολογικὴ σκοπιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει ἀπάντηση στὸ πρόβλημα: ἡ μόνη πηγὴ μιᾶς τέτοιας ἑνότητας μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, ποὺ συ- γκεφαλαιώνει τὴν κτίση καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὴν κατά- σταση τῆς ἀνάστασης, δηλαδὴ τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὴ φυσικὴ φθορά. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ συγκεφαλαι- ώνει ὀντολογικὰ τὴν κτίση, ἀφοῦ δι᾿ Αὐτοῦ ὁ κόσμος ἐγένετο, ὅμως ἀπὸ τὴ δική μας σκοπιά, ἡ ἐμπειρία τῆς μετοχῆς εἶναι «ἐσχατολογική». Δηλαδή, ἀπὸ τὴ σκοπιά ποὺ ἀντιλαμβάνεται ὁ βιολογικὸς ἐγκέφαλος, ποὺ ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο καθεστὼς τῆς σχέσης μὲ τὸ χρόνο, τὸ πλήρωμα αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας δὲν εἶναι τοῦ παρόντος, ἀλλὰ τοῦ «μέλλο- ντος αἰῶνος». Μέσα ἀπὸ τὴν παραπάνω προοπτική, ἡ ὑπόθεση γιὰ μιὰ παράλληλη, «ταυτόσημη» φύση ποὺ ὑπάρχει ἐλεύθερη ἀπέναντι στὸ θάνατο, μπορεῖ νὰ βρεῖ ἑρμηνεία στὸ θεολογικὸ πλαίσιο ποὺ υἱοθετοῦμε. Ἔτσι, τὸ φυσικὸ πεδίο ὅπου λαμβάνει χώρα ἡ ἐλεύθερη ἀπάντηση κάθε ἀνθρώπου στὴν κλήση γιὰ σχέση ποὺ ἀπευθύνει ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐπίγνωση  Χριστός, τὸ κοινὸ σημεῖο ποὺ συνδέει τὴ φύση τοῦ παρόντος μὲ αὐτὴ τοῦ «μέλλοντος» αἰῶνος. Στὸ Χριστὸ μετέχει κάθε ἄνθρωπος καὶ κάθε κτιστό, τόσο γιὰ νὰ ἀντλήσει ὕπαρξη στὴ φθορὰ ὅσο καὶ γιὰ νὰ ἀντλήσει ὕπαρξη στὴν ἀθανασία. Σὲ τελευταία ἀνάλυση, μιὰ παρόμοια εἰκόνα υἱοθετεῖ καὶ ἡ Γένεση, ὅταν ἐπικαλεῖται ὡς ἀρχὴ τῆς φθορᾶς τὶς ἐπιλογὲς τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας στὸν «Παράδεισο», ὅπου προφανῶς οἱ λεγόμενοι πρωτόπλαστοι ζοῦσαν σὲ μιὰ φυσικὴ κατάσταση ξένη πρὸς τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Οἱ ἑρμηνευτικὲς παραδόσεις Ἡ εἴσοδος τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο ἑρμηνεύεται τυπικὰ ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς παραδόσεις σύμφωνα μὲ μία ἀπὸ τὶς παρακάτω δύο ἐκδοχές. Ἡ Αὐγουστίνια δυτικὴ χριστιανικὴ παράδοση θεωρεῖ ὅτι ἡ παρακοὴ τοῦ Ἀδὰμ ἀποτέλεσε τὴ λεγόμενη «ἀρχικὴ ἁμαρτία» (original sin), ἡ ὁποία μεταδόθηκε σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μέσω τῆς σαρκικῆς προέλευσής τους ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Ἀποτέλεσμα τῆς μεταδιδόμενης αὐτῆς ἀρχικῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς συνακόλουθης ἐνοχῆς εἶναι ὁ θάνατος, ποὺ ἐπιβάλλεται ὡς τιμωρία τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ κληρονόμησαν. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἐκδοχή, τὸ βάπτισμα «ἐξαλείφει» τὴν ἀρχικὴ ἁμαρτία καὶ παρέχει τὴ δυνατότητα τῆς «αἰώνιας ζωῆς», ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ζήσει ἐντεῦθεν μία ἠθικὴ ζωή, κατὰ τοὺς νόμους τῆς ἐκκλησίας. Ἡ ἰδέα τῆς ἀρχικῆς ἁμαρτίας, ποὺ «μεταδίδεται» ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο, προϋποθέτει ὅτι τὸ κακὸ ἔχει φυσικὴ ὑπόσταση καὶ ἀποτελεῖ κάτι σὰν μόλυνση, ὄχι μόνον μεταφορικὰ ἀλλὰ καὶ κυριολεκτικά. Πρό- κειται προφανῶς γιὰ μιὰ καθαρὰ δικανικὴ θεώρηση, ἀνερμάτιστη φιλοσοφικὰ καὶ μὲ ἀμφίβολη ἑρμηνευτικὴ ἀξία. Προϋποθέτει τὴν κατανόηση τοῦ Θεοῦ ὡς τιμωροῦ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ προκειμένου νὰ ἄρει τὴν αἰωνιότητα ἐπίγνωση  τῆς τιμωρίας του, ζητάει ὡς λύτρο τὴ θανάτωση τοῦ μονογενοῦς Του Υἱοῦ, τοῦ κατ᾿ ἐξοχὴν ἀνθρώπου. Μιὰ τέτοια κατανόηση εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν ὑπόθεση ὅτι τὸ κακὸ δὲν ὑφίσταται καθ᾿ ἑαυτό, ὅτι δὲν ἔχει φυσικὴ οὐσία, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὴ συνέπεια μιᾶς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς, ποὺ δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ μολύνει μὲ ἀναγκαστικὸ τρόπο κανέναν. Στὴν πραγματικό- τητα, ἡ κατανόηση αὐτὴ εἶναι ἀντίθετη σὲ κάθε ἔννοια ἐλευθερίας, διότι ἂν ἡ ἐπιλογὴ εἶναι πραγματικὰ ἐλεύθερη, τότε δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπισύρει «τιμωρία», ὅσο «κακόβουλος» κι ἂν εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ «προσβάλλεται» ἀπὸ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ πατερικὴ κατανόηση τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ποὺ δια- σώθηκε μέσω τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας, παραδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ προσεγγίζει τὸ πρόβλημα διαφορετικά. Ἡ παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ, ποὺ περιγράφεται στὴ Γένεση, δὲν ἐπιμολύνει κανέναν ἄλλον, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀδάμ. Ἡ προσωπικὴ ἐπιλογή του, ὅμως, ἐνάντια στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀποκόπτει αὐτοβούλως τὴ φύση του ἀπὸ τὴ ζωοποιὸ χάρη, τὴν ἀπογυμνώνει, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ φύση νὰ μαραζώσει πνευματικά. Οἱ «πρωτόπλαστοι» ἐπιλέγουν τὸ δρόμο τῆς αὐτονομίας, νὰ γίνουν θεοὶ μονά- χοι τους, μὲ τὶς δικές τους δυνάμεις. Ἡ ἐσωτερικὴ ἁρμονία τῶν σχέσεων καταστρέφεται καὶ ἀντικαθίσταται ἀπὸ μιά αἴσθηση ἐχθρότητας, τοὺς πλημμυρίζει ἡ «ντροπή», αἰσθάνονται φόβο καὶ ἀποκτοῦν τὴν αἴσθηση τῆς γυμνότητας. Μένει ὁ καθένας τους μονάχος καὶ περιπίπτουν σὲ μιὰ κατάσταση σκοτασμοῦ. Αὐτὸς ὁ μαρασμὸς τῆς φύσεως ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἀρχικῆς λα- μπρότητας, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸν πνευματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν «πτώση». Αὐτὴ ἡ φύση, ὅμως, εἶναι καθολικὴ καὶ μετέχει σ᾿ αὐτὴν ὅλη ἡ κτίση. Μέσω τῆς φυσικῆς ἑνότητας, ἡ φύση τοῦ Ἀδὰμ συμπαρέσυρε στὴν «πτώση» ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Καὶ τότε, ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὸν θάνατο, ὥστε τὸ «κακό», ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς πνευματικὸς μαρασμός, «μὴ ζήσεται εἰς τὸν αἰώνα» (ἀλλοῦ, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται»). Ὁ ἐπίγνωση  θάνατος, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς, φαίνε- ται νὰ ἀποτελεῖ μιὰ δικλείδα ἀσφαλείας ποὺ ἀποβλέπει στὴ διάσωση τῆς αἰώνιας ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου. Μάλιστα, ἐπέρχεται μὲ δεδομένη τὴ ρήτρα τῆς ἀναστάσεως, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς προ- φητεύει ἐνώπιον τοῦ «ὄφεως», ἀναγγέλοντας ἤδη Αὐτὸν ποὺ «θὰ σπάσει τὸ κεφάλι τοῦ φιδιοῦ» — («Αὐτὸς σοῦ τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν»). Τὸ παραπάνω ἀποστολικὸ καὶ πατερικὸ παράδειγμα ἔχει μιά ἀναμφισβήτητη ἑρμηνευτικὴ δύναμη, καθὼς εἰσάγει τὴν ἰδέα ὅτι ἡ φύση σαρκώνει τὶς λογικὲς ἐνέργειες, ἀποδίδει μὲ τὸν τρόπο τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν τὶς ἐλεύθερες ἐπιλογὲς τῶν κτισμάτων. Ἔτσι, ἡ φύση μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ ὡς καθρέφτης λογικῶν σχέσεων. Ἐπίσης, τὸ παράδειγμα αὐτὸ εἰσάγει μὲ ἀπερίγραπτη δυναμικὴ τὴν ἔννοια τῆς φύσεως ὡς καθολικῆς ἑνότητας τῶν κτισμάτων, καθὼς ἡ φυσικὴ αὐτὴ ἑνότητα, ἡ καθολικότητα τῆς φύσεως, εἶναι ἡ αἰτία ποὺ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀδὰμ συμπαρασύρεται στὴ φθορὰ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν. Μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεώρηση, ἡ ὀντολογικὴ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία τὰ ἄστρα πεθαίνουν, ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουρ- γίας, εἶναι ἡ παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ, καθὼς στὸ πρόσωπό του καὶ μέσω τῆς δικῆς του ἐπιλογῆς, ἡ κτίση χάνει τὴν ἐσωτερική της σχέση μὲ τὴ ζωοποιὸ χάρη. Τὸ παράδειγμα αὐτὸ ἀποδεικνύεται ὅτι διαθέτει ἑνοποιητικὴ δύνα- μη στὸ πλαίσιο τῆς θεολογίας, καθὼς μέσα ἀπὸ τὶς ἴδιες ἀρχὲς ἑρμηνεύει καὶ τὴν ἀνάσταση τῆς κτίσεως στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἐνανθρωπήσας, μετέχει τῆς κοινῆς φύσεως, ὥστε μέσω τῆς δικῆς του ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Πατρός, ἀποκαθιστᾶ τὴ διαδρομὴ τῆς χάριτος καὶ θεραπεύει τὴν τρωθείσα φύση, ὄχι μόνον γιὰ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τὴν κτίση ὁλόκληρη. Ἡ ἀνάσταση τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων στὴν Καινὴ Βασιλεία ἔχει τὴ ρίζα της ὄχι σὲ ἕνα ἀνιστορικὸ θαῦμα, ποὺ ἐπιβάλλεται μέσω τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὴν ἱστορικὴ γέννηση, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἔχει, δηλαδή, τὴ ρίζα της στὴν πρόσληψη τῆς κοινῆς φύσεως ἀπὸ τὸν Χριστό.ἐπίγνωση  Τὰ προβλήματα τῆς ἑρμηνείας Μὲ δεδομένη τὴν ἑρμηνευτικὴ δύναμη τοῦ παραπάνω πατερικοῦ παρα- δείγματος, εἶναι δυνατὸ νὰ ἐντοπίσει κανεὶς μιὰ σειρὰ ἀπὸ προβλήματα, ποὺ μοιάζουν ἐντελῶς ἀξεπέραστα. Ἂν καὶ ὁ Χριστός, προφανῶς, εἶναι ὁ μόνος ποὺ ὡς Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐγχύσει τὴ χάρη στὴν κτίση καὶ νὰ καταστήσει τὴ δημιουργία μία ἑνότητα λογικῆς ἁρμονίας, ὁ Ἀδάμ, ὡς κριτὴς καὶ χειραγωγὸς αὐτῆς τῆς ἑνότητας, κάθε ἄλλο παρὰ μοναδικὸς μπορεῖ νὰ ἦταν. Τί εἶναι αὐτό, ἀλήθεια, ποὺ διαφοροποιεῖ τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο, ποὺ θὰ μποροῦσε στὴ θέση του νὰ σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀκούσει τὰ βήματά Του μέσα στὸ δειλινὸ τοῦ Παραδεί- σου; Μὲ ἄλλα λόγια, γιατί ἆραγε διάλεξε ὁ Θεὸς τὸν Ἀδάμ; Τὸ ἐρώτημα γίνεται καίριο, διότι ἐφόσον οἱ ἐπιλογὲς τοῦ Ἀδὰμ ἦταν ἐλεύθερες, κάποιος ἄλλος στὴ θέση του θὰ μποροῦσε νὰ κάνει διαφορετικὲς ἐπιλογές. Ἂν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἦταν «καταδικασμένοι» νὰ κάνουν τὶς ἴδιες ἐπιλογές, τότε δὲν θὰ μιλούσαμε γιὰ ἐλεύθερες ἐπιλογές, ἀλλὰ γιὰ μιὰ μορφὴ φυσικῆς εἰμαρμένης. Τὸ κεντρικὸ πρόβλημα, λοιπόν, ξεκινᾶ ἀκριβῶς ἀπὸ τὶς συνέπειες μιᾶς τέτοιας εἰκόνας. Πῶς εἶναι δυνατὸ οἱ ἐπιλογὲς ἑνὸς ἀνθρώπου νὰ ὁδηγοῦν στὴν καταστροφὴ ὁλόκληρο τὸ φυσικὸ οἰκοδόμημα; Ἀκόμη κι ἂν δεχτεῖ κανεὶς τὴν ἱστορία τοῦ Ἀδὰμ ὡς ἕνα μεταφορικὸ μῦθο, δὲν νομίζω ὅτι λύ- νεται τὸ πρόβλημα. Γιατί ἐπικρατοῦν στὴ φύση οἱ ἐπιλογὲς ποὺ ὁδηγοῦν στὸ θάνατο καὶ ὄχι αὐτὲς ποὺ ὁδηγοῦν στὴ ζωή; Ἂν ὑπάρχει ἕνα φυσικὸ πεδίο ποὺ εἶναι ἐλεύθερο ἀπὸ τὸ θάνατο, τότε γιατί αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ μόνο ποὺ ἐπικρατεῖ; Θὰ μποροῦσε, ὅμως, νὰ σκεφθεῖ κανείς, ὅτι ὀντολογικά, δηλαδὴ σὲ ἕνα βαθὺ ὑπαρκτικὸ ἐπίπεδο, πέρα ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο, ἡ ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ θάνατο φύση εἶναι ἡ μόνη ποὺ ἐπικρατεῖ, καθὼς αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴ «μέλλου- σα» καὶ αἰώνια βασιλεία. Διαβάζουμε στὴν Ἀποκάλυψη ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ σφουγγίσει κάθε ἀνθρώπινο δάκρυ, ὥστε νὰ τὸ σβήσει σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξε ποτέ. Ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς «χρονοπαγίδας» ὅπου εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι, ἡποτέ. Ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς «χρονοπαγίδας» ὅπου εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι, ἡ ἐπίγνωση  μόνη δυνατότητα γιὰ τὴν ἐμπειρικὴ οἰκείωση αὐτῆς τῆς πραγματικότητας εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν μόνο φορέα τῆς ἐλεύθερης ἀπὸ τὸν θάνατο φύσεως. Ὁ Χριστός, ὡς ἄρτος μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος, κοινωνεῖται ἁγιάζοντας τοὺς μετέχοντες. Στὸ βαθμὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐπιτρέπει στὴν κοινωνία αὐτὴ νὰ μεταβάλλει τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως, ὑπάρχει τὸ ἐνδεχόμενο νὰ γίνει κοινωνὸς καὶ τῆς ἐμπειρίας τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ὅμως, ἡ ἀλλαγὴ τῆς κτίσεως, ὥστε αὐτὴ νὰ μετέχει πλήρως στὴν καινὴ φύση, νὰ κοινωνεῖ τὴ χάρη καὶ νὰ μετέχει ἐνεργὰ στὴν ἴδια τὴ φύση τῆς ἀναστάσεως, εἶναι ὁ κανόνας τοῦ «μέλλοντος» καὶ ὄχι τοῦ «παρόντος». Ἡ μεταβολὴ τοῦ παρόντος σὲ μέλλον συνεπάγεται μιὰ ἀλλαγὴ στὴν πρόσληψη τῶν συμπαντικῶν προϋποθέσεων, μιὰ ἀλλαγὴ στὸ «νόημα» τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου. Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀποκάλυψη τῆς αἰώνιας ζωῆς ὡς ὀντολογικῆς πραγματικό- τητας τοῦ κόσμου, στὴν ὁποία προσλαμβάνε- ται κάθε ἔργο μὲ αἰώνιο νόημα, ἐνῶ ἡ συνέπεια ποὺ ἔχει κάθε ἔργο πονηρό, κάθε λύπη καὶ ἀδικία καταργεῖται, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξε ποτέ. Ὅμως, ἡ παραπάνω σκέψη δὲν ἀλλάζει τὸ ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τὶς συνθῆκες ποὺ ὁδηγοῦν τὴ φύση στὴν πτώση. Κα- μία ἐμπειρία ἢ ἐλπίδα ἀποκατατάστασης τῆς δημιουργίας δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρέσει τὴν ἐμπειρία τῆς θανατηφόρας χρονοπαγίδας, ποὺ μᾶς παρέχει τὴν μόνη ἔγκυρη σκοπιὰ ἀπὸ τὴν ὁποία ἕνας βιολογικὸς ἐγκέφαλος μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει συνείδηση τοῦ κόσμου. Τὰ φιλοσοφικὰ ἐνδεχόμενα Γιὰ νὰ διερευνήσει κανεὶς τὸ ἐρώτημα γιατί δὲν διασώζονται ἀκέραιες οἱ προϋποθέσεις τοῦ καλοῦ σύμπαντος ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς Ἱστορίας, ἴσως χρειάζεται νὰ ἀναλύσει ὁρισμένα φιλοσοφικὰ ἐνδεχόμενα γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἑρμηνεία τοῦ κόσμου.ἐπίγνωση  Ἕνα πιθανὸ πλαίσιο ἀπάντησης εἶναι νὰ δεχτεῖ κανεὶς τὴ δημιουργία ὡς προϊὸν ἀσυνάρτητης τυχαιότητας, ποὺ δὲν προϋποθέτει κανένα λογικὸ σχέδιο καὶ δὲν ἐπιδέχεται καμιὰ ἑρμηνεία. Ἡ θέση αὐτὴ προφανῶς παρα- κάμπτει κάθε ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ καὶ τὴν κλήση τοῦ ἀνθρώπου ὡς δωρεά, ἀφοῦ δὲν προϋποθέτει κανέναν δωρεοδότη. Μία τέτοια θεώρηση φαινομενικὰ ἀρνεῖται τὴ μεταφυσική, καθὼς ἔχει φυσιοκρατικὰ θεμέλια καὶ ἄρα παρακάμπτει τὸ πρόβλημα τῆς λογικότητας, τὸ ὁποῖο καὶ ἀπαξιώνει νὰ ἑρμηνεύσει, θεωρώντας το κι αὐτὸ τυχαία συναρπαγὴ σὲ μία κατὰ τὰ ἄλλα ἄλογη φυσικὴ πραγματικότητα. Στὸ πλαίσιο μιᾶς τέτοιας ἑρμηνείας, ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος εἶναι ἁπλούστατα ἀποτέλεσμα τῆς τυχαίας ἀλογίας ποὺ διέπει τὸν κόσμο. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή, ὅμως, ἔχει ἕνα πρόβλημα, ποὺ σπανίως ἐντοπίζουν οἱ θιασῶτες της: ἡ «τυχαιότητα», ὡς φυσικὸς μηχανισμός, προϋποθέτει τὴν προΰπαρξη ἑνὸς δειγματικοῦ χώρου, ὅπου ὁρίζονται οἱ τυχαῖες μεταβλητές, ποὺ μὲ τὴ σειρά τους εἶναι ὑπεύθυνες γιὰ τὴ γέννηση τοῦ κόσμου. Ὅμως, κάθε μαθηματικὸ πλαίσιο ἑρμηνείας, καθοριστικὸ ἢ στοχαστικὸ μπορεῖ μόνον νὰ εἶναι σύμφυτο μὲ τὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου τὴν ὁποία ἑρμηνεύει καὶ ὄχι νὰ προϋπάρχει. Ἕνα τέτοιο ἑρμηνευτικὸ «παράδειγμα» προσδίδει μᾶλλον στὴν τυχαιό- τητα θεϊκὲς ἐξωσυμπαντικὲς διαστάσεις, δίκην θεᾶς Τύχης. Σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση, χρειάζεται νὰ ἐξηγήσει κανεὶς γιατί ἆραγε ἡ θεὰ Τύχη εἶναι καλύτερος θεὸς ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Πάντως, γιὰ νὰ εἴμαστε δίκαιοι, πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι παραλλαγὲς τῆς φυσιοκρατίας, ποὺ δέχονται τὴν τυχαία προέλευση τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ «μηδέν», μπορεῖ νὰ βροῦν ἔρεισμα ἂν ἀποδεχτοῦμε μιὰ ὀντολογία, στὴν ὁποία τὸ «μηδὲν» συνιστᾶ ὀντολογικὴ κατηγορία. Μὲ ἄλλα λόγια, ἂν «ὑπάρχει» τὸ «τίποτε», τότε ὅλα τὰ ἐνδεχόμενα παραμένουν ἀνοιχτά: τότε, εἶναι δυνατὸ ὁ κόσμος νὰ προέρχεται ἀπὸ μία τυχαία μεταβολὴ τῆς οὐσίας ἢ τῆς ἐνέργειας τοῦ «τίποτε», ὅπως ἐπίσης εἶναι δυνατὸ νὰ προορίζεται νὰ ἐπιστρέψει ὁλόκληρος ἢ ἕνα μέρος του στὸ μηδὲν ποὺ τὸν γέννησε. Τότε, τὸ «κακὸ» λαμβάνει ὑπόσταση ἀπὸ τὸ τίποτε καὶ ὑπάρχει στὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὴ διαλεκτικὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ «εἶναι» καὶ στὸ «μηδέν». Μὲ ἐπίγνωση 10 βάση μιὰ τέτοια θεώρηση, κάθε ἄλλη ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τοῦ προβλή- ματος τοῦ κακοῦ καταρρέει, καθὼς ὑπεραναπληρώνεται μὲ αὐτονόητο τρόπο ἀπὸ τὴν ὀντολογικὰ κυρίαρχη κατηγορία τοῦ μηδενός, ποὺ βρίσκεται σὲ διαλεκτικὴ σχέση μὲ τὸ ἴδιο τὸ «εἶναι» καὶ μάλιστα προηγεῖται ὀντολογικὰ τοῦ «εἶναι». Σὲ μιὰ τέτοια ὀντολογία, λοιπόν, κυρίαρχη θεότητα εἶναι τὸ ἀπρόσωπο, ἀνερμήνευτο μηδέν. Μέσα ἀπὸ μιὰ τέτοια προοπτική, πάντως, ἡ ὀντολογικοποίηση τοῦ μηδενὸς ὁδηγεῖ πάλι σὲ μιὰ μορφὴ μεταφυσικῆς. Στὸ πλαίσιο ποὺ υἱοθετοῦμε ἐδῶ, δὲν δεχόμαστε ὅτι τὸ μηδὲν ἢ τὸ «τί- ποτε» συνιστᾶ ὀντολογικὴ κατηγορία, ἀποδεχόμενοι τὸν ἁπλὸ συλλογισμὸ ὅτι ἂν τὸ τίποτε ἔχει ὕπαρξη, τότε παύει νὰ εἶναι τίποτε. Τὸ «μηδέν», τὸ «μὴ ὄν», τὸ «κακὸ» ἀποτελοῦν γλωσσικὲς ἐκφράσεις ποὺ ἀποδίδουν τὴν ἔλλειψη ἢ ἔκλειψη τοῦ ὀντολογικὰ ὑπαρκτοῦ καὶ ποὺ προσδιορίζονται ἀπὸ τὶς ὀντολογικές τους συνέπειες πάνω στὸ ὑπαρκτό. Ἐπειδή, λοιπόν, στὸ «καλὸ» σύμπαν, τὸ κακὸ δὲν συνιστᾶ ὀντολογικὴ κατηγορία, αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπαιτεῖ ἑρμηνεία, ἀκριβῶς ὅπως ἀπαιτεῖ ἑρμηνεία τὸ σκο- τάδι, ποὺ δὲν ὑπάρχει καθ᾿ ἑαυτό, ἀλλὰ μόνον ὡς ἔλλειψη τοῦ φωτός. Ἕνας δεύτερος τρόπος προσέγγισης τοῦ προβλήματος τῆς δημιουργίας εἶναι νὰ δεχτεῖ κανεὶς τὴ σχέση τοῦ σύμπαντος μὲ ἕναν προσωπικὸ Θεό, ποὺ καλεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι. Ἕνα τέτοιο πλαίσιο προσωπικῆς σχέσης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο προϋποθέτει κάποι- ας μορφῆς «θεοφάνεια», δηλαδὴ φανέρωσης τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο, ποὺ γιὰ νὰ διερμηνεύει ἀραγῶς τὴ λογικότητα προϋποθέτει ταυτόχρονα τὴν πρόσληψη τῆς κτίσης ἀπὸ τὸ δημιουργό. Ἔτσι, ὁδηγεῖται κανεὶς στὸ χριστιανικὸ ὀντολογικὸ πλαίσιο τῆς ἑρμηνείας τοῦ κόσμου: ἡ ἀσύγχυτη καὶ ἀδιαίρετη ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο πληρεῖ τὸ σύμπαν μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια, ποὺ παρέχει τὸ πεδίο τῆς ἔκστασης καὶ τῆς ἐλευθερίας, ποὺ εἶναι σύμφυτες μὲ τὴ λογικότητα. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ὑπάρχουν τουλάχιστον οἱ ἐξῆς δύο δυνατότητες ἑρμηνείας τοῦ προβλήματος τῆς πτώσεως: α. Εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποδώσει κανεὶς τὴ φθορὰ στὶς προϋποθέσεις τῆς κτίσεως καθ᾿ ἑαυτὴν, νὰ κατανοήσει δηλαδὴ τὸ κτιστὸ ὡς ὀντολογικὸ φορέα τῆς πτώσεως. Μία θεολογικὴ ἀπόπειρα προσέγγισης αὐτῆς τῆς κατανό-ἐπίγνωση 11 ησης δόθηκε ἐκτενῶς στὸ προηγούμενο μέρος τοῦ παρόντος κειμένου (βλ. Ἐπίγνωση, τεῦχος 116). Μιά τέτοια θεώρηση παρακάμπτει ἐντελῶς τὴν ἀνάγκη διερεύνησης ὁποιασδήποτε ἐλεύθερης ἐπιλογῆς, ὅπως αὐτῆς τοῦ Ἀδὰμ στὸν «Παράδεισο», καθὼς ἑρμηνεύει τὴν πτώση ὡς ὀντολογικὸ ἰδίωμα τῆς φύσεως καὶ ὄχι ὡς ἀποτέλεσμα ἐλεύθερης ἐπιλογῆς. Ἡ θεώρηση αὐτὴ ἀφήνει ἀνοιχτὸ τὸ ἐρώτημα, γιατί ἡ κτίση ὡς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀδυνατεῖ νὰ ὑπερβεῖ ὀντολογικὰ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Ταυτόχρονα, δημιουργεῖ ἐρωτήματα ὡς πρὸς τὴ φύση τῆς προσδοκώμενης «Καινῆς Βασιλείας», διό- τι προφανῶς καὶ ἡ «μέλλουσα» ζωὴ καὶ Βασιλεία ἀφορᾶ καὶ πάλι στὴ ζωὴ καὶ τὴ φύση τοῦ κτιστοῦ. Ἐπιπλέον, καθιστᾶ οὐσιαστικὰ αἴτιο τῶν κακῶν τὸν ἴδιο τὸ Θεό, εἴτε διότι οἰκειοθελῶς Αὐτὸς ἔτσι δημιουργεῖ, εἴτε διότι ἀδυνατεῖ νὰ δημιουργήσει μὲ ἄλλον τρόπο. Σὲ μιὰ τέτοια θεώρηση, ἡ φύση καὶ ἡ χάρη διακρίνονται μὲν ἀσυγχύτως, ὅμως δὲν ἑνώνονται ἀδιαιρέτως. Δηλαδή, ἡ μὲν φύση ἐμφανίζεται ὡς ἀδήριτη ἀνάγκη ἐγωϊστικῆς μονοτρο- πίας, τρόπος θανάτου, ἡ δὲ χάρη ὡς ἡ δυνατότητα ὑπέρβασης τῆς φύσε- ως, τρόπος ζωῆς καὶ ἐλευθερίας. Σὲ μιὰ τέτοια ἐκδοχή, ἡ Καινὴ Βασιλεία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἡ τελικὴ νίκη τῆς χάριτος, τῆς λογικῆς δωρεᾶς καὶ τῆς ἐλευθερίας, κατέναντι τῆς φύσεως, τῆς ἄλογης καὶ ἀνελεύθερης ἀνάγκης. β. Ὅμως, ἡ ζωοποίηση τῆς φύσεως μέσα ἀπὸ τὴν ὀντολογική, ἀδιαίρετη ἕνωσή της μὲ τὴ χάρη, εἶναι δυνατὸ νὰ ἑρμηνεύσει τὴ φύση ὡς δωρεὰ καὶ ὄχι ὡς ἀντικειμενικό, ἄδωρο δεδομένο, ποὺ πάσχει τὴν ὀντολογικὴ ἀδυναμία τοῦ κτιστοῦ. Σὲ μιὰ τέτοια θεώρηση, τὴν ὁποία καὶ δέχεται τὸ παρὸν δοκίμιο, ἡ φύση καὶ ἡ χάρη διακρίνονται ἀσυγχύτως, ἀλλὰ καὶ ἑνώνονται ἀδιαιρέτως. Ἡ φαινομενικὴ αὐτὴ ἀντίφαση ἔχει τὴ ρίζα της στὸ κατ᾿ ἀρχὴν ὀντολογικὸ γεγονὸς τῆς ἕνωσης τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν κτίση, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: ἐκεῖ, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώνονται ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως, ὥστε ὁ κόσμος ἂν καὶ παραμένει κτιστός, ἀποτελεῖ ταυτόχρονα δοχεῖο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, ἡ φύση γίνεται φορέας τῆς χάρης, ἀπαύγασμα λογικῆς καὶ ἁρμονίας σχέσεων. Μία τέτοια φύση διατηρεῖ ἀκέραιες τὶς ὀντολογικὲς προϋποθέσεις τῆς ζωῆς καὶ δὲν ἐπίγνωση 12 ὑπάγεται σὲ καμμιὰ ἀναγκαστικὴ μονοτροπία. Ἡ φύση ἀποτελεῖ τώρα ἔκφανση, φανέρωση ἐλεύθερης λογικῆς ἐπιλογῆς, φυσικὴ σάρκωση τῆς λογικῆς ἐνέργειας. Ἀποκάλυψη λογικοῦ σχεδίου, στὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος, ὡς αὐτοσυνείδητη λογικότητα, συμμετέχει δημιουργικά. Ἔτσι, γεννιέται τὸ ἐρώτημα ποὺ θέσαμε ἐξ᾿ ἀρχῆς: ποιός ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους συμμετέχει καὶ ποιανοῦ ἀνθρώπου ὁ λόγος εἶναι καθο- ριστικός; Τὸ ἀποστολικὸ καὶ πατερικὸ παράδειγμα ποὺ παρουσιάσαμε φανερώνει ὅτι ὁ λόγος καὶ ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου εἶναι ἀρκετός, καθὼς αὐτὸς μετέχει στὴν καθολικότητα τῆς φύσεως. Ἐδῶ ὅμως ἐμφανίζεται τὸ πρό- βλημα: γιατί στὴ δική μας συνείδηση τοῦ κόσμου ἐμφανίζεται ἀνεξίτηλη ἡ σφραγίδα ποὺ ἔβαλε ἡ ἀπόρριψη τοῦ θεϊκοῦ θελήματος ἀπὸ τὴν Εὔα καὶ ὄχι ἡ ἀπόλυτη ἀποδοχὴ τῆς Μαρίας, ποὺ τὸ ὑποδέχτηκε στὰ ἴδια της τὰ σπλάχνα; Τὸ ἐρώτημα διατυπώνεται μὲ πλήρη συνείδηση ὅτι τέτοια προβλήματα ἴσως ὑπερβαίνουν τὸ πλαίσιο τῆς παραδεδομένης θεολογίας, καθὼς καὶ τῆς ἀποκάλυψης ποὺ μᾶς ἔχει χαριστεῖ. Ἔτσι, οἱ προτάσεις ποὺ προκύπτουν δὲν προτείνονται ὡς ἀπαντήσεις, ἀλλὰ προσφέρονται ἁπλῶς στὸ πλαίσιο μιᾶς καλῶς νοουμένης δημιουργικῆς ἐλευθερίας. Τούτου δοθέντος, ἔχω τὴ γνώμη ὅτι στὸ πρόβλημα τῆς φυσικῆς πτώ- σεως δὲν ὑπεισέρχεται μόνον ἡ ἀνθρώπινη παράμετρος. Εἶναι προφανές, ὅτι ἂν συναρτήσουμε τὸ πρόβλημα μόνον μὲ τὴν ἐλεύθερη λογικὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου, τότε τὸ ἐρώτημα μετατρέπεται σὲ ἀπόλυτο γρίφο. Κανένας δὲν πρόκειται νὰ μᾶς πεῖ ποτὲ γιατί ὁ Θεὸς ἐπιλέγει τὸν ἕναν ἄνθρωπο καὶ ὄχι τὸν ἄλλον. Τὸ πρόβλημα μπορεῖ εὔκολα νὰ περιπλεχθεῖ ἀκόμη περισσότερο: ὁ Ἀδάμ, ποὺ στὴ συνείδηση τοῦ Ἰουδαιοχριστιανικοῦ κόσμου εἶναι ὁ αἴτιος τῆς πτώσεως, θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πατριάρχης τοῦ Ἰσραὴλ καί, στὴ συνείδηση τῶν χριστιανῶν, πνευματικὸς καὶ σαρκικὸς πρόγονος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπόγονοί του δὲν εἶναι βέβαια τὸ συνολικὸ ἀνθρώπινο γένος, καθὼς ἡ ἴδια ἡ Γραφὴ τὸν τοποθετεῖ σὲ μιὰ πολὺ πρόσφατη περίοδο τῆς ἀνθρώπινης προϊστορί-ἐπίγνωση 1 ας, ὄχι μόνον σὲ ἀπόλυτη χρονολογικὴ βάση, ἀλλὰ καὶ στὴ βάση τῶν γνωστῶν ἀνθρωπολογικῶν περιόδων: εἶναι ἄνθρωπος τῆς πρώϊμης ἐποχῆς τοῦ χαλκοῦ. Ἡ ἰδιότητα τοῦ πρωτοπλάστου, ποὺ τοῦ ἀποδίδεται, ἔχει προφανῶς σχέση μὲ τὸ ρόλο του στὴν ἱστορία τῆς δημιουργίας, καθὼς καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ παράδοση ποὺ δημιουργεῖ, ὡς ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γνωρίζει τὸν προσωπικὸ Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις Σ᾿ αὐτὴ τὴ βάση, ὁ ρόλος τοῦ Ἀδὰμ σχετικοποιεῖται εὐθέως. Παράλλη- λα, διαβάζοντας τὴ Γραφή, βλέπουμε νὰ ἀναδύεται ὁ ρόλος μιᾶς ἄλλης ὑποστάσεως. Στὸν «Παράδεισο», ἀνάμεσα σ᾿ ὅλα τὰ δένδρα καὶ τὰ λου- λούδια καὶ τὰ διάφορα θηρία, κατοικοεδρεύει καὶ κάτι ἄλλο: ἕνας «ὄφις», «φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός». Ἡ φρονιμάδα τοῦ ὄφεως ὑποδηλώνει τὴν ἀνώτερη θέση του στὴν πνευματικὴ ἱεραρχία. Ἀπευθύνεται στὴν Εὔα μὲ ἐξουσιαστική, πονηρὴ διπλολαλιὰ καὶ τὴν ξεγελάει μὲ εὐκολία, ὅπως ὁ ἐνήλικος τὸ μικρὸ παιδί. Αὐτὸ καὶ μόνον ἀνοίγει ἕνα τεράστιο κεφάλαιο ἑρμηνείας. Τί δουλειὰ εἶχε ὁ ὄφις στὸν Παράδεισο; Πῶς ὁ «Παράδεισος», αὐτὴ ἡ εἰκόνα τῆς ἄφθαρτης φύσεως, φιλοξενοῦσε μιὰ τέτοια πονηρὴ ὑπόσταση; Ὁ ρόλος τῶν ἀγγελικῶν ὑποστάσεων στὴν πτώση εἶναι φανερὸς σὲ διάφορα σημεῖα τῆς βιβλικῆς διηγήσεως, ἀλλὰ καὶ διάχυτος σὲ ὅλη τὴν ἁγία Γραφή. Στὴ διήγηση τῆς Γενέσεως, ὁ Θεὸς μιλάει ταυτόχρονα μὲ τὸν ἐπίγνωση 1 ἄνθρωπο καὶ τὸν Διάβολο, στὸν Παράδεισο. Στὴ χριστιανικὴ γραμματεία, ὁ Διάβολος φέρεται ὡς ἡ «ἀρχὴ τοῦ κακοῦ» («ἀρχέκακος»), ἐνῶ στὶς διη- γήσεις τῶν Εὐαγγελίων ἐμφανίζεται συχνὰ ὡς ἡ ριζικὴ αἰτία πίσω ἀπὸ τὶς διάφορες ἀσθένειες ποὺ θεραπεύει ὁ Χριστός. Ἐδῶ χρειάζεται λίγη προ- σοχή: ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος ἀναφέρεται συχνὰ στὴν ὑπόσταση τοῦ Διαβόλου καὶ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις συνομιλεῖ μαζί του. Ἡ ἰδέα ὅτι συνομιλεῖ μὲ «κάποιον» ποὺ ἡ ὕπαρξή του ἔχει ἁπλῶς μεταφορικὸ νόημα, νομίζω πὼς ὑποσκάπτει τὴν ἴδια τὴν ἐγκυρότητα τῆς εὐαγγελικῆς διήγησης. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μὲ τὸν δικό μας τρόπο πρόσληψης τῆς φυσικῆς πραγματικότητας, ὁ ρόλος τῶν ἀγγελικῶν ὑποστάσεων παραμένει κρυμμέ- νος, σὲ βαθμὸ ποὺ ὁ λόγος γι᾿ αὐτὲς νὰ θεωρεῖται ὅτι ἀνήκει στὸ χῶρο τῆς δεισιδαιμονίας. Χωρὶς ἀμφιβολία, δὲν ὑπάρχει δεισιδαιμονία στὴν ὁποία δὲν ἐμφυλλοχωρεῖ κάποιας μορφῆς ἀνόητη δαιμονολογία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, εἶναι ἐξίσου ἀνόητο νὰ ἀπαξιώνει κανεὶς τὶς ἀναφορὲς τῆς Γραφῆς στὶς ἀγγελικὲς ὑποστάσεις, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἀσήμαντη ἀργολογία. Εἶναι προφανὲς σήμερα πιά, ὅτι ὅλος ὁ κόσμος ποὺ ὑπάρχει δὲν εἶναι ἀναγκαστικὰ αὐτὸς ποὺ μποροῦμε ἄμεσα νὰ δοῦμε. Στὴν Ἁγία Γραφή, οἱ συγκεκριμένες περιπτώσεις «ἐμφάνισης» ἀγγελικῶν ὑποστάσεων εἶναι μετρημένες. Συνδέονται, ὅμως, μὲ καθοριστικὲς περιστάσεις τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἤδη, στὴ Γένεση, ὁ Διάβολος ἐμφανίζεται ὡς ὄφις, ἐνῶ ἡ «φύλαξη» τῆς ὁδοῦ τοῦ παρα- δείσου ἀνατίθεται στὰ «Χερουβείμ». Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀβραὰμ γίνεται μὲ τὴ συνοδεία δύο ἀγγελικῶν ὑποστάσεων, ποὺ ἐμφανίζονται μὲ τὴ μορφὴ «ἀνδρῶν», ὅπως ἐξάλλου ἐμφανίζεται καὶ ὁ Θεός, ποὺ ὁ Ἀβραὰμ ἀναγνωρίζει ὡς «Κύριο» («Ὤφθη σοι Χριστός, ὦ θαυμάσιε, ὑπ᾿ ἀγγέλων δορυφορούμενος δύο»). Ἡ ἱστορικὴ Γέννηση, ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ συνοδεύονται ἀπὸ μιὰ ἔξαρση τέτοιων ἐμφανίσεων. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ Γραφὴ ὑποδηλώνει μὲ ἀναμφισβήτητο τρόπο ὅτι ἡ ἐνσάρκωση δὲν ἀφορᾶ μόνον στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄγνωστο σὲ μᾶς τρόπο ἐνδιαφέρει ὀντολογικὰ καὶ τοὺς ἀγγέλους. Ἐλάχιστα πράγματα εἶναι γνωστὰ γιὰ τὴ φύση τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν δαι-ἐπίγνωση 1 μόνων. Δὲν ὑπάρχουν ἐμπειρικὰ δεδομένα, οὔτε ἐπαρκεῖς βιβλικὲς ἀναφορές. Ἡ μυθολογικὴ παραφιλολογία ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἀγγέλους καὶ διαβόλους, τοὺς περιγράφει ὡς «ἀέρια πνεύματα», ἄϋλες, ἀόρατες ὑπάρξεις, ποὺ ἀνήκουν στὴ σφαίρα τοῦ «ὑπερφυσικοῦ». Μιὰ ὑπερφυσικὴ ἀντίληψη τῶν ἀγγελικῶν φαινο- μένων εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ πλαίσιο ποὺ υἱοθετοῦμε ἐδῶ. Μιὰ τέτοια ἀντίληψη καταστρατηγεῖ καί- ρια τὸ «καλὸ σύμπαν» στὶς ἴδιες τὶς προϋποθέσεις του. Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁποιαδήποτε ἔλλογη κατανόηση τῶν ἀγγέλων τοὺς ἐντάσσει στὸ φυσικὸ πλαίσιο τῆς δημιουργίας, ἔστω κι ἂν δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἑρμηνεύσει καὶ νὰ τοὺς περιγράψει μὲ τὴ γλώσσα τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Ἕνα προφανὲς συμπέρασμα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὶς βιβλικὲς ἀναφορὲς εἶναι ὅτι οἱ ἄγγελοι μποροῦν νὰ ἀλληλεπιδροῦν μὲ τὸν φυσικὸ κόσμο, ἔστω κι ἂν αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐνεργοῦν μόνον πνευματικά, φωτίζοντας ἐσωτερικὰ τὸν νοῦ τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ πνευματικὴ ἐνέργεια ἔχει φυσικὴ ὑπόσταση, ἄρα ἐνεργεῖ στὴν ὑλικὴ ὑποδομὴ τοῦ κόσμου. Ὅταν οἱ Μάγοι εἶδαν τὸν Ἀστέρα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἀνατολή, δέχτηκαν ἀναμφισβήτητα μιὰ ἐσωτερικὴ πληροφορία, ἡ ὁποία ταυτόχρονα ἀποτέλεσε ἕναν κώδικα γιὰ τὴ μεταξύ τους ἐπικοινωνία, δηλαδὴ μιὰ γλώσσα, ποὺ εἶχε προφανῶς σαρκικὴ ὑπόσταση. Ἦταν τόσο προφανὲς αὐτὸ γιὰ τοὺς Μάγους, ὥστε δὲν δίστασαν νὰ τὸ ἀναφέρουν στὸν ἴδιο τὸν Ἡρώδη: «εἴδομεν αὐτοῦ τὸν ἀστέρα»! Ἤξεραν, φυσικά, ὅτι δὲν ἦταν ἀστέρι τοῦ οὐρανοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ μπῆκαν στὸν κόπο νὰ τὸ ἀκολουθήσουν. Τὸ ἴδιο συμπέρασμα μπορεῖ νὰ βγεῖ ἀβίαστα γιὰ τοὺς βοσκούς, ποὺ δέχτηκαν τὸ μήνυμα τῆς Γεννήσεως, ὅπως καὶ γιὰ τὶς μυροφόρες ποὺ δέχτηκαν τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Τόσο οἱ μὲν ὅσο καὶ οἱ δὲ δέχτηκαν μιὰ πληροφορία, ποὺ παρήγαγε κοινὸ νόημα, ἄρα εἶχε σαρκικὴ ὑπόσταση, ἐνεργοῦσε δηλαδὴ μὲ κοινὸ τρόπο στὰ κέντρα τοῦ ἐγκεφάλου. Εἰδικὰ στὴν περίπτωση τῶν μυροφόρων, ὁ ἄγγελος ἐμπίπτει σὲ συγκεκριμένη ὑλικὴ περιγραφή. Ἦταν «νεανίσκος καθήμενος ἐπίγνωση 1 ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένος στολὴν λευκήν». Στὴν περίπτωση τῆς ἐμφάνισης στὸν Ἀβραάμ, οἱ ἄγγελοι ποὺ συνοδεύουν τὸ Χριστὸ συντρώ- γουν, γίνονται ἀποδέκτες τῆς ὑλικῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος γιὰ τὴν περίσταση ἔσφαξε καὶ ἔψησε ὁλόκληρο μοσχαράκι. Ἔτσι, λοιπόν, ἔχει πολὺ περισσότερο νόημα νὰ θεωρήσει κανεὶς ὅτι ἡ φύση τῶν ἀγγέλων, κατὰ κάποιο τρόπο, μετέχει τῆς φυσικῆς πραγματι- κότητας στὴν ὁποία μετέχει καὶ ὁ ἄνθρωπος, καθὼς καὶ ἡ ὑπόλοιπη κτίση. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀναγκαστικὰ ὅτι ἡ φύση τῶν ἀγγέλων εἶναι προϊὸν τῆς φυσικῆς ἐξέλιξης ποὺ περιγράφεται μὲ τὰ κοσμολογικά μας μοντέ- λα. Μπορεῖ νὰ συνιστᾶ μιὰ φυσικὴ πραγματικότητα ἀπροσπέλαστη στὴ φυσικὴ περιγραφή, ἀνυπότακτη στὰ μαθηματικά, ἔξω ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς πτώσης, ποὺ ἀντιλαμβάνεται ὁ βιολογικὸς ἐγκέφαλος. Μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ μιὰ φυσικὴ ὑπερέννοια, στὴν ὁποία ἐναποτίθεται ὁ φυσικὸς κόσμος ποὺ γνωρίζουμε καὶ ἡ ὁποία δὲν ὑποτάσσεται ἀναγκαστικὰ σ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ ἔχει τοὺς δικούς της νόμους. Σύμφωνα, πάντως, μὲ τὴ βιβλικὴ περιγραφὴ εἶναι φύσεις «λογικές», ὅπως καὶ ὁ ἄνθρωπος. Ἂν καὶ ὑπάρχουν στὶς παρυφὲς τοῦ σύμπαντος, μποροῦν νὰ ἀλληλεπιδροῦν μὲ τὸν κόσμο, ἔχουν δηλαδὴ κοινὴ τομή, σημεῖο ἐπαφῆς μὲ αὐτόν. Ἴσως στὶς δικές τους διαστάσεις νὰ ἐναποτίθεται ὁ κόσμος μας, ἴσως ἐκεῖ νὰ ἐναποτίθενται ἄπειροι ἄλλοι κόσμοι, ποὺ ἂν καὶ δὲν θὰ τοὺς δοῦμε ποτέ, αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς δὲν ὑπάρχουν. Ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ προσλαμ- βάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, προσλαμβάνει καὶ τὴ φύση τῶν ἀγγέλων. Μπορεῖ οἱ ἄγγελοι νὰ μὴ διέπονται ἀπὸ τὸ νόμο τῆς φυσικῆς ἐξέλιξης τοῦ σύμπαντος, ὅμως τὸ σύμπαν μπορεῖ νὰ γεννιέται καὶ νὰ ἐξελίσσεται μέσα στὶς διαστάσεις ποὺ ὁρίζει ἡ ὕπαρξη τῶν ἀγγέλων.ἐπίγνωση 1 Ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου Ἄν, λοιπόν, ὁ κόσμος συστήνεται ὡς μιὰ ἱεραρχία λογικῶν φύσεων, οἱ πνευματικὲς συνέπειες εἶναι ἀπροσμέτρητες. Ἡ λογικὴ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου παύει νὰ εἶναι ἁπλὴ καὶ ἀδιαβάθμητη. Ὁ ἄνθρωπος ἐμφανίζεται ὡς μία σύνθετη πνευματικὴ ὑπόσταση. Χωρὶς ἀμφιβολία εἶναι κυρίαρχη ὑπόσταση, δηλαδὴ ὁρίζει τὶς ἐπιλογές της, ἀλλὰ μέσα σ᾿ ἕνα χῶρο λογικῆς ὑποδομῆς, ὅπου κατοικοῦν κι ἄλλες λογικὲς ὑπάρξεις. Οἱ ὑπάρξεις αὐτὲς ἀποτελοῦν τὶς φυσικὲς διαστάσεις μέσω τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τὴ λογικὴ εἴδηση τοῦ κόσμου. Σ᾿ ἕναν τέτοιο κῆπο, ὅπως φαίνεται, ἡ δημο- κρατία τῆς ψήφου δὲν εἶναι ὁ κανόνας τῆς λογικῆς ἐπιλογῆς. Τὸ πρόβλημα μὲ τὴν ὕπαρξη ποὺ ἐπιλέγει τὴν αὐτονομία, τὴ μονα- χικότητα, εἶναι ὅτι ἀρνεῖται νὰ ἀντλήσει τὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ἀγαθότητας, ποὺ εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ σύνδεσμος τῆς λογικῆς σχέ- σης ἀνάμεσα στὰ ὑπαρκτά, ἀλλὰ ἐπιχειρεῖ νὰ ἀντλήσει αὐτοΰπαρξη ἐπιβάλλοντας μιὰ σχέση κυριαρχίας πάνω σὲ ἄλλες ὑπάρξεις. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἀποδυναμώνει τὶς ἄλλες ὑπάρξεις, διαρρηγνύοντας τὸ δεσμό τους μὲ τὴν πηγὴ τῆς ἀγαθότητας. Ἔτσι, ὁ ὄφις τῆς Βίβλου ἐμφανίζεται νὰ ὑποβάλει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἰδέα ὅτι ἡ αἰώνια ὕπαρξή τους δὲν ἔχει ἀνάγκη τὴν ἁρμονία τῶν σχέσεων ποὺ ὑπαγορεύει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἂν παρακούσουν τὸν Θεό, «ἔσονται ὡς θεοί». Αὐτὴ ἡ κυριαρχικὴ ἐπιθυμία τοῦ Διαβόλου πάνω στὴν κτίση, στὴν ὁποία μετέχει κι αὐτός, φαίνεται νὰ παίζει ἕναν πρωταρχικὸ ρόλο στὴν πτώση, καὶ στὴ συνέχεια στὸν κόσμο ποὺ διάγει μέσα στὴ φθορά. Αὐτὴ φαίνεται νὰ εἶναι μιὰ διαχρονικὴ συνείδηση στὸ χριστιανικὸ κόσμο, ποὺ βλέπει στὸ Διάβολο τὸν «ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου». Αὐτὸν ποὺ κυριαρχεῖ πάνω στοὺς ἀνθρώπους, ὑποβάλλοντας τὴν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸ Θεό, προβάλλοντας τὴν κυριαρχία καὶ τὴν αὐτοεπιβεβαίωση ὡς ζωτικὴ ὑπαρκτικὴ ἐπιλογή. Ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴ σειρά του, εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἀκολουθήσει τὴν κυριαρχικὴ ἐπιβουλὴ τοῦ Διαβόλου ἢ νὰ τὴν ἀρνηθεῖ, ἀσκώντας τὴν κυ- ρίαρχη ἐλευθερία τῆς ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, τὸ βασικὸ πρόβλημα μὲ τὸ «κακὸ» εἶναι ὅτι αὐτὸ ἔχει τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπιβάλλει τὴν ἐπίγνωση 1 κυριαρχία του ἀναπαράγοντας τὸν ἑαυτό του. Τὸ κακὸ εἶναι τέτοιο, ἐπειδὴ γιὰ νὰ ἀντλήσει τὴν αὐτοΰπαρξη ἐπιβάλλεται πνευματικά, ἀσκώντας ἐξουσία. Ὑποβάλλει τὴν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης διαρρηγνύοντας τὶς σχέ- σεις. Ἀντίθετα, ἡ κοινωνία τῶν σχέσεων ἐξ’ ὁρισμοῦ ἀποποιεῖται τὴν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας, δὲν ἐπιλέγει νὰ ἀσκήσει δύναμη κυριαρχίας καὶ ἐπιβολῆς. Εἶναι δύο ἀσύμμετρες ἐπιλογές, ποὺ τὸ πνευματικό τους ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ «πτώση», ἡ κατάρρευση καὶ ἀποδιοργάνωση τῆς κοσμικῆς ἁρμονίας. Εἶναι, λοιπόν, ὁ διάβολος ἡ αἰτία τῆς πτώσης; Ἡ ἀπάντηση, στὸ πλαί- σιο τῆς χριστιανικῆς ὀντολογίας εἶναι νομίζω σαφῶς καὶ ἀπερίφραστα πὼς ὄχι. Ἡ αἰτία εἶναι ὁ ἄνθρωπος, καθὼς αὐτὸς συνιστᾶ τὸ πλήρω- μα τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, τὴν κορωνίδα τῆς δημιουργίας. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀποδέκτης τῆς κυριαρχικῆς ἐπιβουλῆς τοῦ διαβό- λου καὶ στὸ βαθμὸ ποὺ συντονίζεται μὲ τὴν ἐπιβουλὴ τὴν ἀναπαράγει κυριαρχικὰ πάνω σὲ ἄλλους ἀνθρώπους, ὅπως ἔκανε ἡ Εὔα μὲ τὸν Ἀδάμ. Τὸ κακὸ ἀντλεῖ τὴν αὐτοΰπαρξη σὰν ἕνας λογικὸς καρκίνος, ἀντιστρέφοντας τὴν ὕπαρξη ὡς σχέση, σὲ αὐτοΰπαρξη μὴ-σχέσης. Ἀποκόπτει αὐτοβούλως τὰ μονοπάτια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ποὺ συνδέουν τοὺς ἀνθρώπους, ὁδηγώντας τὴ φύση στὸ μαρασμό. Τὸ κακὸ λειτουργεῖ παρασιτικά, ἀντλώντας ζωτικότητα ἀπὸ τὸ «καλὸ» σύμπαν. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει τὸ θάνατο, δημιουργώντας τὸν κόσμο ὄχι κατὰ τὸ ἀρχικό Του θέλημα, ἀλλά σύμφωνα μὲ τὴ «δεύτερη» δημιουργία, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ Γρηγόριος Νύσσης. Ἡ δεύτερη δημιουργία, αὐτὴ τῆς πτώσεως, δὲν ἀλλάζει τὶς ὀντολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ κτιστοῦ, ποὺ εἶναι σύμφυτες μὲ τὴ ζωὴ καὶ ὄχι μὲ τὸ θάνατο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος διψάει τὴ ζωή. Ἡ δεύτερη δημιουργία ἀλλάζει τὴ σχέση τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ χρόνο, βάζει ὅριο στὴν ἀποδιοργάνωση τῆς κτίσεως, στὴν παρασιτικὴ κυριαρχία τοῦ κακοῦ, καθιστᾶ τὸ σύνθετο μόρφωμα θνητό. Ὅμως, ἡ σχέση αὐτὴ τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸν χρόνο εἶναι δεκτικὴ ἀποκατάστασης, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ καὶ «ἀποκαραδοκία» τῆς κτίσεως.ἐπίγνωση 1 Ἐπίλογος Ἡ πτώση, ὡς ὀντολογικὴ κατάσταση τῆς κτίσης φαίνεται νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα λογικῶν ἐπιλογῶν ποὺ ἡ ἴδια τους ἡ ἀνάγκη γιὰ κυριαρχική, ἐξουσιαστικὴ ἐπιβολὴ τὶς καθιστᾶ ἄρχουσες. «Οἱ θέλοντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν». Στὸ ἱστορικὸ πλαίσιο ποὺ γνωρίζουμε δὲν ὑπάρχει διαχωρισμὸς τῆς ἥρας ἀπὸ τὸ σιτάρι. Τὸ καλὸ ζυμώνεται μὲ τὸ κακό, μὲ τρόπο ποὺ τὰ δύο συνυπάρχουν, καὶ μάλιστα συχνὰ στὴν ἴδια λογικὴ ὑπόσταση. Μερικὲς φορές, δύο διαφορετικοὶ τρόποι μπορεῖ νὰ ἔχουν τὸ ἴδιο ὄνομα. Ἡ κάθε μοναδικὴ ὕπαρξη ἔχει πολλοὺς λογικοὺς συνομιλητὲς καὶ ὁ τρόπος της δὲν εἶναι ἑνιαῖος. Ἀκόμη κι ὅταν ἡ ἐλεύθερη προαίρεση εἶναι ἀγαθή, ἡ πεσμένη φύση ἐπιβάλλει τὴν παθογένειά της. «Τί μὲ λέγεις ἀγαθόν;» ρωτάει ὁ Χριστὸς τὸν νεαρὸ ποὺ τὸν καλοπιά- νει, προβάλλοντας ἐναργῶς μία χειροπιαστὴ ἀνθρώπινη πραγματικότητα: «Οὐδεὶς ἀγαθός, ἢ μὴ εἷς, ὁ Θεός». Ἔτσι, ἡ λύση σ᾿ ἕνα τέτοιο πρόβλημα δὲν φαίνεται νὰ εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο φυσικὸ διαχωρισμὸ τῶν ὑποστάσεων, μὲ βάση τὰ ὑπαρκτικὰ γνωρίσματα ποὺ οἱ ἴδιες ἐλεύθερα ἐπιλέγουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν κόσμο ὡς σωτήρας δὲν διακρίνει τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τοὺς δέχεται ὅλους τὸ ἴδιο, σὰν παιδιά Του. Ὅταν ὅμως ἔρχεται ὡς κριτής, γιὰ νὰ κτίσει ξανὰ τὸν κόσμο, τότε τοὺς διαχωρίζει μὲ βάση ἐκεῖνα τὰ γνωρίσματα ποὺ συνιστοῦν ἐλεύθερη ἐπιλογή. Ὁ διαχωρισμὸς δὲν ἔρχεται ὡς τιμωρία, ἀλλ᾿ ὡς συστατικὴ ἀνάγκη τῆς φύσης ποὺ ἀποτελεῖ ἑνιαία καθολικότητα. Τὸ καλὸ σύμπαν διασώζεται ἀκέραιο ὅταν καταργοῦνται οἱ ἐπιλογὲς ποὺ ἀπειλοῦν τὶς προϋποθέσεις του. Ἡ εἰκόνα τοῦ παραδείσου καὶ τῆς κολάσεως, εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνὸς «μεσό- τοιχου», ποὺ τέμνει τὴν ἑνότητα καὶ διαχωρίζει τὴ φύση. Εἶναι μιὰ εἰκόνα, ὅπου ὁ Θεὸς δίνει στὸ «κακὸ» ἕνα δικό Του βασίλειο, μιὰ πεπτωκυῖα βασιλεία, ποὺ συστήνεται καὶ συντηρεῖται καὶ πάλι ἀπὸ τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ χωρὶς τὴ δυνατότητα νὰ ὁδηγήσει τὴν καθολικότητα τῆς φύσεως στὴν πτώση. ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΕΥΧΟΥΣ Ἐξώφυλλο: Δίσκος. Δῶρον Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς, δεσπότου τῆς Ἠπείρου. Μονὴ Σινᾶ. Ὀπισθόφυλλο: Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ ὁ Πρόχωρος (κῶδ.  φ. 10β). ΤΙΜΗ ΤΕΥΧΟΥΣ: 1 ΛΕΠΤΟ – ΚΩΔΙΚΟΣ ΕΛΤΑ: 1 – ISSN 10-2 Τὸ περιοδικὸ «Ἐπίγνωση» ἐκδίδεται κάθε τρίμηνο. Ἐκδότης: Παῦλος Πολιτίδης. Συντακτικὴ Ἐπιτροπή: Ἰ. Καλόμοιρος, Ἀ. Μπύρου, Π. Πο- λιτίδης. Καλλιτεχνικὴ ἐπιμέλεια: Γρ. Καλόμοιρος. Ταχυδρομική διεύ- θυνση ἐπικοινωνίας: Περιοδικὸ «Ἐπίγνωση» Τ.Θ. 210,  10 Πυ- λαία, Θεσσαλονίκη. Τηλ.: 2002. Ἠλεκτρονικὴ συνδρομὴ καὶ παλαιὰ τεύχη: www.epignosi.eu E-mail: epignwsi@gmail.com Μὲ τὴν παραπάνω ἔννοια τὸ κακὸ «καταργεῖται». Πῶς νοεῖται, ὅμως, ὀντολογικὰ ἡ κατάργηση τοῦ κακοῦ; Νά ἕνας ἄλλος ἀπόλυτος γρίφος. Τί εἶναι ὀντολογικὰ ἡ κόλαση; Ἂν ἦταν τὸ «μηδὲν» τότε μᾶλλον δὲν θὰ «ἦταν» ἡ κόλαση. Πῶς ὅμως ὑπάρχει τὸ «κακὸ» ἂν δὲν μπορεῖ νὰ ἀντλήσει παρασιτικὰ τὴ ζωή του ἀπὸ τὸ «καλό»; Στὸ πλαίσιο μιᾶς γλωσσικῆς συνέπειας, ὁ μόνος τρόπος ποὺ ὁρίζει τὴν κόλαση εἶναι ἡ κατάσταση μιᾶς «ἐκκρεμότητας» τῆς ὑπάρξεως, ὅπου ἡ ὕπαρξη καθίσταται ἀνενεργή, χρονικὰ ἀδιάστατη. Ἡ ὕπαρξη χάνει τὸν ὑπαρκτικό της ὁρίζοντα, παύει νὰ κινεῖται πρὸς τὸν σκοπό της, παγώνει, χάνει κάθε μορφὴ ζωτικότητας. Ἡ μόνη ζωτικὴ προοπτικὴ μιᾶς τέτοιας ὑπάρξεως «σὲ ἀναμονὴ» εἶναι νὰ κινηθεῖ αὐτοβούλως πρὸς τὸ σκοπό της. (Ἀπὸ ἀδημοσίευτο δοκίμιο τοῦ Ἰωάννη Καλόμοιρου, μὲ τίτλο «Τὸ καλὸ σύμπαν καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ», 2005

;


Αφήστε μια απάντηση

Copyright © …για το Μάθημα των Θρησκευτικών          Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση