Τους πρώτους ευρωπαϊκούς προγόνους της σημερινής κιθάρας τους συναντάμε στο μεσαίωνα.
Στο μεσαίωνα επίσης συναντάμε και το συγγενές έγχορδο λαούτο , απ’ το οποίο η κιθάρα έχει
δανειστεί ένα μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου της.
Το λαούτο στην πρώτη του μορφή δεν ήταν τίποτα
περισσότερο από ένα κλαδί λυγισμένο σαν τόξο, πάνω στο
οποίο τεντώνουν πολλές εντέρινες χορδές. Το
χρησιμοποιούσαν οι μεσοποτάμιοι λαοί για να συνοδεύουν τα
τραγούδια τους, τοποθετώντας μάλιστα συχνά μια
νεροκολοκύθα στο κάτω μέρος, για αντηχείο. Άλλωστε, στα
αραβικά al ud σημαίνει “το κλαδί”, “το ξύλο”. Από εκεί μέχρι
το λα – ουντ (laud, la: γαλλικό άρθρο) , ο δρόμος είναι μικρός.
Το λαούτο φέρνουν πρώτοι στην Ευρώπη οι Μαυριτανοί,
κατακτητές της Ισπανίας και οι κάτοικοι αυτής της χώρας
ξετρελαίνονται με τον ήχο του. Πολύ περισσότερο, όταν οι
Σταυροφόροι του 11ου αιώνα φέρνουν μαζί τους από τους
Αγίους Τόπους και το αραβικό λαούτο, με τις τέσσερις χορδές
που παίζονταν με φτερό χήνας.
Ως τα τέλη του 13ου αιώνα βρίσκουμε σημαντικές αλλαγές σ’
αυτό το όργανο που αποκτά διαδοχικά τέσσερα, πέντε κι έξι
ζευγάρια χορδών και συνοδεύει τους τροβαδούρους στις
περιπλανήσεις τους.
Το κούρδισμά του γίνεται συνήθως στις νότες Sol
– Re – La – Fa# – Do – Sol, αν και υπάρχουν
πολλοί διαφορετικοί τρόποι, ενώ το σχήματος
αχλαδιού σώμα του διατηρείται αναλλοίωτο ως
τις μέρες μας, μόνο που οι παραδοσιακά
εντέρινες χορδές έχουν πια εγκαταλειφθεί,
δίνοντας τη θέση τους στις αρκετά φτηνότερες,
αλλά όχι και ποιοτικά καλύτερες πλαστικές και
μεταλλικές χορδές. Οι συνθέτες για αυτά τα
μουσικά όργανα έγραψαν κυρίως σε
σημειογραφία ταμπουλατούρας.
Πρόσφατα σχόλια