Γ.Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ 1.Η ΕΑΠ

Οι σημειώσεις του μαθήματος

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: users.sch.gr/nemfelonis/mikrpiges.ppt.ppt

 

 

 ΠΗΓΕΣ

1. Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων

Ποια κριτήρια λάμβανε υπόψη η ΕΑΠ προκειμένου να εγκαταστήσει τους πρόσφυγες στις καινούργιες τους πατρίδες; Να απαντήσετε στην ερώτηση συνθέτοντας στοιχεία από τις ιστορικές σας γνώσεις και από το ιστορικό παράθεμα που ακολουθεί

Δόθηκε προτεραιότητα στην αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων, παρότι ο μεγαλύτερος αριθμός αυτών είχε αστική και όχι αγροτική προέλευση. Τα κριτήρια με τα οποία τα κατά τόπους εποικιστικά γραφεία επέλεγαν το χώρο για την εγκατάσταση των προσφύγων ήταν οικονομικής και εθνικο – πολιτικής φύσεως, Η δημιουργία αγροτικών προσφυγικών οικισμών αποσκοπούσε στην κάλυψη του δημογραφικού κενού που είχαν δημιουργήσει οι απώλειες των πολέμων στους ενήλικους άνδρες – το πιο σημαντικό τμήμα του ενεργού πληθυσμού – και στη συνέχεια η αναχώρηση των μουσουλμάνων καλλιεργητών, κυρίως από τις καπνοπαραγωγικές περιοχές, ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχεια της αγροτικής παραγωγής και η είσπραξη των προσόδων. Κυρίως όμως επεδίωκε την επίτευξη εθνικής ομοιογένειας στις Νέες Χώρες, με τη δημογραφική ενίσχυση του ελληνικού πληθυσμού και τη διάσπαση και αραίωση των σλαβόφωνων κατοίκων, που ήταν εγκατεστημένοι στο βόρειο και μεθόριο τμήμα της Μακεδονίας, και τη δημιουργία προσφυγικών οικισμών στις παραμεθόριες περιοχές που θα κάλυπταν τις αμυντικές και στρατιωτικές ανάγκες της χώρας.

Μέχρι το 1928 δημιουργήθηκαν 2.085 αγροτικοί οικισμοί, στους οποίους εγκαταστάθηκαν 145.127 οικογένειες. Από αυτές, 87.084 εγκαταστάθηκαν από την ΕΑΠ σε 1.088 οικισμούς στη Μακεδονία, 41.828 σε 623 οικισμούς στη Θράκη και 4.962 σε 212 οικισμούς στην Κρήτη. Οι υπόλοιπες εγκαταστάθηκαν από την ΕΑΠ ή το κράτος σε διάφορες περιοχές της χώρας

(Πηγή: Έλσα Κοντογιώργη, «Αγροτική εγκατάσταση», Περιοδικό Ιστορικά της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, 30/8/2001, σ. 20)

 

2.Εμπόδια στην αποκατάσταση των προσφύγων

Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τα στοιχεία των παραθεμάτων να αναφέρετε τους παράγοντες που αποτελούσαν εμπόδιο στην αποκατάσταση των προσφύγων

ΑΡΧΕΙΟ Π.Σ. ΔΕΛΤΑ

Στο μεταξύ είχαν συλλάβει και φυλακίσει Γούναρη, Στράτο και Σία, και είχε σχηματιστεί άλλη κυβέρνηση με πρόεδρο το Σωτήρη Κροκίδα. Υπουργός της περιθάλψεως διορίστηκε ο Απόστολος Δοξιάδης.

Μόλις ανέλαβε το Υπουργείο, έκανε μιαν ανακοίνωση, που ζητούσε απ’ όλες τις κυρίες, σωματείων και άλλων, που διέθεταν χρήματα για τους πρόσφυγες, να παν την τάδε μέρα στο υπουργείο του, ώστε να συνεννοηθούν, και να μη σκορπιέται η δουλειά, να συντονιστεί και να γίνεται αποτελεσματικότερη η περίθαλψη.

Εγώ δεν ήμουν σε κανένα σωματείο. Αλλά είχα χρήματα. Πήγα. Ήταν όλες βασιλικές. Ήμουν η μόνη αντίθετη. Γιατί σαν έπεσε ο Βενιζέλος την 1η Νοεμβρίου του 1920 και ήλθε ο Ράλλης και ύστερα από λίγες μέρες ο Γούναρης («Ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά!»), έπαυσαν όλες τις βενιζελικές κυρίες απ’ όλα τα σωματεία. Τους έστειλαν, δηλαδή, ένα χαρτί όπου έγραφαν, λ.χ. «Παύεται η Ελένη Κολοκυθοπούλου», χωρίς καν τη λέξη «κυρία», σα να ήταν υπηρετικά που διώχνονται για καταχρήσεις.

Βρέθηκα μόνη, σε κύκλο εχθρικό, όπου οι περισσότερες μου ήταν άγνωστες, με μόνο τον υπουργό ομοϊδεάτη.

Ήταν μεταξύ άλλων η κυρία Κεφάλα, η Παπαδοπούλου, το γένος Καραβοπούλου (κόρη του γνωστού τσιγάρα της Αλεξάνδρειας), παντρεμένη [με] δικαστή των μικτών δικαστηρίων της Αλεξάνδρειας, που είχε γίνει το δεξί χέρι της Σοφίας, και με χαιρέτησε προστατευτικά. Ήταν η Νότα Μελά, που ήλθε και κάθησε κοντά μου, και άλλες που δε θυμούμαι.

Ευγενικά, με το γλυκύτερο τρόπο, μας είπε ο Δοξιάδης πως δεν εννοούσε να πάρει από κανένα σωματείο το ταμείο, ούτε να επιβάλει τρόπο εργασίας. Ζητούσε μόνο τη «συνεργασία» μεταξύ των σωματείων, με τρόπο που να μη βοηθούνται διπλά και τρίδιπλα τα ίδια πρόσωπα, ενώ άλλα έμεναν αβοήθητα. Και ρώτησε κάθε κυρία τι ποσά διέθετε.

Η κάθε μια είχε φέρει τους λογαριασμούς της· δήλωνε η μια 5.000 δρχ., η άλλη έξι, άλλη δέκα, μια ένδεκα, άλλη δεκαπέντε. Δεν νομίζω καμιά να είχε είκοσι χιλιάδες. Ήταν αποστραγγισμένα τα ταμεία από τη διαχείριση της Σοφίας. Μόνη εγώ δεν είχα μιλήσει. Τελευταία με ρώτησε ο Δοξιάδης: «Εσείς, κυρία Δέλτα, ποιο σωματείο αντιπροσωπεύετε;»

Όλες γύρισαν με περιέργεια στη μόνη βενιζελική.

«Κανένα, κύριε Υπουργέ», του αποκρίθηκα.

«Γιατί λοιπόν είστε εδώ;»

«Γιατί έχω χρήματα. Διαθέτω χρήματα που μου έστειλε ο πατέρας μου».

«Πόσα;»

«Ενάμισυ εκατομμύριο».

Ανατριχίλα πέρασε στο ακροατήριο. Το περίμενα και το απήλαυσα. Αργότερα, μια μέρα που ξαναντάμωσα την κυρία Κεφάλα, μου θύμισε τη σκηνή. Σκασμένη στα γέλια μου είπε:

«Εμείς οι κακομοίρες, φθάναμε με τις πενιχρές μας πέντε, κ’ έξι και τρεις χιλιαδούλες και νομίζαμε πως φέρναμε βοήθεια, γιατί αντιπροσωπεύαμε κοτζάμ σωματεία. Κι εσείς δεν αντιπροσωπεύατε τίποτα. Και σας ρωτά ο Δοξιάδης γιατί ήσασταν εκεί, και μας βγάζετε ενάμισυ εκατομμύριο. Εμείς δεν ξέραμε πού να χωθούμε! Λέγαμε να μας καταπιεί το πάτωμα! Και το είπατε τόσο ήσυχα, σα να φέρνατε εκατό δραχμίτσες!» Και πρόσθεσε μαριόλικα: «Δεν μπορώ να πω πως η παρουσία σας μας ευχαρίστησε όλες, εμάς τις αντίθετες!» Αυτό το είχα αντιληφθεί από την αρχή και ακόμα περισσότερο όταν έκανα τη δήλωση πως έχω ενάμισυ εκατομμύριο. Σούσουρο πνιγμένο πέρασε ανάμεσα στις παρούσες κυρίες, και άλλη τεντώθηκε, άλλη έσφιξε τα χείλια της, όλες δυσαρεστήθηκαν.

Και σηκώθηκε ο Δοξιάδης, και ήλθε και μου έσφιξε το χέρι, και βουρκωμένος μου είπε: «Αν είχαμε δέκα Μπενάκηδες, ελύαμε το προσφυγικό πρόβλημα». Και τότε, γλυκόξυνα με συγχάρηκαν οι κυρίες, και όσες είχαν πάρει προστατευτικό απέναντι μου ύφος, το έχασαν, οι κακομοίρες!

Ο Δοξιάδης δε μας ζήτησε τα χρήματα μας. Μας είπε μόνο ποιες ήταν οι επείγουσες ανάγκες, και σ’ όποια του τις ζήτησε, έδωσε συμβουλές. Μα οι επείγουσες ανάγκες ήταν φοβερές! Ενάμισυ εκατομμύριο γυναικόπαιδα, χωρίς προστάτη άντρα, φορτωμένα όμως γέρους, τρελούς, σακάτηδες, ηλίθιους, αρρώστους με σαδική κακεντρέχεια άφησαν οι Τούρκοι να φύγουν όλοι οι ανάπηροι, όλη η σαβούρα, ενώ κρατούσαν ή σκότωναν όλους τους γερούς άντρες ενάμισυ εκατομμύριο γυναικόπαιδα, πεινασμένα, γυμνά, άρρωστα, στοιβάζουνταν στα σχολεία, στις εκκλησίες, σ’ όλα τα κτίρια που μπορούσε να διαθέσει η κυβέρνηση.

Ο Πλαστήρας είχε βγάλει μια διαταγή, κάθε οικογένεια να στεγάσει όσους μπορούσε, έναν, δύο, δέκα, όσους σήκωναν τα μέσα της και μπορούσε να θρέψει. Στο κτήμα του πατέρα μου, στην Κηφισιά, στεγάσαμε 4050 και τους ανοίξαμε συσσίτιο. Εμείς πήραμε 15 στο δικό μας. Ο φτωχός μας περιβολάρης ανέλαβε δυο. Κι έτσι όλη η Αθήνα και ο Πειραιεύς.

Ελευθέριος Βενιζέλος, Αρχείο Π.Σ. Δέλτα, ό.π., σσ. 132-133

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΣΟΦΙΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ Η ΙΔΙΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Μια αποστολή είχε φύγει, όταν ένα απόγεμα παρουσιάστηκε στο σπίτι μας ο Η. Β. Hill, της Αμερικανικής Σχολής. Βρέθηκα στον κήπο σαν ήλθε, και με το πλατύ του ανειλικρινές χαμόγελο, μου άρχισε κουβέντες για τούτα και κείνα, και απαντούσα μετρώντας τα λόγια μου. Και ξεσκεπάζοντας, τέλος, τους σκοπούς του, μου είπε:

«Έρχομαι εκ μέρους της βασίλισσας Σοφίας. Έμαθε πως διαθέτετε χρήματα και είστε ευδιάθετη να τα ξοδέψετε για τους απόρους. Είναι αλήθεια;»

«Για τους πρόσφυγες», διόρθωσα. «Ναι, είναι αλήθεια, μου έστειλε χρήματα ο πατέρας μου».

«Γνωρίζετε τη διαταγή της βασίλισσας, να της σταλούν όσα χρήματα διαθέτουν όλοι για τους απόρους;»

«Τη γνωρίζω».

«Της εστείλατε τα χρήματα που διαθέτετε;»

«Όχι».

«Νομίζω καλό να της τα στείλετε, θα συγκεντρωθεί η δουλειά σ’ ένα ταμείο, σ’ ένα χέρι, δε θα σκορπιέται σε άτακτες προσπάθειες όπου πολλοί κάνουν την ίδια δουλειά. Και ξέρετε», πρόσθεσε με το ίδιο διφορούμενο χαμόγελο του, «από διοργάνωση ξέρει η βασίλισσα, και ό,τι κάνει, το κάνει καλά. Δεν θα πάγει στράφι ούτε μια δραχμή…»

«Ούτε όμως και στους πρόσφυγες», διέκοψα, «και βλέπετε, η διαταγή του πατέρα μου είναι να ξοδευτούν τα χρήματα αυτά για τους πρόσφυγες». Με κοίταζε πάντα με το διπρόσωπο χαμόγελο του που πλάταινε ακόμα το πλατύ του πρόσωπο. Μου άναψε τα αίματα μου.

«Ακούσετε δω, κύριε Χιλλ», του είπα. «Ξέρω πως τα χρήματα που δίνονται στη βασίλισσα και που ξοδεύει εκείνη, παν όλα στους επιστράτους, που απ’ αυτούς περιμένει να την υπερασπίσουν εναντίον της λαϊκής οργής που νιώθει γύρω της. Από μένα δε θα πάρει μια πεντάρα. Ο πατέρας μου μου έστειλε χρήματα να βοηθήσω πρόσφυγες. Δε θα τα δώσω στους δολοφόνους του, τους επιστράτους, που έβγαλε ο Βασιλεύς από τις φυλακές στα Νοεμβριανά για να τον σκοτώσουν. Μ’ εμποδίζει η βασίλισσα να εργαστώ. Το κέφι της! Αλλά για να πάρει χρήματα από μένα, ας μην το περιμένει. Και σα θέλετε, πείτε της το, δε θα της δώσω μια πεντάρα. Τα στέλνω πίσω στον πατέρα μου, μα δεν της τα δίνω. Πείτε της το». Μια στιγμή δεν αποκρίθηκε αυτός. Σάστισε νομίζω. Ύστερα είπε:

«Έχετε άδικο φοβούμαι. Η φτώχια είναι φρικτή, οι ανάγκες μεγάλες».

«θα κάνω ό, τι μπορώ ιδιαιτέρως».

«Ναι… ξέρετε πως αυτό απαγορεύεται;»

«Το ξέρω. Μα για να μου πάρει τα χρήματα η Σοφία με τη βία, δεν υπάρχει τρόπος. Κι εγώ δεν τα δίνω». Πάλι έγινε σιωπή. Και πάλι την έκοψε ο Χιλλ.

«Πηγαίνω από δω στο Τατόι», μου είπε. «Τελικώς τι θα πω στη βασίλισσα;»

«Πως τα χρήματα του πατέρα μου δεν τα δίνω».

«Είναι ο τελευταίος σας λόγος;»

«Μάλιστα». Και χωριστήκαμε.

Ελευθέριος Βενιζέλος, Αρχείο της Π.Σ. Δέλτα, ό.π., σσ. 124-125

 

Προσοχή !ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

«Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ )» – σελ. 153 (Η ελληνική … στέγαση) + σελ. 155 (Η ΕΑΠ … πρόσφυγες )

«Αγροτική αποκατάσταση»- σελ. 154 (Παροχή στέγης και κλήρου στην ύπαιθρο) + σελ. 156 – 157 ενότητα 2.

«Αστική αποκατάσταση »– σελ . 154(Παροχή στέγης στις πόλεις) + σελ. 157– 159 ενότητα 3

ΟΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Σεπτέμβριος 1923:[σελ. 153], ίδρυση ΕΑΠ με πρωτοβουλία ΚΤΕ

(1924,1928): [σελ. 153], σύναψη δύο δανείων από το εξωτερικό για την αποκατάσταση προσφύγων

(1912-1922): [σελ. 154], συνεχείς πόλεμοι

(1922-1925): [σελ. 155], λειτουργία του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων

(1925) : [σελ. 155], το Υπουργείο Πρόνοιας και Αντιλήψεως αναλαμβάνει την αποκατάσταση των Προσφύγων