Μετα Πληροφορίες

Σύνδεσμοι

Πρόσφατα άρθρα

Αναζήτηση

Οι Γκαγκαούζοι στη Μολδαβία και στη Ν.Α. Ευρώπη

1 Απριλίου 2011 από

 «Οι Γκαγκαούζοι στη Μολδαβία και στη Ν.Α. Ευρώπη»

Ευάγγελος Αργυρόπουλος

 

Πίνακας Περιεχομένων

Εισαγωγή…………………………………………………………………3

Γενικά…………………………………………………………………….3

Ιστορία ……………………………………………………………………3

Οι Γκαγκαούζοι των Βαλκανίων …………………………………………5

Οι Γκαγκαούζοι στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης……………..6

Οι Γκαγκαούζοι της Μολδαβίας……………………………………….…7

Η γλώσσα…………………………………………………………………8

Λέξεις ελληνικές που δεν υπάρχουν στα ρωσικά και βουλγαρικά λεξικά……………………………………………………………………10

Επώνυμα που θυμίζουν βαλκανικό παρελθόν…………………………..10

Προσπάθειες των Γκαγκαούζων να γίνει η γλώσσα τους γραπτή………10

Γκαγκαούζοι διανοούμενοι και λογοτέχνες και τα έργα τους ………….11

Εθνική αυτοσυνειδησία…………………………………………………13

Γκαγκαούζ Έρι ή Γκαγκαουζία (αυτόνομη περιοχή στη νότια Μολδαβία)………………………………………………………………14

Σημαίες της Γκαγκαουζίας………………………………………………15

Κουλτούρα………………………………………………………………17

Δοξασίες, ήθη και έθιμα των Γκαγκαούζων  που συναντάμε και σε περιοχές της Ελλάδας……………………………………………………17

Βουλγαρική επίδραση…………………………………………………..18

Βαλκανική Κουζίνα…………………………………………………….18

Συμπεράσματα………………………………………………………….18

Πηγές…………………………………………………………………….20

 

 

 

 

Οι Γκαγκαούζοι στη Μολδαβία και στη Ν.Α. Ευρώπη

 

Εισαγωγή

 

          Η παρούσα εργασία είναι θεωρητική και σκοπό έχει να καταδείξει τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες οι Γκαγκαούζοι απέκτησαν αυτοσυνειδησία και εθνική συνείδηση με αποτέλεσμα την ανακήρυξη περιοχής στη νότια Μολδαβία σε αυτόνομη με την ονομασία Γκαγκαουζία ή Γκαγκαούζ Έρι, αλλά και την πολιτισμική και γλωσσική τους σχέση με τα Βαλκάνια.

 Γενικά

          Οι Γκαγκαούζοι (αυτοπροσδιορισμός) είναι ολιγάριθμος λαός, τουρκικής καταγωγής αλλά ορθόδοξοι χριστιανοί (σπάνια και μοναδική σύνθεση, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν).  Σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία των Γκαγκαούζων, περίπου 250.000 ζουν στην περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.  Το βασικό και συμπαγές τμήμα, περισσότεροι από 153.000 ζουν στην περιοχή Μπουτζάκ της νότιας Μολδαβίας.  Χωριά Γκαγκαούζων υπάρχουν στην περιοχή της Οδησσού και στην Ζαπορόζια περιοχή στην Ουκρανία, στην Ρουμανία, στο Καζακστάν, στην Κιργιζία, στο Ουζμπεκιστάν, στην Καμπαρδινο-Μπαλκάρια, στην Βουλγαρία και στην Ελλάδα.

Άλλες πηγές (ρωσικές)δίνουν  πιο μικρά νούμερα, δηλαδή ο συνολικός αριθμός μειώνεται στις 220.000 και αναφέρονται και άλλες χώρες στις οποίες ζουν Γκαγκαούζοι (Λευκορωσία, Λετονία, Γεωργία, Τουρκία, Καναδάς και Βραζιλία).

Ιστορία

          Η ιστορία των Γκαγκαούζων μέχρι και την σημερινή εποχή πολύ λίγο έχει μελετηθεί. Και δεν υπάρχει, όπως και οι ίδιοι τονίζουν, μια ιστορία ιδωμένη με επιστημονική ματιά που να είναι αντικειμενική και πειστική. 

          Οι εκδοχές για την καταγωγή των Γκαγκαούζων είναι πάρα πολλές.  Άλλοι μιλάνε για εκτουρκισθέντες χριστιανούς, πιο σωστά τουρκοφωνήσαντες χριστιανούς και άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για εκχριστιανισθέντες τούρκους.  Στην Τουρκία υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μικρασιάτες τούρκους από την περιοχή της Νίκαιας.

          Μία θεωρία υποστηρίζει ότι οι Γκαγκαούζοι κατάγονται από τις νομαδικές φυλές των Τούρκων Ογούζων. Διωγμένοι από τις Ταταρο- Μογγολικές επιθέσεις στην ανατολική Ευρώπη κατευθύνονται προς τα δυτικά.  Τον 11ο αι., όπως αναφέρεται σε Βυζαντινές πηγές, περνάνε τον Δούναβη και εγκαθίστανται στα Βαλκάνια.  Εκεί αναμιγνύονται με τις άλλες τούρκικες φυλές – πετσενέγκους, ούννους, κουμάνους.  Από την επιμιξία αυτών  των φυλών προέρχονται οι σημερινοί Γκαγκαούζοι. Ζώντας στην περιοχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας εκχριστιανίζονται και πετυχαίνεται αυτή η σπάνια σύζευξη τούρκικης γλώσσας και ορθόδοξης πίστης.

          Η εκδοχή αυτή έχει επικρατήσει στη σοβιετική ιστοριογραφία και θέλει την καταγωγή των Γκαγκαούζων από τις  κεντροασιατικές φυλές, οι οποίες ανήκαν στη Σοβιετική Ένωση, για να αποκοπούν οι Γκαγκαούζοι από το βαλκανικό παρελθόν τους.

          Πρόβλημα στην υποστήριξη αυτής της εκδοχής είναι ο φαινότυπος των Γκαγκαούζων, οι οποίοι δεν ξεχωρίζουν από τους άλλους Βαλκάνιους, και όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν αλλά και όλες οι πηγές, οι Γκαγκαούζοι έχουν σχέση με την μεγάλη μεσογειακή ινδοευρωπαϊκή φυλή. 

Σύμφωνα με τον Μάνωφ, η σωματική διάπλαση των Γκαγκαούζων είναι κανονική, μεσαίου αναστήματος, πλατειά στήθη, δυνατά χέρια και πόδια, μελαχρινοί με μεγάλη μύτη και ευκίνητοι.

Οι κοπέλες είναι όμορφες με λευκή επιδερμίδα και στρογγυλό, γεμάτο πρόσωπο.

Μια άλλη εκδοχή είναι η λεγόμενη «Σελτζουκική θεωρία», που είναι δημοφιλής στην Τουρκία. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή τον 13ο αι.

ιδρύεται στην περιοχή της Δοβρουτσάς, στα βόρεια της Βουλγαρίας, ένα μικρό κράτος γνωστό ως «Πριγκιπάτο της Δοβρουτσάς» ή «Ούζι εγιαλέτ». Όπως αναφέρεται, ο Σελτζούκος σουλτάνος Ιζεντίν Καϋκαβούς, που η μητέρα του ήταν Ελληνίδα και ο ίδιος είχε βαπτισθεί χριστιανός, επειδή κινδύνευε από τον αδερφό του ή κατ’ άλλους κινδύνευε από τις Μογγολικές επιθέσεις στη Μικρά Ασία, κατέφυγε  το 1261 μ.Χ. μαζί με τους οπαδούς του στην Κωνσταντινούπολη στην αυλή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Μετά από κάποιο διάστημα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας τους επέτρεψε να εποικίσουν την περιοχή της Δοβρουτσάς στη βόρειο Βουλγαρία και της Ζίχνας στον νομό Σερρών.

Οι οπαδοί του Καϋκαβούς  έστειλαν μήνυμα στις τουρκικές φυλές που ζούσαν στην περιοχή της Νίκαιας, οι οποίες υπό την καθοδήγηση του ηγέτη τους Σαρί Σαλτούκ, που φημολογείται πως ήταν χριστιανός μοναχός, έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στη Δοβρουτσά.

          Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή οι σημερινοί Γκαγκαούζοι είναι απόγονοι των συναγωνιστών του σουλτάνου Ιζεντίν Καϋκαβούς, από τον οποίο και πήραν το προσωνύμιο Γκαγκαούζοι.

          Και οι σημερινοί Γκαγκαούζοι δέχονται ότι υπήρχε αυτό το κράτος, το οποίο ήταν και το πρώτο κράτος των Γκαγκαούζων, με κέντρο την πόλη Κορμπουνά.

          Στο «Πριγκιπάτο της Δοβρουτσάς» ή «Ούζι εγιαλέτ» υπήρχε ξεχωριστή εκκλησιαστική εξαρχία η οποία υπαγόταν πνευματικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

 Σύμφωνα με τους Γκαγκαούζους το «Πριγκιπάτο της Δοβρουτσάς» επέζησε πάνω από 200 χρόνια και έπεσε κάτω από τα χτυπήματα των Οθωμανών κατακτητών το 15ο αι.  Σύμφωνα με τον Α.Ι. Μάνωφ υπήρχε μόνο για 130 έτη.

Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει πως οι Γκαγκαούζοι είναι βούλγαροι και έλληνες εκτουρκισθέντες (τουρκοφωνήσαντες).

Οι Γκαγκαούζοι των Βαλκανίων

Στη Βουλγαρία οι Γκαγκαούζοι κατοικούν στην περιοχή της Βάρνας.  Σύμφωνα με την απογραφή του 1992 ως Γκαγκαούζοι αυτοπροσδιορίστηκαν 1478 άτομα.  Σύμφωνα με εμπειρογνώμονες  οι Γκαγκαούζοι στη Βουλγαρία πρέπει να είναι περίπου 40.000.

Με το φιρμάνι του 1870 με το οποίο ιδρυόταν η Βουλγαρική Εξαρχία, εξαιρούνταν τα γκαγκαούζικα χωριά, τα οποία εκκλησιαστικά ανήκαν στη Μητρόπολη της Βάρνας και μέσω αυτής υπάγονταν πνευματικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και είχαν ελληνικά σχολεία και εκκλησίες.  Το 1906 το βουλγαρικό κράτος διέκοψε με τη βία τη σχέση των Γκαγκαούζων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

          Στην Ελλάδα οι Γκαγκαούζοι ζουν στα χωριά της Νέας Ορεστιάδας και της περιοχής του «τριγώνου» του νομού Έβρου, και στη Νέα Ζίχνα του νομού Σερρών.  Οι Γκαγκαούζοι του νομού Έβρου μετακινήθηκαν από την περιοχή της Αδριανούπολης της Ανατολικής Θράκης στην Ελλάδα με την συνθήκη της Λωζάνης του 1923.  Οι Γκαγκαούζοι της Νέας Ζίχνης του νομού Σερρών είναι ντόπιοι.  Ο συνολικός τους αριθμός στην Ελλάδα  προσδιορίζεται περίπου από 3.000 έως 5.000.

 Κάποιοι Βούλγαροι ερευνητές ταυτίζουν τους Γκαγκαούζους με τους Καραμανλήδες, χωρίς όμως να το στηρίζουν.

          Στην Τουρκία υποστηρίζεται ότι βρίσκονται 5.000 Γκαγκαούζοι χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένη περιοχή.

          Στη Ρουμανία οι Γκαγκαούζοι ζουν στην περιοχή της Κωνστάτζας και υπολογίζονται σε 3.000.

Οι Γκαγκαούζοι στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης

Στην Ουκρανία οι Γκαγκαούζοι ζουν στην περιοχή της Οδησσού και στα παράλια της Αζοφικής Θάλασσας. Οι ίδιοι μιλούν για 40.000, ρωσικές πηγές αναφέρουν 31.900, άλλες πηγές πολύ πιο κάτω.

 Οι Γκαγκαούζοι, οι οποίοι κατοικούν στην περιοχή της Οδησσού, στην ουσία αποτελούν μία ομάδα με τους Γκαγκαούζους που κατοικούν στη Μολδαβία. Απλώς τα σύνορα Μολδαβίας-Ουκρανίας τους χωρίζουν. Οι εκπρόσωποι των γκαγκαούζικων χωριών συνεδρίασαν και σύστησαν σύλλογο με την επωνυμία «Μπουρλούκ» (Ενότητα) και εξέλεξαν επταμελές διοικητικό συμβούλιο με πρόεδρο (κεφαλή) τον Ηλία Καρακάς.

          Ρωσικές πηγές αναφέρουν ότι στη Ρωσία  ζουν 10.100 Γκαγκαούζοι και είναι απόγονοι μεταναστών από την Μολδαβία.

Οι Γκαγκαούζοι της Μολδαβίας

 

          Η Μολδαβία έχει έκταση 33.700 Km2 και πληθυσμό 4.500.000 κατοίκους. Πρωτεύουσα είναι το Κισινιόφ με πληθυσμό περίπου 700.000 κατοίκους.

 Την σημερινή Μολδαβία αποτελούν:Ρουμανικής καταγωγής 64%Ουκρανοί 14%Ρώσοι 13%

Γκαγκαούζοι 4%

Βούλγαροι 2%

Εβραίοι 2%

Άλλοι 1%

         

          Η παρουσία των Γκαγκαούζων στη Μολδαβία ξεκινά στα τέλη του 18ου αιώνα, με τους ρωσοτουρκικούς πολέμους.

Κάθε φορά που οπισθοχωρεί ο ρωσικός στρατός από τα Βαλκάνια τον ακολουθούν και χριστιανικοί πληθυσμοί, κυρίως Γκαγκαούζοι. Ζώντας οι Γκαγκαούζοι κάτω από δύσκολες συνθήκες μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και αντιμετωπίζοντας τον φόβο γενοκτονίας άρχισαν να μεταναστεύουν, περνώντας τον Δούναβη από το 1750 ως το 1846 και να εγκαθίστανται στη νότια Βεσσαραβία, στην περιοχή του Μπουτζάκ.

          Πριν  την μετοίκησή τους στη Βεσσαραβία  οι Γκαγκαούζοι διακρίνονται σε χασίλ (καθαρούς) Γκαγκαούζους ή «έλληνες», δηλαδή Γκαγκαούζους με ελληνική μόρφωση και ανατροφή και σε «βουλγάρους» Γκαγκαούζους.

          Περίπου το 1807 μέρος από τους μετανάστες Γκαγκαούζους της Βεσσαραβίας, κάτω από την πίεση της τσαρικής Ρωσίας εγκαταλείπουν το Μπουτζάκ και μετοικίζουν στην Κριμαία, την περιοχή της Αζοφικής και την Σταυρούπολη.  Στα εδάφη που αυτοί άφησαν έφθασαν και εγκαταστάθηκαν Γκαγκαούζοι και Βούλγαροι από περιοχές πέρα από τον Δούναβη.  Δηλαδή οι σημερινοί Γκαγκαούζοι στην περιοχή Μπουτζάκ της Μολδαβίας είναι απόγονοι του δευτέρου κύματος μεταναστών από την περιοχή της Βουλγαρίας.

          Το 1906 μ.Χ. οι Γκαγκαούζοι αποκτούν εφήμερη ανεξαρτησία πέντε ημερών όταν ανακηρύχτηκε η Δημοκρατία του Κομράτ, που ήταν αποτέλεσμα των αγροτικών εξεγέρσεων του 1905-1907.  Όμως η εξέγερση πατάχτηκε με ωμότητα από τους τότε κρατούντες.

          Η επανάσταση του 1917 επηρέασε βαθύτατα τους Γκαγκαούζους οι οποίοι προσπάθησαν να πετύχουν την αυτονομία τους, όμως τον Ιανουάριο του 1918 η Βεσσαραβία καταχτιέται και περιέρχεται στη Ρουμανία μέχρι και το 1944.

          Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε ούτε και το 1944, όταν στις 2 Αυγούστου σχηματίζεται η σοβιετική Μολδαβία.  Η σταλινική εξουσία χωρίς να ρωτήσει τους Γκαγκαούζους τους χωρίζει. Το 80% θα ανήκει στη σοβιετική Μολδαβία και το 20% στη γειτονική περιοχή της σοβιετικής Ουκρανίας.  Οι Γκαγκαούζοι αναγνωρίζονται ως ξεχωριστή εθνότητα αλλά δεν τους δίδεται καμιά μορφή πολιτικής αυτοδιοίκησης.                                                                  

 Δηλαδή οι Γκαγκαούζοι στην περιοχή της Βεσσαραβίας δεν ήταν ποτέ ανεξάρτητοι, αλλά, όπως και οι ίδιοι υποστηρίζουν, ήταν πάντα μέρος  πότε της Ρωσικής αυτοκρατορίας, πότε της Ρουμανίας, είτε της Γερμανίας κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και είτε της Σοβιετικής Ένωσης.

Η γλώσσα

 

          Σύμφωνα με πηγές προερχόμενες από τους Γκαγκαούζους και οι οποίοι επιστρατεύουν διάφορους επιστήμονες που έχουν διαφορετικές μεθόδους και διαφορετικά αποτελέσματα για να αποδείξουν τελικά ότι τα γκαγκαούζικα δεν είναι διάλεκτος αλλά αυτοτελής γλώσσα.

Ο Τ. Κοβάλσκι από το Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας, που μελέτησε τις τουρκικές διαλέκτους, αποφαίνεται ότι η Γκαγκαούζικη γλώσσα είναι αυτοτελής και αποτελείται από τρία στρώματα:

–         Το αρχαϊκό γλωσσολογικό στρώμα (πετσενέγκοι, ούζοι κουμάνοι) που έχει την αρχή του στον 13ο αιώνα.

–         Το στρώμα που το πήρε από τη νότιο τουρκική γλώσσα (13ο-14ο αιώνα, διάλεκτος που χρησιμοποιείται στη Συρία.

–         Στρώμα προερχόμενο από την οθωμανική τουρκική γλώσσα.

Σύμφωνα με την εργασία τους «Σε ποιες γλώσσες μιλάνε στον κόσμο;» οι Λ. Ουάλντ και Ε. Σλέιβ χώρισαν τις τουρκικές γλώσσες σε δύο κλάδους: τον ανατολικό και τον δυτικό.

Στον δυτικό κλάδο υπάγονται οι ομάδες: βουλγαρικά, ογκούζικα, κιπτσάσκικα και καρλούσκικα.

Στην ομάδα των ογκούζικων υπάγονται οι υποομάδες: ογκουζο-τουρκμενικά, ογκουζο-βουλγαρικά και ογκουζο-σελτζουκικά.

Στην υποομάδα των ογκουζο-βουλγάρικων συμπεριλαμβάνονται οι αρχαίες γλώσσες των πετσενέγκων, των ούζων και επίσης η σημερινή Γκαγκαούζικη γλώσσα.

Σύμφωνα με τον  Νίκολας Ποπ και την εργασία του Introduction to Altaic Linguistics  η Γκαγκαούζικη μαζί με την τουρκική, την τουρκμενική και την αζερμπαϊτζανική ανήκουν στην νότιο-δυτική ή ογκουζική ομάδα.

Σύμφωνα με το ρωσικό Μεγάλο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Γλωσσολογίας τα γκαγκαούζικα είναι μια από τις τούρκικες γλώσσες, που ομιλούνται από 173 χιλιάδες άτομα στην περιοχή της  Μολδαβίας. Πριν από τη μετοικεσία από τη Βουλγαρία στη Μολδαβία, η Γκαγκαούζικη γλώσσα δέχθηκε επιδράσεις από τις βαλκανικές γλώσσες, με αποτέλεσμα να αποκτήσει χαρακτηριστικά που δεν προσιδιάζουν στη φωνητική και τη γραμματική δομή των τούρκικων γλωσσών.  Στο λεξιλόγιο υπάρχουν δάνεια από τα αραβικά, τα περσικά, τα ελληνικά, τα σλαβικά και τα ρουμανικά.

Σύμφωνα με τους Ταπούρη-Λουκά τα γκαγκαούζικα είναι μια απλή τουρκική διάλεκτος, αλλά επικράτησε να θεωρούνται ξεχωριστή γλώσσα  που ανήκουν  στην αλταϊκή οικογένεια γλωσσών.

Σύμφωνα με πηγές προερχόμενες από τους Γκαγκαούζους, κάποιες μαρτυρίες για τη γλώσσα των φυλών των ογκούζων περιέχονται σε τουρκόγλωσσο λεξικό του 11ου αιώνος του φιλολόγου Μαχμούτ Άλ Κασγκαρί με τον τίτλο «Ντιβάν-ι λουγκάτ-ιτ-Τιούρκ» (Συλλογή τούρκικων γλωσσών) το οποίο γράφτηκε μεταξύ 1072 και 1074. Το λεξικό περιέχει τούρκικες λέξεις, εκφράσεις και στίχους από δημοτικά τραγούδια των τούρκικων φυλών της Κεντρικής Ασίας , ιδίως των Ιουγκούρων, με μετάφραση και ερμηνεία στα Αραβικά.  Το μοναδικό χειρόγραφο του λεξικού, που χρονολογείται στα 1266, φυλάσσεται στην Κωνσταντινούπολη.

 Αυτό, θα λέγαμε, είναι άλλη μια προσφορά των Τούρκων στους Γκαγκαούζους, ώστε οι δεύτεροι να καλύψουν τα ιστορικά κενά που αντιμετωπίζουν.  Μάλιστα, οι Γκαγκαούζοι συναριθμούν τον Μαχμούτ Άλ Κασγκαρί στους διανοούμενούς τους.

Λέξεις ελληνικές που δεν υπάρχουν στα ρωσικά και βουλγαρικά λεξικά.

Στις πηγές των Γκαγκαούζων συναντήσαμε ελληνικές λέξεις που δεν αναφέρονται στα ρωσικά και βουλγαρικά λεξικά.

Κανίσκα : κανίσκι, καλάθι που περιέχει δώρα που στέλνεται ως δώρο στις γιορτές.

Λέφτ’ : λεφτά, χρήματα

Νουνά : νουνός

Αϊάσμα : αγιασμός

Επώνυμα που θυμίζουν βαλκανικό παρελθόν.

 

Επίσης στις πηγές των Γκαγκαούζων συναντήσαμε επώνυμα που φανερώνουν το Βαλκανικό παρελθόν τους.

Τσακίρ (Τσακίρης), Τανάσογλου, Καρά Τσομπάν, Μπάμπογλου, Μαρίνογλου, Αγιόγλου, Αραμπατζή, Δούλογλου, Σιρκελή, Καρακάς (Καρακάσης), Μπουγιουκλή, Φιλιόγλου Μπουλγκάρ (Βούλγαρης), Βλάχ.

Προσπάθειες των Γκαγκαούζων να γίνει η γλώσσα τους γραπτή

Γραπτά μνημεία στα γκαγκαούζικα πριν από τον 20ο αιώνα δεν υπάρχουν. Βέβαια υπάρχει πλήθος από λαϊκά ποιήματα, τραγούδια, παροιμίες, ανέκδοτα, αινίγματα και παραμύθια που μεταδίδονταν προφορικά από γενιά σε γενιά. 

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Γκαγκαούζος πρωθιερέας Μιχαήλ Τσακίρ (1861-1938) επιχειρεί να εκδώσει βιβλία στα γκαγκαούζικα χρησιμοποιώντας τα κυριλλικά γράμματα. Από το 1907 αρχίζει να εκδίδεται θρησκευτική εφημερίδα στα γκαγκαούζικα. Από το 1907 ως το 1914 στα γκαγκαούζικα μεταφράσθηκαν και εκδόθηκαν: Ευχολόγιο , η Θεία Λειτουργία , το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο , το Ψαλτήρι , το Ωρολόγιο, Σύντομη Ιστορία της Εκκλησίας, Ιστορία νέων αγίων, Ιστορία παλαιών αγίων.

Ένας από τους πρώτους συγγραφείς και διαφωτιστές ήταν ο Νικολάι Τανάσογλου (1895-1970). Η λογοτεχνική του δραστηριότητα αρχίζει τη δεκαετία του 1940. Έγραψε μια σειρά από παραμύθια, θρύλους και μπαλάντες.

Ο Ντιονίς  Τανάσογλου(1922-    ) συγκέντρωσε τη δεκαετία του ’40 τα γκαγκαούζικα τραγούδια και τα επεξεργάστηκε.

Το 1957 με απόφαση του Ανώτατου Σοβιέτ της Μολδαβίας δημιουργείται αλφάβητο βασισμένο στα κυριλλικά το οποίο και διδάχθηκε ως το 1961, οπότε και αποσύρθηκε με απόφαση πάλι του Ανώτατου Σοβιέτ Μολδαβίας.  Από την εποχή αυτή ξεκινάει την προσπάθειά της μια ομάδα Γκαγκαούζων λογοτεχνών και λαογράφων που στο διάστημα  1960-1990 παρήγαγαν 34 έργα.  Η λιγοστή παραγωγή οφείλεται σε πολιτικούς λόγους.

Από το 1994 χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο.

Σε όλα αυτά τα χρόνια έχουν εκδοθεί περισσότερες από 60 συλλογές ποιημάτων και πεζών και κάποιες επιστημονικές εργασίες πάνω στη γλώσσα και τη λογοτεχνία.  Όμως δεν υπάρχουν μεθοδικά εγχειρίδια για τη διαδασκαλία της γλώσσας και ούτε λεξικά (ερμηνευτικά, Ετυμολογικά, Συνωνύμωνκλπ).

Μεγάλο μέρος στην προφορική λαϊκή δημιουργία των Γκαγκαούζων αποτελούν τα παραμύθια, τα οποία απεικονίζουν την κοσμοθεωρία του λαού, τα όνειρά του για το μέλλον, τον αγώνα για την ανεξαρτησία.

Γκαγκαούζοι διανοούμενοι και λογοτέχνες και τα έργα τους

 

Πρώτος ο πρωθιερέας Μιχαήλ Τσακίρ (1861-1938)όπως αναφέραμε, επιχειρεί εκδόσεις εκκλησιαστικών βιβλίων στα γκαγκαούζικα με βάση την κυριλλική γραφή. 

Συνεχίζει ο Νικολάι Τανάσογλου (1895-1970) ο οποίος τη δεκαετία του ’40 καταγράφει τα παραμύθια, τους θρύλους και τις μπαλάντες.

 Ο Ντιονίς Τανάσογλου (1922-   ) που θεωρείται από τους Γκαγκαούζους «πατριάρχης» της γκαγκαούζικης λογοτεχνίας, ετοιμάζει και εκδίδει το 1959 τη Λαογραφική-Λογοτεχνική συλλογή «Μπουτζακτάν σεσλάρ» (Φωνές του Μπουτζάκ).  Η συλλογή περιλαμβάνει έργα της προφορικής λαϊκής παράδοσης: μπαλάντες, τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες, αποφθέγματα, αμανέδες κλπ.

Ο Ντμίτρι Καρά Τσομπάν (1933-1986) τελείωσε το Λογοτεχνικό Ινστιτούτο και εργάστηκε ως δάσκαλος.  Δημιούργησε στη γενέτειρά του (Μπεσάλκα) Ιστορικό-Εθνογραφικό μουσείο και διετέλεσε διευθυντής του.  Εξέδωσε πάνω από δέκα βιβλία στην Γκαγκαούζικη γλώσσα.

Ο Μηνά  Κέσια (1933-1999) θεωρείται από τους βετεράνους της γκαγκαούζικης ποίησης.  Βασική θεματολογία του: η υμνολογία της πατρικής γης και ο εγκωμιασμός  του ανθρώπου που μοχθεί για το ψωμί του.

Ο Στεπάν Κούρογλο (1940-   ) ποιητής και επιστήμων εθνογράφος.  Συγγραφέας πολλών βιβλίων ποίησης και πρόζας.  Χαρακτηριστικά του: ο ρομαντισμός, το πάθος και η εθνική του θέρμη.

Ο Πιότρ  Τσεμποτάρ (1957-   ) τελείωσε τη Φιλολογική Σχολή. Εμφανίσθηκε το 1989 με τη συλλογή  «Ζάνα ιάκιν» (Κοντά στην καρδιά).

Ο Τόντουρ Ζάνετ (1958-   ) τελείωσε το Πολυτεχνικό Ινστιτούτο.  Είναι συντάκτης στην εφημερίδα «Άνα σοζού».  Γράφει για παιδιά και για μεγάλους. Συγγραφέας δύο ποιητικών βιβλίων: «Ζαμαϊερσίν, εβίμ!» (Γειά σου, σπίτι μου.) και «Καριμζαλίκ» (Μυρμηγκοφωλιά).

Νικολάι Μπάμπογλου (1928-   ).  Κάνει τις πρώτες λογοτεχνικές προσπάθειες στη δεκαετία του ’50 μεταφράζοντας στα γκαγκαούζικα ρώσους και ρουμάνους συγγραφείς.  Το 1971 εκδίδει τα διηγήματα  «Στα ίχνη του θρύλου» τα οποία έχουν στενή σχέση με τη λαογραφία και τις διηγήσεις υπερηλίκων.  Επίσης εξέδωσε το διήγημα «Τα γαρύφαλλα άνθισαν ξανά» το οποίο χαρακτηρίζεται σαν μια πανοραμική επική οθόνη που δείχνει τους παραδοσιακούς ήρωες, τους κατοίκους του χωριού.  Στο διήγημα «Ο αυλητής» περιγράφει την παραδοσιακή κοσμοαντίληψη του Γκαγκαούζου αγρότη.  Εξέδωσε το 1988 τη συλλογή ποιημάτων «Μελωδίες της πατρίδας».  Σημαντικό θεωρείται και το θεατρικό του έργο «Κεριά υπέρ υγείας».

Γαβριήλ Γκαϊνταρζή (1937-1999). Συγγραφέας, ποιητής, παιδαγωγός, γλωσσολόγος και γκαγκαουζολόγος, ένας από τους δημιουργούς του γκαγκαουζο-μολδαβικού λεξικού.  Τα διηγήματά του, τα χρονογραφήματα, τα ποιήματά του και τα λαογραφικά κείμενα που ο ίδιος επεξεργάστηκε δημοσιεύονται στα σχολικά εγχειρίδια.

Φιοντόρ Μαρίνογλου (1955-   ). Τελείωσε τη Σχολή Δημοσιογραφίας.  Εργάζεται ως δάσκαλος και είναι συντάκτης της εφημερίδας  «Χάλκ Μπιρλίκ».  Γράφει στίχους και σύντομα διηγήματα για ενήλικες και παιδιά.  Οι στίχοι του μελοποιήθηκαν και έγιναν δημοφιλείς ανάμεσα στους νέους.

Εθνική αυτοσυνειδησία

 

          Η εθνική αυτοσυνειδησία των Γκαγκαούζων δημιουργείται στους κύκλους των διανοουμένων και διαδίδεται στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν στην Σοβιετική Ένωση άρχισαν οι δημοκρατικές αλλαγές  και υπήρχε η δυνατότητα  οι Γκαγκαούζοι να εκδηλώσουν τα πολιτισμικά και οικονομικά προβλήματά τους. Τότε, το 1988, κάποιοι Γκαγκαούζοι διανοούμενοι  ένωσαν τις δυνάμεις τους με άλλες εθνότητες και ίδρυσαν  το κίνημα «Γκαγκαούζ Χαλκί» (Γκαγκαούζικος Λαός) για να διασφαλίσουν τη φυσιογνωμία τους και να αποφύγουν την αφομοίωσή τους από τους ρουμανικής καταγωγής Μολδαβούς.  Το 1989 έγινε το πρώτο συνέδριο και πάρθηκε η απόφαση δημιουργίας  αυτόνομης Γκαγκαουζίας Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας στη νότια Μολδαβία με πρωτεύουσα το Κομράτ.  Τον Αύγουστο του 1990 στο Κομράτ διακηρύχτηκε η δημιουργία  Δημοκρατίας της Γκαγκαουζίας, αλλά η διακήρυξη ακυρώθηκε από την κυβέρνηση της Μολδαβίας.

          Στο μεταξύ κυριαρχεί η φημολογία που προκαλεί ανησυχία για επερχόμενη γλωσσική, πολιτιστική και εθνική αφομοίωση από τους Μολδαβούς.

          Τον Ιούνιο του 1990  ανακηρύσσεται η ανεξαρτησία της Μολδαβίας και ακολουθούν κινήσεις μολδαβικών και ρουμανικών κομμάτων για την ένωση Μολδαβίας και Ρουμανίας με αποτέλεσμα τη δημιουργία κλίματος αβεβαιότητας.

  Το εθνικό κίνημα πήρε παλλαϊκό χαρακτήρα όταν στην Μολδαβία αποφασίστηκε να γίνει γλώσσα του κράτους η ρουμανική

γλώσσα. Ο πολυεθνικός πληθυσμός της νότιας Μολδαβίας διαφώνησε με αυτή την απόφαση και τα οξυμένα γλωσσικά, πολιτισμικά και οικονομικά προβλήματα τους οδήγησαν να επιδιώξουν την ανεξαρτησία τους.  Τον Σεπτέμβριο του 1990 οι Γκαγκαούζοι ανακηρύσσουν την αυτονομία τους ως «Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γκαγκαουζίας».  Εναντίον των αυτονομιστών κινήθηκαν ένοπλα τμήματα του μολδαβικού Υπουργείου Εσωτερικών.  Στο πλευρό των αυτονομιστών τάχθηκαν σοβιετικές στρατιωτικές δυνάμεις, που στην πραγματικότητα ήταν ρωσικές.  Τελικά η ένταση είχε μικρή διάρκεια και αποφεύχθηκε η ένοπλη σύγκρουση.

Το ενδιαφέρον της Ρωσίας θεωρείται δικαιολογημένο αφ’ ενός διότι στη Μολδαβία κατοικούν Ρώσοι (13%), οι οποίοι έχουν πετύχει τη δημιουργία της Υπερδνειστερίας και αφ’ ετέρου η δημιουργία αυτόνομων περιοχών στη Μολδαβία θα αποτελούν εμπόδιο στην ένωση Μολδαβίας και Ρουμανίας.

Το 1991 ξεκίνησαν συνομιλίες με τη βουλγαρική μειονότητα για τη δημιουργία μιας από κοινού «Βουλγαρογκαγκαουζικής Δημοκρατίας» χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Τον Αύγουστο του 1991 ο επικεφαλής της Γκαγκαουζίας ανακοινώνει την ένταξή της στη Ρωσική Ομοσπονδία, κάτι το οποίο δεν είχε συνέχεια.

          Το καλοκαίρι του 1993 η κυβέρνηση της Μολδαβίας αναλαμβάνει πρωτοβουλία και ξεκινούν συνομιλίες  για το γκαγκαούζικο πρόβλημα, με απώτερο σκοπό τον προσεταιρισμό των Γκαγκαούζων στις εθνικές εκλογές της 27-02-1994.

          Έτσι στις 23 Δεκεμβρίου του 1994 η Βουλή της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, έπειτα από πιέσεις της Τουρκίας,  δέχτηκε τον νόμο «Περί του ειδικού νομικού καθεστώτος της Γκαγκαουζίας (Γκαγκαούζ Έρι)», λύνοντας την σύγκρουση με ειρηνικό τρόπο.

Γκαγκαούζ Έρι ή Γκαγκαουζία

(αυτόνομη περιοχή στη νότια Μολδαβία)

Η αυτόνομη Γκαγκαουζία έχει έκταση 1831,5 τετρ. χλμ. (ο νομός Θεσσαλονίκης έχει έκταση 3.560 τετρ. χλμ.). Ο πληθυσμός της Γκαγκαουζίας είναι 172.500  εκ των οποίων 153.000 Γκαγκαούζοι.

          Η Γκαγκαουζία διοικείται με βάση:

  1. το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας,
  2. τον  νόμο «Περί του ειδικού νομικού καθεστώτος της Γκαγκαουζίας (Γκαγκαούζ Έρι)» (Νόμος 344-ΧΙΙΙ της 23.12.94) ο οποίος αποτελείται από 27 άρθρα,
  3. άλλους νόμους της Δημοκρατίας της Μολδαβίας,
  4. από τον Κώδικα της Αυτόνομης περιοχής Γκαγκαούζ Έρι, ο οποίος είναι το Σύνταγμα της Αυτόνομης Γκαγκαούζιας και αποτελείται από 10 άρθρα,
  5. από άλλους τοπικούς νόμους.

 

Σε περίπτωση που αλλάξει το καθεστώς της Μολδαβίας ως ανεξάρτητου κράτους, οι Γκαγκαούζοι έχουν το δικαίωμα για τον εξωτερικό αυτοπροσδιορισμό τους (άρθρο 1, παρ. 4 του νόμου «Περί του ειδικού νομικού καθεστώτος  της Γκαγκαουζίας).

Επίσημες γλώσσες της Γκαγκαουζίας είναι η Μολδαβική, η Γκαγκαουζική και η Ρωσική. (άρθρο 3, παρ. 1 του προαναφερθέντος νόμου).

Στην Γκαγκαουζία υπάγονται τρεις πόλεις: το Κομράτ, που είναι πρωτεύουσα, το Βουλκανέστι και το Τσιαντίρ-Λουνγκά και 27 χωριά.

Η πόλη Κομράτ έκανε την εμφάνισή της στα τέλη του 18ου αιώνα. Η λέξη Κομράτ είναι σύνθετη και αποτελείται, όπως λένε οι Γκαγκαούζοι, από δύο λέξεις τούρκικης προέλευσης «κομούρ ατ» που σημαίνουν μαύρο άλογο. Σύμφωνα με έναν θρύλο στην περιοχή αυτή γινόταν εμπόριο αλόγων (ζωοπάζαρο).  Κατά τη διάρκεια του ζωοπάζαρου διεξάγονταν ιπποδρομίες.  Μια φορά νίκησε στις ιπποδρομίες  το μαύρο άλογο του τοπικού τούρκου ηγεμόνα.  Σε ανάμνηση αυτής της νίκης δημιουργείται ένα χωριό το οποίο ονομάζεται «Κομούρ ατ», που στη συνέχεια με σίγηση το «ου» θα προφέρεται Κομράτ.  Έτσι μέσα από τα τοπωνύμια νομιμοποιείται η παρουσία των Γκαγκαούζων στην περιοχή του Μπουτζάκ.

Σημαίες της Γκαγκαουζίας

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στις διαδηλώσεις οι Γκαγκαούζοι χρησιμοποιούσαν μια γαλάζια σημαία με την απεικόνιση ενός λύκου.  Το γαλάζιο είναι το παραδοσιακό χρώμα των τούρκων και ο λύκος είναι ο προπάτοράς τους.  Σύμφωνα με ένα θρύλο, μετά από μια ληστρική και φονική επιδρομή εχθρών σε ένα χωριό, ένα βρέφος σώθηκε από θαύμα και το βρήκε σώο στο δάσος μια λύκαινα και η οποία το μεγάλωσε θηλάζοντάς το.   Το βρέφος αυτό μεγαλώνοντας έγινε ο γενάρχης των τούρκων. Με τον θρύλο αυτό η ιστορία των Γκαγκαούζων αποκτά βάθος, που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Όμως αν ο θρύλος αυτός προέρχεται από την προφορική παράδοση των Γκαγκαούζων ή είναι μια προσφορά της τούρκικης διπλωματίας για να αποδείξουν το ομογάλακτο των δύο ετερόθρησκων λαών δεν μπορώ να το πω μετά βεβαιότητας. Απλώς στο μυαλό μου έρχονται οι Γκρίζοι Λύκοι.

Στις  31 Οκτωβρίου 1995 με νόμο καθορίστηκε η νέα σημαία της Γκαγκαουζίας.  Η σημαία αποτελείται από τρεις λωρίδες (κυανού, λευκού και ερυθρού χρώματος) διαφορετικού όμως πλάτους.  Στην κυανή λωρίδα βρίσκονται σε σχήμα τριγώνου τρία αστέρια, που συμβολίζουν τις τρεις πόλεις της Γκαγκαουζίας.  Με άλλα λόγια οριοθετείται συμβολικά ο χώρος που θα ονομάζεται εφεξής Γκαγκαουζία, οι τρεις πόλεις κατοχυρώνονται από τους Γκαγκαούζους και αποφεύγονται τυχόν παρερμηνείες και αμφισβητήσεις.

 

 

Κουλτούρα

Οι Γκαγκαούζοι από τους γύρω λαούς θεωρούνται ένας μικρός και αμόρφωτος λαός.

Οι Γκαγκαούζοι, από τη πλευρά τους δεν εμπιστεύονται κανέναν άλλον λαό, γιατί τους θεωρούν κατώτερούς τους.  Η έκφραση «μπάνα γκαγκαούζ ντερλέρ» (με λένε Γκαγκαούζο) σημαίνει πως δεν είμαι συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά είμαι ευγενής και ανδρείος.

Όταν συναντιούνται δυο Γκαγκαούζοι άγνωστοι μεταξύ τους, για να διαπιστώσουν αν είναι από το ίδιο γένος, ρωτάνε: «σεν μιννέτ μι σιν;» που σημαίνει «από τους δικούς μας είσαι;».  Αν πάρει την απάντηση «μιννετίμ» τότε μιλάνε μεταξύ τους ανοιχτά.

Το όνομα που δινόταν στον Γκαγκαούζο κατά το βάπτισμα, ήταν μόνο το επίσημο όνομα με το οποίο κάποιος καταγραφόταν στους επίσημους καταλόγους, ενώ στην καθημερινή ζωή τού δινόταν άλλο όνομα με το οποίο τον προσφωνούσαν και τον αναγνώριζαν στο χωριό.  Το άλλο αυτό όνομα από τον Μάνωφ χαρακτηρίζεται παρατσούκλι που έχει κάθε Γκαγκαούζος και το οποίο δεν είναι για τον Γκαγκαούζο βρισιά, αλλά αντιθέτως του προξενεί υπερηφάνεια.

Ακόμη και μέχρι σήμερα οι Γκαγκαούζοι μεταξύ τους μιλάνε ότι η γκαγκαούζικη σημαία θα στηθεί ψηλά από την Τσιαρακμάνα μέχρι την Καβάρνα (πόλεις στη Βουλγαρία, ιστορική πατρίδα των Γκαγκαούζων) όπου θα συγκεντρωθούν όλοι οι Γκαγκαούζοι.

Στον χαρακτήρα οι Γκαγκαούζοι είναι εύθυμοι και γενναιόδωροι σε βαθμό σπατάλης, δηλαδή είναι πολύ φιλόξενοι.

Είναι υπομονετικοί και άφοβοι. Για να δείξουν την αφοβία τους επιχειρούν τα πιο επικίνδυνα πράγματα. Ακόμη και με μαχαίρι καρφώνονται για να αποδείξουν ότι είναι άφοβοι.  Αυτό το έκαναν  όταν ήταν σε εύθυμη διάθεση.  Έχει συμβεί οι Γκαγκαούζοι να αποκόπτουν κρέας από τον μηρό τους για να αποδείξουν την αφοβία τους.  Επίσης έσπαζαν με τα χέρια τους τα τζάμια στα παράθυρα και με τα δόντια τους γυάλινα ποτήρια, τα οποία μας θυμίζουν τους ζεϊμπέκηδες οι οποίοι χορεύοντας έσπαζαν γυάλινα αντικείμενα πριν από τις μάχες.

Στην οικογένεια ο άνδρας είναι η κεφαλή, αυτός διατάζει. Η γυναίκα υποτάσσεται στον άνδρα.  Αν ο άνδρας άγεται από τη γυναίκα αυτό θεωρείται ταπεινωτικό.  Για τους άνδρες οι οποίοι άγονται από τις γυναίκες τους λέγεται: «σενίν μπασσινά καρά κογιόρ φέσι» (στο κεφάλι σου η γυναίκα σου μπήκε φέσι).

Ως προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις οι Γκαγκαούζοι είναι πολύ ευσεβείς και κανείς δεν μπορεί να τους πείσει για το αντίθετο: «Μποϊλέ μπουλντούκ μποϊλέ γιαπαντάϊζ» (έτσι τα βρήκαμε έτσι θα τα αφήσουμε).

Η εθνικότητα και η πίστη είναι αναπόσπαστα.

Οι παρακάτω στίχοι που γράφτηκαν όταν οι Γκαγκαούζοι υπεράσπιζαν την πόλη Καβάρνα από τις επιθέσεις των τσερκέζων, τατάρων και τούρκων: 

«Ααλεμέ μπε νίνεμ, ααλεμέ μπιζ γκενέ γκελιρίζ.

 Χριστιανίν ογκρουνά μπιζ καν ντιοκερίζ»

(Μην κλαις, μητέρα, μην κλαις, εμείς πάλι θα ξανάρθουμε.

Για χάρη της χριστιανοσύνης  θα χύσουμε το αίμα μας).

Και στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο οι Γκαγκαούζοι έδειξαν την αφοβία τους, ιδίως στις επιθέσεις.

Δοξασίες, ήθη και έθιμα των Γκαγκαούζων  που συναντάμε και σε περιοχές της Ελλάδας.

 

Παρόλο που οι Γκαγκαούζοι αναφέρουν διάφορες δοξασίες και έθιμα για να τονίσουν την ιδιαιτερότητα της κουλτούρας τους, ίσως σε σχέση με τους λαούς που τους περιβάλλουν στη Μολδαβία, εν τούτοις όλα αυτά τα συναντάμε σχεδόν αυτούσια και σε περιοχές της Ελλάδας και δείχνουν το βαλκανικό παρελθόν τους.

Το φύλλο του μωρού που θα γεννιόταν προσπαθούσαν να το μαντέψουν από το σχήμα της κοιλιάς τη εγκύου.  Αν η κοιλιά ήταν σουβλερή το μωρό θα ήταν αγόρι, αν η κοιλιά ήταν πλατιά το μωρό θα ήταν κορίτσι.

Η κουμπαριά στους  Γκαγκαούζους συνήθως κληρονομείται από γενιά σε γενιά.  Ο κουμπάρος εκλέγεται μια για πάντα και βαφτίζει τα παιδιά όλης της οικογένειας.  Το δικαίωμά του μεταβιβάζεται σε άλλα μέλη της οικογένειας του μόνον μετά τον θάνατό του.  Η ανυπακοή ή το μάλωμα με τους κουμπάρους θεωρούνταν βαρύτατο αμάρτημα.

Όταν έπεφτε το πρώτο δόντι του μικρού παιδιού το πετούσαν στη σκεπή του σπιτιού λέγοντας: «Κόρακα, κόρακα σου δίνω κοκάλινο δόντι, δώσε μου σιδερένιο».

Οι Γκαγκαούζοι παντρεύονταν με προξενιό και τον τελικό λόγο τον είχε η κεφαλή της οικογενείας.  Πριν από τον γάμο προηγούνταν πάντα οι αρραβώνες. Η προίκα ήταν βασική προϋπόθεση για τον γάμο.  Την παραμονή του γάμου ξύριζαν τελετουργικά τον γαμπρό και έπλεκαν  κοτσίδες τα μαλλιά της νύφης. Επίσης γινόταν πολυέξοδο γλέντι Μετά το γάμο έβαζαν τον γαμπρό και τη νύφη να καθίσουν και τους έδιναν να κρατήσουν στην αγκαλιά τους παιδιά (αγόρια ή κορίτσια) που οι γονείς τους ήταν ζωντανοί.

Βουλγαρική επίδραση 

 

Οι Γκαγκαούζοι πάρα πολύ σέβονται τους μεγαλύτερούς τους. Έτσι τα μικρότερα αδέρφια δεν προσφωνούν τα μεγαλύτερα με το όνομά τους, αλλά  προσφωνούν «μπάτε»  τον μεγαλύτερο αδερφό τους  και «κάκο» την μεγαλύτερη αδερφή τους. Οι λέξεις και η παράδοση αυτή  είναι βουλγαρικά, παρόλο που από τους Γκαγκαούζους θεωρούνται αποκλειστικά και μόνο δικά τους.

Βαλκανική Κουζίνα 

 

Ένα εθνικό τους φαγητό, όπως υποστηρίζουν οι Γκαγκαούζοι, που ονομάζεται «κιρμά» και που μοιάζει όπως λένε σαν πίτσα αν και διαφέρει πάρα πολύ από αυτήν και συγχρόνως παραθέτουν τη συνταγή και τον τρόπο παρασκευής της είναι η «μπατζίνα» είδος πίτας που παρασκευάζεται και στην Ελλάδα (στα βλάχικα μπάτζιος σημαίνει στάνη και μπατζίνα η πίτα του βοσκού).

Συμπεράσματα 

 

Οι Γκαγκαούζοι με τη λήξη των ρωσο -τουρκικών πολέμων μετοικούν από τη Βουλγαρία στη σημερινή νότια Μολδαβία ακολουθώντας την πορεία του ρωσικού στρατού, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν θηριωδίες από τη μεριά των τούρκων.  Μαζί τους παίρνουν γλώσσα, δοξασίες, ήθη, έθιμα και κουζίνα από τον βαλκανικό χώρο που μάλλον τους βοηθάνε να διαφοροποιούνται από τους άλλους λαούς στην περιοχή του Μπουτζάκ της σημερινής Μολδαβίας.

Η θρησκεία τους (ορθόδοξοι χριστιανοί) που εξαιτίας της αναγκάζονται να μετοικήσουν, τους επιτρέπει να ενταχθούν στο νέο περιβάλλον χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.  Η γλώσσα τους (προφορική) τους δίνει τη δυνατότητα να ξεχωρίζουν από τους άλλους  (σλαβόφωνους ή ρουμανόφωνους) και να διατηρούν συνείδηση της ιδιαιτερότητά τους.  Συγχρόνως αυτή η γλώσσα θα λειτουργεί σαν ένα απροσπέλαστο τείχος ανάμεσα σ’ αυτούς  και στους άλλους λαούς και να παίρνει αμυντικό χαρακτήρα, αφού οι Γκαγκαούζοι δεν εμπιστεύονται τους μη Γκαγκαούζους. («Σεν μιννέτ μι σιν;» , «από τους δικούς μας είσαι;»). Συγχρόνως αισθάνονται ανωτερότητα απέναντι στους άλλους λαούς  («μπάνα γκαγκαούζ ντερλέρ» (με λένε Γκαγκαούζο), δηλαδή είμαι ευγενής και ανδρείος.  Αφού αυτοί όντας τούρκικης καταγωγής και τουρκόφωνοι αντιστάθηκαν στο Ισλάμ.

Επειδή είναι ολιγάριθμοι, αποτελούν μειονότητα, χωρίς να μπορούν να επηρεάσουν τα ιστορικά γεγονότα, ακολουθούν την τύχη της  Βεσσαραβίας (κάτω από την κυριαρχία της Ρωσίας, της Ρουμανίας, της Γερμανίας και των Σοβιετικών).

Διατηρούν πάντα τον πόθο για ελευθερία και ανεξαρτησία, ονειρευόμενοι να στήσουν τη  γκαγκαούζικη σημαία  ψηλά από την Τσιαρακμάνα μέχρι την Καβάρνα όπου θα συγκεντρωθούν όλοι οι Γκαγκαούζοι.

 Στις αρχές του 20ου αιώνα ο πρωθιερέας Μιχαήλ Τσακίρ (1861-1938) εκδίδει εκκλησιαστικά βιβλία στα γκαγκαούζικα με βάση τα κυριλλικά.  Έτσι ξεκινάει η προσπάθεια η γλώσσα να γίνει γραπτή.

Στη δεκαετία του ’40 ο Νικολάι Τανάσογλου στρέφεται στην παράδοση καταγράφοντας τα παραμύθια, τους θρύλους και τις μπαλάντες. Τη στροφή στις ρίζες συνεχίζει και ο Ντιονίς Τανάσογλου ο οποίος εκδίδει το 1959 τη Λαογραφική-Λογοτεχνική συλλογή «Μπουτζακτάν σεσλάρ» (Φωνές του Μπουτζάκ) που περιλαμβάνει μπαλάντες, τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες, αποφθέγματα κλπ. Και αυτά γίνονται σε μια ευνοϊκή συγκυρία για την Γκαγκαούζικη γλώσσα, αφού από το 1957 μέχρι το 1961 επιτρέπεται ελεύθερα η διδασκαλία της.  Ο Ντμίτρι Καρά Τσομπάν ιδρύει το Ιστορικό_-Εθνογραφικό μουσείο για να αποδειχθεί η συνέχεια μέσα στην ιστορία.  Οι ποιητές που θα ακολουθήσουν θα υμνήσουν την πατρίδα και θα εγκωμιάσουν τους ανθρώπους που μοχθούν για το ψωμί τους , θα τους διακρίνει ο ρομαντισμός, το πάθος και η εθνική θέρμη.

Δηλαδή η εθνική αυτοσυνειδησία των Γκαγκαούζων δημιουργείται στους κύκλους των διανοουμένων οι οποίοι συλλαμβάνουν την ιδέα και την προπαγανδίζουν. Οι ρομαντικές τους βλέψεις θα βρουν πρόσφορο έδαφος στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν στην Σοβιετική Ένωση άρχισαν οι δημοκρατικές αλλαγές  και υπήρχε η δυνατότητα  οι Γκαγκαούζοι να εκδηλώσουν τα πολιτισμικά και οικονομικά προβλήματά τους.  Οι προσπάθειές τους θα καρποφορήσουν διότι ακολουθεί η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.  Προηγείται η ανεξαρτοποίηση της Μολδαβίας η οποία προσπαθώντας να απαγκιστρωθεί από τη Ρωσία αναζητεί ερείσματα στο εξωτερικό.  Η Τουρκία που προσφέρεται να βοηθήσει τη Μολδαβία συγχρόνως παρεμβαίνει για να δοθεί αυτονομία στους Γκαούζουζους, που τους δίδεται στις 23 Δεκεμβρίου 1994.  Συγχρόνως οι Γκαγκαούζοι εγκαταλείπουν το κυριλλικό αλφάβητο (Ρωσία) και χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο (Τουρκία).  Η Τουρκία θα είναι δίπλα στους Γκαγκαούζους για να τους προσφέρει να καλύψουν τα  κενά στην ιστορία τους και να την γράψουν από κοινού. 

Πηγές

 

  1. http://www.ato-gagauzia.narod.ru/
  2. http://www.radio.dir.bg/abroad/gagauzia/gagauz.htm
  3.  http://etheo.h10.ru/gaga001.gif/
  4.  http://www.iatp.md/gagauzia/
  5.  http://www.minelres.lv/NationalLegislation/Moldova
  6.  http://www.sos-gagauz.ru
  7.  http://www.gagauz-press.narod.ru/
  8.  http://www.vexillografy.narod.ru/
  9.  http://www.odessit.com/cgi-bin/

10.  http://www.nupi.no/cgi-win/

11.  Σταμενόβα Ζίβκα και άλλοι, Γκαγκαούζοι (ГАГАУЗИ)

 http://www.omda.bg/NAROD/gagauzi.html

12.  Μάνωβ  Ι. Α., Για τους Γκαγκαούζους (ЗА ГАГАУЗИТЕ)

http://www.varna-bg/com

13.  http://www.hrono.ru/etnosy/gagauzy.html

14.  http://www.PRIO.no

15.  http://www.kalnieciai.lt/zenius/europe/moldova/gagauzia

16.  http://www.krugosvet.ru/articles/80/1008099/1008099a1.htm

17.  http://www.encycl.accoona.ru/?id=12879

18.  http://besorabia.narod.ru

  1. 19.   http://www.comrat.iatp.md/gagauzia/tvorc.gagauz.htm

20. Κιτσίκης Δημήτρης, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1280-1924),   Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»

21. Bol’shoi Entsiklopeditsheskii Slovar’, Yazykoznanie, Moskva 1998. (Μεγάλο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, Γλωσσολογία, Μόσχα 1998.)

22. Narody Mira, istoriko-etnografitsheskii spravotshnik, Sovetskaya Entsiklopediya, Moskva 1988.

23. Παγκόσμια Γεωγραφία, Εκδοτική Αθηνών.

24. Ταπούρης Νικόλαος, Λουκά Νικόλαος, Οι Γκαγκαούζοι της Μολδαβίας, Θεσσαλονίκη 2003.

25. Βουλγαροελληνικό Λεξικό, Ακαδημία των Επιστημών της Βουλγαρίας

 «Οι Γκαγκαούζοι στη Μολδαβία και στη Ν.Α. Ευρώπη»

Ευάγγελος Αργυρόπουλος

 

Πίνακας Περιεχομένων

Εισαγωγή…………………………………………………………………3

Γενικά…………………………………………………………………….3

Ιστορία ……………………………………………………………………3

Οι Γκαγκαούζοι των Βαλκανίων …………………………………………5

Οι Γκαγκαούζοι στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης……………..6

Οι Γκαγκαούζοι της Μολδαβίας……………………………………….…7

Η γλώσσα…………………………………………………………………8

Λέξεις ελληνικές που δεν υπάρχουν στα ρωσικά και βουλγαρικά λεξικά……………………………………………………………………10

Επώνυμα που θυμίζουν βαλκανικό παρελθόν…………………………..10

Προσπάθειες των Γκαγκαούζων να γίνει η γλώσσα τους γραπτή………10

Γκαγκαούζοι διανοούμενοι και λογοτέχνες και τα έργα τους ………….11

Εθνική αυτοσυνειδησία…………………………………………………13

Γκαγκαούζ Έρι ή Γκαγκαουζία (αυτόνομη περιοχή στη νότια Μολδαβία)………………………………………………………………14

Σημαίες της Γκαγκαουζίας………………………………………………15

Κουλτούρα………………………………………………………………17

Δοξασίες, ήθη και έθιμα των Γκαγκαούζων  που συναντάμε και σε περιοχές της Ελλάδας……………………………………………………17

Βουλγαρική επίδραση…………………………………………………..18

Βαλκανική Κουζίνα…………………………………………………….18

Συμπεράσματα………………………………………………………….18

Πηγές…………………………………………………………………….20

 

 

 

 

Οι Γκαγκαούζοι στη Μολδαβία και στη Ν.Α. Ευρώπη

 

Εισαγωγή

 

          Η παρούσα εργασία είναι θεωρητική και σκοπό έχει να καταδείξει τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες οι Γκαγκαούζοι απέκτησαν αυτοσυνειδησία και εθνική συνείδηση με αποτέλεσμα την ανακήρυξη περιοχής στη νότια Μολδαβία σε αυτόνομη με την ονομασία Γκαγκαουζία ή Γκαγκαούζ Έρι, αλλά και την πολιτισμική και γλωσσική τους σχέση με τα Βαλκάνια.

 Γενικά

          Οι Γκαγκαούζοι (αυτοπροσδιορισμός) είναι ολιγάριθμος λαός, τουρκικής καταγωγής αλλά ορθόδοξοι χριστιανοί (σπάνια και μοναδική σύνθεση, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν).  Σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία των Γκαγκαούζων, περίπου 250.000 ζουν στην περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.  Το βασικό και συμπαγές τμήμα, περισσότεροι από 153.000 ζουν στην περιοχή Μπουτζάκ της νότιας Μολδαβίας.  Χωριά Γκαγκαούζων υπάρχουν στην περιοχή της Οδησσού και στην Ζαπορόζια περιοχή στην Ουκρανία, στην Ρουμανία, στο Καζακστάν, στην Κιργιζία, στο Ουζμπεκιστάν, στην Καμπαρδινο-Μπαλκάρια, στην Βουλγαρία και στην Ελλάδα.

Άλλες πηγές (ρωσικές)δίνουν  πιο μικρά νούμερα, δηλαδή ο συνολικός αριθμός μειώνεται στις 220.000 και αναφέρονται και άλλες χώρες στις οποίες ζουν Γκαγκαούζοι (Λευκορωσία, Λετονία, Γεωργία, Τουρκία, Καναδάς και Βραζιλία).

Ιστορία

          Η ιστορία των Γκαγκαούζων μέχρι και την σημερινή εποχή πολύ λίγο έχει μελετηθεί. Και δεν υπάρχει, όπως και οι ίδιοι τονίζουν, μια ιστορία ιδωμένη με επιστημονική ματιά που να είναι αντικειμενική και πειστική. 

          Οι εκδοχές για την καταγωγή των Γκαγκαούζων είναι πάρα πολλές.  Άλλοι μιλάνε για εκτουρκισθέντες χριστιανούς, πιο σωστά τουρκοφωνήσαντες χριστιανούς και άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για εκχριστιανισθέντες τούρκους.  Στην Τουρκία υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μικρασιάτες τούρκους από την περιοχή της Νίκαιας.

          Μία θεωρία υποστηρίζει ότι οι Γκαγκαούζοι κατάγονται από τις νομαδικές φυλές των Τούρκων Ογούζων. Διωγμένοι από τις Ταταρο- Μογγολικές επιθέσεις στην ανατολική Ευρώπη κατευθύνονται προς τα δυτικά.  Τον 11ο αι., όπως αναφέρεται σε Βυζαντινές πηγές, περνάνε τον Δούναβη και εγκαθίστανται στα Βαλκάνια.  Εκεί αναμιγνύονται με τις άλλες τούρκικες φυλές – πετσενέγκους, ούννους, κουμάνους.  Από την επιμιξία αυτών  των φυλών προέρχονται οι σημερινοί Γκαγκαούζοι. Ζώντας στην περιοχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας εκχριστιανίζονται και πετυχαίνεται αυτή η σπάνια σύζευξη τούρκικης γλώσσας και ορθόδοξης πίστης.

          Η εκδοχή αυτή έχει επικρατήσει στη σοβιετική ιστοριογραφία και θέλει την καταγωγή των Γκαγκαούζων από τις  κεντροασιατικές φυλές, οι οποίες ανήκαν στη Σοβιετική Ένωση, για να αποκοπούν οι Γκαγκαούζοι από το βαλκανικό παρελθόν τους.

          Πρόβλημα στην υποστήριξη αυτής της εκδοχής είναι ο φαινότυπος των Γκαγκαούζων, οι οποίοι δεν ξεχωρίζουν από τους άλλους Βαλκάνιους, και όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν αλλά και όλες οι πηγές, οι Γκαγκαούζοι έχουν σχέση με την μεγάλη μεσογειακή ινδοευρωπαϊκή φυλή. 

(Στη φωτο γνωστοί σημερινοί Γκαγκαούζοι)

Σύμφωνα με τον Μάνωφ, η σωματική διάπλαση των Γκαγκαούζων είναι κανονική, μεσαίου αναστήματος, πλατειά στήθη, δυνατά χέρια και πόδια, μελαχρινοί με μεγάλη μύτη και ευκίνητοι.

Οι κοπέλες είναι όμορφες με λευκή επιδερμίδα και στρογγυλό, γεμάτο πρόσωπο.

Μια άλλη εκδοχή είναι η λεγόμενη «Σελτζουκική θεωρία», που είναι δημοφιλής στην Τουρκία. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή τον 13ο αι.

ιδρύεται στην περιοχή της Δοβρουτσάς, στα βόρεια της Βουλγαρίας, ένα μικρό κράτος γνωστό ως «Πριγκιπάτο της Δοβρουτσάς» ή «Ούζι εγιαλέτ». Όπως αναφέρεται, ο Σελτζούκος σουλτάνος Ιζεντίν Καϋκαβούς, που η μητέρα του ήταν Ελληνίδα και ο ίδιος είχε βαπτισθεί χριστιανός, επειδή κινδύνευε από τον αδερφό του ή κατ’ άλλους κινδύνευε από τις Μογγολικές επιθέσεις στη Μικρά Ασία, κατέφυγε  το 1261 μ.Χ. μαζί με τους οπαδούς του στην Κωνσταντινούπολη στην αυλή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Μετά από κάποιο διάστημα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας τους επέτρεψε να εποικίσουν την περιοχή της Δοβρουτσάς στη βόρειο Βουλγαρία και της Ζίχνας στον νομό Σερρών.

Οι οπαδοί του Καϋκαβούς  έστειλαν μήνυμα στις τουρκικές φυλές που ζούσαν στην περιοχή της Νίκαιας, οι οποίες υπό την καθοδήγηση του ηγέτη τους Σαρί Σαλτούκ, που φημολογείται πως ήταν χριστιανός μοναχός, έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στη Δοβρουτσά.

          Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή οι σημερινοί Γκαγκαούζοι είναι απόγονοι των συναγωνιστών του σουλτάνου Ιζεντίν Καϋκαβούς, από τον οποίο και πήραν το προσωνύμιο Γκαγκαούζοι.

          Και οι σημερινοί Γκαγκαούζοι δέχονται ότι υπήρχε αυτό το κράτος, το οποίο ήταν και το πρώτο κράτος των Γκαγκαούζων, με κέντρο την πόλη Κορμπουνά.

          Στο «Πριγκιπάτο της Δοβρουτσάς» ή «Ούζι εγιαλέτ» υπήρχε ξεχωριστή εκκλησιαστική εξαρχία η οποία υπαγόταν πνευματικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

 Σύμφωνα με τους Γκαγκαούζους το «Πριγκιπάτο της Δοβρουτσάς» επέζησε πάνω από 200 χρόνια και έπεσε κάτω από τα χτυπήματα των Οθωμανών κατακτητών το 15ο αι.  Σύμφωνα με τον Α.Ι. Μάνωφ υπήρχε μόνο για 130 έτη.

Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει πως οι Γκαγκαούζοι είναι βούλγαροι και έλληνες εκτουρκισθέντες (τουρκοφωνήσαντες).

Οι Γκαγκαούζοι των Βαλκανίων

Στη Βουλγαρία οι Γκαγκαούζοι κατοικούν στην περιοχή της Βάρνας.  Σύμφωνα με την απογραφή του 1992 ως Γκαγκαούζοι αυτοπροσδιορίστηκαν 1478 άτομα.  Σύμφωνα με εμπειρογνώμονες  οι Γκαγκαούζοι στη Βουλγαρία πρέπει να είναι περίπου 40.000.

Με το φιρμάνι του 1870 με το οποίο ιδρυόταν η Βουλγαρική Εξαρχία, εξαιρούνταν τα γκαγκαούζικα χωριά, τα οποία εκκλησιαστικά ανήκαν στη Μητρόπολη της Βάρνας και μέσω αυτής υπάγονταν πνευματικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και είχαν ελληνικά σχολεία και εκκλησίες.  Το 1906 το βουλγαρικό κράτος διέκοψε με τη βία τη σχέση των Γκαγκαούζων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

          Στην Ελλάδα οι Γκαγκαούζοι ζουν στα χωριά της Νέας Ορεστιάδας και της περιοχής του «τριγώνου» του νομού Έβρου, και στη Νέα Ζίχνα του νομού Σερρών.  Οι Γκαγκαούζοι του νομού Έβρου μετακινήθηκαν από την περιοχή της Αδριανούπολης της Ανατολικής Θράκης στην Ελλάδα με την συνθήκη της Λωζάνης του 1923.  Οι Γκαγκαούζοι της Νέας Ζίχνης του νομού Σερρών είναι ντόπιοι.  Ο συνολικός τους αριθμός στην Ελλάδα  προσδιορίζεται περίπου από 3.000 έως 5.000.

 Κάποιοι Βούλγαροι ερευνητές ταυτίζουν τους Γκαγκαούζους με τους Καραμανλήδες, χωρίς όμως να το στηρίζουν.

          Στην Τουρκία υποστηρίζεται ότι βρίσκονται 5.000 Γκαγκαούζοι χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένη περιοχή.

          Στη Ρουμανία οι Γκαγκαούζοι ζουν στην περιοχή της Κωνστάτζας και υπολογίζονται σε 3.000.

Οι Γκαγκαούζοι στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης

Στην Ουκρανία οι Γκαγκαούζοι ζουν στην περιοχή της Οδησσού και στα παράλια της Αζοφικής Θάλασσας. Οι ίδιοι μιλούν για 40.000, ρωσικές πηγές αναφέρουν 31.900, άλλες πηγές πολύ πιο κάτω.

 Οι Γκαγκαούζοι, οι οποίοι κατοικούν στην περιοχή της Οδησσού, στην ουσία αποτελούν μία ομάδα με τους Γκαγκαούζους που κατοικούν στη Μολδαβία. Απλώς τα σύνορα Μολδαβίας-Ουκρανίας τους χωρίζουν. Οι εκπρόσωποι των γκαγκαούζικων χωριών συνεδρίασαν και σύστησαν σύλλογο με την επωνυμία «Μπουρλούκ» (Ενότητα) και εξέλεξαν επταμελές διοικητικό συμβούλιο με πρόεδρο (κεφαλή) τον Ηλία Καρακάς.

          Ρωσικές πηγές αναφέρουν ότι στη Ρωσία  ζουν 10.100 Γκαγκαούζοι και είναι απόγονοι μεταναστών από την Μολδαβία.

Οι Γκαγκαούζοι της Μολδαβίας

 

          Η Μολδαβία έχει έκταση 33.700 Km2 και πληθυσμό 4.500.000 κατοίκους. Πρωτεύουσα είναι το Κισινιόφ με πληθυσμό περίπου 700.000 κατοίκους.

 Την σημερινή Μολδαβία αποτελούν:Ρουμανικής καταγωγής 64%Ουκρανοί 14%Ρώσοι 13%

Γκαγκαούζοι 4%

Βούλγαροι 2%

Εβραίοι 2%

Άλλοι 1%

         

          Η παρουσία των Γκαγκαούζων στη Μολδαβία ξεκινά στα τέλη του 18ου αιώνα, με τους ρωσοτουρκικούς πολέμους.

Κάθε φορά που οπισθοχωρεί ο ρωσικός στρατός από τα Βαλκάνια τον ακολουθούν και χριστιανικοί πληθυσμοί, κυρίως Γκαγκαούζοι. Ζώντας οι Γκαγκαούζοι κάτω από δύσκολες συνθήκες μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και αντιμετωπίζοντας τον φόβο γενοκτονίας άρχισαν να μεταναστεύουν, περνώντας τον Δούναβη από το 1750 ως το 1846 και να εγκαθίστανται στη νότια Βεσσαραβία, στην περιοχή του Μπουτζάκ.

          Πριν  την μετοίκησή τους στη Βεσσαραβία  οι Γκαγκαούζοι διακρίνονται σε χασίλ (καθαρούς) Γκαγκαούζους ή «έλληνες», δηλαδή Γκαγκαούζους με ελληνική μόρφωση και ανατροφή και σε «βουλγάρους» Γκαγκαούζους.

          Περίπου το 1807 μέρος από τους μετανάστες Γκαγκαούζους της Βεσσαραβίας, κάτω από την πίεση της τσαρικής Ρωσίας εγκαταλείπουν το Μπουτζάκ και μετοικίζουν στην Κριμαία, την περιοχή της Αζοφικής και την Σταυρούπολη.  Στα εδάφη που αυτοί άφησαν έφθασαν και εγκαταστάθηκαν Γκαγκαούζοι και Βούλγαροι από περιοχές πέρα από τον Δούναβη.  Δηλαδή οι σημερινοί Γκαγκαούζοι στην περιοχή Μπουτζάκ της Μολδαβίας είναι απόγονοι του δευτέρου κύματος μεταναστών από την περιοχή της Βουλγαρίας.

          Το 1906 μ.Χ. οι Γκαγκαούζοι αποκτούν εφήμερη ανεξαρτησία πέντε ημερών όταν ανακηρύχτηκε η Δημοκρατία του Κομράτ, που ήταν αποτέλεσμα των αγροτικών εξεγέρσεων του 1905-1907.  Όμως η εξέγερση πατάχτηκε με ωμότητα από τους τότε κρατούντες.

          Η επανάσταση του 1917 επηρέασε βαθύτατα τους Γκαγκαούζους οι οποίοι προσπάθησαν να πετύχουν την αυτονομία τους, όμως τον Ιανουάριο του 1918 η Βεσσαραβία καταχτιέται και περιέρχεται στη Ρουμανία μέχρι και το 1944.

          Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε ούτε και το 1944, όταν στις 2 Αυγούστου σχηματίζεται η σοβιετική Μολδαβία.  Η σταλινική εξουσία χωρίς να ρωτήσει τους Γκαγκαούζους τους χωρίζει. Το 80% θα ανήκει στη σοβιετική Μολδαβία και το 20% στη γειτονική περιοχή της σοβιετικής Ουκρανίας.  Οι Γκαγκαούζοι αναγνωρίζονται ως ξεχωριστή εθνότητα αλλά δεν τους δίδεται καμιά μορφή πολιτικής αυτοδιοίκησης.                                                                  

 Δηλαδή οι Γκαγκαούζοι στην περιοχή της Βεσσαραβίας δεν ήταν ποτέ ανεξάρτητοι, αλλά, όπως και οι ίδιοι υποστηρίζουν, ήταν πάντα μέρος  πότε της Ρωσικής αυτοκρατορίας, πότε της Ρουμανίας, είτε της Γερμανίας κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και είτε της Σοβιετικής Ένωσης.

Η γλώσσα

 

          Σύμφωνα με πηγές προερχόμενες από τους Γκαγκαούζους και οι οποίοι επιστρατεύουν διάφορους επιστήμονες που έχουν διαφορετικές μεθόδους και διαφορετικά αποτελέσματα για να αποδείξουν τελικά ότι τα γκαγκαούζικα δεν είναι διάλεκτος αλλά αυτοτελής γλώσσα.

Ο Τ. Κοβάλσκι από το Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας, που μελέτησε τις τουρκικές διαλέκτους, αποφαίνεται ότι η Γκαγκαούζικη γλώσσα είναι αυτοτελής και αποτελείται από τρία στρώματα:

–         Το αρχαϊκό γλωσσολογικό στρώμα (πετσενέγκοι, ούζοι κουμάνοι) που έχει την αρχή του στον 13ο αιώνα.

–         Το στρώμα που το πήρε από τη νότιο τουρκική γλώσσα (13ο-14ο αιώνα, διάλεκτος που χρησιμοποιείται στη Συρία.

–         Στρώμα προερχόμενο από την οθωμανική τουρκική γλώσσα.

Σύμφωνα με την εργασία τους «Σε ποιες γλώσσες μιλάνε στον κόσμο;» οι Λ. Ουάλντ και Ε. Σλέιβ χώρισαν τις τουρκικές γλώσσες σε δύο κλάδους: τον ανατολικό και τον δυτικό.

Στον δυτικό κλάδο υπάγονται οι ομάδες: βουλγαρικά, ογκούζικα, κιπτσάσκικα και καρλούσκικα.

Στην ομάδα των ογκούζικων υπάγονται οι υποομάδες: ογκουζο-τουρκμενικά, ογκουζο-βουλγαρικά και ογκουζο-σελτζουκικά.

Στην υποομάδα των ογκουζο-βουλγάρικων συμπεριλαμβάνονται οι αρχαίες γλώσσες των πετσενέγκων, των ούζων και επίσης η σημερινή Γκαγκαούζικη γλώσσα.

Σύμφωνα με τον  Νίκολας Ποπ και την εργασία του Introduction to Altaic Linguistics  η Γκαγκαούζικη μαζί με την τουρκική, την τουρκμενική και την αζερμπαϊτζανική ανήκουν στην νότιο-δυτική ή ογκουζική ομάδα.

Σύμφωνα με το ρωσικό Μεγάλο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Γλωσσολογίας τα γκαγκαούζικα είναι μια από τις τούρκικες γλώσσες, που ομιλούνται από 173 χιλιάδες άτομα στην περιοχή της  Μολδαβίας. Πριν από τη μετοικεσία από τη Βουλγαρία στη Μολδαβία, η Γκαγκαούζικη γλώσσα δέχθηκε επιδράσεις από τις βαλκανικές γλώσσες, με αποτέλεσμα να αποκτήσει χαρακτηριστικά που δεν προσιδιάζουν στη φωνητική και τη γραμματική δομή των τούρκικων γλωσσών.  Στο λεξιλόγιο υπάρχουν δάνεια από τα αραβικά, τα περσικά, τα ελληνικά, τα σλαβικά και τα ρουμανικά.

Σύμφωνα με τους Ταπούρη-Λουκά τα γκαγκαούζικα είναι μια απλή τουρκική διάλεκτος, αλλά επικράτησε να θεωρούνται ξεχωριστή γλώσσα  που ανήκουν  στην αλταϊκή οικογένεια γλωσσών.

Σύμφωνα με πηγές προερχόμενες από τους Γκαγκαούζους, κάποιες μαρτυρίες για τη γλώσσα των φυλών των ογκούζων περιέχονται σε τουρκόγλωσσο λεξικό του 11ου αιώνος του φιλολόγου Μαχμούτ Άλ Κασγκαρί με τον τίτλο «Ντιβάν-ι λουγκάτ-ιτ-Τιούρκ» (Συλλογή τούρκικων γλωσσών) το οποίο γράφτηκε μεταξύ 1072 και 1074. Το λεξικό περιέχει τούρκικες λέξεις, εκφράσεις και στίχους από δημοτικά τραγούδια των τούρκικων φυλών της Κεντρικής Ασίας , ιδίως των Ιουγκούρων, με μετάφραση και ερμηνεία στα Αραβικά.  Το μοναδικό χειρόγραφο του λεξικού, που χρονολογείται στα 1266, φυλάσσεται στην Κωνσταντινούπολη.

 Αυτό, θα λέγαμε, είναι άλλη μια προσφορά των Τούρκων στους Γκαγκαούζους, ώστε οι δεύτεροι να καλύψουν τα ιστορικά κενά που αντιμετωπίζουν.  Μάλιστα, οι Γκαγκαούζοι συναριθμούν τον Μαχμούτ Άλ Κασγκαρί στους διανοούμενούς τους.

Λέξεις ελληνικές που δεν υπάρχουν στα ρωσικά και βουλγαρικά λεξικά.

Στις πηγές των Γκαγκαούζων συναντήσαμε ελληνικές λέξεις που δεν αναφέρονται στα ρωσικά και βουλγαρικά λεξικά.

Κανίσκα : κανίσκι, καλάθι που περιέχει δώρα που στέλνεται ως δώρο στις γιορτές.

Λέφτ’ : λεφτά, χρήματα

Νουνά : νουνός

Αϊάσμα : αγιασμός

Επώνυμα που θυμίζουν βαλκανικό παρελθόν.

 

Επίσης στις πηγές των Γκαγκαούζων συναντήσαμε επώνυμα που φανερώνουν το Βαλκανικό παρελθόν τους.

Τσακίρ (Τσακίρης), Τανάσογλου, Καρά Τσομπάν, Μπάμπογλου, Μαρίνογλου, Αγιόγλου, Αραμπατζή, Δούλογλου, Σιρκελή, Καρακάς (Καρακάσης), Μπουγιουκλή, Φιλιόγλου Μπουλγκάρ (Βούλγαρης), Βλάχ.

Προσπάθειες των Γκαγκαούζων να γίνει η γλώσσα τους γραπτή

Γραπτά μνημεία στα γκαγκαούζικα πριν από τον 20ο αιώνα δεν υπάρχουν. Βέβαια υπάρχει πλήθος από λαϊκά ποιήματα, τραγούδια, παροιμίες, ανέκδοτα, αινίγματα και παραμύθια που μεταδίδονταν προφορικά από γενιά σε γενιά. 

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Γκαγκαούζος πρωθιερέας Μιχαήλ Τσακίρ (1861-1938) επιχειρεί να εκδώσει βιβλία στα γκαγκαούζικα χρησιμοποιώντας τα κυριλλικά γράμματα. Από το 1907 αρχίζει να εκδίδεται θρησκευτική εφημερίδα στα γκαγκαούζικα. Από το 1907 ως το 1914 στα γκαγκαούζικα μεταφράσθηκαν και εκδόθηκαν: Ευχολόγιο , η Θεία Λειτουργία , το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο , το Ψαλτήρι , το Ωρολόγιο, Σύντομη Ιστορία της Εκκλησίας, Ιστορία νέων αγίων, Ιστορία παλαιών αγίων.

Ένας από τους πρώτους συγγραφείς και διαφωτιστές ήταν ο Νικολάι Τανάσογλου (1895-1970). Η λογοτεχνική του δραστηριότητα αρχίζει τη δεκαετία του 1940. Έγραψε μια σειρά από παραμύθια, θρύλους και μπαλάντες.

Ο Ντιονίς  Τανάσογλου(1922-    ) συγκέντρωσε τη δεκαετία του ’40 τα γκαγκαούζικα τραγούδια και τα επεξεργάστηκε.

Το 1957 με απόφαση του Ανώτατου Σοβιέτ της Μολδαβίας δημιουργείται αλφάβητο βασισμένο στα κυριλλικά το οποίο και διδάχθηκε ως το 1961, οπότε και αποσύρθηκε με απόφαση πάλι του Ανώτατου Σοβιέτ Μολδαβίας.  Από την εποχή αυτή ξεκινάει την προσπάθειά της μια ομάδα Γκαγκαούζων λογοτεχνών και λαογράφων που στο διάστημα  1960-1990 παρήγαγαν 34 έργα.  Η λιγοστή παραγωγή οφείλεται σε πολιτικούς λόγους.

Από το 1994 χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο.

Σε όλα αυτά τα χρόνια έχουν εκδοθεί περισσότερες από 60 συλλογές ποιημάτων και πεζών και κάποιες επιστημονικές εργασίες πάνω στη γλώσσα και τη λογοτεχνία.  Όμως δεν υπάρχουν μεθοδικά εγχειρίδια για τη διαδασκαλία της γλώσσας και ούτε λεξικά (ερμηνευτικά, Ετυμολογικά, Συνωνύμωνκλπ).

Μεγάλο μέρος στην προφορική λαϊκή δημιουργία των Γκαγκαούζων αποτελούν τα παραμύθια, τα οποία απεικονίζουν την κοσμοθεωρία του λαού, τα όνειρά του για το μέλλον, τον αγώνα για την ανεξαρτησία.

Γκαγκαούζοι διανοούμενοι και λογοτέχνες και τα έργα τους

 

Πρώτος ο πρωθιερέας Μιχαήλ Τσακίρ (1861-1938)όπως αναφέραμε, επιχειρεί εκδόσεις εκκλησιαστικών βιβλίων στα γκαγκαούζικα με βάση την κυριλλική γραφή. 

Συνεχίζει ο Νικολάι Τανάσογλου (1895-1970) ο οποίος τη δεκαετία του ’40 καταγράφει τα παραμύθια, τους θρύλους και τις μπαλάντες.

 Ο Ντιονίς Τανάσογλου (1922-   ) που θεωρείται από τους Γκαγκαούζους «πατριάρχης» της γκαγκαούζικης λογοτεχνίας, ετοιμάζει και εκδίδει το 1959 τη Λαογραφική-Λογοτεχνική συλλογή «Μπουτζακτάν σεσλάρ» (Φωνές του Μπουτζάκ).  Η συλλογή περιλαμβάνει έργα της προφορικής λαϊκής παράδοσης: μπαλάντες, τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες, αποφθέγματα, αμανέδες κλπ.

Ο Ντμίτρι Καρά Τσομπάν (1933-1986) τελείωσε το Λογοτεχνικό Ινστιτούτο και εργάστηκε ως δάσκαλος.  Δημιούργησε στη γενέτειρά του (Μπεσάλκα) Ιστορικό-Εθνογραφικό μουσείο και διετέλεσε διευθυντής του.  Εξέδωσε πάνω από δέκα βιβλία στην Γκαγκαούζικη γλώσσα.

Ο Μηνά  Κέσια (1933-1999) θεωρείται από τους βετεράνους της γκαγκαούζικης ποίησης.  Βασική θεματολογία του: η υμνολογία της πατρικής γης και ο εγκωμιασμός  του ανθρώπου που μοχθεί για το ψωμί του.

Ο Στεπάν Κούρογλο (1940-   ) ποιητής και επιστήμων εθνογράφος.  Συγγραφέας πολλών βιβλίων ποίησης και πρόζας.  Χαρακτηριστικά του: ο ρομαντισμός, το πάθος και η εθνική του θέρμη.

Ο Πιότρ  Τσεμποτάρ (1957-   ) τελείωσε τη Φιλολογική Σχολή. Εμφανίσθηκε το 1989 με τη συλλογή  «Ζάνα ιάκιν» (Κοντά στην καρδιά).

Ο Τόντουρ Ζάνετ (1958-   ) τελείωσε το Πολυτεχνικό Ινστιτούτο.  Είναι συντάκτης στην εφημερίδα «Άνα σοζού».  Γράφει για παιδιά και για μεγάλους. Συγγραφέας δύο ποιητικών βιβλίων: «Ζαμαϊερσίν, εβίμ!» (Γειά σου, σπίτι μου.) και «Καριμζαλίκ» (Μυρμηγκοφωλιά).

Νικολάι Μπάμπογλου (1928-   ).  Κάνει τις πρώτες λογοτεχνικές προσπάθειες στη δεκαετία του ’50 μεταφράζοντας στα γκαγκαούζικα ρώσους και ρουμάνους συγγραφείς.  Το 1971 εκδίδει τα διηγήματα  «Στα ίχνη του θρύλου» τα οποία έχουν στενή σχέση με τη λαογραφία και τις διηγήσεις υπερηλίκων.  Επίσης εξέδωσε το διήγημα «Τα γαρύφαλλα άνθισαν ξανά» το οποίο χαρακτηρίζεται σαν μια πανοραμική επική οθόνη που δείχνει τους παραδοσιακούς ήρωες, τους κατοίκους του χωριού.  Στο διήγημα «Ο αυλητής» περιγράφει την παραδοσιακή κοσμοαντίληψη του Γκαγκαούζου αγρότη.  Εξέδωσε το 1988 τη συλλογή ποιημάτων «Μελωδίες της πατρίδας».  Σημαντικό θεωρείται και το θεατρικό του έργο «Κεριά υπέρ υγείας».

Γαβριήλ Γκαϊνταρζή (1937-1999). Συγγραφέας, ποιητής, παιδαγωγός, γλωσσολόγος και γκαγκαουζολόγος, ένας από τους δημιουργούς του γκαγκαουζο-μολδαβικού λεξικού.  Τα διηγήματά του, τα χρονογραφήματα, τα ποιήματά του και τα λαογραφικά κείμενα που ο ίδιος επεξεργάστηκε δημοσιεύονται στα σχολικά εγχειρίδια.

Φιοντόρ Μαρίνογλου (1955-   ). Τελείωσε τη Σχολή Δημοσιογραφίας.  Εργάζεται ως δάσκαλος και είναι συντάκτης της εφημερίδας  «Χάλκ Μπιρλίκ».  Γράφει στίχους και σύντομα διηγήματα για ενήλικες και παιδιά.  Οι στίχοι του μελοποιήθηκαν και έγιναν δημοφιλείς ανάμεσα στους νέους.

Εθνική αυτοσυνειδησία

 

          Η εθνική αυτοσυνειδησία των Γκαγκαούζων δημιουργείται στους κύκλους των διανοουμένων και διαδίδεται στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν στην Σοβιετική Ένωση άρχισαν οι δημοκρατικές αλλαγές  και υπήρχε η δυνατότητα  οι Γκαγκαούζοι να εκδηλώσουν τα πολιτισμικά και οικονομικά προβλήματά τους. Τότε, το 1988, κάποιοι Γκαγκαούζοι διανοούμενοι  ένωσαν τις δυνάμεις τους με άλλες εθνότητες και ίδρυσαν  το κίνημα «Γκαγκαούζ Χαλκί» (Γκαγκαούζικος Λαός) για να διασφαλίσουν τη φυσιογνωμία τους και να αποφύγουν την αφομοίωσή τους από τους ρουμανικής καταγωγής Μολδαβούς.  Το 1989 έγινε το πρώτο συνέδριο και πάρθηκε η απόφαση δημιουργίας  αυτόνομης Γκαγκαουζίας Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας στη νότια Μολδαβία με πρωτεύουσα το Κομράτ.  Τον Αύγουστο του 1990 στο Κομράτ διακηρύχτηκε η δημιουργία  Δημοκρατίας της Γκαγκαουζίας, αλλά η διακήρυξη ακυρώθηκε από την κυβέρνηση της Μολδαβίας.

          Στο μεταξύ κυριαρχεί η φημολογία που προκαλεί ανησυχία για επερχόμενη γλωσσική, πολιτιστική και εθνική αφομοίωση από τους Μολδαβούς.

          Τον Ιούνιο του 1990  ανακηρύσσεται η ανεξαρτησία της Μολδαβίας και ακολουθούν κινήσεις μολδαβικών και ρουμανικών κομμάτων για την ένωση Μολδαβίας και Ρουμανίας με αποτέλεσμα τη δημιουργία κλίματος αβεβαιότητας.

  Το εθνικό κίνημα πήρε παλλαϊκό χαρακτήρα όταν στην Μολδαβία αποφασίστηκε να γίνει γλώσσα του κράτους η ρουμανική

γλώσσα. Ο πολυεθνικός πληθυσμός της νότιας Μολδαβίας διαφώνησε με αυτή την απόφαση και τα οξυμένα γλωσσικά, πολιτισμικά και οικονομικά προβλήματα τους οδήγησαν να επιδιώξουν την ανεξαρτησία τους.  Τον Σεπτέμβριο του 1990 οι Γκαγκαούζοι ανακηρύσσουν την αυτονομία τους ως «Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γκαγκαουζίας».  Εναντίον των αυτονομιστών κινήθηκαν ένοπλα τμήματα του μολδαβικού Υπουργείου Εσωτερικών.  Στο πλευρό των αυτονομιστών τάχθηκαν σοβιετικές στρατιωτικές δυνάμεις, που στην πραγματικότητα ήταν ρωσικές.  Τελικά η ένταση είχε μικρή διάρκεια και αποφεύχθηκε η ένοπλη σύγκρουση.

Το ενδιαφέρον της Ρωσίας θεωρείται δικαιολογημένο αφ’ ενός διότι στη Μολδαβία κατοικούν Ρώσοι (13%), οι οποίοι έχουν πετύχει τη δημιουργία της Υπερδνειστερίας και αφ’ ετέρου η δημιουργία αυτόνομων περιοχών στη Μολδαβία θα αποτελούν εμπόδιο στην ένωση Μολδαβίας και Ρουμανίας.

Το 1991 ξεκίνησαν συνομιλίες με τη βουλγαρική μειονότητα για τη δημιουργία μιας από κοινού «Βουλγαρογκαγκαουζικής Δημοκρατίας» χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Τον Αύγουστο του 1991 ο επικεφαλής της Γκαγκαουζίας ανακοινώνει την ένταξή της στη Ρωσική Ομοσπονδία, κάτι το οποίο δεν είχε συνέχεια.

          Το καλοκαίρι του 1993 η κυβέρνηση της Μολδαβίας αναλαμβάνει πρωτοβουλία και ξεκινούν συνομιλίες  για το γκαγκαούζικο πρόβλημα, με απώτερο σκοπό τον προσεταιρισμό των Γκαγκαούζων στις εθνικές εκλογές της 27-02-1994.

          Έτσι στις 23 Δεκεμβρίου του 1994 η Βουλή της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, έπειτα από πιέσεις της Τουρκίας,  δέχτηκε τον νόμο «Περί του ειδικού νομικού καθεστώτος της Γκαγκαουζίας (Γκαγκαούζ Έρι)», λύνοντας την σύγκρουση με ειρηνικό τρόπο.

Γκαγκαούζ Έρι ή Γκαγκαουζία

(αυτόνομη περιοχή στη νότια Μολδαβία)

Η αυτόνομη Γκαγκαουζία έχει έκταση 1831,5 τετρ. χλμ. (ο νομός Θεσσαλονίκης έχει έκταση 3.560 τετρ. χλμ.). Ο πληθυσμός της Γκαγκαουζίας είναι 172.500  εκ των οποίων 153.000 Γκαγκαούζοι.

          Η Γκαγκαουζία διοικείται με βάση:

  1. το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας,
  2. τον  νόμο «Περί του ειδικού νομικού καθεστώτος της Γκαγκαουζίας (Γκαγκαούζ Έρι)» (Νόμος 344-ΧΙΙΙ της 23.12.94) ο οποίος αποτελείται από 27 άρθρα,
  3. άλλους νόμους της Δημοκρατίας της Μολδαβίας,
  4. από τον Κώδικα της Αυτόνομης περιοχής Γκαγκαούζ Έρι, ο οποίος είναι το Σύνταγμα της Αυτόνομης Γκαγκαούζιας και αποτελείται από 10 άρθρα,
  5. από άλλους τοπικούς νόμους.

 

Σε περίπτωση που αλλάξει το καθεστώς της Μολδαβίας ως ανεξάρτητου κράτους, οι Γκαγκαούζοι έχουν το δικαίωμα για τον εξωτερικό αυτοπροσδιορισμό τους (άρθρο 1, παρ. 4 του νόμου «Περί του ειδικού νομικού καθεστώτος  της Γκαγκαουζίας).

Επίσημες γλώσσες της Γκαγκαουζίας είναι η Μολδαβική, η Γκαγκαουζική και η Ρωσική. (άρθρο 3, παρ. 1 του προαναφερθέντος νόμου).

Στην Γκαγκαουζία υπάγονται τρεις πόλεις: το Κομράτ, που είναι πρωτεύουσα, το Βουλκανέστι και το Τσιαντίρ-Λουνγκά και 27 χωριά.

Η πόλη Κομράτ έκανε την εμφάνισή της στα τέλη του 18ου αιώνα. Η λέξη Κομράτ είναι σύνθετη και αποτελείται, όπως λένε οι Γκαγκαούζοι, από δύο λέξεις τούρκικης προέλευσης «κομούρ ατ» που σημαίνουν μαύρο άλογο. Σύμφωνα με έναν θρύλο στην περιοχή αυτή γινόταν εμπόριο αλόγων (ζωοπάζαρο).  Κατά τη διάρκεια του ζωοπάζαρου διεξάγονταν ιπποδρομίες.  Μια φορά νίκησε στις ιπποδρομίες  το μαύρο άλογο του τοπικού τούρκου ηγεμόνα.  Σε ανάμνηση αυτής της νίκης δημιουργείται ένα χωριό το οποίο ονομάζεται «Κομούρ ατ», που στη συνέχεια με σίγηση το «ου» θα προφέρεται Κομράτ.  Έτσι μέσα από τα τοπωνύμια νομιμοποιείται η παρουσία των Γκαγκαούζων στην περιοχή του Μπουτζάκ.

Σημαίες της Γκαγκαουζίας

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στις διαδηλώσεις οι Γκαγκαούζοι χρησιμοποιούσαν μια γαλάζια σημαία με την απεικόνιση ενός λύκου.  Το γαλάζιο είναι το παραδοσιακό χρώμα των τούρκων και ο λύκος είναι ο προπάτοράς τους.  Σύμφωνα με ένα θρύλο, μετά από μια ληστρική και φονική επιδρομή εχθρών σε ένα χωριό, ένα βρέφος σώθηκε από θαύμα και το βρήκε σώο στο δάσος μια λύκαινα και η οποία το μεγάλωσε θηλάζοντάς το.   Το βρέφος αυτό μεγαλώνοντας έγινε ο γενάρχης των τούρκων. Με τον θρύλο αυτό η ιστορία των Γκαγκαούζων αποκτά βάθος, που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Όμως αν ο θρύλος αυτός προέρχεται από την προφορική παράδοση των Γκαγκαούζων ή είναι μια προσφορά της τούρκικης διπλωματίας για να αποδείξουν το ομογάλακτο των δύο ετερόθρησκων λαών δεν μπορώ να το πω μετά βεβαιότητας. Απλώς στο μυαλό μου έρχονται οι Γκρίζοι Λύκοι.

Στις  31 Οκτωβρίου 1995 με νόμο καθορίστηκε η νέα σημαία της Γκαγκαουζίας.  Η σημαία αποτελείται από τρεις λωρίδες (κυανού, λευκού και ερυθρού χρώματος) διαφορετικού όμως πλάτους.  Στην κυανή λωρίδα βρίσκονται σε σχήμα τριγώνου τρία αστέρια, που συμβολίζουν τις τρεις πόλεις της Γκαγκαουζίας.  Με άλλα λόγια οριοθετείται συμβολικά ο χώρος που θα ονομάζεται εφεξής Γκαγκαουζία, οι τρεις πόλεις κατοχυρώνονται από τους Γκαγκαούζους και αποφεύγονται τυχόν παρερμηνείες και αμφισβητήσεις.

 

 

Κουλτούρα

Οι Γκαγκαούζοι από τους γύρω λαούς θεωρούνται ένας μικρός και αμόρφωτος λαός.

Οι Γκαγκαούζοι, από τη πλευρά τους δεν εμπιστεύονται κανέναν άλλον λαό, γιατί τους θεωρούν κατώτερούς τους.  Η έκφραση «μπάνα γκαγκαούζ ντερλέρ» (με λένε Γκαγκαούζο) σημαίνει πως δεν είμαι συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά είμαι ευγενής και ανδρείος.

Όταν συναντιούνται δυο Γκαγκαούζοι άγνωστοι μεταξύ τους, για να διαπιστώσουν αν είναι από το ίδιο γένος, ρωτάνε: «σεν μιννέτ μι σιν;» που σημαίνει «από τους δικούς μας είσαι;».  Αν πάρει την απάντηση «μιννετίμ» τότε μιλάνε μεταξύ τους ανοιχτά.

Το όνομα που δινόταν στον Γκαγκαούζο κατά το βάπτισμα, ήταν μόνο το επίσημο όνομα με το οποίο κάποιος καταγραφόταν στους επίσημους καταλόγους, ενώ στην καθημερινή ζωή τού δινόταν άλλο όνομα με το οποίο τον προσφωνούσαν και τον αναγνώριζαν στο χωριό.  Το άλλο αυτό όνομα από τον Μάνωφ χαρακτηρίζεται παρατσούκλι που έχει κάθε Γκαγκαούζος και το οποίο δεν είναι για τον Γκαγκαούζο βρισιά, αλλά αντιθέτως του προξενεί υπερηφάνεια.

Ακόμη και μέχρι σήμερα οι Γκαγκαούζοι μεταξύ τους μιλάνε ότι η γκαγκαούζικη σημαία θα στηθεί ψηλά από την Τσιαρακμάνα μέχρι την Καβάρνα (πόλεις στη Βουλγαρία, ιστορική πατρίδα των Γκαγκαούζων) όπου θα συγκεντρωθούν όλοι οι Γκαγκαούζοι.

Στον χαρακτήρα οι Γκαγκαούζοι είναι εύθυμοι και γενναιόδωροι σε βαθμό σπατάλης, δηλαδή είναι πολύ φιλόξενοι.

Είναι υπομονετικοί και άφοβοι. Για να δείξουν την αφοβία τους επιχειρούν τα πιο επικίνδυνα πράγματα. Ακόμη και με μαχαίρι καρφώνονται για να αποδείξουν ότι είναι άφοβοι.  Αυτό το έκαναν  όταν ήταν σε εύθυμη διάθεση.  Έχει συμβεί οι Γκαγκαούζοι να αποκόπτουν κρέας από τον μηρό τους για να αποδείξουν την αφοβία τους.  Επίσης έσπαζαν με τα χέρια τους τα τζάμια στα παράθυρα και με τα δόντια τους γυάλινα ποτήρια, τα οποία μας θυμίζουν τους ζεϊμπέκηδες οι οποίοι χορεύοντας έσπαζαν γυάλινα αντικείμενα πριν από τις μάχες.

Στην οικογένεια ο άνδρας είναι η κεφαλή, αυτός διατάζει. Η γυναίκα υποτάσσεται στον άνδρα.  Αν ο άνδρας άγεται από τη γυναίκα αυτό θεωρείται ταπεινωτικό.  Για τους άνδρες οι οποίοι άγονται από τις γυναίκες τους λέγεται: «σενίν μπασσινά καρά κογιόρ φέσι» (στο κεφάλι σου η γυναίκα σου μπήκε φέσι).

Ως προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις οι Γκαγκαούζοι είναι πολύ ευσεβείς και κανείς δεν μπορεί να τους πείσει για το αντίθετο: «Μποϊλέ μπουλντούκ μποϊλέ γιαπαντάϊζ» (έτσι τα βρήκαμε έτσι θα τα αφήσουμε).

Η εθνικότητα και η πίστη είναι αναπόσπαστα.

Οι παρακάτω στίχοι που γράφτηκαν όταν οι Γκαγκαούζοι υπεράσπιζαν την πόλη Καβάρνα από τις επιθέσεις των τσερκέζων, τατάρων και τούρκων: 

«Ααλεμέ μπε νίνεμ, ααλεμέ μπιζ γκενέ γκελιρίζ.

 Χριστιανίν ογκρουνά μπιζ καν ντιοκερίζ»

(Μην κλαις, μητέρα, μην κλαις, εμείς πάλι θα ξανάρθουμε.

Για χάρη της χριστιανοσύνης  θα χύσουμε το αίμα μας).

Και στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο οι Γκαγκαούζοι έδειξαν την αφοβία τους, ιδίως στις επιθέσεις.

Δοξασίες, ήθη και έθιμα των Γκαγκαούζων  που συναντάμε και σε περιοχές της Ελλάδας.

 

Παρόλο που οι Γκαγκαούζοι αναφέρουν διάφορες δοξασίες και έθιμα για να τονίσουν την ιδιαιτερότητα της κουλτούρας τους, ίσως σε σχέση με τους λαούς που τους περιβάλλουν στη Μολδαβία, εν τούτοις όλα αυτά τα συναντάμε σχεδόν αυτούσια και σε περιοχές της Ελλάδας (στη Θεσσαλία τα έχω συναντήσει προσωπικά) και δείχνουν το βαλκανικό παρελθόν τους.

Το φύλλο του μωρού που θα γεννιόταν προσπαθούσαν να το μαντέψουν από το σχήμα της κοιλιάς τη εγκύου.  Αν η κοιλιά ήταν σουβλερή το μωρό θα ήταν αγόρι, αν η κοιλιά ήταν πλατιά το μωρό θα ήταν κορίτσι.

Η κουμπαριά στους  Γκαγκαούζους συνήθως κληρονομείται από γενιά σε γενιά.  Ο κουμπάρος εκλέγεται μια για πάντα και βαφτίζει τα παιδιά όλης της οικογένειας.  Το δικαίωμά του μεταβιβάζεται σε άλλα μέλη της οικογένειας του μόνον μετά τον θάνατό του.  Η ανυπακοή ή το μάλωμα με τους κουμπάρους θεωρούνταν βαρύτατο αμάρτημα.

Όταν έπεφτε το πρώτο δόντι του μικρού παιδιού το πετούσαν στη σκεπή του σπιτιού λέγοντας: «Κόρακα, κόρακα σου δίνω κοκάλινο δόντι, δώσε μου σιδερένιο».

Οι Γκαγκαούζοι παντρεύονταν με προξενιό και τον τελικό λόγο τον είχε η κεφαλή της οικογενείας.  Πριν από τον γάμο προηγούνταν πάντα οι αρραβώνες. Η προίκα ήταν βασική προϋπόθεση για τον γάμο.  Την παραμονή του γάμου ξύριζαν τελετουργικά τον γαμπρό και έπλεκαν  κοτσίδες τα μαλλιά της νύφης. Επίσης γινόταν πολυέξοδο γλέντι Μετά το γάμο έβαζαν τον γαμπρό και τη νύφη να καθίσουν και τους έδιναν να κρατήσουν στην αγκαλιά τους παιδιά (αγόρια ή κορίτσια) που οι γονείς τους ήταν ζωντανοί.

Βουλγαρική επίδραση 

 

Οι Γκαγκαούζοι πάρα πολύ σέβονται τους μεγαλύτερούς τους. Έτσι τα μικρότερα αδέρφια δεν προσφωνούν τα μεγαλύτερα με το όνομά τους, αλλά  προσφωνούν «μπάτε»  τον μεγαλύτερο αδερφό τους  και «κάκο» την μεγαλύτερη αδερφή τους. Οι λέξεις και η παράδοση αυτή  είναι βουλγαρικά, παρόλο που από τους Γκαγκαούζους θεωρούνται αποκλειστικά και μόνο δικά τους.

Βαλκανική Κουζίνα 

 

Ένα εθνικό τους φαγητό, όπως υποστηρίζουν οι Γκαγκαούζοι, που ονομάζεται «κιρμά» και που μοιάζει όπως λένε σαν πίτσα αν και διαφέρει πάρα πολύ από αυτήν και συγχρόνως παραθέτουν τη συνταγή και τον τρόπο παρασκευής της είναι η «μπατζίνα» είδος πίτας που παρασκευάζεται και στην Ελλάδα (στα βλάχικα μπάτζιος σημαίνει στάνη και μπατζίνα η πίτα του βοσκού).

Συμπεράσματα 

 

Οι Γκαγκαούζοι με τη λήξη των ρωσο -τουρκικών πολέμων μετοικούν από τη Βουλγαρία στη σημερινή νότια Μολδαβία ακολουθώντας την πορεία του ρωσικού στρατού, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν θηριωδίες από τη μεριά των τούρκων.  Μαζί τους παίρνουν γλώσσα, δοξασίες, ήθη, έθιμα και κουζίνα από τον βαλκανικό χώρο που μάλλον τους βοηθάνε να διαφοροποιούνται από τους άλλους λαούς στην περιοχή του Μπουτζάκ της σημερινής Μολδαβίας.

Η θρησκεία τους (ορθόδοξοι χριστιανοί) που εξαιτίας της αναγκάζονται να μετοικήσουν, τους επιτρέπει να ενταχθούν στο νέο περιβάλλον χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.  Η γλώσσα τους (προφορική) τους δίνει τη δυνατότητα να ξεχωρίζουν από τους άλλους  (σλαβόφωνους ή ρουμανόφωνους) και να διατηρούν συνείδηση της ιδιαιτερότητά τους.  Συγχρόνως αυτή η γλώσσα θα λειτουργεί σαν ένα απροσπέλαστο τείχος ανάμεσα σ’ αυτούς  και στους άλλους λαούς και να παίρνει αμυντικό χαρακτήρα, αφού οι Γκαγκαούζοι δεν εμπιστεύονται τους μη Γκαγκαούζους. («Σεν μιννέτ μι σιν;» , «από τους δικούς μας είσαι;»). Συγχρόνως αισθάνονται ανωτερότητα απέναντι στους άλλους λαούς  («μπάνα γκαγκαούζ ντερλέρ» (με λένε Γκαγκαούζο), δηλαδή είμαι ευγενής και ανδρείος.  Αφού αυτοί όντας τούρκικης καταγωγής και τουρκόφωνοι αντιστάθηκαν στο Ισλάμ.

Επειδή είναι ολιγάριθμοι, αποτελούν μειονότητα, χωρίς να μπορούν να επηρεάσουν τα ιστορικά γεγονότα, ακολουθούν την τύχη της  Βεσσαραβίας (κάτω από την κυριαρχία της Ρωσίας, της Ρουμανίας, της Γερμανίας και των Σοβιετικών).

Διατηρούν πάντα τον πόθο για ελευθερία και ανεξαρτησία, ονειρευόμενοι να στήσουν τη  γκαγκαούζικη σημαία  ψηλά από την Τσιαρακμάνα μέχρι την Καβάρνα όπου θα συγκεντρωθούν όλοι οι Γκαγκαούζοι.

 Στις αρχές του 20ου αιώνα ο πρωθιερέας Μιχαήλ Τσακίρ (1861-1938) εκδίδει εκκλησιαστικά βιβλία στα γκαγκαούζικα με βάση τα κυριλλικά.  Έτσι ξεκινάει η προσπάθεια η γλώσσα να γίνει γραπτή.

Στη δεκαετία του ’40 ο Νικολάι Τανάσογλου στρέφεται στην παράδοση καταγράφοντας τα παραμύθια, τους θρύλους και τις μπαλάντες. Τη στροφή στις ρίζες συνεχίζει και ο Ντιονίς Τανάσογλου ο οποίος εκδίδει το 1959 τη Λαογραφική-Λογοτεχνική συλλογή «Μπουτζακτάν σεσλάρ» (Φωνές του Μπουτζάκ) που περιλαμβάνει μπαλάντες, τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες, αποφθέγματα κλπ. Και αυτά γίνονται σε μια ευνοϊκή συγκυρία για την Γκαγκαούζικη γλώσσα, αφού από το 1957 μέχρι το 1961 επιτρέπεται ελεύθερα η διδασκαλία της.  Ο Ντμίτρι Καρά Τσομπάν ιδρύει το Ιστορικό_-Εθνογραφικό μουσείο για να αποδειχθεί η συνέχεια μέσα στην ιστορία.  Οι ποιητές που θα ακολουθήσουν θα υμνήσουν την πατρίδα και θα εγκωμιάσουν τους ανθρώπους που μοχθούν για το ψωμί τους , θα τους διακρίνει ο ρομαντισμός, το πάθος και η εθνική θέρμη.

Δηλαδή η εθνική αυτοσυνειδησία των Γκαγκαούζων δημιουργείται στους κύκλους των διανοουμένων οι οποίοι συλλαμβάνουν την ιδέα και την προπαγανδίζουν. Οι ρομαντικές τους βλέψεις θα βρουν πρόσφορο έδαφος στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν στην Σοβιετική Ένωση άρχισαν οι δημοκρατικές αλλαγές  και υπήρχε η δυνατότητα  οι Γκαγκαούζοι να εκδηλώσουν τα πολιτισμικά και οικονομικά προβλήματά τους.  Οι προσπάθειές τους θα καρποφορήσουν διότι ακολουθεί η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.  Προηγείται η ανεξαρτοποίηση της Μολδαβίας η οποία προσπαθώντας να απαγκιστρωθεί από τη Ρωσία αναζητεί ερείσματα στο εξωτερικό.  Η Τουρκία που προσφέρεται να βοηθήσει τη Μολδαβία συγχρόνως παρεμβαίνει για να δοθεί αυτονομία στους Γκαούζουζους, που τους δίδεται στις 23 Δεκεμβρίου 1994.  Συγχρόνως οι Γκαγκαούζοι εγκαταλείπουν το κυριλλικό αλφάβητο (Ρωσία) και χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο (Τουρκία).  Η Τουρκία θα είναι δίπλα στους Γκαγκαούζους για να τους προσφέρει να καλύψουν τα  κενά στην ιστορία τους και να την γράψουν από κοινού. 

Πηγές

 

  1. http://www.ato-gagauzia.narod.ru/
  2. http://www.radio.dir.bg/abroad/gagauzia/gagauz.htm
  3.  http://etheo.h10.ru/gaga001.gif/
  4.  http://www.iatp.md/gagauzia/
  5.  http://www.minelres.lv/NationalLegislation/Moldova
  6.  http://www.sos-gagauz.ru
  7.  http://www.gagauz-press.narod.ru/
  8.  http://www.vexillografy.narod.ru/
  9.  http://www.odessit.com/cgi-bin/

10.  http://www.nupi.no/cgi-win/

11.  Σταμενόβα Ζίβκα και άλλοι, Γκαγκαούζοι (ГАГАУЗИ)

 http://www.omda.bg/NAROD/gagauzi.html

12.  Μάνωβ  Ι. Α., Για τους Γκαγκαούζους (ЗА ГАГАУЗИТЕ)

http://www.varna-bg/com

13.  http://www.hrono.ru/etnosy/gagauzy.html

14.  http://www.PRIO.no

15.  http://www.kalnieciai.lt/zenius/europe/moldova/gagauzia

16.  http://www.krugosvet.ru/articles/80/1008099/1008099a1.htm

17.  http://www.encycl.accoona.ru/?id=12879

18.  http://besorabia.narod.ru

  1. 19.   http://www.comrat.iatp.md/gagauzia/tvorc.gagauz.htm

20. Κιτσίκης Δημήτρης, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1280-1924),   Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»

21. Bol’shoi Entsiklopeditsheskii Slovar’, Yazykoznanie, Moskva 1998. (Μεγάλο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, Γλωσσολογία, Μόσχα 1998.)

22. Narody Mira, istoriko-etnografitsheskii spravotshnik, Sovetskaya Entsiklopediya, Moskva 1988.

23. Παγκόσμια Γεωγραφία, Εκδοτική Αθηνών.

24. Ταπούρης Νικόλαος, Λουκά Νικόλαος, Οι Γκαγκαούζοι της Μολδαβίας, Θεσσαλονίκη 2003.

25. Βουλγαροελληνικό Λεξικό, Ακαδημία των Επιστημών της Βουλγαρίας

Κατηγορία Βαλκάνια και Νοτιοανατολική Ευρώπη | 0 σχόλια »



Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *