Ο Ανδροκλής και το Λιοντάρι

Μιά φορά κι ένα καιρό ένας σκλάβος που λεγόταν Ανδροκλής δραπέτευσε από τον κύριό του και κατέφυγε στο δάσος. Όπως περιπλανιόταν εκεί συνάντησε ένα λιονταρι ξαπλωμένο στο έδαφος που στέναζε και βογγούσε. Καταρχάς γύρισε για να φύγει, αλλά διαπιστώνοντας ότι το λιοντάρι δεν τον ακολούθησε, γύρισε πίσω και πλησίασε προσεκτικά. Καθώς ήρθε κοντά του, το λιοντάρι έβαλε έξω το πόδι του, το οποίο ήταν πρησμένο και αιμορραγούσε, και ο Ανδροκλής διαπίστωσε ότι είχε πατήσει ένα τεράστιο αγκάθι που του προκαλούσε όλο τον πόνο. Με προσοχή έπιασε και τράβηξε το αγκάθι και έδεσε την πληγή στο πόδι του λιονταριού κόβοντας ύφασμα από τον χιτώνα του. Το λιοντάρι σε λίγο μπόρεσε να σηκωθεί και άρχισε να γλύφει το χέρι του Ανδροκλή όπως ένα σκυλί. Κατόπιν το λιοντάρι πήρε τον Ανδροκλή στη σπηλιά του, και καθημερινά του έφερνε  κρέας να τρώει για να ζήσει. Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός και στρατιώτες συνέλαβαν τον Ανδροκλή και το λιοντάρι.

Μετά από την σύλληψη του ο σκλάβος καταδικάστηκε να φαγωθεί από το λιοντάρι, που το είχαν αφήσει χωρίς φαγητό για αρκετές ημέρες. Ο αυτοκράτορας και όλοι οι αξιωματικοί του ήρθαν στην αρένα να δουν το θέαμα και ο Ανδροκλής οδηγήθηκε στη μέση του χώρου. Αμέσως μετά το λιοντάρι αφέθηκε να βγεί από το κρησφύγετό του, και όρμηξε με βρυχηθμό προς το θύμα του. Αλλά μόλις ήρθε κοντά στον Ανδροκλή  αναγνώρισε τον φίλο του, και άρχισε να του γλείφει τα χέρια όπως ένα φιλικό σκυλί. Ο αυτοκράτορας, που εξεπλάγη με αυτό, κάλεσε τον Ανδροκλή, ο οποίος του είπε ολόκληρη την ιστορία. Ο αυτοκράτορας εντυπωσιάστηκε πολύ από την ιστορία και αποφάσισε να ελευθερώσει τον σκλάβο, και άφησε το λιοντάρι ελεύθερο στο δάσος του.

Η ευγνωμοσύνη είναι αυτό που χαρακτηρίζει τις ευγενείς  ψυχές.