ΕΘΙΜΑ ΘΡΑΚΗΣ
Πρόλογος
Τις μέρες των Χριστουγέννων έρχονται στο μυαλό και στη σκέψη μας οι εικόνες που κυριαρχούσαν στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου και κυρίως στα Χριστούγεννα. Ήθη, έθιμα και κυρίως τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, που εδώ στη Θράκη ήταν πάρα πολλά. Αφού κάθε χωριό είχε τα δικά του τραγούδια, διαφορετικά και ξέχωρα από το διπλανό. Πολλά και τα έθιμα τόσο από τον θρησκευτικό κύκλο όσο και από τον κύκλο των μεταμφιέσεων. Η Θράκη δικαιολογημένα κατέχει την πρωτιά στο μεγάλο αριθμό χριστουγεννιάτικων τραγουδιών. Τα παλιά όμως, γραφικότατα, χριστουγεννιάτικα έθιμα, όπως τα ξέραμε και τα ζήσαμε, τουλάχιστον εμείς, έχουν χάσει την παλιά ελκυστική τους δύναμη και τον παλιό γιορταστικό τους χαρακτήρα.
Οι καλικάντζαροι είναι μια παλιά παράδοση στην πατρίδα μας. Και σε κάθε τόπο, και πιο πολύ στα χωριά, υπάρχουν χίλιοι θρύλοι και έθιμα γύρο από αυτούς. Εμφανίζονται κάθε Χριστούγεννα.
Οι Καλλικάντζαροι, είναι οι κυρίαρχοι της νύχτας και της υπαίθρου και εχθρεύονται, ή ζηλεύουν, την οικογενειακή ζωή. Πολιορκούν σχεδόν τα σπίτια και χαίρονται να μολύνουν κάθε είδος από την τροφή και την ενδυμασία τους.
Ο φόβος για τους Καλλικάντζαρους έκανε τους ανθρώπους να μεταχειρίζονται διάφορα μέσα για να τους κρατήσουν μακριά από τις κατοικίες, με κυριότερο αυτό της φωτιάς.
Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο,
χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια.
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες,
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.
Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε,
τους αρχαγγέλους , τους ιεράρχες.
-Σεις αρχαγγέλοι και ιεράρχες,
στη Σμύρνη πηγαίν΄τε , μαμμές να φέρ΄τε.
Άγια Μαρίνα, άγια Κατερίνα,
στη Σμύρνη πάνε , μαμμές να φέρουν.
Όσο να πάνε κι όσο να έρθουν,
η Παναγιά μας ηληυτηρώθη.
Στην κούνια τό ΄βαλαν και το κουνούσαν,
και το κουνούσαν , το τραγουδούσαν.
Σαν ήλιος λάμπει ,σα νιο φεγγάρι,
σα νιο φεγγάρι, το παλληκάρι.
Φέγγει σε τούτον το νοικοκύρη,
με τα καλά του, με τα παιδιά του,
με την καλή τη νοικοκυρά του…
Κάλαντα Ξάνθης
«Χριστούγεννα, Πρωτούγιννα, τώρα Χριστός γιννιέτι
γιννιέτι κι βαφτίζιτι στους ουρανούς απάνου
όλοι οι αγγέλοι χαίρουντι κι όλοι δοξολογιούντι
κι τα δαιμόνια σκάζουνι, τα σίδερα ταράζουν
Σι τούτ΄ το σπίτι που ΄ρθαμι, μι μάρμαρου στρωμένου,
Εδώ ‘χουν κόρη για παντρειά, κόρη για αρρεβώνα
Της τάζουν τιο του βασιλιά, της τάζουν γιο του ρήγα
Δεν θέλει γιο του βασιλιά, δεν θέλει γιο του ρήγα
Μον θέλει τα’ αρχοντόπουλο, που πιρπατεί καβάλα
Σι τούτ’ το σπίτι που ΄ρθαμι πέτρα να μην ραγίσει
Κι ου νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει»