Feed
Άρθρα
Σχόλια
ΔΕΛΦΟΙ
  • Για μια γρήγορη ματιά στην ιστορία των Δελφών:ΔΕΛΦΟΙ – Ο ομφαλός της γης
  • Όσα ακολουθούν είναι μια σύντομη ποιητική περιπλάνηση με ερέθισμα τους Δελφούς. Με στίχους ποιητών και δικά μας σχόλια, ακολουθούμε μια πορεία από την άγνοια στην ιστορική συνείδηση, την πνευματική αφύπνιση και το όραμα της πανανθρώπινης συναδέλφωσης. Έτσι οι Δελφοί, στο τέλος της διαδρομής, φαντάζουν πια κάτι πολύ περισσότερο από ένα εντυπωσιακό τουριστικό αξιοθέατο · προβάλλουν μπροστά στα μάτια μας ως αυτό που στην ουσία είναι: ως μυητική οδός και φάρος πνευματικής αναγέννησης.

 

α. Η άγνοια

  • Ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημά του “Δελφοί”, και συγκεκριμένα στην εντός παρενθέσεως εισαγωγή που ορίζει το σκηνοθετικό πλαίσιο της ποιητικής του σύνθεσης, γράφει:

“Ο ήλιος έγειρε. Η σκιά, σιωπηλή, χριστιανική, απλώνεται στο φλεγόμενο χώρο των αρχαίων ναών, ως κάτω, βαθιά, στην κοιλάδα με τον απέραντο ελαιώνα. Οι δύο οδηγοί αρχαιοτήτων, ο Γέρος και ο Νέος, συναντήθηκαν στα προπύλαια, μετά το μόχθο μιας κατάφωτης θερινής ημέρας. Καλησπερίστηκαν νεύοντας κουρασμένοι με το κεφάλι. Κάθισαν στα σπασμένα μάρμαρα, ζεστά ακόμη απ’ το λιοπύρι. Δροσίζει λίγο λίγο. Οι εκδρομείς κι οι περιηγητές κατηφορίζουν προς τη  δημοσιά, κρατώντας αγριολούλουδα, σπάρτα, έντυπους οδηγούς σε διάφορες γλώσσες, κάρτες γυμνών αγαλμάτων ή ταγάρια αγορασμένα λίγο πριν απ’ τα μαγαζάκια λαϊκής χειροτεχνίας. Κάτω, στο μεγάλο δρόμο, ακούγεται ο θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα, τα ραδιόφωνα, τους λεμονατζήδες, τα εκδρομικά λεωφορεία – γέλια νεανικά, φωνές και τραγούδια, ενώ εδώ δεσπόζει κιόλας η ιερή, σχεδόν κυκλική, σιωπή…”.

  • Ακολούθως, όλο το ποίημα είναι ένας μονόλογος του Γέρου, ο οποίος στην αρχή εξομολογείται:

“Κουράστηκα σήμερα πολύ · -βλέπεις κι ετούτη η ζέστη · -όλα τα χρόνια κουράστηκα

ανεβοκατεβαίνοντας απ’ το Γυμνάσιο στο Μουσείο, απ’ το Μουσείο στο Θέατρο,

απ’ το Θέατρο στο Στάδιο κι ανάστροφα. Κουράστηκα να δείχνω

δίχως να βλέπουν · να μιλώ δίχως ν’ ακούν.”

  • Λίγο πιο κάτω, πάλι, αναφέρεται σε μια παρέα νέων, λέγοντας χαρακτηριστικά:

“οι πέντε νέοι που συναντήσαμε το μεσημέρι

με τ’ ανοιχτά πουκάμισα, τις ροδοδάφνες και τα σπάρτα · -ωραίοι,

ανόητοι, αναιδείς- εκείνοι που φωτογραφίζονταν δίπλα στ’ αγάλματα.”

  • Τα χωρία αυτά εστιάζουν στην άγνοια, τη ρηχότητα, την “τουριστική”, επιπόλαιη ματιά απέναντι  στα μνημεία του παρελθόντος, μια ματιά ανυποψίαστη για τις αλήθειες της ιστορίας, για το βάθος των πραγμάτων κάτω απ’ την επιφάνεια. Τα πλήθη -τις πιο πολλές φορές- έρχονται και φεύγουν χωρίς να είναι σε θέση να συνάψουν συναισθηματικούς και πνευματικούς δεσμούς με τ’ απομεινάρια του παρελθόντος · παίρνουν μαζί τους μονάχα τα ενθύμια  μιας απλής εκδρομής, που δεν διαφέρει και πολύ από τις άλλες. Κι ενώ φεύγουν…το παρελθόν περιμένει εκεί υπομονετικά (αιώνες τώρα) την κατανόηση · κι η σιωπή αυτούς που μπορούν να την ακούσουν…
  • Ανάλογο είναι και το σχόλιο στο ποίημα της Κικής Δημουλά “Γας Ομφαλός”:

Καντίνες. Κάτι για το δρόμο. Σάντουιτς,

αναψυκτικά, εμφιαλωμένο λάλον ύδωρ.”

  • Όλα εμπορεύσιμα · ει δυνατόν, και το “λάλον ύδωρ” της Κασταλίας πηγής. Μόνο που το πνεύμα πνέει ελεύθερο · δεν “εμφιαλώνεται”. Κι η πνευματικότητα, βεβαίως, δεν αγοράζεται. Το “λάλον ύδωρ”, εξάλλου, μοιάζει με τη σιωπή: έχει κάτι να πει μόνο σε όσους μπορούν ν’ ακούσουν.

 

  • Όπως παρατηρεί ο Γ. Σεφέρης στις “Δοκιμές” του, δεν πρέπει να βλέπει κανείς στα μνημεία “έναν κόσμο τελειωτικά παρωχημένο, ένα περίτεχνο φέρετρο…”. Και συνεχίζει: “Χρειάζεται μια πίστη σ’ αυτά τα αρχαία σημάδια μέσα στο τοπίο τους · η πίστη πως έχουν δική τους ψυχή. Τότε θα μπορέσει ο προσκυνητής -πρώτη φορά τον ονομάζω έτσι- να πιάσει ένα διάλογο μ’ αυτά.”

 

β. Η ιστορική συνείδηση

  • Στην προσπάθεια να διαλεχθούμε, να εισδύσουμε λίγο βαθύτερα, το μάτι μας παρατηρεί τα ίδια τα ερείπια, που από μόνα τους αποτελούν το πιο εύγλωττο, και οδυνηρό συνάμα, σχόλιο για τη φθορά. Θα πει ο Γέρος στο ποίημα του Ρίτσου:

“…Θαρρώ πως ανήκω

στην οικογένεια κι εγώ των αγαλμάτων, πως έχω τα χρόνια τους

και πιότερο ακόμη.”

  • Και λίγο πιο κάτω:

“Τι λίγο που κρατάνε -όχι μονάχα οι ανθρώποι, μα και τ’ αγάλματα, οι πέτρες.”

  • Όλα, θαρρείς, άψυχα και έμψυχα, άνθρωποι και δημιουργήματα, υπόκεινται στον νόμο της γέννησης και της φθοράς, στην αδυσώπητη δύναμη του χρόνου  που όλα τα συνθλίβει.

 

  • Όμως πώς καταστράφηκε ο χώρος; Πώς γκρεμίστηκαν όλα;
  • Το ιερό δέχτηκε επιδρομές και συλήθηκε ουκ ολίγες φορές, μέχρι που έπαψε να λειτουργεί από τα τέλη του 4ου αιώνα, με το διάταγμα του Θεοδοσίου που –στο πλαίσιο του θρησκευτικού φανατισμού της εποχής- απαγόρευσε την αρχαία λατρεία, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί ο χώρος βαθμιαία στην ερήμωση.
  • Έτσι, αποκτά άλλο βάθος ο ειρωνικός υπαινιγμός στο ποίημα του Ρίτσου:

“Η σκιά, σιωπηλή, χριστιανική, απλώνεται στο φλεγόμενο χώρο των αρχαίων ναών”.

  • Και πιο κάτω:

“Ερείπια. Ερείπια. Πόλεμος πάνω στον πόλεμο.

Φωτιά, σεισμός, λεηλασία. Κι ύστερα η γαλήνη

των ερειπίων, καθησυχαστική, παρηγορητική, ατελεύτητη”.

 

  • Μα και πιο πριν, στα χρόνια της ακμής, δεν ήταν όλα ρόδινα. Τα νομίσματα έχουν πάντα δύο όψεις.
  • Για παράδειγμα, μιας και ο χώρος των Δελφών ήταν γεμάτος από έργα τέχνης, ο Γέρος του Ρίτσου, παρατηρώντας τα αγάλματα, απ΄ τη μια τα υμνεί, ως δημιουργήματα υψηλής πνευματικής έκφρασης:

“Βαρέθηκαν ακόμη και τ’ αγάλματα · κουράστηκαν κι αυτά τα αθώα,

τα ωραία, τα ανεύθυνα, αυτά που πλαστήκαν

με τόση τρυφερότητα απ’ ανθρώπινα χέρια ερωτευμένα

δείχνοντας σ’ όλο του το κάλλος το ανθρώπινο σώμα·

……………………………………………………………………………………………..

αυτά που ήταν κιόλας αθάνατα μες στη βραχύχρονη ομορφιά τους,

αυτά που, μέσ’ απ’ τη θνητότητά τους ακριβώς, ονειρεύτηκαν τέλεια

κι έπλασαν τέλεια την αθανασία με τον εύτρωτο έρωτά τους.”

  • Απ’ την άλλη όμως, δεν παραβλέπει πως η τέχνη, και στην αρχαιότητα ακόμη, έγινε αντικείμενο καπηλείας και τέθηκε κάποιες φορές στην υπηρεσία άνομων επιδιώξεων:

“…Η τέχνη

έγινε δόλωμα για εξαγορές, δωροδοκίες, διπλωματίες, κολακείες ·

μια τέχνη τέχνασμα πια…”

 

  • Έτσι, η χρησιμοποίηση της τέχνης για αλλότριους σκοπούς, φέρνει στην επιφάνεια τη διαχρονική αλήθεια ότι δίπλα στα υψηλά έρπουν τα ποταπά, απέναντι στο ιερό στέκει το ανίερο, εκεί που τελειώνει το φως αρχίζει το σκοτάδι.
  • Διαπιστώνει με πικρία ο Γέρος:

“Κουράστηκα να λέω χρονολογίες -590,447,356-

αλλάζουν οι αριθμοί, και οι άνθρωποι ίδιοι, οι πόλεμοι ίδιοι-

τρεις πόλεμοι ιεροί (και πόσοι ανίεροι)”

“…λιποταξίες, συμμαχίες, αθετήσεις,

χρηματικές διαφορές, ζητήματα φόρων των επινείων · η Πυθία

άλλοτε να μηδίζει κι άλλοτε να φιλιππίζει

μες στην αιώνια επανάληψη του αμετάβλητου – πόλεμος”.

  • Σαφή σχόλια για τις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα που υποκρύπτονται πίσω από τους “ιερούς πολέμους” κάθε εποχής. Διαβάζουμε, επίσης, στο ποίημα “Γας ομφαλός” της Κικής Δημουλά:

“Προπορεύονται οι αρχές του τόπου · σαρκοφάγοι.

Ακολουθούν βασιλείς, προσκυνητές της προφητείας

αρχηγοί πολέμων με δώρα που στέλνει η φιλοδοξία

στους μάντεις της · αιώνες κοιλαράδες βραδυκίνητοι

με τις επαναλήψεις παλλακίδες τους.”

  • Η λατρεία της εφήμερης δύναμης, η αλαζονεία, η απληστία, η ματαιοδοξία κυριαρχούν, δυστυχώς, ανά τους αιώνες. Φαίνεται πως το αντίπαλο δέος, η αρετή, δεν κατακτήθηκε ποτέ επαρκώς από το ανθρώπινο γένος. Κι εδώ ακριβώς, μαίνεται ο βαθύτερος και πιο συγκλονιστικός πόλεμος · πόλεμος στα τρίσβαθα της ψυχής. Κι εδώ ακριβώς συνειδητοποιεί κανείς πως δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, αν δεν αλλάξει πρώτα τον εαυτό του. Εύλογα, επομένως, αναφύεται το αίτημα για πνευματική και ηθική αναγέννηση του ανθρώπου.

 

γ. Η πνευματική αναγέννηση

  • Τα ερείπια των Δελφών, λοιπόν, λειτούργησαν -εν πρώτοις- όπως το ίδιο το αίνιγμα της ιστορίας: μας κάλεσαν να βρούμε τα κομμάτια που λείπουν για να κατακτήσουμε την ιστορική συνείδηση. Η ψυχή κινήθηκε, προκειμένου να συναντήσει την κίνηση της ιστορίας, να αποκτήσει συνείδηση του χωροχρόνου εντός του οποίου καλείται να δράσει.

“Μόνο ο δυνάστης ήλιος, παντεπόπτης, αδιάφορος,…

δείχνει απερίφραστα τ΄ακρωτηριασμένα μάρμαρα κάθε μέρα πιο μέσα”.

  • Το φως της γνώσης εισδύει ολοένα και πιο βαθιά · εκεί λαμπυρίζει η αλήθεια, όπως το μάρμαρο στον ήλιο.

 

  • Όμως πώς θα δράσει η ψυχή, αν δεν ξέρει τον εαυτό της; Κι αν δεν ξέρει τον εαυτό της, πώς θα βρει νόημα και θα δώσει προσανατολισμό στη ζωή της; Τα ερείπια των Δελφών μας οδηγούν και πάλι · αυτή τη φορά προς το βαθύτερο, μεγαλειωδέστερο και δυσκολότερο των αιτημάτων: την αυτογνωσία. Όπως κομμάτι κομμάτι κληθήκαμε να ανασυνθέσουμε την ιστορική πραγματικότητα, παρομοίως καλούμαστε πλέον να ενώσουμε τον κατακερματισμένο εσωτερικό μας κόσμο.
  • Και πρώτα πρώτα, απαιτείται να εξοντώσουμε τα τέρατα που κρύβουμε μέσα μας: τα πάθη και τις αδυναμίες. Όπως σοφά επισημαίνει ο καβαφικός στίχος:

“Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου”

  • Σ’ αυτόν τον τιτάνιο αγώνα, ο άνθρωπος χρειάζεται οπωσδήποτε συμπαραστάτες · αφού διέκρινε τον εχθρό εντός του και έλαβε την απόφαση να τον πολεμήσει, τα όπλα από εκεί και στο εξής είναι οι αξίες που θα τον εμπνεύσουν, θα του δώσουν δύναμη και αντοχή, θα τον προσανατολίσουν. Οι Δελφοί έχουν και πάλι να μας πουν πολλά:

“γιατί τ’ αγάλματα, με τη λευκότητά τους, είναι

το αρνητικό όλου του μαύρου”

  • λέει ο στίχος του Ρίτσου. Το λευκό συμβολίζει όλα τα ωραία και τα υψηλά, τα αγνά και τα αληθινά: τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την αλήθεια, την ομορφιά, την αγάπη, την ειρήνη. Κι αν φαίνονται πολλά και διαφορετικά, στην ουσία τους είναι ένα, άλλες μορφές του ενός, του ανώτερου. Κι είναι το μόνο αντίδοτο, η μόνη δύναμη που μπορεί να νικήσει όλες τις εκφάνσεις του μαύρου: την αδικία, τη σκλαβιά, το ψεύδος, την ασχήμια, το μίσος, τον πόλεμο.
  • Κι αμέσως μετά ο ποιητής προσθέτει:

“Αυτά με τα κομμένα τους χέρια

πολλά μας προσφέρουν…”,

  • αλλά πρέπει κι εμείς να απλώσουμε τα χέρια, να έχουμε το πνεύμα σε εγρήγορση. Τα λείψανα, μ’ έναν μαγικό τρόπο, ανασαίνουν ακόμη · γιατί οι αλήθειες που κρύβουν είναι αθάνατες.
  • Ο Κωστής Παλαμάς στις “Πατρίδες” αναφωνεί:

“ο λαός των λειψάνων ζη και βασιλεύει

χιλιόψυχος · το πνεύμα και στο χώμα λάμπει ·

το νιώθω · με σκοτάδια μέσα μου παλεύει”

  • Ενώ κι ο Οδυσσέας Ελύτης στη “Μικρή πράσινη θάλασσα” γράφει:

Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου

Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών

Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου.”

  • Τα κομμάτια είναι εκεί για όποιον μπορεί να σκαλίσει λίγο την επιφάνεια, να τα βρει και να τα συνθέσει. Και συμπληρώνει ο Καβάφης  στο ποίημα “Ιωνικόν”:

“Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,

γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,

διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.”

  • Μα, αν οι θεοί νοηθούν ως αιώνιες ηθικοπνευματικές αξίες, ως ακατάλυτοι συμπαντικοί νόμοι,  τότε πράγματι είναι αθάνατοι · κι η ψυχή, αν τη λογίζουμε αθάνατη, είναι συγγενής τους. Συγγενής που ξεμάκρυνε απ’ τη θεϊκή της φωτεινή πατρίδα, σύμφωνα με την ορφική και πλατωνική παράδοση, και λαχταρά να επιστρέψει απ’ τα σκοτάδια της γης ξανά στο φως. Πρόγευση αυτού του φωτός μας δίνουν οι καρποί της γνήσιας πνευματικής αναζήτησης, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσω των δύο ύψιστων εκφράσεών της: της φιλοσοφίας και της ποίησης. Πρόγευση, συνάμα, αποτελεί η βίωση της συνεκτικής εκείνης δύναμης που λέγεται “έρως” ή, απλούστερα, αγάπη. Στην πρώτη περίπτωση μιλούμε συμβατικά για το “απολλώνιο” στοιχείο, στη δεύτερη για το “διονυσιακό”· στην πρώτη για την πορεία προς την πνευματική εξύψωση, στη δεύτερη για την πορεία προς την ηθική τελείωση. Η σύζευξη και των δύο νοείται ως ευταξία της ψυχής, ως πληρότητα και εσωτερική αρμονία.
  • Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι μας υπέδειξαν αυτόν τον δρόμο. Θα σταθούμε στην περίπτωση του ποιητή Άγγελου Σικελιανού, ενός μύστη, που συνέδεσε τη ζωή και τη δράση του και με τους Δελφούς.
  • Στο γνωστό του ποίημα “Ιερά Οδός” γράφει:

“…ήμουν

περπατητής μοναχικός στο δρόμο

που ξεκινά απ’ την Αθήνα κι έχει

σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.

Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα

σα δρόμος της Ψυχής…”

  • Στα Ελευσίνια Μυστήρια,  αυτό το μυστικό φανερωνόταν στους μυούμενους: η αθανασία της  ψυχής. Εύλογα, λοιπόν, η Ιερά Οδός συμβολίζει τον “δρόμο της Ψυχής”. Το κεφαλαίο “Ψ” τονίζει την αξία της, ως αθάνατης ουσίας, ή δηλώνει την ενιαία μεγάλη συμπαντική ψυχή προς την οποία κατατείνουν όλες οι επιμέρους ατομικές ψυχές, προκειμένου να επανενωθούν με το Όλον. Η πορεία της ψυχής παρουσιάζει μια δυναμική συνέχεια, την οποία παραστατικά δηλώνουν οι τρεις Μοίρες, οι κόρες της Ανάγκης: η Κλωθώ αντιπροσωπεύει το παρελθόν του ψυχικού βίου, η Λάχεσις το παρόν της τωρινής ένσαρκης ζωής και η Άτροπος το μέλλον, που αμετάκλητα καθορίζεται απ΄τις επιλογές στο παρόν. Όπως συνάγεται, ο άνθρωπος με τις εκάστοτε επιλογές του ορίζει τη μοίρα του. Γράφει ο Ρίτσος για τον “Ηνίοχο” των Δελφών:

“Ο Ηνίοχος με τα σπασμένα ηνία στο ατάραχο χέρι του,

με τα μεγάλα, σκοτεινά, γυάλινα μάτια του μειλίχια

μπροστά στο φως ή το σκοτάδι…”.

  • Ο άνθρωπος είναι ο ηνίοχος της ύπαρξής του. Με τα ηνία στα χέρια στέκει μπροστά στο φως ή το σκοτάδι. Ποια οδό θ’ ακολουθήσει, της αρετής ή της κακίας, είναι δική του επιλογή. Το να επιλέξει την οδό της αρετής σημαίνει ότι επιστρατεύει όλες τις πνευματικές του δυνάμεις υποβοηθώντας την ψυχή στην ανοδική της πορεία προς το θείον. Αποκτά μια διευρυμένη συνείδηση, γίνεται πραγματικός κύριος του εαυτού του, γνωρίζει το ωφέλιμο, καθίσταται ευδαίμων. Το να επιλέξει την άλλη οδό σημαίνει ότι ενισχύει με όλες τις δυνάμεις του τα δεσμά του · χωρίς ίσως να το κατανοεί, δρα αντίθετα στις βαθύτερες ανάγκες της ψυχής του, στρέφεται εναντίον του ίδιου του εαυτού του, καταδικάζοντάς τον στον “Τάρταρο”, το αιώνιο δεσμωτήριο των ψυχών που έχασαν τη θεϊκή δυναμική τους.
  • Η επίγνωση αυτής της σκλαβιάς από έναν άνθρωπο με διευρυμένη συνείδηση φαίνεται στους παρακάτω στίχους της “Ιεράς Οδού”:

“Κι εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα

έξω απ’ το χρόνο, μακριά απ’ το χρόνο,

ελεύτερος από μορφές κλεισμένες

στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες·

ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο…

Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία

του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,

δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανήν αρκούδα

με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,

μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου

του κόσμου, τωρινού και περασμένου,

μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου

του πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόμα

δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες

ο φόρος της ψυχής…Τι ετούτη ακόμα

ήταν κι είναι στον Άδη…”

  • Προσοχή όμως! Άδης δεν είναι ο άλλος κόσμος, αλλά ετούτος, ο γήινος.  Άδης για την ψυχή είναι ο εγκλεισμός στη σάρκα κι απελευθέρωση η επάνοδός της στο Όλον, όταν “πληρωθεί ο φόρος”, όταν η ίδια, εξαγνισμένη, καταστεί ικανή για την επανένωση.
  • Αυτή η πορεία της πνευματικής ανόδου συντελείται βαθμιαία ως μια εσωτερική μεταμόρφωση. Γράφει ο Σικελιανός στο ποίημα “Δελφικός Ύμνος”:

“…το νου μου στον ανήφορο γητέψαν, για να βρει, γαλήνιος,

την αληθινή, θεϊκή κορμοστασιά του

και να σταθεί προσμένοντας να δει μες στη σιγή

το ίδιο Απόλλωνα άξαφνα στον Παρνασσό να βγαίνει…”.

  • Ο ανήφορος του Δελφικού Ιερού δηλώνει την ανοδική πορεία και τη δυσκολία της ανάβασης. Στρεφόμενος προς τα μέσα και διευρύνοντας το πεδίο της συνείδησης, ο νους ανακαλύπτει τη θεϊκή του καταγωγή, αντικρίζει τον Απόλλωνα, λούζεται στο φως της εσώτερης γνώσης. Τότε, όπως γράφει ο Ρίτσος:

“…απομένει αναλλοίωτη κι ακέρια η σιωπηλή ιαχή του Αμετάφραστου

ανήκουστη, βαθιά, επιβλητική, μακρινή, ξένη,

ωστόσο δική μας…”

  • Όσοι ακολούθησαν την προτροπή “ένδον σκάπτε” και ανέσυραν από μέσα τους αυτή τη γνώση λογίζονται ως πνευματικά αναγεννημένοι. Βλέπουν πια με άλλα μάτια τον εαυτό τους, τους άλλους και τον κόσμο. Αποτελούν αυτό που ο Ρίτσος ονομάζει “μια κοινωνία μυστική”:

“…Κι εδώ μονάχα

συναντιούνται οι πικραμένοι, οι δίκαιοι, οι διωγένοι –

μια κοινωνία μυστική και σιωπηλή που την εσπέρα ή τον όρθρο

πλημμυρίζει απ’ τ’ ανήκουστο καμπάνισμα του απείρου…

  • Παρατηρώντας τους τρεις χαρακτηρισμούς βλέπουμε πως δίπλα στο “δίκαιοι” υπάρχει το “πικραμένοι”, γιατί όλοι οι δίκαιοι πικράθηκαν απ’ την αδικία, αλλά και το “διωγμένοι”· γι’ αυτό το τελευταίο, αρκεί κανείς να θυμηθεί τον Σωκράτη και τη θανατική του καταδίκη.
  • Σε άλλο σημείο, ονομάζονται από τον ποιητή “βουβή αμφικτυονία”:

“Σ’ αυτό το αδιαχώρητο και το ύψος, μπορεί να συντελείται

αυτή η συνάντηση κι αυτή η λαθραία ελευθερία -βουβή αμφικτυονία-

πώς να τη δει, πώς να την εκπορθήσει ο ξένος;…”

  • Η “βουβή αμφικτυονία” συνέρχεται σε τόπο όπου δεν χωρούν παρείσακτοι. Αόρατη για τους πνευματικά τυφλούς, πολύ ψηλά για τους πνευματικά αδύναμους, παραμένει απρόσβλητη απ’ ό,τι είναι ξένο προς αυτήν. Αυτή είναι και η δύναμή της. Μια δύναμη που τα λιγοστά μέλη της οφείλουν να αξιοποιήσουν. Και σ’ αυτό το σημείο, οι πνευματικά αφυπνισμένοι βρίσκονται ενώπιον του ηθικού τους καθήκοντος: να βοηθήσουν τους άλλους. Γιατί επίγνωση σημαίνει ευθύνη. Έτσι, αναδύεται στον νου και την καρδιά τους το όραμα μιας διευρυμένης αμφικτυονίας, όχι βουβής πια, που θ’ αγκαλιάζει, ει δυνατόν, όλους τους ανθρώπους.

 

δ. Το όραμα της πανανθρώπινης συναδέλφωσης

  • Το χρέος του πνευματικού ανθρώπου συναισθάνθηκε και ο Άγγελος Σικελιανός και συνέλαβε τη μεγαλειώδη “Δελφική Ιδέα”, το όραμα μιας πνευματικής αμφικτυονίας, που με κέντρο τους Δελφούς, τον αρχαίο “ομφαλό της γης”, θα αγκαλιάσει όλους τους λαούς, πέρα από γλωσσικές, θρησκευτικές ή άλλες διαφορές, οδηγώντας τους στη συναδέλφωση.

Αναρωτιέται ο ποιητής στην “Ιερά Οδό”:

“Θα’ ρτει τάχα ποτέ, θε να’ ρτει η ώρα

που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,

κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,

θα γιορτάσουν μαζί;”

  • Και στο τέλος απαντά: «Θα’ ρτει…»
  • Εδώ, βέβαια, αναφέρεται σε μια πλήρη ένωση σ’ ένα επίπεδο μεταφυσικό. Όμως, αν η ένωση των πάντων είναι ο έσχατος μεταφυσικός προορισμός, δεν θα΄πρεπε και η ένωση επί γης να αποτελεί τον τελικό στόχο των ανθρώπων; Σκεπτόμενος μ’ αυτόν τον τρόπο, αγωνίστηκε να υλοποιήσει την ιδέα του, έχοντας ως πολύτιμο συμπαραστάτη την πλούσια Αμερικανίδα σύζυγό του, Εύα Πάλμερ, που αγαπούσε την Ελλάδα και θαύμαζε τον αρχαίο της πολιτισμό. Δημοσιεύοντας άρθρα, δίνοντας διαλέξεις, προσκαλώντας ξένους, ο Σικελιανός προσπάθησε να πυροδοτήσει ένα ζωντανό κι ελπιδοφόρο κίνημα. Στο πλαίσιο αυτού του αγώνα, διοργάνωσε το 1927 τις πρώτες “Δελφικές Γιορτές”, που περιελάμβαναν θεατρική παράσταση του “Προμηθέα Δεσμώτη”, αθλητικούς αγώνες, έκθεση λαϊκής τέχνης, λαμπαδηδρομίες, αρχαίους και νέους ελληνικούς χορούς.

 

 

  • Ο Κ. Καρυωτάκης αφιέρωσε ένα ποίημά του, την “Δελφική εορτή”, ακριβώς σ’ αυτό το γεγονός της εποχής:

“Στους Δελφούς αναμετρήθηκε το πνεύμα δύο Ελλάδων.

Ο Αισχύλος πάλι εξύπνησε την ηχώ των Φαιδριάδων.

Lorgnons, Kodaks, operateurs, στου Προμηθέα τον πόνο

έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο.

Ένας λυγμός εκίνησε τ’ απίθανα αυτά πλήθη.

Κι όταν, χωρίς να πέσει αυλαία, η ομήγυρις διελύθη,

τίποτε δεν ετάρασσε  την ιερή εκεί πέρα

σιγή. Κάποιος γυπαετός έσχισε τον αιθέρα…”

  • Ας μη μας παρασύρει το ειρωνικό ύφος κάποιων στίχων. Ο ποιητής δεν υποτιμά ούτε, ακόμη περισσότερο, χλευάζει το γεγονός. Πιο πολύ εκφράζει την πίκρα της μοναξιάς που αισθάνεται κανείς όταν παλεύει να πραγματώσει ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο, πολύ πέρα και πάνω, τελικά, από την εποχή του. Πρόκειται δηλ. για ειρωνεία καταστάσεων, κι αυτό φαίνεται ολοκάθαρα στον πρώτο στίχο. Στους Δελφούς αναμετρήθηκε το πνεύμα δύο Ελλάδων: της αρχαίας και της σύγχρονης. Και βέβαια το πνεύμα της νέας αποδείχτηκε μάλλον αδύναμο σ’ αυτή την άνιση αναμέτρηση.
  • Η διαπίστωση μπορεί, μάλιστα, να χαρακτηριστεί προφητική, εφόσον -παρά τη διοργάνωση των εορτών εκ νέου το 1930- τελικά το όλο εγχείρημα περιέπεσε σε τέλμα, όταν το ζεύγος Σικελιανού – Πάλμερ κουράστηκε ψυχολογικά, αλλά και εξαντλήθηκε οικονομικά.

 

  • Επομένως, μάταια αγωνίστηκαν; Κι είναι μάταιο να αγωνίζεται κανείς για τα δύσκολα και τα μεγάλα; Η απάντηση είναι ασφαλώς: “όχι”. Ο Καρυωτάκης, σ’ ένα πεζό του κείμενο για την παράσταση του «Προμηθέα Δεσμώτη», αφού υμνεί το έργο του Σικελιανού και της Πάλμερ και χαρακτηρίζει την παράσταση μοναδικό καλλιτεχνικό γεγονός για τη φθίνουσα πνευματική ζωή της εποχής, γράφει στο τέλος:

«Σε δύο ή τρία σημεία ησθάνετο κανείς μίαν απόλυτον έκσταση, κάτι σαν πνοή αθανασίας, το θείο εκείνο ρίγος που εξιλεώνει την καθημερινή ασχημία και δικαιολογεί την ύπαρξη».

  • Γι’ αυτή την πνοή αθανασίας, λοιπόν, γι΄αυτό το θείο ρίγος -έστω λίγοι αν το νιώσουν- αξίζει ο κόπος. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι “τα αγαθά κόποις κτώνται”. Για κάποια, μάλιστα, αγαθά, όπως διδάσκει η ιστορία και η πείρα της ζωής, απαιτούνται κόποι αιώνων.
  • Το κάλεσμα του Σικελιανού στο “Πνευματικό Εμβατήριο” είναι διαχρονικό:

“Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!

Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη”

  • Όταν ο ήλιος βουλιάζει στη λάσπη, χρέος όλων να αποδυθούν στον  ωραίο και δύσκολο αγώνα να τον σηκώσουν πάλι ψηλά. Σπρώχνοντας “με γόνα και με στήθος” να δώσουν τέτοια κίνηση στον τροχό της ιστορίας, ώστε στο μέλλον να λάμψει ο ήλιος μεσούρανα πάνω απ’ την οικουμένη.

 

  • Σήμερα, λοιπόν, τον 21ο αιώνα, έχουμε ανάγκη ξανά από μια νέα “Δελφική Ιδέα”, από το αίτημα για μια παγκόσμια αμφικτυονία, μια νέα πνευματική αναγέννηση που θα αναβαπτίσει τον άνθρωπο στις αιώνιες αξίες, σ’ αυτό που ο Σικελιανός ονομάζει “νέο Λόγο”, και έτσι θα  οδηγηθεί η ανθρωπότητα σε ένα υψηλότερο ηθικοπνευματικό επίπεδο. Γράφει ο ποιητής στο “Πνευματικό Εμβατήριο”:

“Σιμώνει ο νέος Λόγος π’ όλα θα τα βάψει

στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι…

Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου…

……………………………………………………………………….

Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια

τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη…

Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο ζωής να γένει

Και η Άμπελός μας ν’ απλωθεί ως στα πέρατα της Οικουμένης…”

  • Αύριο να βγει ο καθένας μας να οργώσει…Να γίνει ένας νέος Σικελιανός.Το κάλεσμα απευθύνεται σε όλους μας. Οι λίγοι πάντα υπήρχαν και έδειχναν τον δρόμο.  Αλλά η ιστορία θ’ αλλάξει όταν οι πολλοί γίνουν ώριμοι να τον ακολουθήσουν. Τότε η δάφνη του Απόλλωνα θ’ ανθίσει, ο Λόγος θα θριαμβεύσει, και η άμπελος του Διονύσου, σύμβολο της ένωσης και της αγάπης, θ’ απλωθεί σ’ όλη την οικουμένη!…

 

Δημήτρης Βαϊόπουλος

Φιλόλογος

 

Σημείωση: Το κείμενο αποτελεί μέρος ευρύτερης παρουσίασης, που έγινε στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών τον Απρίλιο του 2017, στο πλαίσιο πολιτιστικού προγράμματος του 2ου ΓΕΛ Πεύκης, με τίτλο «Δελφοί: από τις αμφικτυονίες έως τη σύγχρονη δελφική ιδέα». Το πρόγραμμα υλοποιήθηκε σε συνεργασία με τη συνάδελφο Παναγιώτα Ληξουριώτη, φιλόλογο.

 

                                                                                                          

 

 

 

agapoerotas

  Για μια εισαγωγή στον Μ. Αναγνωστάκη:

 http://www.nostimonimar.gr/manolis-anagnostakis-erotikos-ke-politikos-mazi/

  Ο ίδιος ο Μ. Αναγνωστάκης είχε δηλώσει κάποτε σχετικά με την ποιητική του φυσιογνωμία: :«Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί».

  Πράγματι, μολονότι το πολιτικό του στίγμα είναι στα μάτια των περισσοτέρων ίσως το κυρίαρχο στοιχείο, το ερωτικό χρώμα δεν παύει να αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα ζωηρότερα στην ποιητική του δημιουργία. Ένα χρώμα, μάλιστα, με πολλές αποχρώσεις, εφόσον ο έρωτας εδώ δεν είναι  κάτι προφανές, επιφανειακό ή μονοσήμαντο. Παρουσιάζεται με  ποικίλες όψεις, μία εκ των οποίων -σε τελευταία ανάλυση- είναι και η βαθιά κοινωνική ευαισθησία του ποιητή, η πολιτική του αγωνία, η αγωνιστική του δράση. Γι’ αυτό ακριβώς και η συνύπαρξη  του ερωτικού με το πολιτικό στο έργο του δεν συνιστά αντίφαση, όπως ίσως φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Αντίθετα, το ένα ενυπάρχει στο άλλο, εκδηλώνεται μέσω του άλλου. Γιατί έρωτας είναι και η ανάγκη του μέρους να ανήκει στο όλον, να βρίσκει στο όλον το νόημά του.

  Εκροές  απ’ τα βάθη της ύπαρξης μίας και της αυτής ουσίας, οι ποικίλες αποχρώσεις του έρωτα αναδύονται δειλά μέσα απ’ τους στίχους:

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Απόχρωση πρώτη: Ο έρωτας ομφάλιος λώρος που μας ενώνει με τη χαμένη μας αθωότητα …………………………………………………………………………………………………………………………………………….

            Κάτω απ’ τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου καρδιά

            Λησμόνησα την αγάπη που’ ναι μόνο αγάπη

            Μερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου

            Ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του όνειρου

Πέντε μικρά θέματα – IV, στ.1-4 (Εποχές)

  • Η  αγάπη εξορίζεται απ’ την εδέμ της αγνής παιδικής  ή εφηβικής ψυχής
  • Η λευκότητά της βυθίζεται στα σκοτάδια της λήθης

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

            Μες στην κλειστή μοναξιά μου

            Έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια

            Στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου.

            Εμείς αγαπήσαμε. Εμείς

            Προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς

            Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας

            Κι εγώ μέσα σε σένα και σ’ όλους

Πέντε μικρά θέματα – Ι (Εποχές)

  • Η εξόριστη ψυχή βιώνει τη μοναξιά
  • Κι η μοναξιά στη λήθη της εγκολπώνεται του άλλου την άγνοια
  • Το εγώ στρέφεται στο εσύ
  • Κι οι δυο μοιράζονται, γειώνουν την αγνότητά τους μες στη συμβίωση
  • Το εσύ γίνεται η οδός της επανένωσης με το όλον

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

           Κάποτε παίζουμε την αγάπη και τότε αλήθεια νιώθουμε ανυπέρβλητα αγνοί

          -Μια γεύση φιλιού πάνω στην παιδική σου επιδερμίδα-

VI, στ. 22-23 (Εποχές 2)

  • Η ανάγκη επιστροφής στην αθωότητα πάντα παρούσα
  • Το φιλί της αγάπης ανάμνηση της εδέμ

…………………………………………………………………………………………………………………………………………..

           Μια μέρα θα γράψω την ιστορία των χρόνων μου

          Ένας κήπος μ’ άδικα κομμένα άγουρα ρόδα

      Το καινούριο τραγούδι, στ.7-8 (Εποχές)

  • Ο επίλογος της χαμένης αθωότητας: η νιότη που δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Απόχρωση δεύτερη: Ο έρωτας στην πάλη του με την πραγματικότητα ματαιώνεται. Αδυνατεί να εκδηλωθεί ως τέλεια κατάφαση. Βιώνεται ως άρνηση.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

            Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα,

            μα δε βρίσκει τίποτα.

[Θά’ ρθει μια μέρα…], στ.5 (Εποχές)

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

           Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε

           Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες

           Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας

           Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν

13.12.43, στ. 9-12 (Εποχές)

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

           Κι εγώ που αγάπησα τόσο τη θάλασσα

           Κι εγώ που αγάπησα τα πλοία που σφυρίζουνε στη βραδινή ομίχλη

           Κι εγώ που ήμουνα πάντα ένα μαντίλι στο ψηλότερο κατάρτι

           Κι εγώ π’ αγκάλιασα το κάθε τι που πέρασε μπροστά μου

           Αυτήν που ζητούσα δεν τη συνάντησα ούτε στα πιο μεθυσμένα μου όνειρα

VIII, στ. 56-60 (Εποχές 2)

  • Αγάπησα, αγκάλιασα – δεν πήρα: η κατάφαση στον έρωτα μένει μετέωρη, χωρίς ανταπόδοση
  • Αυτή που ζητούσα δεν τη συνάντησα: Το θηλυκό εδώ ενσαρκώνει κάτι περισσότερο απ’ την ιδανική γυναίκα των εφηβικών ονείρων. Ενσαρκώνει το ιδανικό σ’ όλες τις εκφάνσεις του και στην ολότητά του συνάμα.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Απόχρωση τρίτη: Ο πεπτωκώς έρωτας: σύμβαση, φθορά, επώδυνο αδιέξοδο

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

            Την αγάπησε γιατί έπρεπε κάποτε ν’ αγαπήσει

Υ.Γ. 12

  • Συμβιβασμός ή νομοτέλεια;

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

            Το βράδυ έχει πάντα δροσιά. Γυναίκες περιφράσσουν τη δίοδο

            των στενωπών

            Σηκώνονται, πηγαίνουν μέσα, ανανεώνονται και συνεχίζουν

            Οι άνδρες επιστρέφουν αργά, έχουν δειπνήσει ή ισχυρίζονται

            Ο ρόγχος των δωματίων είναι κενός, ο χρόνος επισκέπτεται αναλλοίωτος

VII, στ. 25-28 (Εποχές 2)

  • Η συμβίωση εγλωβίζεται στις συμβάσεις
  • Η γυναίκα με το αρνητικό της πρόσημο: φιλάρεσκη, ματαιόδοξη ίσως, φύλακας σε κάθε δίοδο διαφυγής
  • Ο άνδρας με αρνητικό πρόσημο επίσης: ξένος, υποκριτικός μάλλον
  • Το δωμάτιο: κενοτάφιο του έρωτα
  • Όλα φθαρμένα –  μόνος αναλλοίωτος  ο (φθοροποιός) χρόνος: τι ειρωνεία!

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

            Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου

            Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού

                                               ……………

            Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.

Οι νικημένοι, στ. 1-2, 11 (Εποχές)

  • Η δειλία μπροστά στο αδιέξοδο, ο αγώνας που δεν δόθηκε: ηττημένος ο έρωτας

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

            Καλλιεργώντας με σύνεση μαραμένα τριαντάφυλλα

            σε σχήμα καρδιάς ή ξεθωριασμένων αναμνήσεων

Επιτύμβιον, στ. 6-7 (Παρενθέσεις)

  • Το δίστιχο θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί τη συνέχεια των προηγούμενων στίχων.
  • Μ’ έναν τόνο εξόχως ειρωνικό γράφεται ο επίλογος της ήττας: η επιμονή να κρατήσουμε ανθηρό ό,τι αγαπήσαμε, αλλά έχει ήδη μαραθεί

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Απόχρωση τέταρτη: Ο έρωτας ως μονοπάτι αυτογνωσίας, αγωνία, πόθος, λαχτάρα, ωστική δύναμη στην εκ νέου αναζήτηση του ιδανικού, πίστη και προσμονή

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

             Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα

             Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησες

             Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματα

             Τους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζοντα

             Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μου

             Τις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει

             Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη

Πέντε μικρά θέματα ΙΙ, στ. 4-10 (Εποχές)

  • Το οδυνηρό βίωμα γίνεται ο τρόπος να δεις κατάματα την αλήθεια, να διαλύσεις τις αυταπάτες
  • Απ’ τα ερείπια της συντριβής, με φάρο μακρινό τη (χαμένη) αγάπη, ξαναγεννιέται η ελπίδα ενός απίθανου ορίζοντα
  • Απ’ τα σκοτάδια της άγνοιας αναδύεται ο ηρωικός δρόμος της αυτογνωσίας

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

            Ήταν τα μάτια της θλιμμένα σαν τα καλοκαιριάτικα απογέματα

            Κλεισμένα βαθιά στα μυστικά της θάλασσας

            Κι ένα χέρι μαλακό και λεπτό σαν τη στοργή

            Ένα χέρι μαλακό μπορεί να σε τραβήξει

            Τραγουδώντας στα βάθη του πέλαγου στις μακρινές πολιτείες.

                           Μια ημερομηνία πριν από χρόνια, στ. 21-25 (Εποχές)

  • Στον δρόμο προς τον ανώτερο εαυτό η αγάπη σού δίνει το χέρι

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

  • Ίσως γι’ αυτό στο Υ.Γ. 15 ο ποιητής γράφει:

            Ήθελε να ήταν ζωγράφος, για να ζωγραφίζει μόνο τα χέρια της

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

  • Γιατί:

   Κι η αγάπη είναι πάντα όμορφη ακόμα κι όταν δεν ψιθυρίζει παρά με δυο αβέβαια ανήσυχα χείλη

   Κι όταν δε μένει παρά σα δυο χαρακιές σ’ ένα λευκό περιθώριο

Ι, στ. 6-7 (Εποχές 2)

  • Η αγάπη αφήνει πάντα στην ψυχή, έστω και σαν πληγή, κάτι απ’ τη θεϊκή ομορφιά της
  • Με ανήσυχα χείλη σε καλεί να την ακολουθήσεις

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

  • Η ψυχή συγκλονίζεται
  • Κι αναφωνεί ο ποιητής:

            Ω ψυχή την αγωνία ερωτευμένη

Πέντε μικρά θέματα – V, στ. 9

  • Η αγωνία είναι η φυγόκεντρος δύναμη που μπορεί να βγάλει την ψυχή απ’ το τέλμα

………………………………………………………………………………………………………………………………………..

            Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα

            Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο

            Νικήτρα μονάχη της σκέψης μου.

         Πέντε μικρά θέματα – IV, στ. 6-8 (Εποχές)

  • Στην κορύφωσή της η αγωνία  γίνεται πόθος
  • Η αγωνιώσα ψυχή κυβερνά τη σκέψη. Με σύντροφο τον πόθο πλανάται να βρει την πλήρωση στην αγάπη

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

  • Μα η αγάπη αργεί
  • Κι ο χρόνος τότε συστρέφεται: το παρόν τείνοντας προς το μέλλον ανακαλεί το παρελθόν
  • Ο έρωτας γίνεται επίμονη νοσταλγία

           Πόσα χρόνια να γυρίσει

           Κι όμως η μυρουδιά της χυμένη παντού

           Ξεχασμένη σ’ όλο το δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές

           Σάμπως να ζει ακόμη ανάμεσά μας!

          Όμως πρέπει να γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια

           Αυτές τις ώρες την προσμένω κάθε βράδυ

           Σχεδιάζοντας με το μολύβι κόκκινα στόματα απάνω στο χαρτί

          ‘Οπως και να’ τανε έπρεπε να τρίξει πάλι η πόρτα

           Ας είναι κι απ’ τον άνε

           Ας είν’ με δυο ημικύκλια στεγνά πάνω στα χείλη

           Στο μέτωπο κατάμαυρες ραβδώσεις

           Φτάνει που θά’ ρθει μοναχά ύστερα από χρόνια

           Μόνο που θά’ ρθει!…

           Σχεδιάζοντας κόκκινα φλογερά στόματα απάνω στο χαρτί.

 

        …Νόμισα πως θα πνιγόμουνα!

Αναμονή (Εποχές)

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

            Κάτω απ’ τις ράγες του τρένου

            Κάτω απ’ τις γραμμές του βιβλίου

            Κάτω απ΄ τα βήματα των στρατιωτών

 

            Όταν όλα περάσουν – πάντα σε περιμένω.

 

            Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια

            Κι άλλα πολλά βιβλία θα διαβαστούν

            Κι άλλοι στρατιώτες το ίδιο θα πεθάνουν.

 

            Κάτω απ’ το καθετί που σου σκεπάζει τη ζωή

            Όταν όλα περάσουν-

            Σε περιμένω.                                                  

  [Κάτω απ’ τις ράγες…] (Συνέχεια 3)

  • Η νοσταλγία πετρώνει θαρρείς μες στον χρόνο, τον υπερβαίνει
  • Μέσα απ’ τη σκόνη του καιρού βγαίνει αλώβητη
  • Γίνεται προσμονή, πίστη, αφοσίωση
  • Ο έρωτας πάντα θα περιμένει τη δικαίωσή του…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

«Ο ουρανός» ( από τη συλλογή «Ο στόχος»)

 

Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου

Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου

Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος

Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα

Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει

Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα

Να τα συλλαβίσουμε μαζί

Να τα μετρήσουμε ένα ένα

Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.

 

Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.

 

Δεν περνούν αποδώ ξυλοκόποι.

 

Το ποίημα αυτό, συναιρώντας μέσα του όλες σχεδόν τις ερωτικές αποχρώσεις, μπορεί να ιδωθεί σαν μια φωτεινή αισιόδοξη προοπτική, έξω και πέρα από έναν σκοτεινό χώρο: την προοπτική του ονείρου έξω απ’ τον χώρο της απτής πραγματικότητας.

Ο σκοτεινός χώρος είναι η άρνηση, η ματαίωση, η φθορά. Μοναδικό σημείο αναφοράς σ’ αυτόν οι ξυλοκόποι: σύμβολο των δυνάμεων της φθοράς, των βαρυτικών δυνάμεων της πτώσης.

Η άρνηση οδηγεί σε μια συστροφή στον εαυτό. Το εγώ ωριμάζει. Αναπτύσσεται μέσα του η επιθυμία, η λαχτάρα να θυμηθεί ξανά το όνειρο, να επιστρέψει στην ελπίδα. Τη λαχτάρα αυτή δηλώνει ο βουλητικός σύνδεσμος ”να” που εμφατικά επαναλαμβάνεται (πρώτη βαθμίδα του έρωτα).

Το εγώ τότε στρέφεται στο εσύ, του δίνει το χέρι, εισδύει μέσα του, αφουγκράζεται τον σφυγμό του, νιώθει τη ζωή να πάλλεται. Μονάχα στην ένωση βρίσκει το βαθύτερο νόημα της ζωής (δεύτερη βαθμίδα του έρωτα).

Το εγώ και το εσύ γίνονται εμείς. Κι εμείς ποθούμε να πάμε μαζί στο ”δικό μας δάσος”, εκεί όπου παίξαμε παιδιά, ερωτευτήκαμε, ονειρευτήκαμε. Η βόλτα στο δάσος είναι η νοσταλγία του ωραίου, όταν η φθαρμένη πραγματικότητα μας προδίδει, είναι η επιστροφή στην αθωότητα, η εμβάπτιση εκ νέου στα ιδανικά μας, στα κοινά μας οράματα.

Το δάσος είναι η επίγεια εδέμ των διψασμένων ψυχών, η ουτοπία των πιστών, αυτών που δεν παραδίδονται στη φθορά, που επιμένουν να ονειρεύονται. Απ’ αυτόν τον άγιο τόπο οι βέβηλοι μένουν μακριά, γιατί είναι αόρατος στα δικά τους μάτια. Δεν υποπτεύονται καν την ύπαρξή του. Μόνο οι πιστοί προσέρχονται: να αγκαλιάσουν τους κορμούς, να αγγίξουν τα ιερά ονόματα χαραγμένα πάνω τους για πάντα, να κοινωνήσουν των αχράντων ιδανικών (τρίτη βαθμίδα του έρωτα).

Το δάσος των ονείρων είναι παρθένο. Γι’ αυτό τα δέντρα του είναι πανύψηλα, αιώνια. Ριζωμένα στη γη, τείνουν όμως προς τον ουρανό, τον αγγίζουν θαρρείς. Το ύψος τους  συνδέει τη γη με τον ουρανό ως λυτρωτική, αισιόδοξη προοπτική: γειώνει το θείο, αποθεώνει το γήινο (τέταρτη βαθμίδα του έρωτα).

Κι εμείς συλλαβίζοντας τα ιερά ονόματα μετράμε των δέντρων το ύψος με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό. Προσευχόμαστε στην πατρίδα όλων των ερώτων για του δικού μας έρωτα τη δικαίωση…

 

Δημήτρης Βαϊόπουλος

Φιλόλογος

Σημείωση: Το κείμενο παρουσιάστηκε τον Μάϊο του 2015 ως μέρος ευρύτερης εκδήλωσης για τον Μ. Αναγνωστάκη, που συνδιοργάνωσαν η Δημοτική Βιβλιοθήκη του Δήμου Λυκόβρυσης-Πεύκης και το 2ο Λύκειο Πεύκης.

                                                                         

 

 

                                                                                                                           

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων