Η Βασίλισσα του Βορά_Οδοιπορικό/Διήγημα

Βέροια-Οδοιπορικό 2014

Συγγραφέας: Δημητριάδου Χριστίνα

Συμμετοχή και διάκριση (Έπαινος) στο 14ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών, Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου.

 

Το λεωφορείο μας άφησε στην άκρη του δρόμου.  Μπροστά μας, στα δεξιά, το κατάφυτο πάρκο της Ελιάς, πολιορκημένο από μια αλυσίδα ελαιόδεντρων, φαντάζει σαν πράσινη όαση στην  καρδιά της πόλης, ενώ μια σειρά από καφέ-μπαρ στα αριστερά θέτει τον ταξιδιώτη σε δίλημμα επιλογής, καθώς το ένα ανταγωνίζεται επάξια το άλλο σε απαράμιλλης ομορφιάς νεοκλασική αρχοντιά.

Πήραμε ένα από τα πολλά μονοπάτια που οδηγούν μέσα στο πάρκο και η προσοχή μας στράφηκε αμέσως στο μακρόστενο σιντριβάνι, που κοσμεί σαν λίμνη τον πυρήνα της όασης, για να ξαφνιαστούμε από τον ξαφνικό πίδακα κρυστάλλινων νερών που άρχισε να αναβλύζει αναπάντεχα, σα για να μας καλωσορίσει και το ευχάριστο ξάφνιασμα έδωσε τόπο στην περιέργεια για το μαρμάρινο άγαλμα που υψώνεται βουβό λίγο πιο πέρα. Η προτομή του ποιητή και πεζογράφου, αλλά και πρώτου προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Δημητρίου Εμμ. Βικέλα, μας καλοδεχόταν στον τόπο καταγωγής του πατρός του.

Αισθανθήκαμε την ανάγκη να αποφορτίσουμε την ένταση του ταξιδιού και χαλαρώσαμε με έναν καφέ στο ομώνυμο αναψυκτήριο-εστιατόριο «Ελιά», όπου, όμως, το σκηνικό, αντί να μας αφήσει να ζυμώσουμε στις ψυχές μας τις πρώτες εντυπώσεις, μας άφησε άφωνους. Καθισμένοι στην άκρη μιας φυσικής βεράντας, δίπλα σε προστατευτικό κιγκλίδωμα, ρουφήξαμε με αδημονία τη θέα ενός αχανούς κάμπου, διάστικτου με ροδακινιές, βερικοκιές, αχλαδιές και ακτινίδια, που εκτείνεται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι στον ορίζοντα. Η καλπάζουσα φαντασία εύκολα πλάθει μια απέραντη θάλασσα σε ένα υπέροχο σκουρόχρωμο μπλε χρώμα, με ανταριασμένα κύματα να χτυπούν στη ρίζα του απόκρημνου βράχου της Ελιάς και καράβια να αγκυροβολούν. «Καθόλου φαντασία», μας πληροφόρησε ο ευγενικός σερβιτόρος. «Τα αρχαϊκά χρόνια ο Θερμαϊκός κόλπος έφτανε μέχρι τη Βέροια. Έχει βρεθεί και το αραξοβόλι των πλοίων».

Τραβήξαμε κατά μήκος της λεωφόρου Ανοίξεως, του «παραλιακού δρόμου», με την άπλετη θέα προς την πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας και σταθήκαμε έκθαμβοι μπροστά σε ένα διώροφο νεοκλασικό: Ευγενής δωρεά της οικογένειας Βλαχογιάννη στην Ιερά Μητρόπολη, η παλιά οικία και νυν μουσείο στεγάζει τις μνήμες της νεότερης ιστορίας και τέχνης, αποτίοντας φόρο τιμής στην εθνική δράση των αγωνιστών της απελευθέρωσης της Μακεδονίας.

Η «παραθαλάσσια οδός» μας έβγαλε στο πάρκο των Αγίων Αναργύρων με την ομώνυμη εκκλησία, που υψώνεται επιβλητική προς το ουράνιο στερέωμα, αγγίζοντας, θαρρείς, με το πυργωτό κωδωνοστάσιο τα ταξιδιάρικα σύννεφα.

Προσπεράσαμε τον ευκτήριο οίκο με τους σουλάτσους και τους ρεμβάζοντες στο προαύλιο και το δεντροφυτεμένο «παράλιο βουλεβάρτο» μας έφερε σε λίγο αντιμέτωπους με το ανέκφραστο βλέμμα μιας υπερμεγέθους κεφαλής, πλαισιωμένης από φιδίσια μαλλιά, έτοιμα να αργοσαλέψουν. Μας προκάλεσε σύγχυση και αρχικά νομίσαμε πως το κολοσσιαίο μαρμάρινο πρόσωπο που ατένιζε προς το μέρος μας από τον αύλειο χώρο του μικρού αλλά μοντέρνου αρχαιολογικού μουσείου ανήκε στο Μέγα Αλέξανδρο, το βασιλιά της Μακεδονίας. «Είναι η Μέδουσα», μας έβγαλε ο υπάλληλος με συνοπτικές διαδικασίες από την πλάνη μας και σε λίγο, κατειλημμένος από το δαιμόνιο του εφόρου, μας ξενάγησε με τις εξηγήσεις του νοητά στο παρελθόν, όπου γίναμε μάρτυρες μιας επιθετικής επιδρομής Γότθων ενάντια στην οργανωμένη άμυνα του οχυρωματικού περίβολου που προστάτευε την πόλη και εκεί την εντοπίσαμε, προσαρμοσμένη στη βόρεια πύλη των τειχών, να κοιτάζει με το κέρινο βλέμμα της, ψυχρά και σκληρά, ατάραχα και ατρόμητα, την εισβολή των εχθρών, στα μάτια των οποίων καθρεφτίζονταν τώρα κάτι σαν φόβος και αποθάρρυνση. Άραγε μπορούσε να τους πετρώσει η ματιά της;

Με τις ιαχές του πολέμου να αντηχούν ακόμα στα αυτιά μας αλλάξαμε ρότα, ξεμακραίναμε από την «παράκτια» λεωφόρο και στρίβοντας μέσα σε ένα από τα αμέτρητα στενά που οδηγούν στην κεντρική αγορά, σκοντάψαμε πάνω στο οικοδομικό τετράγωνο που συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο του τοπικού πολιτισμού. Το σύγχρονο συγκρότημα της Δημοτικής Επιχείρησης Πολιτισμού Βέροιας, με το Δημοτικό Ωδείο, τον εκθεσιακό χώρο και το χώρο τεχνών, αποτελεί πόλο έλξης για κάθε ευαίσθητη καλλιτεχνική φύση που ζει για να δημιουργεί όμορφες χορευτικές φιγούρες, μελωδικές μουσικές συνθέσεις, περίτεχνα εικαστικά κομψοτεχνήματα, επιτεύγματα παλαιάς και σύγχρονης, ελληνικής και ξένης ηθοποιητικής τέχνης αλλά και για κάθε συλλέκτη λαογραφικών θησαυρών που ενδιαφέρεται να εμπλουτίσει την κιβωτό της ιστορικής μνήμης του τόπου.

Αφήνοντας πίσω μας τη στέγη των Μουσών, που τέρπουν την ψυχή, ρίχνουν τα βάσανα στη λήθη και απαλύνουν τους πόνους, η διαδρομή μάς ξέβρασε γρήγορα στην πολυάσχολη κυψέλη της αγοράς με τα πολυάριθμα ισόγεια και διώροφα μαγαζιά, συγκεντρωμένα σε μια αδιάκοπη αράδα δόμησης επί της οδού Κεντρικής. Εδώ, το μέρος σφύζει από ζωή και ο ατέρμονος πηγαιμο-ερχομός του κόσμου στα παράπλευρα παράλληλα και κάθετα σοκάκια, στις μικρές πλατωσιές και γύρω από τις κρήνες με το τρεχούμενο δροσερό νερό και το συνεχές πλέγμα πεζοδρομίων δε θυμίζει σε τίποτα την πυρκαγιά που κάποτε εξάλειψε την παλιά στεγασμένη αγορά. Τα πάντα τριγύρω συμπαρασύρουν τον περαστικό είτε στο forum για ψώνια είτε σε κάποιο από τα διάσπαρτα καφέ για αναψυχή.

Ωστόσο, αντισταθήκαμε στον πειρασμό αυτό για να υποκύψουμε σε έναν άλλον: Στο σκανδαλιστικό, αφράτο, σιροπιαστό δέλεαρ του γλυκού που είναι συνυφασμένο με το όνομα της πόλης, το ρεβανί. Καλά κρυμμένο επί της Κεντρικής, ένα στενό παρακάτω από την πλατεία Αγίου Αντωνίου με τη συνονόματη εκκλησία, το κορυφαίο και ευρέως γνωστό μικρομάγαζο του Χοχλιούρου δεν μπορεί να ξεφύγει από τη φήμη του. Περαστικοί ταξιδιώτες όμορων και πιο περιφερειακών νομών το γνωρίζουν και το πέρασμα από την πόλη συνοδεύεται οπωσδήποτε από μια επίσκεψη στο κατάστημα με το γευστικό σήμα κατατεθέν της Βέροιας. Γιατί όμως; Ζαχαροπλαστεία με ρεβανί υπάρχουν πολλά. Ρεβανί Χοχλιούρου, όμως, ένα. Γιοι και εγγόνια συνεχίζουν την παράδοση που ξεκίνησε κάποια μέρα στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν Τούρκος γείτονας έδωσε τη συνταγή στον παππού Γιώργο. Από τότε, το φίλτρο παραμένει επτασφράγιστο μυστικό και τα μέτρα ασφαλείας για τη διατήρηση του απόρρητου τηρούνται αυστηρά. Οι θρύλοι που κυκλοφορούν μας φέρνουν ένα μειδίαμα απόλαυσης και δίψα για να εκμαιεύσουμε περισσότερα, ίσως και να ανασύρουμε το πέπλο του μυστήριου αινίγματος της συνταγής.  Όμως, όχι. Το πονηρό χαμόγελο του απόγονου μας έκοψε τη φόρα και οι ερωτήσεις στέρεψαν. «Εις το επανιδείν! Θα τα ξαναπούμε!». Να το πήρε σαν απειλή; Χαιρετήσαμε και φύγαμε.

Επανήρθαμε στο ναό του Αγίου Αντωνίου για να ανάψουμε κερί. Μεγαλοπρεπής, μεγαλείο θρησκευτικής αίγλης, παραμένει αλώβητος εδώ και μια περίπου εκατονταετία στη θέση ενός παλιότερου, που αποτεφρώθηκε από πυρκαγιά. Ο θρύλος λέει πως το νεκρό λείψανο του αγίου, που βρέθηκε σε σπήλαιο του Αλιάκμονα, τοποθετήθηκε επάνω σε άμαξα, που την έσυραν βόδια. Με συνοδεία ψαλμών και ύμνων, συγκεντρωμένος κλήρος και κάτοικοι ακολούθησαν την άμαξα, αφήνοντάς την χωρίς αμαξηλάτη. Η ελεύθερη βούληση των ζωντανών μετέφερε το άγιο σκήνωμα στον Ιερό Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, του παλαιού ναού.

Ο Άγιος Αντώνιος γιορτάζεται πανηγυρικά ως Πολιούχος της Βέροιας δύο φορές το χρόνο, την 1η Αυγούστου και την 17η Ιανουαρίου, αλλά δυστυχώς τα τελευταία χρόνια η κοσμοσυρροή από χιλιάδες προσκυνητές, από όλα τα μέρη της Μακεδονίας, και η προσέλευση πασχόντων ανθρώπων, που επιζητούσαν ταπεινά τη χάρη του αγίου και το θαύμα της θεραπείας τους, φθίνει, συρρικνώνεται όλο και περισσότερο και η παράδοση της θερινής υπαίθριας διανυκτέρευσης των μακρινών αλλά και των κοντινών επισκεπτών στον περίβολο της εκκλησίας έχει εκλείψει παντελώς, υποχωρώντας μπροστά στην ανέγερση πολυκατοικιών, στην έλλειψη χώρου, στα παράπονα των γειτόνων και στους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής.

Η οδός Κεντρικής κρύβει εκπλήξεις και έτσι η κατηφοριά που βγάζει στην περιοχή του Προμηθέα μας άφησε άναυδους από τη λαοθάλασσα που ξεχυνόταν μπροστά μας. Μας αγκάλιασε και μας έσυρε μέσα της, στο βυθό, στα μέσα του ωκεανού μιας εκτενούς λαϊκής αγοράς. Δρόμοι περιζωμένοι από πολύχρωμους πάγκους με μικροπωλητές, που καλούσαν φωνασκώντας με όλη τους τη δύναμη και πειθώ την πελατεία για να ψωνίσει καλογυαλισμένα, ζουμερά φρούτα, λαχταριστά ζαρζαβατικά, μυρωδάτα μπαχαρικά. Η τσίκνα από τα λουκάνικα και τα σουβλάκια που ψήνονταν στις αυτοσχέδιες σχάρες κάτω από τις τέντες μάς γαργάλησε τις μύτες και μας τράβηξε σα μαγνήτης. Οι φιλότιμοι, εξυπηρετικοί και χαμογελαστοί πωλητές μας κέρασαν. Τους ανταμείψαμε με την αγορά των προϊόντων τους και η κοσμο-τρικυμία μας περιτύλιξε και μας παρέσυρε πιο μέσα ακόμα. Ένας ολόκληρος κόσμος ανοίχτηκε μπροστά στα διάπλατα ανοιγμένα μάτια μας, ένας κόσμος γεμάτος από φανταχτερά ρούχα, κομψές τσάντες, υποδήματα της τελευταίας λέξης της μόδας, λεπτοδουλεμένα κεντήματα, πλουμιστές κουρτίνες, μίνι φυτώρια και ένα σωρό άλλα μικροαντικείμενα. Παντού ολόγυρα παζάρεμα, παζαριλίκι, παζαρτζήδες στο απομεινάρι του τούρκικου pazar με άρωμα Ανατολής, που αποκαλύπτει κάθε Τρίτη μια ολάκερη πτυχή της πόλης.

Πήραμε και πάλι τον ανήφορο και συνεχίσαμε επί της Κεντρικής. Περιδιαβήκαμε στο πλακόστρωτο καλντερίμι, το κοσμημένο εκατέρωθεν από φανοστάτες, και διαπιστώσαμε πως αποτελεί τον εμπορικό δρόμο της πόλης, περιστοιχισμένο από σύγχρονα εμπορικά καταστήματα αλλά και χαμηλά μικρομάγαζα, κατάλοιπα προφανώς από μια άλλη εποχή, όταν τα ίδια μαγαζάκια λειτουργούσαν ακόμα ως σιδηρουργεία ή χαλκουργεία.

Κοντοσταθήκαμε μπροστά σε έναν γέρικο πλάτανο και σιμώσαμε για να διαβάσουμε την επιγραφή. Προχωρήσαμε και μπήκαμε στο μικρό παρκάκι στην είσοδο της παλαιάς μητρόπολης με την ορειχάλκινη προτομή του ορθόδοξου ιεράρχη Αρσένιου, έργο του γλύπτη Ευθύμιου Καλεβρά. Ένας ιερομάρτυρας του 14ου ή 15ου αιώνα μας αντίκρισε σιωπηλά με την ιερατική του στολή και το πυκνό του μούσι. Ο ιερέας με τον οποίο απαντηθήκαμε μας κατατόπισε: Η παλιά Μητρόπολη είναι η αρχαιότερη βυζαντινή εκκλησία της Βέροιας, χτισμένη στα τέλη του 11ου αιώνα, που διασώζεται με το μιναρέ της, τούρκικο χνάρι από την εποχή που οι Οθωμανοί μετέτρεψαν το ναό σε τζαμί. Ο μητροπολίτης της Βέροιας, θύμα των βιαιοπραγιών των Οθωμανών την εποχή της άλωσης, κρεμάστηκε στον πλάτανο από τους Τούρκους προς παραδειγματισμό και τρομοκρατία των γηγενών χριστιανών. Το βήμα μάς έβγαλε και πάλι στο πλατάνι και τα μάτια ανίχνευσαν τον κορμό, τα κλαδιά, τα παρακλάδια και τα πλούσια φυλλώματα, σα να αναζητούσαν εκείνο το κλαδί που κράτησε το βάρος του στραγγαλισθέντος ανθρώπου. Αν τα δέντρα είχαν μιλιά…

Το στενό, λιθόστρωτο σοκάκι μας διακτίνισε σε μια άλλη εποχή, μια εποχή ρομαντική, της απλής καθημερινότητας, της γαλήνης και σιωπής, της ονειροπόλησης, του καλντεριμιού, της άμαξας και της εναρμόνισης της δομικής τέχνης με το φυσικό τοπίο. Όλα αυτά μας θύμισε η εβραϊκή συνοικία της Μπαρμπούτας, που εναγκαλίζεται χρόνια τώρα με τα ορμητικά νερά του Τριπόταμου. Δεν κυκλοφορεί ψυχή. Κι όμως η περιοχή κατοικείται. Είναι εντυπωσιακό και συνάμα παράξενο. Πριν από λίγο ήμασταν ακόμα μες στη βαβούρα. Τώρα ξαφνικά ανακαλύπταμε μια γειτονιά φάντασμα. Εδώ ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει, προβάλλοντας σθεναρή αντίσταση στην εξέλιξη και στην πρόοδο, στην ανεξέλεγκτη δόμηση και στον αχαλίνωτο νεωτερισμό. Επιρρεπής στο ρομαντισμό, σκέφτηκα πως ζω σε λάθος χρονική στιγμή και η επιθυμία μου να μπορούσα να γευτώ έστω ένα δείγμα εκείνου του καιρού με συνεπήρε, καθώς προχωρώντας ξεσκεπάζαμε το ένα θαύμα αρχιτεκτονικής δεινότητας μετά το άλλο.

Θαυμάσαμε την αναπαλαιωμένη Εβραϊκή Συναγωγή, τον πυρήνα της συνοικίας, όπου λέγεται πως κήρυξε το Ευαγγέλιο ο Απόστολος Παύλος. Γοητευτήκαμε από την ανανεωμένη όψη του αρχοντικού «Μπέκα», καμάρι και περιουσία ενός ευκατάστατου εμπόρου του 19ου αιώνα και τωρινή ιδιοκτησία του δήμου, στέγη του Διεθνούς Ινστιτούτου Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής. Ζηλέψαμε τη φρεσκαρισμένη ευπρέπεια του «Ολγάνου», πρώην κτήση ενός Εβραίου αρχιερέα, που πέρασε στα χέρια των δημοτικών αρχών ως «Αίθριο Πολιτισμού Όλγανος». Όλγανος! Μα πού το ξανακούσαμε; Α, ναι. Στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Η προτομή ενός αγγελοκάμωτου, καλλίμορφου νέου με πρόσωπο αψεγάδιαστων χαρακτηριστικών. Ο Όλγανος, τέκνο του Μακεδόνα βασιλιά Βέρητα, αδερφός της Βέροιας, που χάρισε το όνομα στην πόλη. Μύθος; Ιστορία; Αδιάφορο. Κοντοσταθήκαμε να αφουγκραστούμε τη σιγαλιά. Είναι ανύπαρκτη, καθώς το κελαριστό βουητό του Τριπόταμου μπλέκεται σε ένα αέναο παιχνίδι με το αιώνιο σεργιάνι του ποτάμιου θεού Όλγανου στις όχθες του.

Μια μέρα ιδιοκτήτρια του Αρχοντικού «Μπόζογλου», τωρινής στέγης του Συλλόγου Βλάχων, και τίποτε άλλο! Βίλλα της εποχής της, σύμβολο αριστοκρατίας, κουρνιασμένη σε περίοπτη θέση, απολαμβάνει τη θέα προς το λόφο αντίκρυ, το στέμμα του οποίου στολίζεται από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία.

Γοητευτήκαμε ακόμα από την αναστηλωμένη ανασκευή του κτηρίου του «Αναστασίου», που φυλάσσει εντός των τειχών του τα Γενικά Αρχεία του Κράτους Νομού Ημαθίας, ενώ κάποτε μπαινόβγαινε στην οικία ο «Δάσκαλος» της εβραϊκής κοινότητας, ο πολυάσχολος ραβίνος της εποχής, που καταγινόταν με το κήρυγμα και την τέλεση θρησκευτικών τελετών.

Αναδυθήκαμε και πάλι στο φως του σύγχρονου πολιτισμού, στην πλατεία Ρακτιβάν ή αλλιώς πλατεία Ωρολογίου. Μα δεν μπορεί! Τελείως διαφορετική την απεικόνιζε η φωτογραφία. Τί αναμόρφωση μέσα σε λίγα χρόνια! Ανέσυρα την ασπρόμαυρη αποτύπωση της εικόνας από την τσέπη και τη μελέτησα με ενδιαφέρον. Μια εκτενής χωμάτινη πλατεία απλωνόταν τότε από άκρη σε άκρη μπροστά στο διοικητήριο που είχε χτιστεί από Τούρκους, ενώ παραδίπλα τρύπωνε τον ουράνιο θόλο ένας πύργος με ένα ρολόι, στο οποίο η πλατεία οφείλει το όνομά της. Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Γάλλοι στρατιώτες, παραταγμένοι σε στάση προσοχής, με τις ξιφολόγχες τους παρά πόδας, δίπλα στους έφιππους επισήμους, που παρακολουθούν την εορταστική παρέλαση ενός λόχου. Μετά βίας καταφέραμε να διακρίνουμε κάποια απομείνασα ομοιότητα, η οποία συνίσταται κυρίως στην ύπαρξη του τέως διοικητηρίου και νυν νεοκλασικού Δικαστικού Μεγάρου. Και ο πύργος με το ρολόι; Άφαντος. Παππούδες ραχατεύουν επάνω στα πέτρινα κλιμακωτά καθίσματα κάτω από το ξύλινο υπόστεγο και αγναντεύουν προς το καλοδιατηρημένο μέγαρο, από το οποίο τους χωρίζει μια φαρδιά λωρίδα πλατείας με σιντριβάνια, που εκτοξεύουν κρύα νερά, άπλα για περίπατο νεαρών μητέρων, που σπρώχνουν νωχελικά τα καροτσάκια με τα μωρά και ευκαιρία δραπέτευσης για τα πιτσιρίκια, που σπάζουν τα δεσμά της σφιχτής λαβής των μπαμπάδων, υποχρεώνοντάς τους να σπεύσουν πίσω από τους μικρούς φυγάδες και να θυμηθούν το κυνηγητό των νεανικών χρόνων βαριανασαίνοντας και αγκομαχώντας.

Κάναμε μια στάση στο ζαχαροπλαστείο-μπουγατσάδικο του Κριαρά. Γωνιακό, σε θέση προνομιακή, προσφέρει θέα μοναδική προς την πλατεία. Καθίσαμε στις καρέκλες έξω στο πεζοδρόμιο, επιτρέψαμε στον ήλιο να μας περιλούσει, ευχαριστηθήκαμε τον καφέ μας και ευφρανθήκαμε από τις τεράστιες γλάστρες με τους φοίνικες που μας περιστοίχιζαν, αφήνοντας τις στιγμές των παραισθήσεων που ζήσαμε μέχρι στιγμής να δράσουν στις ψυχές μας, προσπαθώντας, ωστόσο, να αγνοήσουμε τις παλιωμένες, αντιαισθητικές πολυκατοικίες που κακοφόρμιζαν τη μαγεία.

Αφήνουμε το βλέμμα να πλανηθεί ολούθε και συμφωνούμε. Στην πλατεία Ωρολογίου αποδίδεται δικαίως και η δεύτερη ονομασία, «Ρακτιβάν», με την οποία η τοπική διοίκηση προφανώς θέλησε να τιμήσει τον νομομαθή και πολιτικό Κωνσταντίνο Ρακτιβάν, ο οποίος, έλκων την καταγωγή του, πατρόθεν, από τη Βέροια, ετέθη αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στη Μακεδονία την περίοδο 1912-13 για την προσωρινή διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών, ανάμεσα στις οποίες και της Βέροιας, που κέρδισε την ελευθερία της στις 16 Οκτωβρίου του 1912. Ωστόσο, αντιλαμβανόμαστε πως η «Πλατεία Ωρολογίου»-κοινός και συνηθισμένος χαρακτηρισμός, που ξεστομίζει κάθε κάτοικος-είναι κρίμα που απώλεσε το έμβλημα από το οποίο βαπτίστηκε.

Συνεχίσαμε απερίσπαστοι την περιπλάνηση και κατεβήκαμε στη σύγχρονη Βέροια από την αρχαία ρωμαϊκή οδό, τη Μητροπόλεως, κεντρική αρτηρία σε έντονο αναβρασμό, με το συνεχές πέρα-δώθε των κατοίκων, το εσπευσμένο πηγαινέλα και τα γοργοκίνητα σούρτα-φέρτα, την πυρετώδη φούρια μέσα και έξω, μπροστά και πίσω, δίπλα και παραδίπλα από τα καταστήματα, τους φούρνους, τα βιβλιοπωλεία, τα σούπερ μάρκετ και με την αδιάκοπη διέλευση βιαστικών Ι.Χ. και δίτροχων οχημάτων, που, όμως, σταματούν ιπποτικά, προσκαλώντας τους πεζούς στις διαβάσεις να περάσουν στο απέναντι πεζοδρόμιο, σαν κάποιος να έχει φροντίσει, τούτο τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, που ως επί το πλείστον καταπατείται παντού, οι Βεροιείς να τον τηρούν και να τον σέβονται σαν  ευαγγέλιο. Μας είπαν πως κάτω από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο κρύβεται το ρωμαϊκό παρελθόν της πόλης με τις τεράστιες λίθινες πλάκες, τις αμαξοπερπατημένες, ρούγα καλλωπισμένη με στοές και μαγαζάκια, τότε που οι Ελλάδα κατελήφθη από τους Λατίνους και οι Έλληνες έγιναν «Ρωμιοί».

Στρίψαμε στην Αγίου Δημητρίου και πέσαμε αναπάντεχα σε ένα ακόμα διατηρητέο νεοκλασικό: Το άκρως εντυπωσιακό Δημαρχείο της Βέροιας φαντάζει ωσάν άλλη βουλή σε μικρογραφία (ας μου συγχωρεθεί η υπερβολή) και δεσπόζει υπερήφανα και αρχοντικά στο γωνιακό τετράγωνο. Ήταν σα να συνεννοηθήκαμε με τα μάτια και ρίχνοντας συνωμοτικά βλέμματα ολόγυρα, σα να επρόκειτο να πράξουμε κάποια ανομία, τρυπώσαμε μέσα. Μείναμε έκθαμβοι από την απερίγραπτη αίγλη, την ανομολόγητη ωραιότητα, τη δυσπερίγραπτη γοητεία, αλλά και το όραμα απείρου κάλλους που ο καλλιτέχνης αρχιτέκτονας κατάφερε με το νου να συλλάβει και με το χέρι να φιλοτεχνήσει. Μπροστά στα γουρλωμένα από το θαυμασμό μάτια μας ξεδιπλωνόταν η μαεστρία προσωποποιημένη, ενσαρκωμένη σε ένα αναμορφωμένο εσωτερικό παλατιανής χλιδής, αυτοκρατορικών διαστάσεων, αλλά και πλασμένο για να αποπνέει μια απίστευτη ζεστασιά και θαλπωρή. «Εδώ μάλιστα!», σκέφτηκα καθώς περιεργαζόμουν την εξαιρετική αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου. «Ας εργαζόμουν εδώ και ας βασανιζόμουν σε μαραθώνιες συσκέψεις και συνεδριάσεις». Κυνηγημένοι από μια επίμονη υπάλληλο, που μας στρίμωξε για τα καλά, αναγκαστήκαμε να παραδεχτούμε την παρείσακτη παρουσία μας στο κτίριο. Ωστόσο, η αβρότητα και  η εκλεπτυσμένη της συμπεριφορά δεν της επέτρεπαν να μας αφήσει να φύγουμε, χωρίς να μας διαφωτίσει προηγουμένως πως κάποτε, την εποχή των Οθωμανών και μέχρι τη δεκαετία του ‘80, λειτουργούσε ως σχολείο. Αποχωρήσαμε, μετρώντας στις καρδιές μας τη δύναμη και μεγαλοψυχία των Ελλήνων χριστιανών εκείνης της εποχής, που με θέληση και αποφασιστικότητα συγκέντρωσαν το χρηματικό ποσό για την ανέγερσή του.

Τραβώντας για την παλιά συνοικία της Κυριώτισσας, αποκλίναμε για λίγο της πορείας για να κάνουμε μια στάση στην ξακουστή βιβλιοθήκη της Βέροιας. Βραβευμένη με το βραβείο «Πρόσβαση στη Μάθηση» από το Ίδρυμα Bill και Melinda Gates για τη δημιουργική χρήση των υπηρεσιών πληροφόρησης και τεχνολογίας, μας κίνησε την περιέργεια. Την τιμήσαμε λοιπόν με την παρουσία μας και τότε ήταν που είδαμε… τα μαγικά κουτιά, μια γωνιά για τα παιδιά, γεμάτη έμπνευση, παιχνίδι, δημιουργικότητα, εφευρετικότητα και αλληλεγγύη στη μικρή τους κοινότητα, αλλά και ένας χώρος διαμορφωμένος με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σταθμούς μουσικής και ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δραστηριοτήτων τόσο για ανήλικες, όσο και για ενήλικες. Η σκληρή και αδιάλειπτη δουλειά χρόνων του διευθυντή, Ι. Τροχόπουλου, σε συνδυασμό με την αφοσίωση στους στόχους του, ανταμείφθηκαν με το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό του ενός εκατομμυρίου δολάρια, μεταβάλλοντας τη βιβλιοθήκη στην κυριολεξία σε ένα φυλάκιο αμύθητου θησαυρού με απέραντες δυνατότητες.

Η νύχτα ξετύλιξε τη μενεξελιά μαντήλα της πάνω στην αψίδα των αιθέρων και μας πύρωσε με τη σφοδρή επιθυμία για εκτόνωση και κέφι. Ποιος είπε, όμως, πως η διασκέδαση της νυχτερινής ζωής της Βέροιας εξελίσσεται εντός ψυχρών και αντιαισθητικών σκυροδετημένων κατασκευασμάτων; Το αντίθετο.. Η Κυριώτισσα είναι μια από τις πιο αναλλοίωτες και ανέγγιχτες από τη σήψη και τη φθορά της προόδου συνοικίες, άψογα διαφυλαγμένη στο πέρασμα των χρόνων στο κέντρο της Βέροιας σε μια γραφική γειτονιά, ζωγραφισμένη με πλακόστρωτα σοκάκια, χειροκεντημένη με πέτρινες εκκλησιές και αγλαϊσμένη με παλιές λίθινες οικίες, τόσο όμορφα και μετά δεξιοτεχνίας ανακατασκευασμένα, που νομίζει κανείς πως όπου νά ‘ναι κάποια πόρτα θα ανοίξει και μια ψηλόλιγνη σιλουέτα με γενειάδα κοντή και μουστάκι στριφτό, με σκουρόχρωμο παλτό και σκούρο γκρι γιλέκο και με ένα ψηλό καπέλο επί κεφαλής θα ξεμυτίσει για τη βραδινή της τσάρκα. Αντί αυτού, η πόρτα που άνοιξε ξετρύπωσε μια θορυβώδη παρέα, παραδομένη σε τρανταχτά γέλια. Τα νιάτα ξεχύθηκαν στο στενό, αφήνοντας τα εκκωφαντικά κύματα της μουσικής να δραπετεύσουν για λίγες στιγμές από εντός, μέχρι που η πόρτα ξαναέκλεισε. Και ξαφνικά, τα δρομάκια άρχισαν να γεμίζουν όλο και περισσότερο, κάνοντας τούτης της φωταγωγημένης συνοικίας την καρδιά να χτυπάει πλέον στους ρυθμούς της ακούραστης νεολαίας του ξεφαντώματος και του γλεντιού.

Γίναμε ένα με τα νυχτοπερπατήματα, σμίξαμε με τον πανικό της νύχτας που επικρατεί σ’ αυτό το μαχαλά, όπου η πολιτεία εποχών και πολιτισμών παντρεύεται με τις μελωδικές νότες της έντεχνης και ροκ μουσικής και παρασυρθήκαμε από ένα άλλο ρεύμα, ένα κύμα ανθρώπων, που στροβιλιζόμενο μέσα από τα στενοσόκακα, πλοηγήθηκε μέσα από μια πύλη στο Ερατεινώ, που μας έκοψε την ανάσα και κέρδισε τις εντυπώσεις μας. Το καφέ-μπαρ μοιάζει με μουσείο λαογραφίας. Πάνω από τα κεφάλια μας, στερεωμένο στον τοίχο, αιωριόταν ένα παμπάλαιο ποδήλατο. Η λιθόστρωτη είσοδος, η γαρνιρισμένη στις γωνιές της με ανθοστόλιστα πιθάρια και κιούπια, μας οδήγησε δίπλα από μια τάβλα-αντίκα στεφανωμένη με κεριά στη ρομαντική ατμόσφαιρα στο βάθος, το ντυμένο με μια υπέροχη ρουστίκ τραπεζαρία, περιβαλλόμενη από τοίχους επενδυμένους με πέτρα και πρωτότυπα διακοσμημένους με ανθοδέσμες και παλιά θαμπά μουσικά όργανα διαφόρων ειδών και διαστάσεων. Μας έλκυσε ένα φως και χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε σε μια εξωτερική αυλή, μεστή από ελαιόδεντρα, οχυρωμένη ολόγυρα από εξωτερικά τείχη σαν κάστρο και ωστόσο, εκτεθειμένη σε έναν καθαρό, έναστρο ουρανό, ένα υπέροχο αίθριο, διαβαθμισμένο σε επίπεδα και σκαλοπάτια, επιπλωμένο με τραπεζάκια και καρέκλες, αλλά και καναπέδες ακουμπισμένους αναπαυτικά στους τριγύρω τοίχους, κάτω από τα ξύλινα σκεπασμένα υπόστεγα.

Μας πήραν οι πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες και η ανάγκη για ανάπαυλα, αξιώνοντας άμεσα και επιτακτικά ικανοποίηση, μας ξεσήκωσε. Ροβολήσαμε σιγά-σιγά προς τον περιφερειακό δρόμο, που συνδέει την πόλη με τον οδικό άξονα της Εγνατίας, και προσαράξαμε στο νυχτερινό μας ησυχαστήριο για διανυκτέρευση, το Aiges Melathron. Το επιβλητικό, υπερσύγχρονο, 4 αστέρων οικογενειακά διοικούμενο ξενοδοχείο είναι η απάντηση για κάθε επισκέπτη που αναζητά την οικειότητα και φιλοξενία σε ένα ξένο περιβάλλον, καθώς, πέρα από τις οικονομικές τιμές, το ξενοδοχείο σε κερδίζει αμέσως για τη σεμνή αριστοκρατικότητα, την ταπεινή λαμπρότητα, την αψεγάδιαστη εξυπηρέτηση και την άμεμπτη παροχή υπηρεσιών.

Πλήρως αναρρωμένοι, δραπετέψαμε από την αγκάλη του Μορφέα και ξεκινήσαμε τη μέρα μας δυναμωτικά με εδέσματα από το υπέροχο μπουφέ, φτιαγμένα από αγνά υλικά και με μεράκι. Ρίξαμε μια κλεφτή ματιά στους «κήπους του Μίδα, το εστιατόριο, που υπόσχεται γαργαλιστικούς, γευστικούς πειρασμούς του ουρανίσκου, καθρεφτιστήκαμε στα καθαρά νερά της πισίνας στην εξωτική, φοινικόφυτη υπαίθρια αυλή και ξεφύγαμε από την αθρόα άφιξη εξεχόντων προσωπικοτήτων στον «Ανδρόνικο», την αίθουσα των 530 τετραγωνικών μέτρων και χωρητικότητας 600 ατόμων, που κατέφθαναν για την πραγματοποίηση κάποιας συνεδριακής συνάντησης.

Το λεωφορείο μας παρέλαβε για μια τελευταία απόδραση πριν την αναχώρηση και μας αποβίβασε ύστερα από δεκάλεπτη διαδρομή στις παρυφές της πόλης, σε ένα καταπράσινο λοφίσκο, κατάσπαρτο από ψηλόκορμα πεύκα και διασχιζόμενο από δαιδαλώδη πέτρινα μονοπάτια. Το Άλσος Παπάγου τελεί εδώ και χρόνια το ευεργετικό έργο της προμήθειας της πόλης με την ολόφρεσκη ανάσα οξυγόνου που παράγει αγόγγυστα και ακούραστα. Ακροπατήσαμε στα πέτρινα καθίσματα του υπαίθριου αμφιθεάτρου της «Μελίνας Μερκούρη» και στραφήκαμε στην πανοραμική θέα της Βέροιας από το χείλος του δασώδους υψώματος. Αντίο, Βέροια. Καλή αντάμωση!

Βέροια

 Τόπος τρισευλογημένος, απ’ τα παλιά χρονολογημένος

κι απ’ της πλάσης την ευεργεσία τρυφερά χαϊδολογημένος.

Στων Πιερίων  τα όρη τα αλπικά ακουμπισμένος,

στους πρόποδες του Βερμίου τ’ ανατολικά κουρνιασμένος.

 Απ’ του Αλιάκμονα τα νερά τα γαλάζια βρεγμένος,

με της Καμπανίας την πεδιάδα τη θαλερή σμιγμένος.

 Παρά τη Βεργίνα του Αλεξάνδρου του Μέγα φωλιασμένος,

στις γίδες τις χιονόλευκες, τις Αιγές, προσηλωμένος.

 Εκ Μακεδόνος βασιλέως, το Βέρητα, γεννημένος,

και με το όνομα της κόρης του, Βέροιας, βαπτισμένος.

 Αίμα αδερφικό, του Ολγάνου, ποτισμένος,

ομομήτριος της Μίεζας αδερφός αγαπημένος.

 Άρχων με δάφνες πρωτιάς εστεμμένος,

πρωτεύουσα μητρόπολη της Ημαθίας κεχρισμένος.

 Περίσσιες εκκλησιές βυζαντινές καταστολισμένος,

ωσάν Ιερουσαλήμ μικρά χιλιοπαινεμένος.

 Τόπος ιερός και αποστολικά περπατημένος,

στο Παύλειο το βήμα από καρδιάς λατρεμένος.

 Βρυσομάνα Βεροιέων βουνίσια βαλμένος,

βίγλα βασιλική βαρονέσας βγαλμένος.

Δημητριάδου Χ.