Feed
Άρθρα
Σχόλια

Ο ζητιάνος

Βοηθάτε με· ο ζητιάνος του δρόμου· τ’ αδειανό

ταγάρι μου κι εκείνο βαραίνει με· πονώ.

 

Ζητιάνεψα τον ήλιο, του πέλαου την ορμή,

την αγκαλιά της μάνας, της κόρης το κορμί…

 

Τίποτε· με τα έρμα και με τα ολαρφανά!

Κρύα, γυμνή η ψυχή μου, τα χέρια μου αδειανά.

 

Μοίρα για ν’ αποχτήσεις και να την παντρευτείς,

η Μοίρα θέλει να είσαι με γνώμη δουλευτής.

 

Και θέλει να παλέψεις και να ξενιτευτείς,

και σαν καραβοκύρης και σαν πραματευτής.

 

Μα εγώ είμαι το σημάδι του απλέρωτου καημού.

Του ονείρατου ζητιάνος και του συλλογισμού,

 

είμαι ο ζητιάνος τώρα του δρόμου· το κορμί

βοηθάτε με να γείρω στη γη. Πεινώ. Ψωμί.

1911

ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Ακούω πως στη Νέα Υόρκη

Στη γωνιά της 26ης Οδού και του Μπρόντγουαιη

Στέκει ένας άντρας κάθε βράδυ τους μήνες του χειμώνα

Και στους άστεγους που μαζεύονται βρίσκει ένα καταφύγιο για τη νύχτα

Κάνοντας εκκλήσεις στους διαβάτες.

 

Ο κόσμος έτσι δε θ` αλλάξει.

Δε θα καλυτερέψουνε ανάμεσα στους ανθρώπους οι σχέσεις

Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης

Μα ωστόσο λίγοι άνθρωποι βρίσκουνε καταφύγιο για τη νύχτα

Για μια νύχτα τους φυλάγεις απ` τον άνεμο

Το χιόνι που προορίζονταν γι` αυτούς πέφτει στο δρόμο.

 

Σαν το διαβάζεις τούτο `δω, μην κλείσεις το βιβλίο, άνθρωπε.

 

Λίγοι άνθρωποι βρίσκουνε καταφύγιο για τη νύχτα

Για μια νύχτα τους φυλάγεις απ` τον άνεμο

Το χιόνι που προορίζονταν γι` αυτούς πέφτει στο δρόμο

Μα ο κόσμος έτσι δε θ` αλλάξει

Δε θα καλυτερέψουνε ανάμεσα στους ανθρώπους οι σχέσεις

Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης.

 

Μπρεχτ, Μπ. Ποιήματα

μετ. Ν. Βαλαβάνη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1987, σελ. 100

Νικηφόρος Βρεττάκος, «Οι τρεις άστεγοι»

Μια χειμωνιά, τρεις άστεγοι, που απ’ τον πάγο σβήναν

σε μια ταβέρνα που έκλεινε μπήκαν ορμητικοί.

Κι ενώ πολύ διψούσανε, καθόλου αυτοί δεν πίναν,

Αλλά το χώμα κοίταζαν κ’ οι τρεις τους σκεφτικοί.

Κι ο ταβερνιάρης που άλλοτε την ώρα αυτή σφαλούσε,

γιατί είχε σπίτι ερημικό και φαμελιά πολλή

να τους ειπεί πως πέρασεν η ώρα δεν τολμούσε

γιατί ήτανε παράξενοι και σκοτεινοί πολύ.

Κι όταν σαν άχνιζε η αυγή τον απαχαιρετήσαν

ένα κρασί τους πρόσφερε κι’ αυτός να ζεσταθούν,

ενώ από οίχτο κι ανθρωπιά τα μάτια του δακρύσαν.

Μ’ αυτοί, κ’ οι τρεις, περήφανοι, δεν πήρανε να πιουν.

Εικοστός αιώνας

(απόσπασμα)

Σε λίγο διάστημα όμως, εκείνον τον καιρό που οι πρόσφυγες ήρθαν στην πόλη, ακούστηκε στους δρόμους μια νύχτα και φωνάζανε: «Πάρετε να διαβάσετε, εδώ ο τουφεκισμός των ΕΞ! Ένα εκατομμύριο πρόσφυγας έφεραν στην Ελλάδα οι ΕΞ! Πάρετε να διαβάσετε τας τελευταίας στιγμάς των ΕΞ!».

«Τι είναι οι ΕΞ, πατέρα;» ρώτησε η Πολυξένη.

«Οι υπουργοί, παιδί μου, που μας πήγαν στον πόλεμο να κόψομε το μήλο στην κόκκινη μηλιά. Αλλά μηλιά δε βρέθηκε, και μας γύρισαν πίσω. Μα δεν ήταν μονάχα αυτοί, οι υπαίτιοι της συμφοράς. Είναι ακόμα κι άλλοι».

«Και δε θα τους σκοτώσουνε κι αυτούς, πατέρα;»

«Όχι. Την πληρώνουν οι δεύτεροι πάντοτε κι όχι οι πρώτοι. Αυτό είναι άδικο. Ίσως διορθωθεί μια μέρα, πριν να πεθάνω, άντε να παίξεις».

Βιβλιογραφικά

Μέλπω Αξιώτη, Άπαντα. Τόμος. Δ΄: Εικοστός αιώνας, Κέδρος, Αθήνα 1982, σ. 18

Το νούμερο 31328. Το βιβλίο της σκλαβιάς

(απόσπασμα)

Είμαστε ένα τάγμα εργατικό. «Αμελέ ταμπουρού.» Τα τάγματα των στρατιωτικών αιχμαλώτων είναι χώρια από μας. Αυτοί περνούν καλύτερα. Εμείς είμαστε ένα καθαρό τάγμα σκλάβων.

[…]

Η πιο σκληρή δουλειά είναι στα πολεμοφόδια που φέρνουν τα τρένα. Μικρές κάσες οβίδες, κι απόξω η σημείωση: «92 κιλά». Τα κουβαλούσαμε απ’ το σταθμό στη μεγάλη αποθήκη που είναι ίσαμε ένα μίλι αλάργα. Ζευγάρια-ζευγάρια. Κάθε δυο σκλάβοι παίρναν μια κάσα. Ο ένας φορτωνόταν κι ο άλλος βοηθούσε από πίσω. Στα μισά του δρόμου αλλάζαμε. Έτσι.

Τη λέγαμε «μαύρη αγγαρειά». Με τ’ όνομα τούτο πιάσαν να τη νοματίζουν κι οι στρατιώτες:

-Άϊντε, ποιοι είναι στη «μαύρη αγγαρειά»!

Ήμαστε ίσαμε ογδόντα νομάτοι. Κάναμε ένα βήμα μπρος με χαμηλωμένα μάτια.

Μέρα με τη μέρα λιγοστεύαμε όσοι δουλεύαμε εκεί. Τους έβλεπες, εκεί που τραβούσαν φορτωμένοι, τσαφ! Τα στόματα ανοίγαν, α.α.α, τα μούτρα τεζέρναν να σπάσει το πετσί, σαν πάγος. Πέφταν – τι παθαίναν; Τους χύναμε νερό να συνεφέρουν.

Ο τσαούς ο δικός μας ανάφερνε το βράδυ:

-Πού θα βγει αυτό; Θα μας κάμουν ζημιά στις κάσες!

Τότες μας φέραν βοδαραμπάδες· κάτι ρόδες, να! Τους φορτώναμε. Αντίς για βόδια ζεύανε δυο σκλάβους, άλλοι σκλάβοι σπρώχναν με τα χέρια τους τις ρόδες. Οι στρατιώτες βαστούν το κεντρί, την «τέμπλα», και κανονίζουν, όπως με τα βόδια, την πορεία.

Στο δρόμο είναι ένα πηγάδι. Δυο-τρεις δικούς μας τους είχαν πνίξει εκεί μέσα. Οι στρατιώτες το λεν. Πολλές φορές μας σταματούν:

-Κοιτάχτε μέσα, ουλάν!

Κοιτάζουμε.

-Φαίνουνται;

-Όχι, δε φαίνουνται.

-Να ρίξουμε έναν να τους βρει; ρωτούν τον Μιχάλ-τσαούς.

Γελούν μαζί. Το αστείο περνά. Τα «βόδια» πέφτουν πάλι στο δρόμο. Στον αγέρα τρέμει το αγκομαχητό των λαχανιασμένων κορμιών που τεζέρνουν στην προσπάθεια. Οι ρόδες τρίζουν. Λυρικά. Τριξ, τριξ. Οι φλέβες του λαιμού, σ’ αυτούς που σέρνουν μπρος, τεντώνουν σαν κόρδες. Οι γυμνές πατούνες σαλαγούν στη γης ν’ αγαντάρουν. Την ικετεύουν: δέξου μας στέρεα, από ευσπλαχνία.

Παρακάτου απ’ το πηγάδι είναι ένας τάφος. Ένας Τούρκος είχε σκοτωθεί στον ίδιο τόπο. Εφές. Του βάλαν μια πλάκα ολόρθη, μνημείο. Είναι πάνω στο δρόμο. Τυχαίνει τα βόδια, οι σύντροφοι που σέρνουν μπρος, να μην καρατάρουν καλά: οι μεγάλες ρόδες του αραμπά αγγίζουν το υψωμένο χώμα του τάφου.

-Γιανάς! σκυλιάζουν οι στρατιώτες και κεντρίζουν ν’ αλλάξει ρότα το τιμόνι.

Δίπλα στο δρόμο είναι ένα χωράφι σπαρμένο κουκιά. Ένα-δυο ρίζες έχουν κατεβεί ίσαμε τον τάφο. Βλάστησαν ρωμαλέα απ’ το λίπος του. Λίγα πρώιμα κουκιά αστράφτουν. Τα βλέπαμε με βουλιμία.

Ένας δικός μας μια μέρα στο γυρισμό χιμά και τα κόβει.

-Πις μιλλέτ! (βρωμερό έθνος) Τρέχουν οι στρατιώτες κοντά και τον αρχίζουν με την «τέμπλα». Ουλάν, δε φοβάστε λοιπόν τίποτα εσείς;

-Τα παλιοτόμαρα! Τι να φοβηθούν! Μπας κι έχουν Θεό; συμπληρώνει ο Μιχάλ-τσαούς.

Βιβλιογραφικά

Ηλίας Βενέζης, Το νούμερο 31328. Το βιβλίο της σκλαβιάς., Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1998, σ. 164 & 168-169.

Το έβδομο ρούχο

(απόσπασμα)

Τεσσάρων ήταν το ’22 η Περσεφόνη μας. Τη θυμάσαι, Ανδρόνικε;… Εμ, βέβαια, γίνεται να μη τη θυμάσαι;… Σε χαιρέταγε απ’ τη βάρκα και σου φώναζε «μπαμπούλη, γρήγορα κάνε». Κι εσύ, με τον Κλεομένη, κάτι κανονίζατε στο μόλο όταν ήρθαν… Πρώτα ακούσαμε τα ποδοβολητά κι ύστερα τα «γκιαούρ, γκιαούρ» και φώτισε η νύχτα απ’ τις δάδες που κρατάγανε οι Τσέτες. Σαν έπεσε το ωραίο σου κεφάλι στο νερό, κομμένο, πλημμύρισε η θάλασσα αίμα. Το παιδί σκλήριζε «μπαμπά μου, μπαμπούλη μου» κι εγώ ρίχτηκα στη θάλασσα. Γιατί;… για να σε πάρω μαζί μου. Εσένα. Το ωραίο σου κεφάλι… Με τράβηξαν οι άλλοι με το ζόρι πάνω στη βάρκα. Και τραβώντας ξέφρενα κουπί, φτάσαμε το καΐκι του Αντρέα. Έπεσαν κι άλλα κεφάλια στη θάλασσα. Του Κλεομένη, του παραγιού του, του Περικλάκη, της Φρόσως. Το δικό σου, όμως, με ένοιαζε. Το ωραίο κεφάλι σου. Σ’ αγαπώ πάντα, Ανδρόνικε. Μόνο εσένα αγάπησα… Το ξέρεις καλά… Ένα μόνο δε σου συγχωρώ… Όλο σε ρωτάω και ποτέ δε μου απαντάς… Για άλλα μου δίνεις μήνυμα, αλλά γι’ αυτό ποτέ… Άλλη μια φορά σε ρωτάω, Ανδρόνικε. Ζει η Περσεφόνη μας ή πέθανε;…

[…]

Μετά την Καταστροφή, είχαμε πάει στη Χίο. Ήτονε κι άλλοι Μικρασιάτες εκεί. Σμυρνιοί, Αϊδινιώτες. Μέναμε όλοι σε κάτι αποθήκες λαδιού. Άμαθη όπως ήμουν, γρήγορα ξεπούλησα τα χρυσαφικά μας. Το βαφτιστικό σταυρό της Περσεφόνης είχα μόνο κρατήσει. Κι αυτόν τον πούλησα σ’ ένα καϊκτσή για να μας πάει στην Καβάλα. Εκεί είχε συγγενείς ο Ανδρόνικος. Δυο αδελφές. Γιατί εκεί, στη Χίο, προκοπή δεν κάναμε. Οι ντόπιοι όλο «πρόσφυγοι» και «πρόσφυγοι» μας λέγανε. Κι όταν ζορίσανε πολύ τα πράματα, η Περσεφόνη άρχισε να φέρνει πότε κομμάτι ψωμάκι, πότε λίγες άψητες μαρίδες. Ζητιάνευε το κορίτσι μου!… Όχι, είπα, να μπαρκάρουμε καλύτερα για την Καβάλα. Χειρότερα αποδώ δε θα ‘ναι!… Κι όμως, ήτονε… Οι κουνιάδες μου με διώξανε με το χειρότερο τρόπο. Έτσι φύγαμε πάλι… Όπου έβρισκα δουλειά, καθόμασταν. Εκεί έξω απ’ την Καβάλα, σ’ ένα χωριό, σταθήκαμε. Θα ‘χα δουλειά ως το χειμώνα, είπε τ’ αφεντικό. Κοιμόμασταν όλες οι εργάτριες με τα παιδιά μας στις αποθήκες που φυλάγανε τα καπνά. Βρώμαγε το νίτρο αλλά τι να κάναμε; Μας τάιζε κιόλας ο αφέντης. Το μεσημέρι ψωμοτύρι και το βράδυ ντοματόρυζο, πλιγούρι, τέτοια. Μας κράταγε κάτι γρόσια για τα παιδιά, αλλά αν μπορούσαμε ας βρίσκαμε κι αλλού. Εμείς δουλεύαμε στα χωράφια, τα μωρά παίζανε πιο κει. Έτσι κυνηγώντας το τόπι της η Περσεφόνη είδε εκείνο το καταπληκτικό λουλούδι, ένα νάρκισσο. Μου το ‘παν οι φίλες της, τ’ άλλα κορίτσια… Πώς χάθηκε το παιδί μου;… Μυστήριο!… Κάπου θα μπερδεύτηκε και δε θα ‘βρισκε το δρόμο να γυρίσει. Έτσι είχα σκεφτεί τότε κι είχα πάρει τους δρόμους.

Βιβλιογραφικά

Ευγενία Φακίνου, Το έβδομο ρούχο, Καστανιώτης, Αθήνα 1995, σ. 22-23 &100-101.

Middlesex

Ανάμεσα στα δύο φύλα

(απόσπασμα)

Σε μια μαύρη οθόνη, ένα βλέμμα σε σχήμα διόπτρας εστιάζει και θολώνει, παρατηρώντας τους πρόσφυγες πέρα στο βάθος. Ουρλιάζουν χωρίς ήχο. Απλώνουν τα χέρια τους, ικετευτικά.

«Θα τους ψήσουν ζωντανούς τους φουκαράδες».

«Ζητώ την άδεια να περισυλλέξω ναυαγό, κύριε».

«Όχι, Φίλιπς. Έτσι και επιβιβάσουμε έναν, θα πρέπει να τους πάρουμε όλους».

«Ένα κορίτσι είναι, κύριε».

«Πόσων χρόνων;»

«Φαίνεται γύρω στα δέκα ή έντεκα».

Ο πλωτάρχης Άρθουρ Μάξουελ κατεβάζει τα κιάλια του. Ένας τριγωνικός κόμπος από μυς τσιτώνει το πιγούνι του κι εξαφανίζεται.

«Μια ματιά ρίξτε της, κύριε».

«Δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από συναισθήματα, Φίλιπς. Εδώ διακυβεύονται πολύ σημαντικότερα πράγματα».

«Μια ματιά ρίξτε της, κύριε».

Τα ρουθούνια του πλωτάρχη Μάξουελ γυαλίζουν καθώς κοιτάζει τον καπετάνιο Φίλιπς. Ύστερα, χτυπώντας το ένα του χέρι στο γοφό του, μετακινείται προς το πλάι του πλοίου.

Ο προβολέας σαρώνει την επιφάνεια του νερού, φωτίζοντας το δικό του οπτικό πεδίο. Το νερό φαντάζει κρύο κάτω από τη φωτεινή δέσμη, άχρωμο ζουμί πηγμένο από κάθε λογής σκουπίδια: ένα γυαλιστερό πορτοκάλι· έναν αντρικό μπερέ μ’ ένα γείσο από περιττώματα· κομμάτια χαρτί σαν σκισμένα γράμματα. Κι εκεί, ανάμεσα σ’ αυτό το αδρανές υλικό, εμφανίζεται εκείνη, γραπωμένη από τον κάβο του καραβιού, ένα κορίτσι με ροζ φόρεμα, που στο νερό σκουραίνει και γίνεται κόκκινο, τα μαλλιά της κολλημένα πάνω στο μικρό της κρανίο. Τα μάτια της, κοιτάζοντας ψηλά, δεν ικετεύουν. Τα λεπτά της πόδια κλοτσάνε κάπου-κάπου, σαν πτερύγια ψαριού.

Τουφεκιές από την ακτή χτυπούν στο νερό ολόγυρά της. Δεν τους δίνει σημασία.

«Σβήσε τον προβολέα».

Το φως σβήνει και οι πυροβολισμοί σταματούν. Ο πλωτάρχης Μάξουελ κοιτάζει το ρολόι του. «Η ώρα είναι 21.15. Πηγαίνω στην καμπίνα μου, Φίλιπς. Θα μείνω εκεί ως τις 07.00. Αν τύχει και περισυλλεγεί κανένας ναυαγός στο πλοίο σ’ αυτό το διάστημα, δε θα υποπέσει στην αντίληψή μου. Κατανοητό;»

«Κατανοητό, κύριε».

Βιβλιογραφικά

Jeffrey Eugenides, Middlesex. Ανάμεσα στα δύο φύλα, μτφρ. Άννα Παπασταύρου, Libro, Αθήνα 2003, σ. 92-94.

Στου Χατζηφράγκου

Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας

(απόσπασμα)

 

Κάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Η κάψα; Οι φωνές; Σκυλιά ουρλιάζανε. Η φωτιά ήτανε μακριά. Καρατάρησα με το μάτι πως θα ‘χε φτάσει από το Μπασμαχανέ στον Αϊ-Δημήτρη, αφού είχε πάρει σβάρνα ολάκερη την Αρμενιά. Μας χώριζε πάνω από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί σκέπαζε το μισό ουρανό. Μπροστά μου, τ’ Αλάνι λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Ανθρώποι βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε, χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε, κοιτάζανε ψηλά. Είχε σηκωθεί σορόκος, όχι δυνατός, όσο χρειαζότανε για να το γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της ήτανε ο νόμος κι οι προφήτες. Σεργιάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε απ’ τα παράθυρα. Ο καπνός ανέβαινε κόκκινος, καρουλιαστός, απλωνότανε ύστερα σε μπακιρένια σύννεφα. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Τα πουλιά, ξεγελασμένα από τη λάμψη, από το φως, είχανε ξυπνήσει και τσιβίζανε μέσα στις φυλλωσιές. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Όμορφος μπαξές, ποτιστικός. Τώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες.

Φωνάζανε από τ’ Αλάνι. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Το καμίνι που ερχότανε κατά δω άδραχνε τα λόγια, τα ξάτμιζε, τα ‘κανε αχνό. Μπήκα στο σπίτι. Η Κατερίνα με κοίταξε στα μάτια. Μη νοιάζεσαι, της λέω, κι εδώ να ‘ρθει η φωτιά, θα τη σταματήσει τ’ Αλάνι. Το ξυπνητήρι έδειχνε κοντά έντεκα η ώρα. Θα ‘χαμε κοιμηθεί καμιά-δυο ώρες.

Σιγά σιγά, πήρε τ’ αφτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά δω, ζύγωνε ολοένα. Και ξαφνικά, μπουκάρανε απ’ τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι, σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ’ ένα μπόγο στον ώμο, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, μ’ ένα τέντζερε στα χέρια ή μ’ ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελά, μουγγοί, ούτε γυναίκες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογγάνε ούτε μωρά να κλαψαρίζουνε – μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Μουγγοί, σκυφτοί, μ’ αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπροστά.

Φόρεσα ένα παντελόνι πάνω από τη νυχτικιά μου και κατέβηκα στ’ Αλάνι. Πέσαμε πλάι τους.

-Βρε παιδιά, πού πάτε;

Δείξανε μπροστά.

-Σταθείτε, βρε παιδιά, δεν έχει φόβο εδώ, μπείτε στα σπίτια μας, είναι δικά σας. Μπείτε να ξαποστάσετε.

Δεν αποκρίνονταν, μόνο τραβάγανε μπροστά. Βγαίνανε απ’ την κόλαση, πορτοκαλιοί και κόκκινοι απ’ τη μεριά που χτύπαγε η φωτιά. Οι άντροι, τέλος πάντων, είναι άντροι. Παραβλέπεις. Μα οι γυναίκες ήτανε φριχτές, ξεμαλλιασμένες και μες στη μουτζαλιά. Μια κράταγε ένα κόσκινο, μιαν άλλη φόραγε στο κεφάλι της ένα καπέλο με φτερά και ήτανε ξυπόλυτη, και μια είχε φορτωθεί στον ώμο της ολάκερο φορτσέρι, κοπελίτσα, θα ‘τανε τα προικιά της. Άλλοι σηκώνανε στη ράχη τους παππούδες και γιαγιάδες. Δυο είχανε πλέξει τα χέρια τους καρεγλάκι και κουβάλαγαν ένα γέρο πετσί και κόκαλο, με το πιγούνι του ακουμπιστά στο στήθος. Ένα παπάς οδήγαγε μπροστά ένα δεύτερο κοπάδι.

-Αμάν, πού πάτε, βρε παιδιά;

Αμάν αμάν! η φωτιά τούς είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο. Κι ο ρόχος της φωτιάς ούρλιαζε τώρα, γέμιζε τον αέρα. Μπρος από τον παπά, ένα παιδάκι, ανίδεο, κύλαγε το τσέρκι του, ευτυχισμένο.

Ένα γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε σε κάποιο καλντερίμι. Οι Τούρκοι! στριγγλίξανε οι γυναίκες του μαχαλά, και δυο αλόγατα χυμήξανε στ’ Αλάνι, έρημα και ξεσέλωτα, σταθήκανε απότομα, χλιμιντρήσανε ψηλά τον ουρανό, και ύστερα χυθήκανε μπροστά, χαθήκανε μες στους μπαξέδες.

Βρήκα την Κατερίνα καθιστή σε μια καρέγλα. Βαρεμένη πέντε μηνώ. Το μούτρο της ήταν τσαλακωμένο. Δεν αισθάνεσαι καλά; Τίποτα, μου λέει, ένα πονάκι, φαίνεται πως κλοτσάει το μωρό. Δε θέλησε να ξαναπλαγιάσει… Λένε για τον οξαποδώ, πως ύστερ’ από τα μεσάνυχτα βιάζεται να τελέψει τη δουλειά του, πριν να λαλήσει κόκορας την αυγή. Το ίδιο βιαζότανε τώρα η φωτιά, διχάλωνε, τριχάλωνε, έζωνε την Άγια Φωτεινή, τον Αϊ-Γιώργη, μια τρίτη γλώσσα έγλειφε κιόλα το μαχαλά της Άγιας Αικατερίνης. Έδινε χέρι κι ο σορόκος στη φωτιά, κι αυτή σαλτάριζε, ήβλεπες ένα σπίτι να φουντώνει πολύ πιο εδώ, στα Τράσα ή στο Κερατοχώρι, μοναχικό, και ύστερα, σε μια στιγμή, ν’ αρπάζει ολάκερο σοκάκι. Ο ρόχος σκέπαζε κάθε άλλο σαματά, χίλιοι ανέμοι ουρλιάζανε, χοχλακιστός, καρουλιαστός… Βγήκε η Κατερίνα και ήρθε πλάι μου. Πώς αισθάνεσαι; Τίποτα, ένα πονάκι λίγο πιο κάτω από τον αφαλό… Άκου, μου λέει σε λίγο, στήσε αφτί, σημαίνει μια καμπάνα. Είναι η πυρωμένη ανάσα της φωτιάς, εξήγησα της Κατερίνας, αυτή κουνάει τις καμπάνες και σημαίνουνε.

Δεν ξέρω τι κάνανε οι γειτόνοι, μας χωρίζανε οι μπαξέδες, τα δέντρα, οι έγνοιες. Μας τσουρούφλιζε η κάψα της φωτιάς… Όχι, μουρμούρισε κάποια στιγμή πλάι μου η Κατερίνα, δεν είναι από την ανάσα της φωτιάς, που σήμανε η καμπάνα. Πάλι σημαίνει, άκου… Το ‘πε σα να ‘τανε ονειροπαρμένη, κι αυτό δε μ’ άρεσε. Μονάχα μια καμπάνα, πάλι μου λέει, σημαίνει. Άκου… Ξάφνου, σωριαστήκανε πέρα ένας τρούλος εκκλησιάς κι ένα καμπαναριό, έτσι, σαν ψεύτικα, τίποτα δεν ακούστηκε μέσα στο ρόχο της φωτιάς, μονάχα η καμπάνα σήμαινε, και τότε, κοίτα, Γιακουμή, μου λέει – ένα ράσο τινάχτηκε ψηλά κι ανέμιζε απλωτό, κούφιο, μαύρο πάνω στο μπακιρί ουρανό, το ράσο του δεσπότη, μου λέει, και πλάι στο ράσο κορωνίζει μια καμπάνα σαν ήλιος ασπροπυρωμένη και αστραφτερή… και ούλο ανέβαινε και σήμαινε λυπητερά η καμπάνα, ψηλά, ολοένα πιο ψηλά πλάι στο ράσο – ούτε φεγγάρι ούτε άστρα είχε ο ουρανός – ώσπου χαθήκανε από τα μάτια μας κι από τ’ αφτιά μας κι απόμεινε μονάχα ο ρόχος και το καμίνι της φωτιάς, και τα πουλιά ξεσηκωθήκανε και φρουφρουρίσανε αλάργα, και το κίτρινο γατί μας πήδηξε από την αγκαλιά της Κατερίνας και κυνηγούσε τ’ άπιαστα πουλιά.

Η Κατερίνα κάθισε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλοτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ’ Αλάνι, βαμμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κίτρινο πότε στο βυσσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ’ Αλάνι βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί σωροί, ανθρώποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιμένα μέσα στο ρόχο της φωτιάς – και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μιαν άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Αϊ-Γιάννη, κανένας δεν τους πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τοπία – μην τρέχεις, είπε η Κατερίνα, το παιδί – τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγγριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, ήτανε γιος, το ‘δα στη φλόγα του σπιτιού, κι η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα… Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα.

Βιβλιογραφικά

Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007, σ. 151-154.

 

Μελέτη περίπτωσης  – Κλιμάκωση βίας

Η μελέτη-περίπτωσης που ακολουθεί περιγράφει περιστατικό σχολικής βίας και εκφοβισμού μεταξύ αγοριών που φοιτούν στη Β’θμια εκπαίδευση. Η περίπτωση αυτή παρουσιάζεται καθώς περιέχει διάφορες μορφές βίας και εκφοβισμού και επίσης συνήθεις αντιδράσεις του σχολείου.

Ο Ν. είναι ένα ήσυχο, μικροκαμωμένο δεκατετράχρονο αγόρι της Β’ Γυμνασίου, με σχετικά καλούς βαθμούς σε όλα τα μαθήματα. Στο ίδιο τμήμα με τον Ν. είναι και ο Μ. ο οποίος είναι γνωστός στους συμμαθητές και στους καθηγητές για την επιθετική συμπεριφορά του.

Παρόλο που οι καθηγητές προσπαθούν να επιπλήξουν τον Μ. για τη συμπεριφορά του, ο ίδιος αδιαφορεί και συχνά παρενοχλεί λεκτικά και σωματικά τον Ν. στην τάξη ή στο διάλειμμα μπροστά στους υπόλοιπους μαθητές, ή ακόμα και όταν βρεθούν μόνοι τους σε κάποιο διάδρομο του σχολείου, κοιτώντας τον απειλητικά. Οι συμμαθητές τους λένε ότι δεν είναι λίγες οι φορές που ο Μ. ή φίλοι του σπρώχνουν ή βάζουν τρικλοποδιές στον Ν. και του λένε «Πώς είσαι έτσι ρε; Ούτε μισό μέτρο δεν είσαι! Σε λιώνω με μια μπουνιά!» και άλλα σχετικά. Άλλες φορές ο Ν. βρίσκει σκουπίδια στην τσάντα του, λερωμένα ή σκισμένα τα τετράδιά του, ενώ συχνά οι υπόλοιποι συμμαθητές του τον κοροϊδεύουν που δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του.

Οι γονείς του Ν. τον έχουν ρωτήσει αρκετές φορές αν πάνε όλα καλά στο σχολείο, ενώ έχουν επισκεφθεί τον διευθυντή του σχολείου δύο φορές και έχουν μιλήσει με τον υπεύθυνο καθηγητή του τμήματος, οι οποίοι τους λένε ότι υπάρχει κάποιο θέμα μικρής βαρύτητας, λόγω του ότι ο Ν. είναι ήσυχο παιδί, ενώ κάποια άλλα παιδιά είναι πιο παρορμητικά. «Είναι θέμα διαμόρφωσης της προσωπικότητας και θα περάσει». Τους διαβεβαιώνουν όμως ότι η κατάσταση είναι υπό έλεγχο και τους καθησυχάζουν ότι όλα αυτά συμβαίνουν και είναι φυσιολογικά από τη στιγμή που τα παιδιά βρίσκονται στην εφηβεία.

Μια μέρα ο Μ. έγραψε στο προφίλ του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης «Ετοιμαστείτε! Αύριο έχει μεγάλα γλέντια στο σχολείο. Αναμένετε νέα». Την επόμενη μέρα, ο Μ. συναντά στο τελευταίο διάλειμμα τρεις μαθητές – έναν συνομήλικο της ίδιας τάξης και δύο άλλους της Γ’ Γυμνασίου. Όλοι μαζί βρίσκουν τον Ν. και τον αναγκάζουν να τους ακολουθήσει στις τουαλέτες του σχολείου όπου και αρχίζουν να τον παρενοχλούν μέχρι που του σκίζουν τα ρούχα και τον φωτογραφίζουν και βγάζουν βίντεο. Τελικά, ο Ν. φεύγει τρομαγμένος, ενώ οι τέσσερις μαθητές ανεβάζουν το προσβλητικό υλικό στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης.

Όταν οι μαθητές σχολάνε, οι γονείς του Ν. τον ψάχνουν και ειδοποιούν τη διεύθυνση του σχολείου. Η καθηγήτρια της τελευταίας ώρας τους ενημερώνει ότι ο Ν. ήταν απών στο μάθημά της, ενώ κάποιοι συμμαθητές αναφέρουν ότι τον είδαν με σκισμένα ρούχα και ότι ακούγεται πως έχουν ανέβει κάποιες φωτογραφίες στο διαδίκτυο. Ο Ν. αγνοείται όλη την ημέρα, μέχρι που εντοπίζεται σε ένα έρημο πάρκο της περιοχής, φανερά αναστατωμένος και στεναχωρημένος.

  1. Ποιες μορφές παρουσιάζει το παραπάνω περιστατικό; Πως κλιμακώνεται;
  2. Πως κρίνετε την φράση «Είναι θέμα διαμόρφωσης της προσωπικότητας και θα περάσει»; Είναι σωστή ή λανθασμένη;
  3. Πως έπρεπε να αντιμετωπίσει τα πρώτα κρούσματα το σχολικό περιβάλλον (διευθυντής, καθηγητές);
  4. Αν ήσουν συμμαθητής/τρια των δύο παιδιών ποια στάση θα κρατούσες; Τι θα τους έλεγες ή θα έκανες;

 

 

Παλιότερα Άρθρα »

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων