Ηχολόγιο – echologium – ɯnıƃoloɥɔǝ – οιγόλοχΗ

Ηχητικό ιστολόγιο του Δημήτρη Σαρρή, Εκπαιδευτικού (ΠΕ 16), ΒΑ Οικονομίας, ΒΑ, ΜΑ Πολιτισμού

το Μωρό, το Μη και ο Μουσικός (το “θεώρημα” των 3Μ;;; πείτε εσείς…)

 

Σχετικά με το κείμενο και την εκπαιδευτική του αξιοποίηση
Απευθύνεται στον εκπαιδευτικό: αναφέρεται στον αναστοχασμό σχετικά με τη σύγχρονη μουσική κουλτούρα (το θεωρητικό σύστημα, τα μουσικά όργανα, την μεθοδολογία εκμάθησης) και τη σχέση της με την ανθρώπινη μουσικότητα. Ένα κείμενο γενικότερου προβληματισμού, που μπορεί να αναγνωστεί στις τάξεις του γυμνασίου και του λυκείου, ως αφορμή για συζήτηση πάνω σε όλα αυτά.

Ήταν ένα μωράκι – μπορεί ενός μπορεί ενάμισι, μπορεί δύο ετών, πείτε εσείς. Στο σπίτι που ζούσε υπήρχε ένα μουσικό όργανο, μπορεί πιάνο, μπορεί κιθάρα, μπορεί κάτι άλλο, ότι σχετικό φανταστείτε. Το μωράκι, ας πούμε, η Ελένη, η Γιολάντα – ίσως να είναι και αγοράκι ας πούμε ο Γιώργος, ο Πέτρος – πλησίαζε και έβγαζε ήχους αγγίζοντας το μουσικό όργανο.

Το χτυπούσε με τα χεράκια του ρυθμικά, άλλοτε ακούγονταν οι χορδές άλλοτε το ξύλο, το υλικό. Το μάγευε η καλή ποιότητα του ήχου που είχε το μουσικό όργανο. Του αρκούσε αυτός ο ξεχωριστός ήχος που βγάζουν τα όργανα, του γέμιζε την ψυχούλα. Και έφτιαχνε έτσι τα «τραγουδάκια» του. Χτυπούσε γρήγορα, αργά, με έμφυτη ρυθμικότητα, άλλοτε τις χοντρές άλλοτε τις ψηλές χορδές. Τα τραγούδια που έφτιαχνε το ευχαριστούσαν τόσο όσο ένας ενήλικας που επιτέλους παίζει τη δική του και αγαπημένη μουσική στην παρέα ή στη συναυλία. Και το μωράκι τραγουδούσε παράλληλα. Έβαζε κραυγούλες, και αυτοσχέδιες μελωδικές συλλαβές, τα-τα-τα, να-να-να . Και η μουσικότητα ξεχείλιζε από μέσα του και η ευφορία του ήταν μεγάλη.

Ας υποθέσουμε ότι με κάθε ευκαιρία, του έλεγαν «Μπράβο», το ενθάρρυναν από γύρω, χτυπώντας του συχνά και παλαμάκια όταν τελείωνε το τραγούδι του. Το μωράκι λαμποκοπούσε, χαμογελούσε κι γινόταν ένα με τον κόσμο!

Ας υποθέσουμε τώρα κάτι άλλο. Ότι από τις πρώτες κιόλας στιγμές που πλησιάζει το ευαίσθητο και – μπορεί – ακριβό όργανο ξαφνικά κάποιος του φωνάζει: «μη»! Το μουσικό όργανο γίνεται με μιας εξ ίσου απαγορευμένο όσο οι πρίζες του ηλεκτρικού και τα γυάλινα ποτήρια.

Ένα παιχνίδι στο σπίτι μοιάζει με μουσικό όργανο, όπως ένα άλλο μοιάζει με τηλέφωνο και ένα άλλο με φορτηγάκι. Το μωράκι μπορεί να κάνει «στα ψέματα» ότι τηλεφωνεί, μπορεί να σύρει το φορτηγάκι στο πάτωμα. Το μουσικό παιχνιδάκι όμως; Πώς να φανταστεί ότι έχει έναν όμορφο ήχο; Αυτό απλά τσιρίζει, μιμείται, τρίζει, συχνά φοβίζει με τα δυνατά ηχεία (αν έχει) το μωράκι.

Σιγά σιγά το παιδί μαθαίνει ότι τα μουσικά όργανα δεν τα αγγίζουμε, εκτός κι αν παίζουμε μουσική. Και δεν παίζουμε μουσική άμα δεν μάθουμε. Και δεν μαθαίνουμε αν δεν ακολουθήσουμε μια μέθοδο.
Μια μέθοδο που έφτιαξε κάποιος που ξέρει. Κάποιος που όταν ήταν παιδί έμαθε ακριβώς τα ίδια: ότι τα μουσικά όργανα δεν τα αγγίζουμε εκτός κι αν ξέρουμε μουσική, και μαθαίνουμε μουσική με μια μέθοδο κλπ κλπ.
Και δεν πρέπει να παίζουμε, ακόμη κι αν μας ευχαριστεί, αν δεν έχουμε την αποδοχή του δασκάλου, του ειδικού, κάποιου τέλος πάντων που είναι κριτής, ειδήμων, όχι – σε καμία περίπτωση – το κοινό, η παρέα, ο φίλος. Μαθαίνει ότι τα μουσικά όργανα είναι από τα αντικείμενα που αν δεν χρησιμοποιηθούν με ένα «συγκεκριμένο» τρόπο παροπλίζονται στο πατάρι.

Το παιδί γίνεται μεγάλος και μαθαίνει ότι δεν είναι μόνο το μουσικό όργανο που δεν πρέπει να αγγίζει. Μπορεί ο μεγάλος να αποφεύγει να χτυπάει παλαμάκια στην διασκέδαση, να μην τραγουδάει στη χαρά και στη λύπη του, γιατί κάπως αόριστα του είπαν ότι «φαλτσάρει», ότι «δεν το’ χει»… ότι… ότι… πείτε εσείς. Φυσικά δεν θα χτυπήσει ποτέ ένα ρυθμό στα πόδια του, ένα χασάπικο, ένα ζεϊμπέκικο, στο ποτήρι με το μαχαίρι στην ταβέρνα, μια καρέκλα σαν να ’τανε τύμπανο σε ένα πάρτυ, δε θα σφυρίξει, ούτε απλά ούτε κλέφτικα… αυτά είναι πλέον σίγουρο ότι δεν είναι μουσική.

Ίσως, πάλι, ο άνθρωπος αυτός μεγαλώνοντας θελήσει να χαρεί μικρά πράγματα που λαχταρούσε παιδί, να σαρκάσει για την σοκολάτα που δε του αγόρασαν, τη βόλτα που δεν το πήγαν, το ταξίδι που δεν έκανε, πείτε εσείς… και να τα κάνει όλα αυτά τώρα. Όχι παλιμπεδίζοντας, αλλά φιλοσοφώντας τον βίο του. Ίσως μεγαλώνοντας να αγγίξει ξανά ένα μουσικό όργανο όπως θέλει και κανείς να μη του πει «μη». Ίσως τώρα, σφυρίξει, χτυπήσει το ποτήρι, παίξει παλαμάκια, χορέψει κλακέτες, μάθει λάτιν χορούς και βραζιλιάνικα κρουστά. Ίσως «ηχήσει» επιτέλους ο εαυτός του χωρίς αναστολές. Και γεμίσει η ψυχή του ευφορία και το πρόσωπό του λάμψει.

Ίσως πάλι μεγαλώνοντας έμαθε με μια μέθοδο, έμαθε πολλά τραγούδια, ένα είδος μουσικής, ίσως κυνήγησε την τελειότητα πεπεισμένος ότι υπάρχει, ίσως νόμισε ότι την κατέκτησε ή ότι δε θα την κατακτήσει ποτέ, ίσως απλά πληρώνεται για να παίζει μουσική, ίσως είναι ευχαριστημένος με αυτό που κάνει ίσως δεν είναι. Ίσως του ανήκει δικαιωματικά ένα μουσικό όργανο αλλά δεν λάμπει το πρόσωπό του σαν να το είχε ανακαλύψει τώρα δα, χτυπώντας άτσαλα τις χορδές του. Ίσως πάλι όχι… πείτε εσείς…





Χωρίς σχόλια ακόμα.»

Αφήστε μια απάντηση