Λειτουργία της γλώσσας: Σημαίνον και σημαινόμενο

Η γλώσσα ως γνωστόν είναι μια θεϊκή εφεύρεση, όπως το έθετε Σωκράτης στον Πλατωνικό Κρατύλο ή με σύγχρονα λόγια μια εξέλιξη, η οποία αποτέλεσε ένα από τους βασικούς λόγους απόσχισης του ανθρώπινου είδους από τα υπόλοιπα ζωικά είδη και την εμφάνιση του λεγόμενου πολιτισμού.

Τι είναι όμως η γλώσσα; Είναι η δημιουργία κι η χρήση σημείων/σημαδιών (signs) αναγνωρίσιμων και κατανοήσιμων με τον ίδιο τρόπο από τα μέλη μιας κοινότητας ανθρώπων. Mια λέξη μιας γλώσσας είναι ένα σημείο που σημαίνει κάτι, είναι ένα σημαίνον (signifier/ significans) και αυτό το κάτι είναι το σημαινόμενο (signified/ significatum). Η λέξη ‘γάτα’ για παράδειγμα είναι το σημαίνον, ενώ η έννοια της γάτας ή μια συγκεκριμένη γάτα που έχω μπροστά μου είναι το σημαινόμενο. Ένα όνομα ανθρώπου πχ. ‘Νίκος’ είναι το σημαίνον, ενώ ο συγκεκριμένος άνθρωπος με αυτό το όνομα είναι το σημαινόμενο. Δηλαδή το σημαίνον είναι μια λέξη ή γενικότερα μια λεκτική περιγραφή, ενώ το σημαινόμενο είναι μια έννοια ή ένα αντικείμενο. Το αντικείμενο υπάρχει μπροστά μας, ακόμη και να μη του έχουμε δώσει κάποιο όνομα, δηλαδή μια πέτρα, μια γάτα, ένα τραπέζι υπάρχουν για το μωρό ακόμη και πριν μάθει πώς να τα αποκαλεί στο πλαίσιο της μητρικής του γλώσσας. Όσον αφορά τις έννοιες η κατάσταση έχει ως εξής: Στη θεμελιώδη για την φιλοσοφία πλατωνική προσέγγιση οι έννοιες ως ιδέες προϋπάρχουν των πραγμάτων, καθώς τα πράγματα είναι αντανακλάσεις των ιδεών στον κόσμο των αισθητών, στον κόσμο των σκιών. Στην αριστοτελική θεώρηση, μορφές και ατομικές υλικές ουσίες όπως αποκαλεί ο Αριστοτέλης τις ιδέες και τα αντικείμενα, συνυπάρχουν, όντας το καθένα προϋπόθεση της ύπαρξης του άλλου. Με τον πλατωνικό ή τον αριστοτελικό τρόπο, πέραν των αντικειμένων υπάρχουν και οι έννοιες και βέβαια και οι λέξεις. Δημιουργείται έτσι ένα τρίγωνο στη θέση του αρχικού δίπολου σημαίνοντος και σημαινομένου, το τρίγωνο λέξη – έννοια – αντικείμενο.

Στη φιλοσοφία της σημειωτικής που ξεκινά με τον Πλάτωνα και συνεχίζει με τον Αριστοτέλη, τον Βοήθιο, τον Αυγουστίνο, τον Αβελάρδο και τον Ακινάτη, το σημαίνον είναι η λέξη και το σημαινόμενο είναι η έννοια, η οποία αποτελεί τη ρίζα μιας κατηγορίας ομοειδών αντικειμένων. Ανάμεσα στην έννοια και το αντικείμενο έχει τη σαφή υπεροχή η έννοια, είτε ως ιδέα είτε ως σκέψη και αυτό είναι που σημαίνεται από τη λέξη, οπότε το συγκεκριμένο αντικείμενο γίνεται έμμεσα αντιληπτό, αφού έχουμε καταλάβει αρχικά τη γενικότερη έννοια στην οποία ανήκει. Δηλαδή μας λέει κάποιος «πρόσεχε τη γάτα δίπλα σου». Τι συμβαίνει τότε στον αντιληπτικό μηχανισμό μας; Η γάτα είναι ένα σημαίνον που ενεργοποιεί στην αντίληψή μας τη γενική έννοια ‘γάτα’, μέσω της οποίας καταλαβαίνουμε ότι αυτός που μιλά αναφέρεται στο συγκεκριμένο ζώο δίπλα μας που έχει τα χαρακτηριστικά της γάτας. Στο τρίγωνο του Σχ.1 η κυριότερη γραμμή σημαίνοντος – σημαινόμενου είναι η γραμμή που συνδέει τη λέξη με την έννοια μέσω της διαδικασίας της σήμανσης (S/ signify). Υπάρχει βέβαια και η ειδική περίπτωση της ειδικής ονομασίας ενός πράγματος με μια λέξη-όνομα (ο Γιώργος, ο Νίκος, η Άννα κλπ), και αυτή η διαδικασία παριστάνεται από τη γραμμή N/ nominate. Τέλος υπονοείται και η γραμμή σύνδεσης πραγμάτων και εννοιών μέσω της διαδικασίας της κατηγοριοποίησης (C/ categorise). Η έμφαση στη γραμμή λέξης – έννοιας ως της κύριας διαδικασίας σήμανσης που αποτελεί την βασική λειτουργία της ανθρώπινης γλώσσας κρύβει από πίσω όλη την πλατωνική θεώρηση ότι οι έννοιες αποτελούν τα πρότυπα των πραγμάτων και συνεπώς για να καταλάβει κάποιος την πραγματική αναφορά μιας λέξης πρέπει προηγουμένως να συλλάβει τη γενική ιδέα και μετά από αυτήν να καταλάβει το συγκεκριμένο αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται ο συνομιλητής του.

Αυτή η φιλοσοφική αντίληψη σπάει στον ύστερο μεσαίωνα με τον Roger Bacon και τον William Ockham. Αυτοί θεωρούν ότι η λέξη σημαίνει κατ’ ευθείαν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, στο οποίο αναφερόμαστε γλωσσικά μέσα από ένα γενικό όνομα που απλά ομαδοποιεί κάποια γενικά βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου είδους. Οπότε το σημαινόμενο παύει να είναι η έννοια, και είναι το συγκεκριμένο αντικείμενο αναφοράς. Η γραμμή σήμανσης είναι αυτή μεταξύ λέξης και αντικειμένου, η οποία είναι ταυτόχρονα και γραμμή ονοματοθεσίας, καθώς σήμανση και ονοματοθεσία συμπίπτουν. Λέξεις και έννοιες δεν συνδέονται πλέον άμεσα, παρά μόνο μέσω της μεσολάβησης του αντικειμένου (Σχ.2).

shape2

Στη φιλοσοφία της σημειωτικής που ξεκινά με τον Πλάτωνα και συνεχίζει με τον Αριστοτέλη, τον Βοήθιο, τον Αυγουστίνο, τον Αβελάρδο και τον Ακινάτη, το σημαίνον είναι η λέξη και το σημαινόμενο είναι η έννοια, η οποία αποτελεί τη ρίζα μιας κατηγορίας ομοειδών αντικειμένων. Ανάμεσα στην έννοια και το αντικείμενο έχει τη σαφή υπεροχή η έννοια, είτε ως ιδέα είτε ως σκέψη και αυτό είναι που σημαίνεται από τη λέξη, οπότε το συγκεκριμένο αντικείμενο γίνεται έμμεσα αντιληπτό, αφού έχουμε καταλάβει αρχικά τη γενικότερη έννοια στην οποία ανήκει. Δηλαδή μας λέει κάποιος «πρόσεχε τη γάτα δίπλα σου». Τι συμβαίνει τότε στον αντιληπτικό μηχανισμό μας; Η γάτα είναι ένα σημαίνον που ενεργοποιεί στην αντίληψή μας τη γενική έννοια ‘γάτα’, μέσω της οποίας καταλαβαίνουμε ότι αυτός που μιλά αναφέρεται στο συγκεκριμένο ζώο δίπλα μας που έχει τα χαρακτηριστικά της γάτας. Στο τρίγωνο του Σχ.1 η κυριότερη γραμμή σημαίνοντος – σημαινόμενου είναι η γραμμή που συνδέει τη λέξη με την έννοια μέσω της διαδικασίας της σήμανσης (S/ signify). Υπάρχει βέβαια και η ειδική περίπτωση της ειδικής ονομασίας ενός πράγματος με μια λέξη-όνομα (ο Γιώργος, ο Νίκος, η Άννα κλπ), και αυτή η διαδικασία παριστάνεται από τη γραμμή N/ nominate. Τέλος υπονοείται και η γραμμή σύνδεσης πραγμάτων και εννοιών μέσω της διαδικασίας της κατηγοριοποίησης (C/ categorise). Η έμφαση στη γραμμή λέξης – έννοιας ως της κύριας διαδικασίας σήμανσης που αποτελεί την βασική λειτουργία της ανθρώπινης γλώσσας κρύβει από πίσω όλη την πλατωνική θεώρηση ότι οι έννοιες αποτελούν τα πρότυπα των πραγμάτων και συνεπώς για να καταλάβει κάποιος την πραγματική αναφορά μιας λέξης πρέπει προηγουμένως να συλλάβει τη γενική ιδέα και μετά από αυτήν να καταλάβει το συγκεκριμένο αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται ο συνομιλητής του.

Αυτή η φιλοσοφική αντίληψη σπάει στον ύστερο μεσαίωνα με τον Roger Bacon και τον William Ockham. Αυτοί θεωρούν ότι η λέξη σημαίνει κατ’ ευθείαν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, στο οποίο αναφερόμαστε γλωσσικά μέσα από ένα γενικό όνομα που απλά ομαδοποιεί κάποια γενικά βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου είδους. Οπότε το σημαινόμενο παύει να είναι η έννοια, και είναι το συγκεκριμένο αντικείμενο αναφοράς. Η γραμμή σήμανσης είναι αυτή μεταξύ λέξης και αντικειμένου, η οποία είναι ταυτόχρονα και γραμμή ονοματοθεσίας, καθώς σήμανση και ονοματοθεσία συμπίπτουν. Λέξεις και έννοιες δεν συνδέονται πλέον άμεσα, παρά μόνο μέσω της μεσολάβησης του αντικειμένου (Σχ.2).

Παρά την φαινομενικά μικρή διαφορά στην εξήγηση της λειτουργίας της γλώσσας στο μοντέλο του Ockham σε σχέση με το αρχικό μοντέλο, πίσω της βρίσκεται η μεταστροφή στο καίριο οντολογικό ζήτημα της προτεραιότητας των αντικειμένων έναντι των εννοιών. Με τον Ockham δεν υφίστανται πλέον αυθύπαρκτες οι ιδέες έναντι των αισθητών πραγμάτων. Απέναντι στα αισθητά υπάρχει ως αντίθετος πόλος μόνο ο θεός, μέχρι και αυτός να αδυνατίσει σε μεγάλο βαθμό στο μοντέλο του ντεϊσμού.

Εκείνος που ανέλυσε με μεγάλη οξύνοια τη φύση του σημαινόμενου ήταν πολύ αργότερα ο θεμελιωτής του Λογικισμού Frege. Αυτός έκανε την εξής λεπτή διάκριση. Είπε ότι το σημαινόμενο έχει 2 συνιστώσες, τη σημασία (sense) και την αναφορά (reference), όπου η σημασία είναι μια νοητική διατύπωση και η αναφορά ένα συγκεκριμένο αισθητό αντικείμενο. Για παράδειγμα η λέξη ‘Αυγερινός’ έχει ως σημασία ‘το πρώτο αστέρι που βγαίνει λίγο πριν την Ανατολή’ και ως αναφορά την ‘Αφροδίτη’. Η η λέξη ‘Αποσπερίτης’ έχει ως σημασία ‘το πρώτο αστέρι που βγαίνει λίγο μετά τη Δύση’ και ως αναφορά έχει και πάλι την ‘Αφροδίτη’. Έτσι ήθελε να δείξει ότι το η διαδικασία της σήμανσης είναι κάτι πέραν του απλής ονομασίας ενός αντικειμένου, καθώς εμπεριέχει και μια σειρά από λειτουργικά χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια ο Russell ενίσχυσε αυτή τη διπλή όψη του σημαινόμενου, δίνοντας μια σειρά λεκτικών περιγραφών (σημαίνοντα) που έχουν σημασία (καταλαβαίνουμε τι εννοούν) αλλά δεν έχουν καμιά πραγματική αναφορά, όπως η έκφραση ‘ο τωρινός βασιλιάς της Γαλλίας’ αλλά και όλα τα τέρατα της ελληνικής μυθολογίας.

Εκείνος που έδωσε μεγάλη ώθηση στη φιλοσοφία της γλώσσας είναι ο Ferdinand de Saussure, ο οποίος μίλησε για την τεράστια σημασία που έπαιξε για τον ανθρώπινο πολιτισμό η δημιουργία της ολοκληρωμένης γλώσσας ως ενός συστήματος λέξεων, γραμματικών και συντακτικών κανόνων. Κάθε λέξη, είπε, αποτελεί μια αυθαίρετη αντιστοίχηση σε μια έννοια ή ένα αντικείμενο, αλλά από τη στιγμή που τίθεται είναι τέτοια η δυναμική της αλληλεπίδραση με τις άλλες λέξεις (μέσα από διαδικασίες κατηγόρησης, προσταγής, ευχής, ειρωνείας, μεταφοράς) που αλλάζει το νοητικό σύμπαν του ανθρώπου και δημιουργεί τον πολιτισμό που βλέπουμε. Άλλωστε κάποιες λέξεις, στο πλαίσιο της ποίησης και της λογοτεχνίας δεν είναι απλά και μόνο σημαίνοντα αλλά μπορούν να γίνουν και σημαινόμενα στα οποία να αναφέρονται μεταφορικά άλλες λεκτικές εκφράσεις. Για την αλληλεξάρτηση σημαίνοντος και σημαινομένου λέει ο Saussure: το σημαίνον χωρίς σημαινόμενο είναι θόρυβος και το σημαινόμενο χωρίς σημαίνον είναι αδύνατο.

 

Η έννοια της αναπαράστασης

Η έννοια της αναπαράστασης (representation) αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην οικοδόμηση της γνώσης και γενικότερα στη συγκρότηση της γνωστικής δομής του μαθητή. Πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας ο εκπαιδευόμενος διαμορφώνει τις δικές του γνωστικές δομές (αναπαραστάσεις) προκειμένου να διαμορφώσει μια εικόνα για το πως λειτουργεί ο κόσμος αλλά και να ερμηνεύει τα όσα συμβαίνουν στο περιβάλλον του. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί ένα σύστημα αναπαραστάσεων και το χρησιμοποιεί προκειμένου να αφομοιώνει τις νέες γνώσεις συσχετίζοντας τες με τις προϋπάρχουσες, να ερμηνεύει ποικίλες καταστάσεις και να δίνει απαντήσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει.