Ένοχος ή αθώος; (μια άλλη άποψη για τον Εθνικό διχασμό)

 

Η συγγραφέας Αθηνά Κακούρη καταθέτει την άποψή της για τον εθνικό διχασμό και τη σύγκρουση Κωνσταντίνου – Βενιζέλου εστιάζοντας στην κατηγορία που εκτοξεύτηκε εναντίον του  Κωνσταντίνου για γερμανοφιλία και υποταγή των εθνικών συμφερόντων στη συγγενική του σχέση με τη γερμανική βασιλική οικογένεια. Το ενδιαφέρον είναι ότι , όπως ισχυρίζεται η συγγραφέας, οι κατηγορίες εναντίον του Κωνσταντίνου δεν βασίζονται σε κανένα αξιόπιστο τεκμήριο και ότι αβασάνιστα η ιστοριογραφία έκτοτε έχει υιοθετήσει τις βενιζελικές απόψεις. Εις επίρρωση αυτού του τελευταίου παραθέτω το απόσπασμα από το σχολικό βιβλίο της Γ’ Λυκείου Θεωρητικού Προσανατολισμού σχετικά με τα παραπάνω:

clip_image007[2]Με αφορμή τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, εκφράστηκαν διαφορετικές απόψεις ως προς τη σκοπιμότητα ή μη της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο. Οι Φιλελεύθεροι τάσσονταν υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, επειδή προσδοκούσαν ότι με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα είχε εδαφικά οφέλη. Ο βασιλιάς και το Γενικό Επιτελείο είχαν διαφορετική εκτίμηση. Θεωρούσαν ανεύθυνη τη θέση των Φιλελευθέρων, εκτιμώντας ότι η έκβαση του πολέμου ήταν αβέβαιη και θα μπορούσαν να νικήσουν οι Κεντρικές δυνάμεις. Δεδομένης της κυριαρχίας της Αγγλίας στην ανατολική Μεσόγειο, και παρά τους δεσμούς του με τη Γερμανία, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να ζητήσει συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, γι’ αυτό έλαβε θέση υπέρ της ουδετερότητας της Ελλάδας. Η εμμονή του Κωνσταντίνου στη θέση αυτή, τον οδήγησε να δράσει με τρόπο που υπέσκαπτε τα θεμέλια του πολιτικού συστήματος. Ο βασιλιάς, ανέπτυξε μυστική διπλωματία εν αγνοία Γης κυβέρνησης, καταφεύγοντας ακόμη και σε παράνομα μέσα (π.χ. παράδοση απόρρητων διπλωματικών εγγράφων στους Γερμανούς.) Το 1915 προκάλεσε δύο φορές την παραίτηση της κυβέρνησης.

Ακολουθεί το άρθρο της κας Κακούρη από την Καθημερινή (25-26/3/2017):

ag_11

Ένοχος ή αθώος;

ΑΘΗΝΑ ΚΑΚΟΥΡΗ*

Τ​​ο 2014, με την ευκαιρία της φοβερής επετείου, κυκλοφόρησαν παγκοσμίως πολλές σπουδαίες μελέτες που αναθεωρούσαν ή εξέταζαν από άλλη οπτική γωνία την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου.

Για εμάς τους Ελληνες, η φοβερή επέτειος είναι φέτος, το 2017: το καλοκαίρι του 1917 αγγλικά και γαλλικά πολεμικά, αγκυροβολημένα απειλητικά στο Φάληρο, βομβάρδισαν την πρωτεύουσα, γαλλικός στρατός κατέλαβε την Αθήνα, η Γαλλία μαζί με την Αγγλία (αλλά όχι τη Ρωσία!), αποδίδοντας στον εαυτό τους ανύπαρκτα δικαιώματα προστασίας, ανέτρεψαν το πολίτευμα της χώρας μας. Γάλλος αυτόκλητος αρμοστής έστειλε εξορία όσους τού υπεδείκνυαν οι ντόπιοι πολιτικοί του φίλοι, ακολούθησε βροχή απολύσεων, δημιουργία στρατοπέδων εκτοπίσεως, τέλος δε –χωρίς ούτε εκλογές ούτε δημοψήφισμα–, βιαίως στρατολογημένος, ο ελληνικός λαός βγήκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αυτό που υποστηρίχθηκε τότε –και επαναλαμβάνεται έκτοτε– ήταν ότι όλα αυτά υπήρξαν όχι μόνον αναγκαία αλλά και θεοσωτήρια, διότι η χώρα θα καταστρεφόταν αν δεν απαλλασσόταν «από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, που ήταν γερμανόφιλος και καταπατητής του Συντάγματος».

Δηλαδή, «η γερμανοφιλία και η αντισυνταγματική συμπεριφορά» του βασιλιά αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία όλων αυτών των δεινών.

Η άποψη αυτή αμφισβητήθηκε εξαρχής, αλλά οι φωνές των υπερασπιστών υπήρξαν πολύ ασθενέστερες από εκείνες των κατηγόρων. Εκτοτε η κατηγορία επανελήφθη τόσο ευρέως και τόσο συχνά, ώστε επιβλήθηκε ως αλήθεια απόλυτος. Αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο, μια και –όπως γράφει και ο Ανατόλ Φρανς στη «Νήσο των Πιγκουίνων» του, την ξεκαρδιστική αλλά και πικρότατη παρωδία της υπόθεσης Ντρέυφους– «για τον πολύν τον κόσμο η επανάληψη συνιστά απόδειξη».

Φιμωμένοι πολίτες

Το 1915 και έκτοτε, κατηγορία και καταδίκη συμφύρθηκαν και επιβλήθηκαν για λόγους που σχετίζονται με τα ολέθρια μαγειρέματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά όχι με τα δικαιώματα που έχει ο πολίτης κάθε Δημοκρατίας, είτε αβασίλευτης είτε βασιλευομένης: Ούτε με εκλογές ούτε με δημοψήφισμα υπεβλήθησαν στην έγκριση του ελληνικού λαού οι πράξεις που ακολούθησαν την απόβαση του γαλλικού στρατού στην Αθήνα το 1917. Οι Ελληνες κυβερνήθηκαν επί τρία χρόνια φιμωμένοι.

Το 1920 ο στρατιωτικός νόμος καταργήθηκε και προκηρύχθηκαν εκλογές. Τότε ο ελληνικός λαός μίλησε και είπε αυτό που θεωρείται έκτοτε «μοιραίο σφάλμα»: Αθώωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Αποτέλεσμα –κατά την επικρατούσα εκδοχή– ήταν ότι οι Αγγλογάλλοι, μην μπορώντας να ανεχθούν έναν τέτοιον πουλημένο στους Γερμανούς ηγέτη στη χώρα μας, μας εγκατέλειψαν, μας περιφρόνησαν, μας εχθρεύθηκαν – και δικαίως!

Εντούτοις, η καταγγελία και καταδίκη του Ελληνα βασιλιά για γερμανοφιλία και για αυταρχισμό δεν είχε προέλθει από τους Γάλλους ή τους Αγγλους – από την Ελλάδα ξεκίνησε και από ελληνικά στόματα και εφημερίδες υποστηρίχθηκε σθεναρά και επίμονα επί δύο χρόνια, επηρεάζοντας και τους πολίτες αυτών των δύο ξένων χωρών.

Δύο χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, το 1920, οι Γάλλοι, των οποίων η εξωτερική πολιτική άλλαζε, βρήκαν πρόχειρη προκάλυψη της μεταστροφής τους το αποτέλεσμα του ελληνικού δημοψηφίσματος.

Δεδομένου λοιπόν ότι η κατηγορία της γερμανοφιλίας και της αυταρχικότητας του Κωνσταντίνου έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο και το 1917 στη διατάραξη του ελληνικού πολιτεύματος και το 1920 στη Μικρασιατική Εκστρατεία, απαραίτητο είναι –ύστερα από εκατό χρόνια πια!– να εξετάσουμε ακομμάτιστα: Το 1915, όταν για πρώτη φορά ο Βενιζέλος διατύπωσε σαφώς και εγγράφως την κατηγορία πως ο βασιλιάς α) υπέτασσε την εξωτερική πολιτική της πατρίδας του στα συμφέροντα του συγγενούς του Κάιζερ και β) περιφρονούσε το Σύνταγμα, με τι αποδεικτικά στοιχεία στήριξε τις κατηγορίες του; Και εάν μεν οι αποδείξεις του Βενιζέλου μάς πείσουν ότι η κατηγορία ήταν βάσιμη τότε, επειδή οδήγησε στα όσα δεινά οδήγησε, πρέπει να εξετάσουμε πώς παραπλανήθηκε τόσο οικτρά ο ελληνικός λαός να προσκολληθεί σε έναν τέτοιον προδότη βασιλιά. Αν όμως δεν αποδειχθεί η κατηγορία, τότε πρέπει να καταπέσει. Να καταπέσει μια και καλή, και να αρχίσουμε να εξετάζουμε για ποιο λόγο ο Βενιζέλος επινόησε αυτό το μύθευμα, του οποίου η κατασκευή και η συντήρηση σακάτεψε την πορεία του ελληνισμού.

Χωρίς στοιχεία

Εγώ έκαμα μια προσπάθεια και το αποτέλεσμα των δικών μου ερευνών είναι ότι: Οι μέχρι τότε (Φεβρουάριος/Μάρτιος του 1915) πράξεις του βασιλιά υπήρξαν όλες, ανεξαιρέτως, φιλοανταντικές, και μάλιστα μερικές σκανδαλωδώς φιλοανταντικές, και επίσης ότι έμειναν πάντοτε εντός των συνταγματικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του. Βρήκα δε επίσης ότι: Απουσιάζουν παντελώς στοιχεία (απόρρητες επιστολές, μυστικές συμφωνίες;) που να στηρίζουν τη διπλή κατηγορία του Φεβρουαρίου/Μαρτίου 1915**.
Ελπίζω ότι θα κυκλοφορήσουν άλλες μελέτες, που να υποστηρίζουν ή να καταρρίπτουν τα στοιχεία μου και να παραθέτουν αποδείξεις της κατηγορίας. Αυτές –οι αποδείξεις και όχι η εκτόξευση χαρακτηρισμών και αποφθεγμάτων– είναι το μόνο μέσον για να καταλήξουμε τιμίως στην ετυμηγορία: ένοχος ή αθώος;

Βέβαια, δεν βαυκαλίζομαι· αναγνωρίζω την τεράστια δύναμη της βολικής ταυτολογίας: «Εάν ο τάδε καταδικάστηκε χωρίς να είναι ένοχος, είναι ένοχος επειδή καταδικάστηκε». Καθώς επίσης και το ακαταμάχητο της παντελούς ελλείψεως αποδείξεων: «Η καλύτερη απόδειξη είναι το να μην έχεις καμία. Η ίδια η ανυπαρξία της την καθιστά άτρωτη»***.

Επιμένω όμως και ελπίζω, διότι είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για τον καθένα μας να παραβλέπεται το δικαίωμα του κάθε πολίτη, έστω και βασιλιά, να δικαστεί πριν καταδικαστεί. Και επίσης, διότι συνταγματικό πολίτευμα σημαίνει κατανομή εξουσιών και συνεργασία φορέων, είναι δε αυτοκτονική η υποκατάστασή τους από έναν και μόνον άνδρα, έστω και αν αυτός θεωρηθεί φαινόμενο ικανοτήτων, ένας ουρανόπεμπτος μεσσίας.

* Η κ. Αθηνά Κακούρη είναι συγγραφέας.
** «Τα δύο Βήτα», εκδόσεις Καπόν, 1916.
*** Και οι δύο φράσεις είναι από το βιβλίο του Ανατόλ Φρανς «Η νήσος των Πιγκουίνων».

 

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση