Η οδύσσεια του σχολείου και της παιδαγωγικής

τσούλιας«Διότι μόρφωσις σημαίνει κάτι το καθολικόν, που ευρίσκεται εις άμεσον επαφήν προς την ζωήν, είναι η πραγμάτωσις της επιθυμίας να τοποθετήσης ελλόγως το εγώ σου εντός της συναφείας του όλου πνευματικού βίου».  Ι. Συκουτρής

Όσο περνάνε τα χρόνια διδάσκοντας, ενισχύεται σαφώς η εκπαιδευτική σου εμπειρία και η διδακτική σου αποτελεσματικότητα. Αλλά δεν υπάρχει καμιά αναλογικότητα σ’ αυτή τη σχέση. Τίποτα δεν μπορεί να σου εγγυηθεί ότι την επόμενη ώρα διδασκαλίας δεν θα συναντήσεις το απρόσμενο, το εκτός πρόβλεψης και σχεδιασμού. Τίποτα δεν μπορεί να σου εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξουν ζητήματα στα οποία θα ταλαντευθείς, θα κάνεις αναθεωρήσεις και θα αναζητήσεις κάποιου είδους βοήθεια. Και αυτό δεν υπακούει μόνο στη γενική άποψη ότι κάθε ώρα διδασκαλίας λειτουργεί συχνά σαν να είναι η πρώτη φορά που διδάσκεις. Προκύπτει από τη φύση και τη δυναμική της ίδιας της παιδαγωγικής.

 Ίσως μάλιστα αυτό το γεγονός να προσδίδει στο σχολείο μια αστάθεια, μια αστάθεια η οποία – για να παραφράσω λίγο τον Πριγκοζίν – μακράν της ισορροπίας είναι δημιουργική, μια αστάθεια στην οποία καλείσαι να μην τυποποιηθείς, αλλά να διερευνήσεις και να στοιχειοθετήσεις το νέο, το αποτελεσματικό γι’ αυτή τη φάση. Υπάρχουν και κάποιες άλλες συνθήκες: η σύγχρονη παιδαγωγική επιτάσσει νέες αντιλήψεις, τις οποίες ενστερνίζεσαι μεν αλλά συχνά δεν τις εφαρμόζεις είτε γιατί απαιτεί περισσότερη προσπάθεια είτε γιατί τις αποδομείς – συνειδητά ή μη – με την αποδοχή της παραδοσιακής λειτουργίας σου που παρουσιάζεται προσφορότερη. Αλλά υπάρχει και εξ ορισμού ένας περιορισμός, αφού «η μάθηση ως ψυχολογική λειτουργία εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να μας διαφεύγει στην ουσία της» (Μ. Κασσωτάκης, Γ. Φλουρής, Μάθηση και διδασκαλία), υπάρχουν δηλαδή επιστημονικές αβεβαιότητες και ασάφειες – που σε κάθε περίπτωση είναι πηγή αναποτελεσματικότητας. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα πιο δεσμευτικό: «η ορθολογική παιδαγωγική δεν έχει εφευρεθεί ακόμα» (Μπουρνιέ – Πασερόν, 1993, Οι κληρονόμοι).

Η αίθουσα και το σχολείο γίνονται όλο και πιο πολύπλοκοι θεσμοί. Το έλλειμμα της ψυχοπαιδαγωγικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών παλιότερα δεν γινόταν τόσο ορατό, ίσως γιατί τα προβλήματα που έφταναν μέχρι το δικό τους περίγυρο ήταν πιο περιορισμένα. Σήμερα οι νέοι και οι νέες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες· παλιά ως μαθητής είχες και μια βεβαιότητα: διαβάζοντας είχες δικό σου το μέλλον, διαμόρφωνες το δικό σου μέλλον με τρόπο ιδιαίτερης ελευθερίας. Τώρα το σκηνικό είναι διαφορετικό, το μέλλον σου δεν είναι κυρίως δική σου υπόθεση και αυτό επισκιάζει τη σχολική προσπάθεια. Επίσης, διευρύνεται η έννοια του επιτυχημένου. Τώρα η σφαίρα του επιτυχημένου δεν αφορά μόνο τον επαγγελματικό τομέα, αλλά επεκτείνεται σε όλο το πεδίο της κοινωνικής και προσωπικής ζωής και ως εκ τούτου δημιουργεί μεγαλύτερες εντάσεις.

Όλη αυτή η συμπίεση μεταφέρεται στον ψυχικό κόσμο των νέων και καθηλώνει τη δημιουργικότητά τους, γίνεται αιτία γέννησης συναισθηματικών προβλημάτων, προκαλεί μια πνευματική αστάθεια. Πόσες φορές δε διαπιστώνεις ότι υπάρχουν μαθητές / μαθήτριες μέσα στην τάξη που η σκέψη τους είναι μακριά από ό,τι λαμβάνει χώρα γύρω από το πεδίο της διδασκαλίας; Πόσες φορές δεν νιώθεις το κενό στο βλέμμα των παιδιών; Πόσες φορές δεν αποτυγχάνεις να κάνεις τους μαθητές κοινωνούς των μηνυμάτων σου; Πόσες φορές δεν νιώθεις ότι δεν εφάπτεται καν η δική σου προσπάθεια με τον πνευματικό τους ορίζοντα;

Αλλά, αν δεχτούμε ότι «διδασκαλία εννοούμε ένα σύνολο από προγραμματισμένες σκόπιμες ενέργειες που γίνονται με πρωτεργάτη το δάσκαλο και συνεργάτη το μαθητή, σκοπός των οποίων είναι η κατάκτηση της γνώσης από τον τελευταίο και η απόκτηση ποικίλων δεξιοτήτων που θα τον καταστήσου ικανό να μαθαίνει διαρκώς, να ανταποκριθεί με επιτυχία στις ανάγκες της ζωής και να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα» (Μιχ. Κασσωτάκης, Γ. Φλουρής, Μάθηση και διδασκαλία), πώς μπορεί να γίνει αυτό με δεδομένο την απόσταση διδάσκοντα και διδασκόμενου; Εδώ βέβαια για το πνευματικό και το ψυχικό κενό το πεδίο ευθύνης είναι γενικότερο από εκείνο του σχολείου, αφού «η απώλεια της παράδοσης μέσω της απομαγικοποίησης του κόσμου καταλήγει σε ένα στάδιο απουσίας εικόνων, μια ερήμωση του πνεύματος που μετασκευάζεται σε απλό μέσο, η οποία είναι προκαταβολικά ασυμβίβαστη με τη μόρφωση» (Τ. Adorno, Θεωρία της ημιμόρφωσης).

Ο εκπαιδευτικός ίσως να είναι ο επαγγελματίας που νιώθει τις περισσότερες αβεβαιότητες, που γεύεται τις πιο οδυνηρές αντιφάσεις. Έχει να αντιμετωπίσει τη μεγάλη συνθετότητα της σχολικής λειτουργίας, έχει να σταθμίσει διαφορετικές στοχεύσεις, ακόμα και αλληλοσυγκρουόμενους στόχους. Έχει ως αποστολή «να επιτελέσει ένα έργο, και μάλιστα από τα πιο σημαντικά, τη λεγόμενη ειδολογική μόρφωση (μόρφωση που συνίσταται στην ανάπτυξη των πνευματικών δυνάμεων του μαθητή και όχι στη μετάδοση γνώσεων)» (Nietzsche F., 2002, Μαθήματα παιδείας).

Ο Hurrelmann δείχνει με το παράδειγμα του ρόλου του δασκάλου την ετερογένεια της οργανωτικής δομής: «Ο δάσκαλος είναι από τη μια μεριά επιφορτισμένος με μια “παιδαγωγική αποστολή” απέναντι στον κάθε μαθητή ξεχωριστά: Πρέπει να ενισχύσει το μαθητή στις ψυχικά και κοινωνικά προσδιορισμένες διαδικασίες μάθησης και ανάπτυξής του και πρέπει για το σκοπό αυτό να ικανοποιήσει στοιχειώδεις, έντονα συναισθηματικές προσδοκίες αλληλεπίδρασης. Από την άλλη, κάθε δάσκαλος έχει να επιτελέσει μια υπηρεσιακή και δημόσια αποστολή: Είναι υπεύθυνος απέναντι στην κοινωνία για καθορισμένα και βασικά ελεγχόμενα πεδία καθηκόντων και είναι υποχρεωμένος για το σκοπό αυτό να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προς έναν κρατικό υπάλληλο και να υποτάσσεται στο διοικητικό σύστημα διεύθυνσης και ελέγχου του τομέα καθηκόντων του» (Muhlbauer K.R., 1985, Κοινωνικοποίηση, Θεωρία και έρευνα).

Δηλαδή, από τον εκπαιδευτικό ζητάμε σχεδόν τα πάντα, να έχει την παιδαγωγική ευθύνη – που είναι ευθύνη συνολική – για κάθε νέο και νέα, χωρίς όμως να του δίνουμε τη δυνατότητα να καθορίζει αυτός την ουσία της εκπαίδευσης, αφού το κύριο μέρος της διδασκαλίας έχει τυπικά – νομικά οριστεί από άλλους θεσμούς. Παρόλα αυτά, οι γονείς και οι μαθητές στον εκπαιδευτικό θα αναζητούν τον υπαίτιο αλλά και το δημιουργό, γιατί όλοι οι άλλοι παράγοντες που αποτυπώνουν το ρόλο τους στο σχολείο δεν είναι ορατοί, δεν εμφανίζονται στο σχολικό σκηνικό και σε κάθε περίπτωση είναι απρόσιτοι.

Σ’ αυτή την οδύσσεια του σχολείου και της παιδαγωγικής έχεις ακλόνητο έναν αστερισμό μερικών βεβαιοτήτων: να βασιστείς στην αγάπη σου για τα παιδιά, να είσαι διαρκώς ανήσυχος στην καθημερινή σχολική λειτουργία, να είσαι πάντα ευεπίφορος στα σημάδια των νέων καιρών. Έτσι κι αλλιώς η οδύσσεια του σχολείου και της παιδαγωγικής διατρέχεται από τη γλυκιά νοσταλγία για ένα ταξίδι γνώσης στον εαυτό σου και στον κόσμο, για ένα “διαρκές ταξίδι” πνευματικής αναζήτησης και νοηματοδότησης της ζωής όσο είμαστε συνοδοιπόροι του χρόνου. Τι πιο όμορφο;

Πηγή: AlfaVita , άρθρο του κ. Νίκου Τσούλια

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση