Παιδική αυτοεκτίμηση…

Πως μπορείτε να ενισχύσετε την αυτοεκτίμηση των παιδιών

ικόνα που έχουν για τον εαυτό τους και συνδέεται με μια σειρά από συμπεριφορές τόσο στην παιδική όσο και στην ενήλικη ζωή τους. Για παράδειγμα ένα παιδί που θεωρεί ότι θα αποτύχει σε κάποια εξέταση, το πιο πιθανό είναι να μην προσπαθήσει καν. Αντίστοιχα ένα παιδί που θεωρεί τον εαυτό του καλό φίλο, θα αναπτύξει περισσότερες κοινωνικές δεξιότητες και θα νιώθει πιο άνετα στις κοινωνικές συναλλαγές. Άρα η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά την ζωή που θα ζήσουμε.

Η φύση της αυτοεκτίμησης

Η αυτοεκτίμηση θεωρείται ως ένα βαθμό έμφυτη. Υπάρχουν δηλαδή κάποια εγγενή χαρακτηριστικά τα οποία είναι παρόντα κατά τη γέννηση και αναπτύσσονται ανάλογα με τις συνθήκες ανατροφής του παιδιού. Στο μεγαλύτερο όμως βαθμό της η αυτοεκτίμηση επηρεάζεται και διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση του παιδιού με τους σημαντικούς άλλους, από τις αποτυχίες σε διάφορους τομείς της ζωής του, από τα ταλέντα, τις ικανότητες αλλά και τη γενικότερη προσωπικότητα του.

Πώς βοηθάμε τα παιδιά να χτίσουν την αυτοεκτίμηση τους;

Οι γονείς αποτελούν τα σημαντικότερα πρόσωπα στη ζωή ενός παιδιού. Είναι λοιπόν ουσιώδους σημασίας να του δείχνουν θετική εκτίμηση και αποδοχή. Ένα παιδί έχει ανάγκη να γνωρίζει ότι θα το αγαπάνε ακόμα και αν κάνει λάθη και ότι η εκτίμηση που λαμβάνει είναι βαθύτερη και δεν εξαρτάται από το αν τα πήγε καλά στα μαθηματικά ή αν είναι πρωταθλητής στο μπάσκετ. Οι γονείς που περνάνε χρόνο με το παιδί τους σε δραστηριότητες, το κάνουν να νιώθει σημαντικό και με αξία και το βοηθάνε να αναπτύξει ασφαλή αίσθηση εαυτού. Σχετικό με τα παραπάνω είναι και η ικανότητα των γονιών για ενεργητική ακρόαση. Οι γονείς οφείλουν να ακούν προσεκτικά τις εμπειρίες, τους προβληματισμούς, τις ανησυχίες και τη γνώμη του παιδιού χωρίς να διακόπτουν η να μειώνουν τα συναισθήματα του λέγοντας του πώς να νιώσει. Με αυτό τον τρόπο του διδάσκουν να εμπιστεύεται και να αποδέχεται τον εαυτό του.

Οι προσδοκίες και τα όρια που θέτουν, παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης του παιδιού. Όταν οι γονείς έχουν υψηλές αλλά λογικές απαιτήσεις ως προς τη συμπεριφορά των παιδιών, τότε αυτά θα ανταποκριθούν χωρίς δυσκολία και θα αναπτύξουν αίσθηση επάρκειας. Επίσης, όταν γνωρίζουν τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, νιώθουν ασφάλεια και έχουν μεγαλύτερες τάσεις εξερεύνησης και πειραματισμού. Επίσης, οι γονείς οφείλουν να παρέχουν στα παιδιά ευκαιρίες για επιτυχία μέσα από δραστηριότητες που ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες τους. Οι ευκαιρίες αυτές θα αποτελέσουν αντισταθμιστικό παράγοντα για τυχόν αποτυχίες σε άλλους τομείς. Όποιο όμως αποτέλεσμα και αν έχουν οι ενέργειες του παιδιού είναι σημαντικό να επαινείται η προσπάθεια. Ο έπαινος που ακολουθεί ένα επίτευγμα, θα πρέπει να βασίζεται στην πραγματικότητα και να περιγράφει ακριβώς για ποιο λόγο δίνεται. Π.χ. «μου αρέσει έτσι όπως έστρωσες το κρεβάτι σου, το πώς τοποθέτησες τα μαξιλάρια» και όχι «μπράβο που τακτοποίησες το δωμάτιο σου».

Τέλος, είναι σημαντικό να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά στην ανάπτυξη ικανοτήτων διαχείρισης των προβλημάτων. Οι γονείς που τρέχουν να σώσουν τα παιδιά από τα λάθη τους, τους διδάσκουν ότι δεν είναι ικανά να λύνουν μόνα τους τα προβλήματα τους και ενισχύουν την εξάρτηση και την αδυναμία ανάληψης ευθυνών. Επομένως όταν ένα παιδί αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, οφείλουμε να το ενθαρρύνουμε να βρει τη λύση μόνο του και να την εφαρμόσει. Μπορούμε να συζητήσουμε μαζί του διάφορες εναλλακτικές και να τις αξιολογήσουμε. Το παιδί που θα καταφέρει να λύσει μόνο του ένα πρόβλημα θα νιώσει όμορφα με τον εαυτό του και θα πιστέψει στις ικανότητες του.

Συμπερασματικά λοιπόν θα λέγαμε ότι το να βοηθήσουμε ένα παιδί να χτίσει την αυτοεκτίμηση του, σημαίνει ότι του παρέχουμε ευκαιρίες να συγκεντρώσει τα στοιχεία εκείνα που θα ενισχύσουν την αίσθηση επάρκειας και ικανότητας, η οποία θα είναι σταθερή και δε θα κλονίζεται από μικρές απογοητεύσεις και αποτυχίες.

Ιωάννα Κούρια, Ψυχολόγος – Οικογενειακή Θεραπεύτρια.

 

 

Παιδικές φοβίες….

Παιδικές φοβίες:αίτια και τρόποι αντιμετώπισης

O φόβος είναι μια φυσιολογική αντίδραση προστατευτικού χαρακτήρα μπροστά σε ένα απειλητικό ερέθισμα. Είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης, γιατί μας κινητοποιεί προς αποφυγή ενός πραγματικού ή υποτιθέμενου κινδύνου. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και έρχονται σε επαφή με καινούργια ερεθίσματα και καταστάσεις, αρχίζουν πολύ φυσιολογικά να φοβούνται. Αυτό είναι ένα αναπτυξιακό φαινόμενο που εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου.

Από τους πιο συνήθεις φόβους των παιδιών ηλικίας 2-4 ετών είναι οι θόρυβοι, το σκοτάδι, τα ζώα, τα παράξενα αντικείμενα, τα αεροπλάνα, οι αστραπές και οι βροντές. Στα 5 οι φόβοι είναι σχετικά μειωμένοι, ενώ στα 6-7 το παιδί φοβάται κυρίως φαντάσματα, εγκληματίες, καθώς και το θάνατο το δικό του ή των γονιών του. Στην περίοδο των 8-10 οι φόβοι σταδιακά μειώνονται.

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, όπου οι αρχικοί φόβοι μετατρέπονται σε φοβίες που συνοδεύουν και επηρεάζουν το παιδί στην καθημερινότητα του. Η φοβία είναι ένας υπερβολικός και αδικαιολόγητος φόβος που εμφανίζεται περιοδικά και είναι δυσανάλογος προς το ερέθισμα που την προκαλεί. Συνοδεύεται από έντονο άγχος και σωματικά συμπτώματα όπως ταχυκαρδία, εφίδρωση, αίσθημα δυσφορίας.

Όταν το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με το φοβικό αντικείμενο ή κατάσταση, έχει την επιθυμία να απομακρυνθεί από αυτό για να «γλιτώσει» από τα δυσάρεστα συμπτώματα. Επίσης, αρχίζει να αποφεύγει μέρη και καταστάσεις, όπου πιστεύει ότι υπάρχει ο κίνδυνος να έρθει αντιμέτωπο με αυτό που τον τρομάζει. Γνωρίζει ότι ο φόβος του δεν έχει λογική βάση, αλλά νιώθει ανήμπορο να αντιδράσει. Στην περίπτωση των παιδιών, βέβαια, η συνειδητοποίηση ότι ο φόβος είναι παράλογος μπορεί να μην υπάρχει. Το παιδί πραγματικά πιστεύει ότι το φοβικό αντικείμενο θα του κάνει κακό και θα το βλάψει.

Πως μαθαίνουν τα παιδιά να φοβούνται;

Η ανάπτυξη των φόβων επηρεάζεται τόσο από την ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητα του παιδιού, όσο και από τις προσωπικές του εμπειρίες αλλά και το περιβάλλον μέσα στο οποίο εμφανίζονται τα φοβικά ερεθίσματα. Κάποιες τρομακτικές εμπειρίες, σύμφωνα με τη θεωρία της μάθησης, μπορεί να συνεξαρτήσουν το παιδί να νιώθει φόβο σε κάθε παρόμοια κατάσταση. Επίσης, οι φόβοι μαθαίνονται και μεταδίδονται στα παιδιά από τους γονείς τους. Αν εξετάσουμε το οικογενειακό περιβάλλον ενός παιδιού με κάποια φοβία, θα δούμε ότι και οι γονείς έχουν αντίστοιχες ή παρόμοιες φοβίες. Τα παιδιά έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται με εξαιρετική ακρίβεια τα συναισθήματα των γονέων ακόμα και όταν εκείνοι προσπαθούν να τα κρύψουν. Θα «πιάσουν» ακόμα και τα πιο μικρά σήματα που προδίδουν το πώς νιώθουν ή σκέφτονται οι γονείς. Εξάλλου, πολλά μηνύματα μεταδίδονται ασυνείδητα με τη γενικότερα στάση μας, τους μορφασμούς και τις χειρονομίες μας. Για το λόγο αυτό, λοιπόν, η ηρεμία, η ψυχραιμία και ο τρόπος που οι γονείς αντιμετωπίζουν τους φόβους των παιδιών τους, είναι καθοριστικής σημασίας για την εξάλειψη αυτών.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι φόβοι των παιδιών μπορεί να αντανακλούν μια γενικότερη δυσλειτουργία μέσα στην οικογένεια. Το παιδί δηλαδή μπορεί να εμφανίζει κάποια φοβία ως σύμπτωμα ενός γενικότερου προβλήματος που αφορά όλη την οικογένεια. Για παράδειγμα, εντάσεις στις σχέσεις των γονέων μπορεί να οδηγήσουν το παιδί σε σχολική φοβία, επειδή εκείνο φοβάται να αφήσει τη μαμά μόνη μήπως πάθει κάτι. Έτσι αρνείται να πάει σχολείο, υιοθετώντας με αυτό τον τρόπο το ρόλο του προστάτη της μητέρας.

Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε ένα παιδί που φοβάται;

Είναι πολύ σημαντικό καταρχήν να βοηθήσουμε το παιδί να αναπτύξει δεξιότητες, με τις οποίες θα μπορεί να αντιμετωπίζει καλύτερα το φόβο του. Οι γονείς από την πλευρά τους μπορούν να φέρουν το παιδί σταδιακά αντιμέτωπο και σε επαφή με το φοβικό αντικείμενο κάτω από συνθήκες που εκείνο θα νιώθει ασφαλές. Με την ίδια τους τη συμπεριφορά οι γονείς μπορεί να αποτελέσουν πρότυπα προς μίμηση για το παιδί. Ένα παιδί που φοβάται το σκοτάδι, για παράδειγμα, αλλά βλέπει τη μητέρα του να μπαίνει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς άγχος, θα νιώσει μεγαλύτερη ασφάλεια και λιγότερη ανησυχία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι βοηθητικό να εξηγούμε με λόγια στο παιδί ότι το φοβικό αντικείμενο δεν είναι επικίνδυνο και να του αναφέρουμε παραδείγματα από άλλα παιδιά ή ενηλίκους που ήρθαν σε επαφή με παρόμοια κατάσταση. Κάποιες πρακτικές λύσεις μπορεί να είναι επίσης ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί φοβάται το σκοτάδι, μπορούν οι γονείς να αφήνουν αναμμένο ένα χαμηλό φως το βράδυ κατά τη διάρκεια του ύπνου. Αν φοβάται τις σκιές, μπορούν να του εξηγήσουν πώς δημιουργούνται οι σκιές.

Αυτό που σίγουρα δε θα βοηθήσει ένα παιδί που φοβάται είναι το να αγνοήσουμε τους φόβους του, να το φέρουμε βίαια σε επαφή με το φοβικό αντικείμενο ή να το απομακρύνουμε από αυτό. Ιδιαίτερα στην τελευταία περίπτωση, μπορεί το παιδί να ηρεμήσει προσωρινά, όταν θα βρίσκεται μακριά από την τρομακτική για εκείνο κατάσταση, αλλά ο φόβος δε θα εξαλειφθεί. Αντίθετα, θα επανέλθει, πιθανότατα με μεγαλύτερη ένταση, την επόμενη φορά που το παιδί θα βρεθεί αντιμέτωπο με αυτό που φοβάται.

Όταν η φοβία επιμένει, καλό θα ήταν να επισκεφτούμε έναν ειδικό. Εκείνος θα βοηθήσει αφενός το παιδί να την αντιμετωπίσει και αφετέρου θα διαπιστώσει κατά πόσο η φοβία είναι αυτό που πραγματικά ταλαιπωρεί το παιδί ή υπάρχουν άλλες συναισθηματικές δυσκολίες που το εμποδίζουν να ζήσει μια φυσιολογική ζωή και να ανταπεξέλθει στην καθημερινότητα του. Σε ορισμένες περιπτώσεις η συμβουλευτική γονέων ή η θεραπεία οικογένειας είναι επίσης επιβεβλημένη.

Ιωάννα Κούρια, Ψυχολόγος – Οικογενειακή Θεραπεύτρια.

Υπερπροστασία γονέων…….

Υπερπροστασία γονέων: όταν η αγάπη γίνεται εμπόδιο

Όταν ένα παιδί γεννιέται, οι γονείς αναλαμβάνουν μια νέα ευθύνη για την οποία ποτέ πριν δεν είχαν καμία εκπαίδευση ή προετοιμασία. Γίνονται τα σημαντικότερα πρόσωπα στη ζωή του παιδιού τους και καλούνται να το φροντίσουν αλλά και να το βοηθήσουν να κτίσει την προσωπικότητα του και να εισέλθει στην ενηλικίωση ως ώριμο, υπεύθυνο και αυτόνομο άτομο. Αναπόφευκτα , διαμορφώνουν όνειρα για εκείνο, στα οποία το βλέπουν να έχει υγεία, να είναι πετυχημένο και χαρούμενο.

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου τα όνειρα δεν σταματάνε εκεί. Σταδιακά, γίνονται πιο συγκεκριμένα και περιλαμβάνουν το ιδανικό επάγγελμα, τον ιδανικό σύντροφο, την ιδανική συμπεριφορά και την ιδανική ζωή. Μια ζωή έτσι όπως εκείνοι την έχουν φανταστεί, η οποία πιθανότατα θα παρεκκλίνει από αυτή που το ίδιο το παιδί θα επιλέξει μεγαλώνοντας. Όλα αυτά τα όνειρα γίνονται προσδοκίες και αυτές με τη σειρά τους προβάλλονται πάνω στο παιδί με αρνητικές συχνά συνέπειες για την προσωπικότητα του.

Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο κινείται και η τάση των γονέων για υπερπροστασία. Οι γονείς αναπόφευκτα ανησυχούν όχι μόνο για την σωματική αλλά και την ψυχική υγεία του παιδιού. Και σε συνδυασμό με τα όνειρα που αναφέραμε προ ολίγου, προσπαθούν να το προφυλάξουν από τις κακοτοπιές. Να μην τραυματιστεί, να μην κλάψει, να μην παρασυρθεί, να μην επιλέξει λάθος επάγγελμα, λάθος σύντροφο κλπ. Με τον τρόπο αυτό του αφαιρούν κάθε πρωτοβουλία, αποφασίζουν εκείνοι γι’ αυτό και βιάζονται να ικανοποιήσουν κάθε του ανάγκη, έτσι ώστε εκείνο να μην ταλαιπωρηθεί.

Πόσο λειτουργική είναι όμως μια τέτοια συμπεριφορά;

Οι γονείς, οι οποίοι «τρέχουν» να ικανοποιήσουν όλες τις ανάγκες του παιδιού, του μεταδίδουν το μήνυμα της δικής του ανεπάρκειας. Σταδιακά, εκείνο μαθαίνει ότι μόνο του δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα, βιώνει πλήγμα στην αυτοεκτίμηση του και υιοθετεί μια εξαρτημένη, παθητική στάση, ενώ ο κόσμος φαίνεται απειλητικός. Έτσι, καταφεύγει στην οικογένεια, ως πηγή ασφάλειας και προστασίας κάθε φορά που αντιμετωπίζει μια δυσκολία, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου ακόμα και ως ενήλικοι τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται να αποχωριστούν τους γονείς, να αυτονομηθούν. Ακόμα και αν κάνουν νέες οικογένειες, νιώθουν μπερδεμένοι και αδυνατούν να δεσμευτούν σε αυτές, καθώς έχουν πάντα ως σημείο αναφοράς την οικογένεια καταγωγής, από την οποία επιζητούν τη συμβολή και τη γνώμη της σε κάθε νέο εγχείρημα. Τα άτομα αυτά συχνά παραμένουν εξαρτημένα ακόμα και οικονομικά από τους γονείς τους, καθώς κανένα επάγγελμα δεν είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει τις προσδοκίες με τις οποίες έχουν μεγαλώσει. Όταν δε οι γονείς, φύγουν από τη ζωή, το πιο πιθανό είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί θα αναζητήσουν νέες εξαρτητικές σχέσεις προκειμένου να επιβιώσουν συναισθηματικά ή θα προσκολληθούν ακόμα περισσότερο σε τυχόν υπάρχουσες σχέσεις εγγύτητας.

Αγάπη … ή μήπως κάτι άλλο;

Θεωρώντας ως δεδομένο ότι οι όλοι οι γονείς αγαπάνε τα παιδιά τους και έχουν καλή πρόθεση ως προς αυτά, ίσως πρέπει να εξετάσουμε γιατί τελικά καταλήγουν να κάνουν μεγαλύτερο κακό παρά καλό, μέσα από την ανεξάντλητη φροντίδα και προστασία. Είναι όντως η ανάγκη τους να προφυλάξουν το παιδί ή μήπως ο ασυνείδητος φόβος τους ότι το παιδί θα απομακρυνθεί από κοντά τους και εκείνοι θα μείνουν συναισθηματικά κενοί και μόνοι; Θα έλεγα ότι ισχύουν και τα δύο.

Η γέννηση ενός παιδιού δίνει ένα νέο ρόλο στον άντρα ή τη γυναίκα, ο οποίος τους καθορίζει σε όλη τους τη ζωή. Όταν όμως εξαιτίας αυτού του ρόλου, παραμελούν ή εγκαταλείπουν τους υπόλοιπους ρόλους που μέχρι πριν κατείχαν, τότε το παιδί γίνεται η μοναδική πηγή χαράς και ικανοποίησης, ενώ η αυτονόμηση και απομάκρυνση του αποτελεί ένα τρομακτικό σενάριο που οδηγεί στην δυστυχία. Οι φόβοι για πιθανούς κινδύνους μπορεί να έχουν μια αντικειμενική βάση, όμως έρχονται για να δικαιολογήσουν την υπερβολική φροντίδα και να εμποδίσουν το παιδί να οδηγηθεί προς την ανεξαρτητοποίηση. Και ενώ όλοι οι γονείς λένε ότι επιθυμούν το παιδί να φύγει από κοντά τους και να ακολουθήσει μια αυτόνομη πορεία, στην ερώτηση πώς θα είναι η δική σας ζωή μετά, δείχνουν τρομαγμένοι, ενώ οι περισσότεροι δε το έχουν σκεφτεί καν. Διότι ακριβώς αυτή δυσκολία τους να φανταστούν τη ζωή τους μακριά από το παιδί είναι που δημιουργεί σχέσεις εξάρτησης μέσα στην οικογένεια.

Συνήθως, σε αυτές τις οικογένειες, τα παιδιά που θα καταφέρουν να απομακρυνθούν, κατηγορούνται έμμεσα για προδοσία, και βιώνουν απόρριψη και θυμό. Συχνά δε απαιτείται ψυχική θεραπεία για να καταφέρουν να απεμπλακούν πραγματικά από τον τόσο σφιχτό κλοιό της αγάπης των γονέων και να μπορέσουν να ζήσουν μια ζωή χωρίς τα φαντάσματα των ενοχών με τα οποία μεγάλωσαν.

Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο πλευρές δυσκολεύονται και βιώνουν πολλά δυσάρεστα συναισθήματα. Η οικογενειακή θεραπεία, νωρίς κατά την παιδική ηλικία, μπορεί να φέρει την απαραίτητη ισορροπία, έτσι ώστε όλα τα μέλη της οικογένειας να απολαμβάνουν τις σχέσεις εγγύτητας, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα προσωπική ελευθερία και δικαίωμα επιλογής.

Ιωάννα Κούρια, Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια.