Άρθρα κατηγορίας "Οι βαθμοί στην εκπαίδευση"

Η βαθμοθηρία στιγματίζει τους μαθητές

Το κυνήγι του καλού βαθμού στιγματίζει την προσπάθεια των Ελλήνων μαθητών. Από το δημοτικό έως και το λύκειο οι μαθητές έχουν συνδέσει την πρόοδό τους με τον καλό βαθμό και αυτό καταλήγει να αποτελεί αυτοσκοπό, στερώντας τους τη διάθεση να μάθουν, να χαρούν την εκπαιδευτική διαδικασία, να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Αποτέλεσμα της στάσης αυτής είναι η παπαγαλία, το άγχος, η πίεση αλλά τα έξοδα των γονιών, που πολλές φορές επιθυμούν μέσα από την πρόοδο των παιδιών τους να… δικαιώσουν τα δικά τους όνειρα. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι και οι γονείς πιέζουν τα παιδιά για όλο και καλύτερους βαθμούς.

Ειδικότερα, όπως δείχνει έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), οι εννέα στους δέκα μαθητές γυμνασίου (91,9% το ακριβές ποσοστό) δηλώνουν ότι τους ενδιαφέρει πολύ ο βαθμός στα μαθήματα και ότι θα ήθελαν να παίρνουν πάντα καλούς βαθμούς. Και το ποσοστό αυτό αυξάνεται στους μαθητές λυκείου.

Οι γονείς πιέζουν

Από την άλλη, το 97% των μαθητών των δημοτικών σχολείων είναι πεπεισμένοι ότι «οι γονείς τους θέλουν να έχουν καλούς βαθμούς», το 41% των μαθητών των γυμνασίων ανέφεραν ότι οι γονείς τους ελέγχουν προκειμένου να είναι σίγουροι ότι διάβασαν τα μαθήματά τους, ενώ το 34,4% των μαθητών του Λυκείου δήλωσαν ότι οι γονείς τους τούς «πιέζουν» για να έχουν υψηλούς βαθμούς και τους ενδιαφέρει πολύ ο βαθμός… Από την πλευρά τους, οι έξι στους δέκα εκπαιδευτικούς (59,3%) δηλώνουν ότι το ισχύον σύστημα «καλλιεργεί την ψύχωση του καλού βαθμού». Αυτό οδηγεί εν μέρει και στην παραγωγή αρίστων και πολύ καλών μαθητών, που όμως δεν επιβεβαιώνουν τις επιδόσεις τους κατά τις κρίσιμες εισαγωγικές εξετάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Συγκεκριμένα, από την έρευνα του ΕΚΚΕ για «το ελληνικό σχολείο στην αυγή του 21ου αιώνα» (υπεύθυνες της 10μελούς ομάδας έργου ήταν οι κ. Λάουρα Μαράτου – Αλιμπράντη, Αφροδίτη Τεπέρογλου και Ιωάννα Τσίγκανου), προκύπτουν τα ακόλουθα:

– Η βαθμοθηρία στα ελληνικά σχολεία αρχίζει από το γυμνάσιο. Είναι, εν μέρει, απόρροια της μαζικής παραγωγής αρίστων στο δημοτικό (το 75% των μαθητών βαθμολογείται με «άριστα», 9 ή 10) που πλέον θέλουν να συνεχίσουν με καλές επιδόσεις στο γυμνάσιο. Βέβαια, στο δημοτικό οι δάσκαλοι είναι πιο ελαστικοί και –μέσω και της βαθμολόγησης– έχουν την πρόθεση να ενθαρρύνουν τους μαθητές. Αντίθετα, στο γυμνάσιο το ποσοστό των αρίστων είναι 10,1% ενώ πολύ καλή βαθμολογία πήρε το 21,8% (όλοι τους βαθμολογήθηκαν από 17 και πάνω με άριστα το 20).

– Οι απαντήσεις των μαθητών γυμνασίου αποκαλύπτουν μια έντονη τάση βαθμοθηρίας, καθώς το 91,9% δήλωσαν ότι θα ήθελαν πάντα να έχουν καλούς βαθμούς. Η τάση αυτή είναι ισχυρότερη στα κορίτσια (94%) σε σχέση με τα αγόρια (90%).

– Στο λύκειο οι άριστοι και οι πολύ καλοί μαθητές αυξάνονται, καθώς μεγαλώνει και η προσπάθεια, αφού στην Γ’ Λυκείου είναι οι κρίσιμες εξετάσεις για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Με βάση τη βαθμολογία τους, σχεδόν οι δύο στους τρεις 64%) είναι πολύ καλοί μαθητές (43%) και άριστοι (21%). Η βαθμοθηρία αυξάνεται ακόμη περισσότερο –σε σχέση με τους μαθητές γυμνασίου– στους μαθητές λυκείου, εκ των οποίων το 92,9% δήλωσαν ότι θα ήθελαν να παίρνουν πάντα μεγάλους βαθμούς (91,2% για τα αγόρια, 94,5% για τα κορίτσια).

Λάθος εικόνα

– Ομως, τόσο οι μαθητές όσο και οι εκπαιδευτικοί και των δύο πρώτων βαθμίδων θεωρούν ότι το ισχύον σύστημα αξιολόγησης δεν αντανακλά την πραγματική εικόνα του μαθητή. Είναι εντυπωσιακό πόσο ξεκάθαρη εικόνα έχουν τα περισσότερα ενδεκάχρονα και δωδεκάχρονα παιδιά των δημοτικών σχολείων που συμμετείχαν στην έρευνα, τα οποία, με ρεαλισμό και ειλικρίνεια απάντησαν ότι από το 75% που βαθμολογήθηκαν με άριστα, μόνο το 41,9% θα παραμείνουν άριστοι.

– Το 60,6% των δασκάλων και καθηγητών που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι το ισχύον σύστημα αξιολόγησης και βαθμολογίας είναι αναξιόπιστο. Ο ένας στους δύο εκπαιδευτικούς (49,2%) πιστεύει ότι το σύστημα δεν ενισχύει την αυτοεκτίμηση του μαθητή, ενώ οι θετικές εκτιμήσεις περιορίζονται στο 33,7%.

– Ταυτόχρονα, το 59,3% των δασκάλων και καθηγητών (56% στους άνδρες και οι 62,2% στις γυναίκες) δηλώνουν ότι το σύστημα βαθμολόγησης «καλλιεργεί την ψύχωση του καλού βαθμού». Οι επτά στους δέκα εκπαιδευτικούς πιστεύουν ότι η ψύχωση του καλού βαθμού εντοπίζεται στους γονείς και καλλιεργείται στους μαθητές από το σπίτι.

– Ενας στους δύο εκπαιδευτικούς (56,3%) θεωρούν ότι το σύστημα βαθμολόγησης ενισχύει τον ανταγωνισμό στο σχολείο μεταξύ των μαθητών με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι πιέσεις στους μαθητές. Μάλιστα, το 48,3% των εκπαιδευτικών δήλωσαν ότι το άγχος για τον καλό βαθμό δημιουργεί στους μαθητές και άλλου τύπου –πλην της βαθμοθηρίας– ακραίες καταστάσεις, όπως διάφορες φοβίες.

– Μάλιστα, ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται το ότι το 38,9% των εκπαιδευτικών πιστεύουν πως το σύστημα αξιολόγησης και βαθμολογίας δημιουργεί στιγματισμούς και διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους μαθητές. Πάντως, με 44,7% υπερτερεί μεταξύ των καθηγητών η αντίθετη απόψη.

Διαχωρισμός στην τάξη

– Ομως, τα ίδια τα παιδιά πιστεύουν ότι γίνεται διαχωρισμός καλών και κακών μαθητών μέσα στην τάξη. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το 62,4% των μαθητών γυμνασίου δήλωσαν πως ο καθηγητής συμπεριφέρεται καλύτερα στους «καλούς» μαθητές, ενώ μόλις το 36,3% παραδέχτηκε ότι ο καθηγητής συμπεριφέρεται το ίδιο σε όλους.

Βέβαια, καθώς το ελληνικό σχολείο αποτελεί το πρώτο χώρο κοινωνικοποίησης για τα παιδιά, η πίεση, το άγχος αλλά και οι ψυχαναγκασμοί για την καλή βαθμολογία σαφώς επηρεάζουν το χτίσιμο της προσωπικότητας του παιδιού που πλέον μαθαίνει να λειτουργεί όχι με γνώμονα το δικό του ένστικτο και τις επιθυμίες του, αλλά με γνώμονα τις «επιταγές» και τις κρίσεις των μεγάλων.

Πορτρέτο του «καλού» και του «κακού» μαθητή

Ο «καλός» μαθητής. Είναι συνεπής, παρακολουθεί τα μαθήματά του, είναι έξυπνος, έχει αίσθηση του καθήκοντος. Αυτά τα χαρακτηριστικά αποδίδουν οι εκπαιδευτικοί στον «καλό μαθητή». Κατά τους εκπαιδευτικούς κυρίαρχο κριτήριο είναι το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή στο μάθημα (90,5%), και κατά δεύτερο λόγο η προσπάθεια του μαθητή να βελτιώνεται (82,1%). Επίσης αξιολογούν πόσο έξυπνος είναι ένας μαθητής (48,8%), πόσο έχει την αίσθηση εκπλήρωσης του καθήκοντος (36,1%) και πόσο συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους (9,8%).

Ο «κακός» μαθητής. Είναι αδιάφορος. Αυτό φτάνει για έναν εκπαιδευτικό ώστε να χαρακτηρίσει έναν μαθητή «κακό». Το 93,8% έχουν κυρίαρχο κριτήριο για την αξιολόγηση του μαθητή το εάν είναι ή όχι αδιάφορος στα μαθήματα. Ακολουθούν η στασιμότητα εξέλιξης (53,5%), η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του (48,5%), και η κακή προσαρμογή (39,2%). Στην τελευταία θέση το κριτήριο της εξυπνάδας (26%).

Οι λόγοι της αποτυχίας των παιδιών στο σχολείο

Τα παιδιά δυσκολεύονται να κατανοήσουν την ύλη, ενώ είναι αμελή και δεν συγκεντρώνονται στα μαθήματά τους. Αυτοί είναι για τους εκπαιδευτικούς οι δύο βασικοί λόγοι της σχολικής αποτυχίας των μαθητών. Ειδικότερα, με βάση τις απαντήσεις τους στην έρευνα του ΕΚΚΕ, το 78,7% των εκπαιδευτικών κρίνει ότι είναι πολύ βασικός λόγος αποτυχίας το γεγονός ότι οι μαθητές δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη διδακτέα ύλη (βέβαια, δεν διευκρινίζεται εάν είναι θέμα δυσκολίας της ύλης ή κενών των μαθητών). Το 77,9% των εκπαιδευτικών θεωρούν ότι τα παιδιά αποτυγχάνουν διότι δεν ενδιαφέρονται. Αυτό συνδυάζεται και με το γεγονός ότι το 72,7% των εκπαιδευτικών πιστεύουν ότι οι μαθητές δεν είναι συγκεντρωμένοι στην τάξη, γι’ αυτό και αποτυγχάνουν.

Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό –69,3%– όσων εκπαιδευτικών πιστεύουν ότι οι μαθητές αποτυγχάνουν διότι έχουν λιγότερες ικανότητες από αυτές που απαιτούνται, ενώ το 59,8% θεωρεί ότι η κοινωνική προέλευση (επάγγελμα γονέων, κοινωνικο-οικονομικό στάτους) είναι στοιχείο καθοριστικό για την πορεία του μαθητή.

Τέλος, ο ένας στους δύο εκπαιδευτικούς (ποσοστό 49,8%) θεωρεί ότι οι μαθητές αποτυγχάνουν διότι δεν τους βοηθούν οι γονείς τους, δηλαδή οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι μαθητές δεν έχουν την απαραίτητη –ψυχολογική κυρίως και όχι τόσο για φροντιστήρια κ.λπ.– οικογενειακή στήριξη.

Το 76,6 των μαθητών απουσιάζουν σπανίως

Είτε είναι άρρωστοι είτε αργούν να ξυπνήσουν, ένα είναι το βασικό: βρίσκουν ευκαιρία για να απουσιάσουν από το σχολείο. Σύμφωνα με τις απαντήσεις των μαθητών γυμνασίου και λυκείου στην έρευνα του ΕΚΚΕ, το 76,6% απουσιάζει σπάνια από το σχολείο, το 19,1% μερικές φορές, το 2% συχνά και το 1,9% πολύ συχνά.

Το 87% των μαθητών ανέφεραν ότι η ασθένεια είναι ο πιο συνήθης και βασικός λόγος για να απουσιάσουν από το σχολείο.

Κατά δεύτερο λόγο, απουσιάζουν γιατί αργούν να ξυπνήσουν (και άρα βρίσκουν μια δικαιολογία για… σκασιαρχείο όχι μόνο για την πρώτη ώρα μαθήματος αλλά και για όλη την ημέρα).

Συνολικά 21,5% των μαθητών έδωσε αυτήν την απάντηση, όμως… δυσκολότερα ξυπνούν τα αγόρια (το 25,5% απάντησε σχετικά) έναντι του 17,4% των κοριτσιών.

Το 10,2% των μαθητών δήλωσε ότι ορισμένες φορές απουσιάζουν γιατί δεν έχουν τη διάθεση να πάνε στο σχολείο. Επίσης, το 10,2% τα… φόρτωσε στο λεωφορείο προς το σχολείο. Και αφού δεν το πρόλαβαν αποφάσισαν να μην πάνε σχολείο. Το 4,8% των μαθητών απουσιάζουν κάποιες φορές που δεν έχουν προλάβει να μελετήσουν τα μαθήματά τους, ενώ το 3,1% των μαθητών δήλωσαν ότι απουσίασαν γιατί έπρεπε να βοηθήσουν τους γονείς τους.

Στο δημοτικό οι μαθητές είναι, εύλογα, πολύ πιο επιμελείς. Το 86,1% δηλώνουν ότι απουσιάζουν σπάνια, ενώ μερικές φορές απουσιάζει το 10,5%, πολύ συχνά το 1,7% και συχνά το 0,8%. Οι λόγοι των απουσιών δεν διαφέρουν από εκείνους που επικαλούνται οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου.

Τα τρία μαθήματα «αγκάθια»

Μαθηματικά, Φυσική, Ιστορία είναι τα μεγαλύτερα «αγκάθια» για τα Ελληνόπουλα.

– Στο Δημοτικό, το 28,6% των παιδιών δήλωσε ότι δυσκολεύεται περισσότερο στα Μαθηματικά, κατά δεύτερο λόγο στην Ιστορία (18%), ακολουθεί η Γεωγραφία (9,8%) και η Φυσική (6,6%).

– Η ίδια εικόνα και στο γυμνάσιο. Από τους μεταξεταστέους οι περισσότεροι «μένουν» στα Μαθηματικά (το 28,9% των μαθητών στην Α’ Γυμνασίου και στη Β’ Γυμνασίου το 39,9%). Ακολουθεί η Ιστορία (στην Α’ Γυμνασίου το ποσοστό είναι 20% στην Β’ Γυμνασίου 30,8%). Την τρίτη θέση για την Α’ Γυμνασίου καταλαμβάνουν τα Αρχαία (11,2%) και ακολουθούν οι ξένες γλώσσες (10,8%), ενώ για την Β’ Γυμνασίου η Φυσική (συνολικό ποσοστό 18,6%) και η Χημεία (17,2%).

Οι μαθητές ισχυρίζονται ότι δυσκολίες που έχουν σχετίζονται με το ίδιο το μάθημα, τις απαιτήσεις των εκπαιδευτικών, το σύστημα διδασκαλίας και εξέτασης, τη διδακτέα ύλη ή το βιβλίο, ενώ πολλοί λίγοι αποδίδουν ευθύνες στη δική τους προσπάθεια.

Ενδεικτικά, όπως δηλώνουν οι ίδιοι οι μαθητές, που συμμετείχαν στην έρευνα του ΕΚΚΕ, «είναι δύσκολο μάθημα», «έχει δύσκολες ασκήσεις», «έχω πολλά να διαβάσω», «έχει πολλή δουλειά στο σπίτι», «έχει μεγάλα κείμενα», «δεν καταλαβαίνω το μάθημα», «έχει πολλές πράξεις και προβλήματα», «είναι μπερδεμένα και περίπλοκα», «είναι βαρετό», «είναι κουραστικό», «δεν μας τα εξηγούν καλά», «δυσκολεύομαι να αποστηθίσω», καθώς και «βαριέμαι όταν διαβάζω».

Του Αποστολου Λακασα

ΤΥΠΟΣ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Οι καλοί βαθμοί στο σχολείο φέρνουν καλή υγεία

Οι καλοί βαθμοί των μαθητών δεν κάνουν καλό μόνο στην αυτοπεποίθησή τους, αλλά και στην υγεία τους ως ενηλίκων, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.

Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η εκπαίδευση συνδέεται με καλύτερη υγεία γενικά, αλλά η νέα έρευνα δείχνει συγκεκριμένα ότι οι καλύτερες επιδόσεις στο γυμνάσιο και το λύκειο παίζουν κρίσιμο ρόλο για την ύπαρξη καλύτερης υγείας σε όλη τη ζωή του ενήλικου.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Πάμελα Χερντ του πανεπιστημίου Ουισκόνσιν-Μάντισον, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο «Journal of Health and Social Behavior» (Περιοδικό Υγείας και Κοινωνικής Συμπεριφοράς), μελέτησαν περισσότερους από 10.000 μαθητές, που αποφοίτησαν από το σχολείο το 1957, και κατέγραψαν την πορεία της υγείας τους κατά τα επόμενα 53 χρόνια, μέχρι δηλαδή το 2010.

Η έρευνα έδειξε ότι όσο καλύτεροι ήσαν οι βαθμοί με τους οποίους αποφοίτησε ένας μαθητής, τόσο μικρότερη ήταν η πιθανότητα να επιδεινωθεί η υγεία του μελλοντικά, κοντά στην ηλικία συνταξιοδότησής του. Μια πιθανή εκτίμηση (που όμως δεν προκύπτει από τα δεδομένα), σύμφωνα με τους ερευνητές, θα μπορούσε να είναι ότι το αίσθημα ευσυνειδησίας, που χαρακτηρίζει τους καλούς μαθητές, έχει ευεργετική επίδραση και στην κατοπινή υγεία τους, γιατί ως ενήλικοι αποφεύγουν με μεγαλύτερη ευκολία τις ανθυγιεινές συνήθειες στη ζωή τους.

«Πόσο καλά τα πάει κανείς στο σχολείο, μετράει, όχι μόνο σε πράγματα όπως η εργασία και τα εισοδήματα, αλλά και στην υγεία, όπως αποδεικνύεται πλέον», δήλωσε η Χερντ. Η ευεργετική επίδραση στην υγεία μπορεί να γίνει φανερή χρόνια ή και δεκαετίες μετά την αποφοίτηση από το σχολείο.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Στο σύντομη εισήγηση που άνοιξε τη συζήτηση τέθηκε βασικά το εξής ζήτημα:

Το σημερινό σχολείο από τη μια μεριά απαξιώνει τη γνώση και από την άλλη έχει ευτελίσει κάθε ηθική αξία. Στο πλαίσιο αυτό έχει επικρατήσει η λογική της ψηλής βαθμολογίας. Η βαθμολογία, ωστόσο, θα μπορούσε να έχει νόημα στο σημερινό σχολείο ως ένα παιδαγωγικό εργαλείο το οποίο ο καθηγητής/η καθηγήτρια χρησιμοποιεί για έναν διπλό σκοπό: ο πρώτος είναι να αξιολογήσει το βαθμό στον οποίο ο μαθητής/ η μαθήτρια έχει προσλάβει τη γνώση που έχει διδαχθεί και ο δεύτερος να εμπεδωθούν αξίες όπως είναι αυτή της εργατικότητας, της προσπάθειας, του αγώνα για την κατάκτηση ενός στόχου, της δικαιοσύνης, της ειλικρίνειας.

Συμπληρωματικά της εισήγησης, επισημάνθηκε το γεγονός ότι η κατάθεση βαθμολογίας προκαλεί ιδιαίτερο άγχος στους καθηγητές και τις καθηγήτριες καθώς τα τελευταία χρόνια ασκούνται αφόρητες πιέσεις από ενδοσχολικούς και εξωσχολικούς παράγοντες προκειμένου η βαθμολογία να είναι όχι απλώς επιεικής αλλά ψηλή: Το υπουργείο με τις συνεχείς διευκολύνσεις στο σύστημα προβιβασμού, οι Σχολικοί Σύμβουλοι, η πλειοψηφία των Διευθυντών, οι μαθητές και οι γονείς τους, όλοι αυτοί απαιτούν, συχνά με απαξιωτικό για τους συναδέλφους τρόπο, γενναιοδωρία στο βαθμό. Το αποτέλεσμα είναι, ειδικά στο Λύκειο, η βαθμολογία να κυμαίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις μεταξύ 16-20 ενώ στη Γ΄ Λυκείου το φαινόμενο αποκτά εξωφρενικές διαστάσεις και όλοι απαιτούν βαθμολογία 19-20.

Στο σημείο αυτό έγινε η παρατήρηση ότι δεν έχει τόση σημασία αν η βαθμολογία θα είναι ψηλή ή χαμηλή αφού θα μπορούσε ακόμη και στην κλίμακα 16-20 να αποδοθεί δικαιοσύνη. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι η βαθμολογία δεν θα πρέπει να αποτελεί ατομική υπόθεση αλλά υπόθεση συλλογική: να αποφασίζει ο σύλλογος το πού θα κυμαίνεται η βαθμολογία.

Άλλη τοποθέτηση ανέδειξε το ζήτημα των αναλυτικών προγραμμάτων και κυρίως του μεγάλου ποσοστού περιττής, κουραστικής και στείρας γνώσης που αυτά περιλαμβάνουν. Τα περισσότερα παιδιά είτε δεν θέλουν, δηλαδή δεν ενδιαφέρονται, είτε δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν κι εμείς καλούμαστε να πιστοποιήσουμε αυτήν την πραγματικότητα. Δεν έχει δηλαδή νόημα να αξιολογήσουμε το αν ο μαθητής αποστήθισε ή όχι κάτι περιττό. Έπειτα, ακόμη κι όταν απορρίπτουμε μαθητές, αυτοί δεν βελτιώνονται. Η χαμηλή βαθμολογία δεν έχει επομένως νόημα. Ειδικά στο Γυμνάσιο, πόσα χρόνια μπορούμε να κρατάμε εκεί τα παιδιά;

Στις παραπάνω τοποθετήσεις εκφράστηκαν αντιρρήσεις με πιο βασική την επισήμανση ότι δεν υπάρχουν μαθητές-μαθήτριες «καταδικασμένοι-ες» να αποτυγχάνουν συνεχώς και ότι δεν μπορεί για το λόγο αυτό να επιβραβεύονται η πλήρης αδιαφορία και η τεμπελιά. Με το χαριστικό και δεδομένο εκ των προτέρων προβιβασμό ακυρώνεται κάθε κίνητρο για προσπάθεια. Υπήρξε, τέλος, και η παρατήρηση ότι η λειτουργία θεσμών αντιστασθμιστικής αγωγής, που θα ξεκινά από το Δημοτικό, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που στο Γυμνάσιο εμφανίζεται πλέον ως μη αναστρέψιμο. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα των αναλυτικών προγραμμάτων για το οποίο θα οργανωθεί ξεχωριστή συζήτηση και μάλιστα με εισηγητές εκπροσώπους των διαφόρων επιστημονικών ενώσεων της χώρας, η Απέναντι Όχθη έχει καταλήξει σε δύο βασικές προτάσεις-εισηγήσεις: 1) η ύλη πρέπει να μειωθεί δραστικά και 2) θα πρέπει να μειωθεί και η αναγκαστική παρακολούθηση θεωρητικών μαθημάτων στον πρωινό κύκλο, πρακτικά δηλαδή να καταργηθεί το καθημερινό εφτάωρο. Επισημάνθηκε, ωστόσο, ότι στο σχολείο που προτείνουμε οι μαθητές/οι μαθήτριες θα παραμένουν στο σχολείο και το μεσημέρι ή θα επιστρέφουν σε αυτό το απόγευμα για να παρακολουθήσουν ή να πάρουν μέρος σε μία σειρά από επιλεγόμενα μαθήματα και δραστηριότητες που θα προσφέρονται από το δημόσιο σχολείο δωρεάν για τα οποία σήμερα πληρώνουν αδρότατα οι γονείς. Αυτά μπορεί να είναι η μελέτη στη βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο, η δεύτερη και τρίτη ξένη γλώσσα, διάφορες αθλητικές, πολιτιστικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες.

Στη συνέχεια της συζήτησης, επιχειρήθηκε μια ιστορική αναδρομή της ελληνικής εκπαίδευσης η οποία καταδεικνύει το γεγονός ότι σε παλιότερες εποχές οι μαθητές/οι μαθήτριες μάθαιναν πολύ περισσότερα πράγματα καθώς σήμερα η εξουσία ενδιαφέρεται περισσότερο να παραμένουν τα παιδιά στο σχολείο απ’ ότι να αποκτούν γνώσεις και δεξιότητες.

Σημαντική ήταν η παρέμβαση συναδέλφου που έκανε μια ενδιαφέρουσα σύγκριση μεταξύ του γερμανικού και του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο συστημάτων έγκειται στο ότι η γερμανική εκπαίδευση είναι στενά συνδεδεμένη με την αγορά εργασίας και την παραγωγή ενώ εκεί που υπάρχει σχολική αποτυχία παρεμβαίνει το κοινωνικό κράτος. Στην Ελλάδα, αντίθετα, δεν υπάρχει καμία τέτοια πολιτική. Από την τοποθέτησή του, προέκυψαν οι εξής προτάσεις που αφορούν τη βαθμολογία: 1) μαζί με το βαθμό να παραδίδεται και μία έκθεση αξιολόγησης που να αιτιολογεί τη βαθμολογία. 2) να λειτουργήσουν τα συμβούλια της τάξης, 3) να υπάρχει ειδικά καταρτισμένος παιδαγωγικός σύμβουλος-ψυχολόγος για κάθε σχολική μονάδα, 4) οι μαθητές που κλείνουν τα 18 να μην εγγράφονται ή να μη συνεχίζουν τη φοίτησή τους στο σχολείο, αλλά σε άλλους εκπαιδευτικούς θεσμούς, όπως είναι το εσπερινό ή το ΣΔΕ.

Από άλλο συνάδελφο επισημάνθηκε η έλλειψη αλληλοτροφοδότησης μεταξύ Υπουργείου και Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και μάχιμων εκπαιδευτικών. Το Υπουργείο μάς αντιμετωπίζει ως εκπαιδευτές, δηλαδή ως απλά εκτελεστικά όργανα, και δεν μας εμπιστεύεται να συναποφασίσουμε για σημαντικά ζητήματα της εκπαίδευσης. Πολλά βιβλία δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα κι εμείς πρέπει να εξετάσουμε τα παιδιά σ’ αυτή την ύλη και να τα βαθμολογήσουμε.

Υπήρξε η αντίρρηση ότι θα πρέπει να αντιδρούμε τόσο ατομικά όσο και συλλογικά και ότι μόνο αν αντισταθούμε σ’ αυτό που συμβαίνει θα μας λάβουν σοβαρά υπόψη τους. Ας μην περιμένουμε δηλαδή από το Υπουργείο να κάνει κάτι. Εμείς πρέπει να αντισταθούμε. Πάνω στο θέμα του δικού μας ρόλου έγινε μια αρκετά έντονη συζήτηση ενώ υπήρξε και μία «ενδιάμεση» τοποθέτηση με βάση την οποία ο ρόλος του καθηγητή/της καθηγήτριας που αντιστέκεται παρομοιάζεται με την «ανταρτική» δράση καθώς αναλαμβάνει την ευθύνη να αγνοήσει τις αστοχίες του αναλυτικού προγράμματος και να αυτοσχεδιάσει στο μάθημα προκειμένου να είναι περισσότερο αποτελεσματικός και ουσιαστικός στη δουλειά του. Με την τοποθέτηση αυτή φάνηκε να συμφωνούν και οι περισσότεροι συνάδελφοι.

Σε ό,τι αφορά την επίσημη πολιτική στο ζήτημα καταδείχθηκε ότι οι συνεχείς εξεταστικές διευκολύνσεις και ο ακώλυτος προβιβασμός, η παρότρυνση να προάγονται όλοι και όλες, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τη βαθιά ταξικότητα της ελληνικής κοινωνίας. Τα λαϊκά στρώματα δεν ωφελήθηκαν από αυτή την πολιτική. Αντίθετα, η θέση τους επιδεινώθηκε αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται αν θα πάρουν έστω και τις βασικές γνώσεις.

Συμπεράσματα:

Το σύστημα σήμερα δεν ενδιαφέρεται για τη μόρφωση της νεολαίας. Αντίθετα, θα τη βόλευε περίφημα να παραμείνουν οι περισσότεροι νέοι αμόρφωτοι, αλλά και ανίκανοι να παλέψουν για τη ζωή τους. Με τη βαθμολογία εμείς μπορούμε να κάνουμε δύο πράγματα: 1) να συγκαλύψουμε την πραγματικότητα  προσποιούμενοι ότι όλα πάνε καλά ή θεωρώντας ότι έτσι «βοηθάμε» τους πιο αδύναμους μαθητές που συνήθως προέρχονται από τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα καλύπτοντας έτσι και τις όποιες ενοχές μας για την κοινωνική ανισότητα και 2) να πούμε την αλήθεια καταδεικνύοντας τις αντιφάσεις αλλά και την εσκεμμένη κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος: ότι μεγάλο ποσοστό παιδιών παραμένει αναλφάβητο, δεν μπορεί να παρακολουθήσει το σχολείο χωρίς την ύπαρξη θεσμών αντισταθμιστικής αγωγής που να ξεκινούν από το Δημοτικό. Ο βαθμός σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να λειτουργήσει και ως μάθημα αγώνα, να παλεύουν δηλαδή για να κατακτήσουν κάτι, να προσπαθούν, να μην επαναπαύονται, να μη μαθαίνουν πως πάντα κάποιος θα βρεθεί να τα περάσει απέναντι κάθε φορά αλλά ότι θα πρέπει να είναι αγωνιστές στη ζωή τους. Κι αυτό αφορά ειδικά τα παιδιά που προέρχονται από ένα πιο στερημένο οικονομικά και πολιτισμικά περιβάλλον.

Με αυτήν την έννοια ο βαθμός – αλλά όχι μόνο αυτός – μπορεί να λειτουργήσει ως επιβράβευση, ως ενθάρρυνση και ως εργαλείο τόνωσης της χαμηλής αυτοεκτίμησης των παιδιών που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Από την άλλη μεριά, όμως, η ψηλή βαθμολογία ας σταματήσει να φουσκώνει τα μυαλά των κακομαθημένων παιδιών των μικροαστών και να αποτελεί αφορμή για κοινωνική επίδειξη και κουτσομπολίστικο ανταγωνισμό.

Στη συζήτηση πήραν μέρος 40 περίπου καθηγητές και καθηγήτριες όλων των ειδικοτήτων από τα περισσότερα σχολεία του Ναυπλίου, του Άργους και της επαρχίας.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση