Ερωτήσεις – απαντήσεις στον Πρωταγόρα Ενότητα 5η

ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς: ο Πρωταγόρας θα αποδείξει ότι όλοι [πάντες] οι άνθρωποι πιστεύουν ὀτι όλοι [πάντα ἄνδρα] οι άνθρωποι έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή.
Ερώτηση:
Πού στηρίζεται το επιχείρημα του Πρωταγόρα και πώς το αξιολογείτε;
Απάντηση: Στηρίζεται στην κοινή αντίληψη, ο Πρωταγόρας δεν το θεμελιώνει λογικά. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχει ουσιαστική – αντικειμενική βάση. Άλλωστε ακολουθεί εμπειρική απόδειξη που αρχίζει με τη λέξη τεκμήριον.
Τεκμήριον: η απόδειξη αφορά στην αντίδραση της κοινωνίας
• όταν κάποιος υπερηφανεύεται για ικανότητες (πρακτικές και καλλιτεχνικές) που δεν διαθέτει→ τότε η κοινωνία τον χλευάζει και τον αποδοκιμάζει
• όταν κάποιος παραδέχεται δημόσια ότι είναι άδικος → η κοινωνία τον θεωρεί τρελό, ακόμα κι αν γνωρίζει ότι αυτός είναι άδικος →Η συνύπαρξη των ανθρώπων είναι αδιανόητη, αν δε διαθέτουν όλοι την πολιτική αρετή. Γι’ αυτό και αν κάποιος στερείται τη σωφροσύνη ή τη δικαιοσύνη, την αρετή του πολίτη γενικά, πρέπει να υποκρίνεται ότι τις κατέχει. Η υποκρισία παρατηρεί ο Α. Ε. Τaylor είναι ο φόρος που η κακία οφείλει στην αρετή.
ἁμῶς γέ πως: όλοι οι άνθρωποι επιβάλλεται να διαθέτουν όχι τέλεια αλλά σε κάποιο βαθμό την δικαιοσύνη, γι’αυτό και η ποινή είναι άτεγκτη.
Ερώτηση:
ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις: Να συγκρίνετε την τιμωρία αυτή με τη θανάτωση που προτάθηκε παραπάνω (κτείνειν ὡς νόσον πόλεως). Είναι η κύρωση αυτή ηπιότερη ή όχι και γιατί;
Απάντηση: φαίνεται πιο ήπια και λιγότερη σκληρή. Είναι ζήτημα όμως αν είναι ηπιότερη, δεδομένης της σημασίας που έχει για τον άνθρωπο η κοινωνική ζωή. Ειδικότερα για την εποχή εκείνη η εξορία ισοδυναμούσε με αργὀ και βασανιστικό θάνατο.

ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας : εδώ το αντίθετο του φύσει είναι το διδακτόν. Άρα θα πρέπει να συνδέσει το νόμο που κι αυτός είναι κάτι το μη φυσικό, αφού δεν ήρθε με την έντεχνον σοφία, με τη διδασκαλία.
Επιπλέον στο σημείο αυτό φαίνεται να αντιφάσκει με το “᾿Επὶ πάντας,” ἔφη ὁ Ζεύς, “καὶ πάντες μετεχόντων ” ότι δηλαδή η εντολή του Δία ήταν η αρετή να δοθεί σε όλους. ¨όμως και στο σημείο αυτό φαίνεται ότι η πολιτική αρετή και ανήκει στον πρωτογενή φυσικό εξοπλισμό του ανθρώπου, γι’ αυτό και ο Δίας επιβάλει τιμωρία: κτείνειν ὡς νόσον πόλεως. Ακόμη υπονοείται ότι η πολιτική αρετή δόθηκε ως προδιάθεση και δυνατότητα και όχι ως ολοκληρωμένη ικανότητα.


Ερώτηση:
οὐ φύσει ἀλλὰ διδακτόν: Ποιο είναι το νόημα της διάκρισης αυτής; Να τη συσχετίσετε με την αριστοκρατική (αρχαϊκή) αντίληψη της ηθικής και τις γενικότερες αντιλήψεις των σοφιστών.
Απάντηση:
Σύμφωνα με την αρχαϊκή αντίληψη περί ηθικής, οι ιδιότητες -τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου- δίνονται εκ φύσεως και όσο «ανώτερο» είναι το γένος, η γενιά, τόσο ανώτερα, «ευγενέστερα», τα χαρακτηριστικά. Η διδασκαλία των σοφιστών αμφισβητεί αυτή την ηθική και μερικοί από τους σοφιστές διατυπώνουν θέσεις στις οποίες η ανθρωπότητα θα φτάσει ξανά στην εποχή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, όπως ότι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους ίσοι και οι ανισότητες είναι θέμα κοινωνικών συμβάσεων. Με το οὐ φύσει θα εννοήσουμε ότι δεν δίνεται «έτοιμη» από τη φύση η πολιτική αρετή, αλλά δίνεται μόνο ως δυνατότητα σε όλους. Τα υπόλοιπα είναι θέμα διδασκαλίας και διαπαιδαγώγησης (όπως θα τονίσει στα επόμενα ο Πρωταγόρας). Η διάκριση φύσει – διδακτόν μπορεί να συσχετιστεί με τη θεμελιώδη διάκριση των σοφιστών σε φύσει και νόμῳ. Η διάκριση φύσει και νόμῳ είναι ένα από τα σημεία που διαφοροποιούν τους σοφιστές μεταξύ τους. Ο Πρωταγόρας ανήκει στους υποστηρικτές του νόμου, αντίθετα π.χ. με τον Ιππία.
Όλοι τους (ενν. οι σοφιστές) δέχονται ότι ο νόμος δεν είναι κάτι δοσμένο άνωθεν ή έξωθεν, αλλά δόγμα ἀνθρώπων φρονίμων, ἐγγυητὴς ἀλλήλοις τῶν δικαίων, δηλ. συμφωνία των πολιτών αναμεταξύ τους για το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο. Ο νόμος είναι για τους σοφιστές από τα ὁμολογηθέντα μεταξύ των ανθρώπων και όχι τα φύντα, είναι θέσει και όχι φύσει. Είναι κι αυτός ανθρώπινο δημιούργημα, όπως η γλώσσα, η θρησκεία και όλα τα άλλα κατορθώματα του πολιτισμού. Δεν είναι ούτε θεϊκής προελεύσεως ούτε αιωνίου κύρους. Ο νόμος τίθεται ή γράφεται, ποτέ δεν εἶναι. Τέλος ο νόμος αλλάζει. (…) Ακριβώς όμως το στοιχείο αυτό, η δυνατότητα αλλαγής του νόμου, θεωρήθηκε από πολλούς αρνητικό
στοιχείο. Ο Ιππίας για παράδειγμα, σε μια συζήτηση με το Σωκράτη που την παραδίδει ο Ξενοφώντας, αφού μόλις και μετά βίας πεισθεί ότι νόμιμο και δίκαιο ταυτίζονται, εκφράζει επιφυλάξεις γενικά για το αν αξίζουν οι νόμοι, και ιδιαίτερα τὸ πείθεσθαι αὐτοῖς. Πώς μπορεί, λέει ο Ιππίας, να αξίζει ένα πράγμα το οποίο οι ίδιοι οἱ θέμενοι ἀποδοκιμάσαντες. [Γ. Αλατζόγλου-Θέμελη]
«Νόμῳ» είναι κάθε τι το συμβατικό, που είναι αποτέλεσμα κοινής αποδοχής συνειδητής ή έμμεσης. «Νόμῳ» είναι η γλώσσα, οι νόμοι, οι ηθικές αξίες και οι λογικές κατηγορίες. «Νόμῳ» είναι και ό,τι επικαλούμαστε με τα λόγια μας σε αντιδιαστολή προς τους κανόνες που εφαρμόζουμε «έργῳ».
«Φύσει» είναι ό,τι ανταποκρίνεται προς τις βιολογικές λειτουργίες και ανάγκες του ανθρώπου, ό,τι ο άνθρωπος θα υιοθετούσε αυθόρμητα αν δεν δεσμεύονταν από τις κοινωνικές συμβάσεις, ό,τι κάνει ο άνθρωπος («έργῳ») σε αντιδιαστολή μ’ αυτό που λέει.
Ορισμένοι από τους Σοφιστές και ιδίως ο Πρωταγόρας τονίζουν την υπεροχή της «νόμῳ» κατάστασης σε σχέση με τη «φύσει» κατάσταση. Η «νόμῳ» κατάσταση είναι αποτέλεσμα της πολιτιστικής εξέλιξης που έχει προοδευτικό χαρακτήρα. Ο «νόμῳ» άνθρωπος, αυτός δηλαδή που έχει διαμορφωθή από την εξέλιξη του πολιτισμού, υπερτερεί σε σχέση με τον φυσικό άνθρωπο, που ζει σύμφωνα με τα ένστικτά του, όσο ένας πολιτισμένος Αθηναίος του πέμπτου αιώνα σε σχέση με τους αγρίους, όπως περιγράφονται από τον κωμικό Φερεκράτη. Αντίθετα η «νόμῳ» κατάσταση για τον Ιππία και τον Αντιφώντα είναι συνυφασμένη με την παραβίαση των ηθικών αξιών που θεμελιώνονται στην ισότητα και που σέβεται ο άνθρωπος όταν ζει «κατὰ φύσιν». [Α. Μπαγιόνας]

ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι φύσει ἢ τύχῃ/ ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις, ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία τούτων κακά:
Ερώτηση: σε ποιες κατηγορίες διακρίνει ο Πρωταγόρας τα ελαττώματα των ανθρώπων;
Απάντηση: Ο Πρωταγόρας διακρίνει τα ελαττώματα των ανθρώπων σε δύο κατηγορίες:
• αυτά που έχει ο άνθρωπος από τη φύση (σωματική ασχήμια και αδυναμία, ροπή προς την ασθένεια) ⇒οι άνθρωποι δεν αντιδρούν ούτε προσπαθούν να τα διορθώσουν αλλά συμπονούν.
• τα ηθικά κυρίως προτερήματα τα οποία αντί να αποκτήσει κάποιος με προσωπικό αγώνα, αντίθετα από αμέλεια παρουσιάζει τα αντίθετα ελαττώματα(ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς) ⇒ οι άνθρωποι επιβάλλουν τιμωρίες⇒ άρα η αρετή διδάσκεται.
οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει: κλιμάκωση από το πιο ήπιο προς το πιο ισχυρό, από την πιο ήπια αντίδραση προς την τιμωρία.
Ερώτηση:
Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την αδικία. Η ποινή αποσκοπεί στο να διορθωθεί αυτός που αδικεί. Πώς συνδέονται οι δύο αυτές θέσεις με το διδακτό της αρετής;
Απάντηση: Αν η αρετή δεν διδασκόταν, οι απόψεις αυτές δεν θα ήταν σωστές, γιατί θα σήμαινε ότι κάποιος θα ήταν καλός ή κακός εκ φύσεως. Τότε όμως θα ήταν αδύνατο να αλλάξει, άρα δεν θα ήταν υπεύθυνος για την αδικία ούτε θα μπορούσε να του επιβληθεί ποινή. Ο Πρωταγόρας δίνει περιεχόμενο παιδαγωγικό – τελεολογικό στην ποινή.
Ερώτηση: ποιες είναι οι τρεις μορφές της αγωγής;
ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς: είναι οι τρεις μορφές της αγωγής (παραλείπεται η μίμηση, γιατί ίσως εδώ δεν τον εξυπηρετεί, αφού δεν σχετίζεται με την διδασκαλία). ἐπιμελείας: προσεκτική επιλογή αυτών που θα προσφερθούν, ἀσκήσεως: ολοκληρωμένη πρόσκτηση του διδακτικού αγαθού, διδαχῆς: θεωρητική κατάρτιση και πλουτισμός γνώσεων.
ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς•
Ερώτηση:
Ποια είναι τα συστατικά στοιχεία της αρετής – όπως εμφανίζονται στην ενότητα αυτή – και με ποιο τρόπο τα παρουσιάζει ο Πρωταγόρας;
Απάντηση: Η δικαιοσύνη και η οσιότητα, όπως φαίνεται από την αδικία και την ασέβεια που ο Πρωταγόρας παρουσιάζει ως το αντίθετο της πολιτικής αρετής. (Συστατικό στοιχείο είναι και η σωφροσύνη, αλλά με το χωρισμό των ενοτήτων στο διδακτικό βιβλίο βρίσκεται στην 7η ενότητα). Από αυτά τα στοιχεία (δικαιοσύνη, σωφροσύνη, οσιότητα) θα ξεκινήσει στη δεύτερη ερώτησή του ο Σωκράτης.
ἡ ἀσέβεια: η ἐννοια αυτή δεν θα έπρεπε να έχει νόημα για τον Πρωταγόραπου δήλωνε άγνοια σχετικά με την ύπαρξη των θεών. Για να θεωρεί όμως την ευσέβεια στοιχείο της πολιτικής αρετής, σημαίνει ότι σκεφτόταν όπως οι Αθηναίοι για τους οποίους η θρησκεία ήταν στενά συνδεδεμένη με την πολιτεία. Οι θεοί ήταν «θεοί της πόλης».

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση