Σύμφωνα με νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Osteoporosis International, φαίνεται ότι η μεγαλύτερη πρόσβαση σε εστιατόρια γρήγορου-πρόχειρου φαγητού στη γειτονιά, μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη του σκελετικού συστήματος κατά την παιδική ηλικία.
Για τους σκοπούς της μελέτης, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από 1.107 παιδιά, προκειμένου να εξετάσουν κατά πόσο υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων οστικής πυκνότητας κατά τη γέννηση, στην ηλικία των 4 και 6 ετών και του αριθμού σουπερμάρκετ, καταστημάτων με προϊόντα υγιεινής διατροφής και εστιατορίων πρόχειρου φαγητού που υπάρχουν στη γειτονιά.
Συνολικά η ύπαρξη μεγαλύτερου αριθμού ταχυφαγείων στη γειτονιά βρέθηκε να σχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα οστικής μάζας στα νεογνά, κάτι που ωστόσο δεν παρατηρήθηκε στην ηλικία των 4 και 6 ετών. Αντίθετα, η μεγαλύτερη διαθεσιμότητα καταστημάτων με προϊόντα υγιεινής διατροφής, όπως είναι για παράδειγμα τα οπωροπωλεία, φάνηκε να συνδέεται με υψηλότερα επίπεδα οστικής πυκνότητας στην ηλικία των 4 και 6ετών.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν πως η έκθεση μητέρων και παιδιών σε ένα πιο «υγιεινό» διατροφικό περιβάλλον πιθανόν να μπορεί να βελτιώσει την οστική ανάπτυξη των παιδιών, μέσω της επίδρασης που ασκεί τόσο στην ποιότητα της διατροφής της μητέρας, όσο και στις διατροφικές επιλογές των ίδιων των παιδιών. Κλείνοντας, σχολιάζουν πως αν τα παρατηρούμενα ευρήματα επιβεβαιωθούν από περισσότερες μελέτες, τότε η εφαρμογή στρατηγικών που θα βελτιώσουν το διατροφικό περιβάλλον θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβάλλει στη βελτίωση της οστικής υγείας στην παιδική ηλικία.
Καθοριστικός παράγοντας για την εμφάνιση της παχυσαρκίας είναι η αυξημένη πρόσληψη ενέργειας (θερμίδων) μέσω της διατροφής έναντι της κατανάλωσης ενέργειας μέσω της σωματικής άσκησης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει όμως ότι πέραν αυτής της παραμέτρου, σημαντικό ρόλο παίζει και η σύσταση της διατροφής ως προς την περιεκτικότητά της σε λίπος.
Συγκεκριμένα, η υιοθέτηση ενός διαιτολογίου υψηλής θερμιδικής αξίας και υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος φαίνεται να οδηγεί μακροπρόθεσμα στην αύξηση του σωματικού βάρους. Ωστόσο, κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ακόμα και όταν οι προσλαμβανόμενες θερμίδες δεν ξεπερνούν τις ημερήσιες συστάσεις, η υψηλή πρόσληψη διατροφικού λίπους μπορεί από μόνη της να συμβάλλει στην εμφάνιση της παχυσαρκίας. Μάλιστα, μία πρόσφατη ευρωπαϊκή μελέτη που διεξήχθη σε εφηβικό πληθυσμό έδειξε ότι οι έφηβοι που είχαν υψηλότερη διατροφική πρόσληψη λίπους βρέθηκαν να έχουν και υψηλότερο ποσοστό σωματικού λίπους στην κοιλιακή και θωρακική χώρα.
Αν και απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να διαλευκάνουν το ρόλο της σύστασης της διατροφής ως προς την εμφάνιση παχυσαρκίας, φαίνεται ότι η υιοθέτηση ενός διαιτολογίου μέσω του οποίου προσλαμβάνονται σε επαρκή ποσότητα και ισορροπημένη αναλογία όλα τα απαραίτητα μακροθρεπτικά συστατικά (πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπη) είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της υγείας του ατόμου.
Σε μία πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του στο TedX, ο Έλληνας καθηγητής κοινωνιολογίας και παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Yaledr. Nicholas Christakis, λέει χαρακτηριστικά ότι η παιδικότητα σήμερα έχει «τεχνολογικοποιηθεί» με τρόπο άνευ προηγουμένου. Ακόμα και στις παιδικές σειρές που απευθύνονται σε πολύ μικρά παιδιά, μία σκηνή αλλάζει σχεδόν ανά 3 δευτερόλεπτα –κάτι που προκαλεί σύγχυση ακόμα και σε έναν ενήλικα, πόσο μάλλον σε ένα μωρό.
Ο ίδιος ο Christakis βρήκε ότι παρόλο που η τηλεόραση σε παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών, αυξάνει την πιθανότητα προβλημάτων διάσπασης προσοχής αργότερα στη ζωή, ιδιαίτερα περί τα 7 χρόνια, ο κίνδυνος αυτός δεν υφίσταται αν το παιδί παρακολουθεί ειδικά διαμορφωμένα εκπαιδευτικά προγράμματα και όχι ξέφρενα ή βίαια ψυχαγωγικά καρτούν, τα οποία εναλλάσσουν εικόνες και ήχος με τρελούς ρυθμούς. Πόσα τέτοια προγράμματα υπάρχουν, όμως, στην ελληνική τηλεόραση;
Επιπλέον, οι πολλές ώρες θέασης μπορεί να οδηγήσουν τα παιδιά σε βραδύτερη κατανόηση του κόσμου γύρω τους. Μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα έδειξε ότι παιδιά Δημοτικού, τα οποία δεν εκτέθηκαν σε οποιαδήποτε μορφή τεχνολογίας για μία εβδομάδα, εμφάνισαν μεγαλύτερη κατανόηση στα ανθρώπινα συναισθήματα, από άλλα παιδιά που είχαν διαρκώς πρόσβαση σε κινητό, τηλεόραση και tablet.
Και οι έρευνες για τις αρνητικές επιπτώσεις της τηλεόρασης δεν σταματούν εκεί:
– Αμέτρητα προγράμματα στην τηλεόραση, ακόμα και παιδικά, προάγουν τη βία. Ακόμα και όταν σε κάποιο παιδικό ο «καλός» ήρωας, χτυπάει τον «κακό», το μήνυμα που παίρνει το παιδί είναι ότι η βία είναι φυσιολογική –και επιδιώκει να γίνει κι εκείνο ένας τέτοιος «καλός» ήρωας.
– Τα παιδιά μαθαίνουν να αποδέχονται τα στερεότυπα που προβάλλει η τηλεόραση, π.χ. ότι τα κορίτσια φοράνε ροζ και δεν τρέχουν γρήγορα ή ότι κάποιος που είναι υπέρβαρος, θα είναι συνήθως και αστείος.
– Η τηλεόραση μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στον ύπνο του παιδιού, π.χ. να καθυστερήσει την ώρα του βραδινού ύπνου, λόγω θέασης κάποιου προγράμματος, ή να ταράξει τον ύπνο του λόγω κάποιον εικόνων που θα δει ή ακόμα και λόγω της υπερέντασης που δημιουργεί στον εγκέφαλο.
– Φυσικά, μέσω της τηλεόρασης τα παιδιά μπορεί να εκτεθούν σε εικόνες που υπό άλλες συνθήκες θα καθυστερούσαν να δουν, π.χ. κατανάλωσης αλκοόλ, καπνίσματος και σεξουαλικών σκηνών ακατάλληλων για την ηλικία τους.
Ο τυπικός βρεφικός εγκέφαλος έχει βάρος 333 γραμμάρια –και τριπλασιάζεται κατά τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής. Η εντυπωσιακή αυτή ανάπτυξη του εγκεφάλου δεν πραγματοποιείται ποτέ άλλοτεστη ζωή του ανθρώπου, οπότε γίνεται απόλυτα κατανοητό το γιατί αυτά τα πρώτα χρόνια είναι τόσο σημαντικά.
Στα πρώτα χρόνια της ζωής του ένα μωρό έχει πολύ σημαντικότερη αναπτυξιακή δουλειά να κάνει από το να βλέπει τηλεόραση. Όλος αυτός ο χρόνος που περνά μπροστά σε μία οθόνημπορεί να αξιοποιηθεί με πολύ καλύτερους τρόπους για τον εγκέφαλό του, π.χ. παίζοντας με τουβλάκια, τρέχοντας από εδώ και από εκεί, συναναστρεφόμενο άλλους ανθρώπους. Οι δραστηριότητες αυτές είναι που μαθαίνουν στο παιδί να αυτοπροσδιορίζεται και που θέτουν τις βάσεις για τα μετέπειτα στάδια εκμάθησης.
Η μάχη για τον επιτρεπόμενο χρόνο θέασης
Παρά τις προειδοποιήσεις των παιδιάτρων, έρευνες δείχνουν ότι τα ¾ των παιδιών ηλικίας κάτω των 2 ετών, εκτίθενται σε πάσης φύσης οθόνες: Το μέσο παιδί βλέπει καθημερινά 1,5 ώρα απευθείας τηλεόραση και εκτίθεται σε 5,5 ώρες ήχου και ακτινοβολίας από την τηλεόραση, ακόμα κι αν δεν την κοιτάζει άμεσα. Δεδομένου ότι ένα τόσο μικρό παιδί είναι ξύπνιο περί τις 9-10 ώρες κάθε μέρα, αυτό σημαίνει ότι τις μισές περίπου «ξύπνιες» ώρες του, αποσπάται με κάποιον τρόπο από την τηλεόραση.
Αξίζει, βέβαια, να γίνει λόγος και για άλλες μελέτες, όπως αυτή του Πανεπιστημίου της Iowa, σύμφωνα με την οποία κάποια συγκεκριμένα προγράμματα στην τηλεόραση μπορούν να βελτιώσουν το λεξιλόγιο και τον λόγο του παιδιού. Ο λόγος για εκπαιδευτικά προγράμματα, όπως το αμερικανικό Sesame Street, τα οποία παρακολουθούνται από παιδιά ηλικίας από 8 έως 36 μηνών.
Αφενός, όμως, το πρόγραμμα αυτό δεν υπάρχει στην Ελλάδα και αφετέρου, από τα διαθέσιμα ελληνικά παιδικά, ποιος γονιός είναι σε θέση να διακρίνει ποιο πρόγραμμα είναι πραγματικά εκπαιδευτικό και ασφαλές για το μωρό του και ποιο όχι;
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι δεν υπάρχει ιδανικός χρόνος θέασης τηλεόρασης. Το«όσο λιγότερο τόσο το καλύτερο» είναι βέβαια ένας καλός κανόνας, όπως είναι και το να βρίσκονται οι γονείς ή οι φροντιστές των παιδιών δίπλα τους, όταν εκείνα παρακολουθούν κάποιο πρόγραμμα, προκειμένου να ελέγχουν τι δείχνει και να τους το εξηγούν, π.χ. αν το παιδί δει μια βίαιη σκηνή, ο γονιός θα πρέπει να εξηγήσει πού βρίσκεται το λάθος και πώς αλλιώς θα μπορούσαν να είχαν αντιδράσει οι ήρωες. Εξάλλου, μέχρι κάποια ηλικία, ο γονιός είναι εκείνος που θα πρέπει να καθορίζει ποια παιδικά προγράμματα είναι κατάλληλα για το παιδί του και ποια όχι.
Πηγή: www.msn.com
από ΒΟΥΔΟΥΡΗ ΧΡΥΣΗ κάτω από: ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΓΟΝΕΙΣ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Πώς επηρεάζει η τηλεόραση τα μικρά παιδιά
Τα παραμύθια δείχνουν στα παιδιά πώς να λύνουν προβλήματα: Μικροί και μεγάλοι μαθαίνουν από τους πρωταγωνιστές μίας ιστορίας
Mια νεαρή μητέρα ρώτησε τον Αϊνστάιν τι θα μπορούσε να κάνει για να προετοιμάσει καλύτερα το πεντάχρονο παιδί της για το σχολείο και τη ζωή. Ήρεμος και χαμογελαστός, ο μεγάλος φυσικός της απάντησε: «Να του λέτε παραμύθια». «Καλά τα παραμύθια, αλλά τι άλλο;» απόρησε η νέα μητέρα. «Πολλά παραμύθια», επέμεινε ο άνθρωπος που σφράγισε τη σύγχρονη επιστήμη. Και όταν η μητέρα ρώτησε τρίτη φορά, κάπως δύσπιστα: «Καλά, εντάξει, αλλά και τι άλλο;», ο Αϊνστάιν είπε πως «δε χρειάζεται τίποτα περισσότερο. Μονάχα κι άλλα παραμύθια. Πάρα πολλά παραμύθια». Δεν έχουν όμως πειστεί όλοι ότι τα παραμύθια είναι τόσο σημαντικά για τα παιδιά. Έρευνα που έγινε σε γονείς στη Βρετανία αναφέρει ότι το 25% δε διαβάζουν παραμύθια σε παιδιά κάτω των 5 ετών, είτε επειδή θεωρούν ότι είναι πολύ τρομακτικά, είτε επειδή δε συμφωνούν με το πρότυπο ζωής που δίνουν στα παιδιά (τι πρότυπο δίνει η Ωραία Κοιμωμένη που περιμένει τον ωραίο πρίγκιπα να τη φιλήσει για να ξυπνήσει;).
Κάνει τόσο λάθος ο Αϊνστάιν λοιπόν; Μάλλον όχι. Ας δούμε γιατί τα παραμύθια είναι πολύτιμη πνευματική «τροφή» για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, ακόμη και τα πιο τρομακτικά:
Τα παραμύθια δείχνουν στα παιδιά πώς να λύνουν προβλήματα: Μικροί και μεγάλοι μαθαίνουν από τους πρωταγωνιστές μίας ιστορίας. Όπως συμβαίνει με μία διδακτική θεατρική παράσταση ή ένα καλό βιβλίο, έτσι ακριβώς τα παιδιά διδάσκονται από ένα κλασικό παραμύθι. Αυτές οι ιστορίες που συμβαίνουν «μια φορά κι έναν καιρό», βοηθούν τα παιδιά να αναπτύξουν την κριτική τους σκέψη. Να ξεχωρίζουν το καλό από το κακό και να δουν ότι με τη φαντασία, το θάρρος και την υπομονή λύνονται τα προβλήματα. Όπως ακριβώς έγινε και με την «Ωραία Κοιμωμένη».
Τα παιδιά νικούν το φόβο: «Τα παραμύθια δε λένε στα παιδιά ότι υπάρχουν δράκοι. Τα παιδιά ήδη γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν δράκοι. Τα παραμύθια λένε στα παιδιά ότι οι δράκοι μπορούν να ηττηθούν», είχε πει ο Βρετανός συγγραφέας G.K. Chesterton. Ο διάσημος συγγραφέας και παιδοψυχολόγος, Bruno Bettelheim, πίστευε ότι τα παραμύθια είναι σημαντικά για την ανάπτυξη των παιδιών, επειδή οι βασικοί χαρακτήρες–που είναι και οι ίδιοι παιδιά πολλές φορές–επιδεικνύουν θάρρος και νικούν σε έναν κόσμο γιγάντων και εχθρικών ενηλίκων.
Τα παραμύθια προετοιμάζουν τα παιδιά για τις δυσκολίες της ζωής: Μέσα από τα παραμύθια, τα παιδιά συναντούν προκλήσεις με τις οποίες παλεύουν και οι ενήλικες: την προδοσία, τις ίντριγκες, τους τσακωμούς και τη ζήλια. Είναι οι άσχημες πλευρές της ζωής, που δε λείπουν από τους παραδοσιακούς μύθους και τα παραμύθια. «Τα παραμύθια επεξεργάζονται τόσες πολλές φοβίες, όχι μόνο προσωπικές, αλλά όλης της κοινωνίας, αλλά το κάνουν με έναν τρόπο ασφαλή, γιατί όλα αυτά συμβαίνουν…μια φορά κι έναν καιρό», εξηγεί η Μαρία Τατάρ, καθηγήτρια στο Harvard College.
Δίνουν ευκαιρία για διάλογο: Τέτοιες ιστορίες «ελεγχόμενου φόβου» δίνουν μία θαυμάσια ευκαιρία στους γονείς να συζητήσουν με τα παιδιά τους τις πιο βαθιές τους ανησυχίες και ανασφάλειες από τον πραγματικό κόσμο. Οι φανταστικοί χαρακτήρες συνεισφέρουν θετικά στο διάλογο. Δεν μπορεί να γίνει το ίδιο με μία ταινία, ούτε καν με το θέατρο.
Τα παραμύθια μιλούν μία παγκόσμια γλώσσα: «Γνωρίζουμε τα παραμύθια ως παιδιά, είτε μέσω της αφήγησης, είτε ακόμη και μέσω της παντομίμας. Ζούμε με αυτά, αναπνέουμε με αυτά, ξέρουμε το τέλος τους», γράφει ο Neil Gaiman. Ορισμένα παραμύθια, όπως η Σταχτοπούτα, υπάρχουν σε πολλές κουλτούρες, αν και με μικρές διαφορετικές πινελιές σε κάθε χώρα. Όλες οι διαφορετικές εκδοχές όμως, μοιράζονται κάτι κοινό: μία σαγηνευτική ιστορία για την ανάγκη να νικήσει το καλό.
Τα παραμύθια διδάσκουν στα παιδιά τα βασικά στοιχεία ενός διηγήματος, μίας ιστορίας: Τους διδάσκουν τη διαφορά ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Ότι οι ιστορίες μπορεί να εξελίσσονται σε άλλο περιβάλλον, σε άλλη χώρα και σε άλλο χρόνο. Ότι οι πρωταγωνιστές έχουν διαφορετικά γνωρίσματα και διαφορετικούς χαρακτήρες. Εάν το παιδί κατανοήσει αυτές τις διαφορές από πολύ μικρή ηλικία, τότε ενισχύεται η ικανότητά του να κατανοεί τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος και να προβλέπει το επόμενο βήμα.
Τα παραμύθια αναπτύσσουν την παιδική φαντασία: «Όταν εξετάζω τον εαυτό μου και τον τρόπο σκέψης μου, έρχομαι στο συμπέρασμα ότι το χάρισμα της φαντασίας σημαίνει περισσότερα για εμένα από οποιοδήποτε ταλέντο για αφηρημένη, θετική σκέψη. Το να ονειρεύεσαι για όλα τα σπουδαία πράγματα που μπορείς να καταφέρεις, είναι το κλειδί για μια ζωή γεμάτη με θετικότητα. Άφησε τη φαντασία σου να καλπάσει ελεύθερη και δημιούργησε έναν κόσμο στον οποίο θα ήθελες να είσαι μέσα», είχε πει ο Άλμπερτ Αϊνστάιν.
Τα παραμύθια προσφέρουν ηθικά διδάγματα: Τα παραμύθια θέτουν το ηθικό πρόβλημα της συνύπαρξης του καλού και του κακού (που συμβολίζουν συνήθως οι δράκοι, οι γίγαντες και οι μάγισσες). Συνήθως το καλό υπερισχύει και ο κακός χάνει. Μέσω της ταύτισης με τον ήρωα, το παιδί παίρνει το ηθικό δίδαγμα.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή
Πρόσφατα σχόλια