fili's blog

Παρέχεται από το Blogs.sch.gr

NANCY GIBBS

Ιούλ 201420

October 2, 1995

The EQ Factor
New brain research suggests that emotions, not IQ, may be the true measure of human intelligence

BY NANCY GIBBS

It turns out that a scientist can see the future by watching four-year-olds interact with a marshmallow. The researcher invites the children, one by one, into a plain room and begins the gentle torment. You can have this marshmallow right now, he says. But if you wait while I run an errand, you can have two marshmallows when I get back. And then he leaves.

Some children grab for the treat the minute he’s out the door. Some last a few minutes before they give in. But others are determined to wait. They cover their eyes; they put their heads down; they sing to themselves; they try to play games or even fall asleep. When the researcher returns, he gives these children their hard-earned marshmallows. And then, science waits for them to grow up.

By the time the children reach high school, something remarkable has happened. A survey of the children’s parents and teachers found that those who as four-year-olds had the fortitude to hold out for the second marshmallow generally grew up to be better adjusted, more popular, adventurous, confident and dependable teenagers. The children who gave in to temptation early on were more likely to be lonely, easily frustrated and stubborn. They buckled under stress and shied away from challenges. And when some of the students in the two groups took the Scholastic Aptitude Test, the kids who had held out longer scored an average of 210 points higher.

When we think of brilliance we see Einstein, deep-eyed, woolly haired, a thinking machine with skin and mismatched socks. High achievers, we imagine, were wired for greatness from birth. But then you have to wonder why, over time, natural talent seems to ignite in some people and dim in others. This is where the marshmallows come in. It seems that the ability to delay gratification is a master skill, a triumph of the reasoning brain over the impulsive one. It is a sign, in short, of emotional intelligence. And it doesn’t show up on an IQ test.

For most of this century, scientists have worshipped the hardware of the brain and the software of the mind; the messy powers of the heart were left to the poets. But cognitive theory could simply not explain the questions we wonder about most: why some people just seem to have a gift for living well; why the smartest kid in the class will probably not end up the richest; why we like some people virtually on sight and distrust others; why some people remain buoyant in the face of troubles that would sink a less resilient soul. What qualities of the mind or spirit, in short, determine who succeeds?

The phrase “emotional intelligence” was coined by Yale psychologist Peter Salovey and the University of New Hampshire’s John Mayer five years ago to describe qualities like understanding one’s own feelings, empathy for the feelings of others and “the regulation of emotion in a way that enhances living.” Their notion is about to bound into the national conversation, handily shortened to EQ, thanks to a new book, Emotional Intelligence (Bantam; $23.95) by Daniel Goleman. Goleman, a Harvard psychology Ph.D. and a New York Times science writer with a gift for making even the chewiest scientific theories digestible to lay readers, has brought together a decade’s worth of behavioral research into how the mind processes feelings. His goal, he announces on the cover, is to redefine what it means to be smart. His thesis: when it comes to predicting people’s success, brainpower as measured by IQ and standardized achievement tests may actually matter less than the qualities of mind once thought of as “character” before the word began to sound quaint.

από κάτω από: ΔΙΑΦΟΡΑ | με ετικέτα  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο NANCY GIBBS    

ΠΕΡΙ ΔΙΑΨΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

Ιούλ 201421

http://www.foundalis.com/dep/sci/E1_gr.htm

 

Επιστημονική Μέθοδος και Παραδοχές

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Ε1 ΤΟΥ Δ.Ε.Π.

Θεωρίες

Αν όλο κι όλο που μας ενδιέφερε ήταν η παρατήρηση και η συλλογή δεδομένων, η επιστήμη σήμερα θα ήταν ανύπαρκτη, και θα βρισκόμασταν ακόμα σε αρχαϊκό, προεπιστημονικό στάδιο. Για παράδειγμα, οι αριθμοί 7, 14, 21, 28, 35, και 42, από μόνοι-τους είναι άχρηστοι, δεν μας βοηθούν σε τίποτα. Το ζήτημα είναι να παρατηρήσουμε οτι «είναι τα πολλαπλάσια του 7», δηλαδή να διατυπώσουμε αυτή τη “θεωρία”, ή “υπόθεση”, ώστε να είμαστε σε θέση να προβλέψουμε ποιος αριθμός έπεται. Αυτός είναι και ένας από τους κύριους στόχους της επιστήμης: να προβλέπει το μέλλον. Όταν π.χ. ο μετεωρολόγος μας ανακοινώνει τί καιρό θα κάνει αύριο, δεν έχει αρκεστεί σε μια απλή καταγραφή των αριθμών που έστειλε ο δορυφόρος, αλλά έχει δώσει τους αριθμούς αυτούς σε κάποιο μετεωρολογικό μοντέλο (τη “θεωρία”), και από το μοντέλο αυτό προέκυψε μια πρόγνωση.

Πότε όμως λέμε οτι έχουμε μια επιστημονική θεωρία; Μπορεί π.χ. να ισχυριστεί κανείς οτι βάσει των παρατηρήσεών μας σχετικά με το πώς είναι οργανωμένος ο φυσικός κόσμος, έπεται οτι κάποια Υπέρτατη Δύναμη πρέπει να τον δημιούργησε. Είναι επιστημονικά αποδεκτή η θεωρία αυτή;


Διαψευσιμότητα

Η πιο σημαντική ιδιότητα που απαιτείται να έχει μια θεωρία για να μπορεί να χαρακτηριστεί “επιστημονική” είναι οτι πρέπει να είναι διαψεύσιμη.

Παράδειγμα: Αν, δοθέντων των αριθμών 7, 14, 21, 28, 35, και 42, διατυπώσουμε τη θεωρία οτι «είναι τα πολλαπλάσια του 7», και επομένως κάνουμε την πρόβλεψη οτι ο επόμενος αριθμός θα είναι ο 49, τότε έχουμε μια διαψεύσιμη, και άρα επιστημονική θεωρία. Γιατί αν ο επόμενος αριθμός τύχει να μην είναι ο 49, τότε η θεωρία-μας θα έχει διαψευστεί, και θα πρέπει να την αλλάξουμε ώστε η νέα θεωρία να περιλάβει τόσο τους παλιούς όσο και το νέο αριθμό, που είναι απροσδόκητος σύμφωνα με την παλιά θεωρία. Π.χ., αν ο επόμενος αριθμός τύχει να είναι ο 50, ιδού μια νέα, βελτιωμένη θεωρία: «Είναι τα πρώτα έξι πολλαπλάσια του 7· από κει και πέρα πρέπει να προσθέτουμε 1 σε κάθε επόμενο πολλαπλάσιο του 7.» (Υπόψη οτι φαίνεται πολύπλοκη η νέα θεωρία, αλλά ένας μαθηματικός μπορεί εύκολα να γράψει έναν τύπο που να συνοψίζει την παραπάνω πρόταση μέσα σε λίγες πράξεις.)

Τί γίνεται αν δεν πρόκειται να παραχθεί κανένα νέο δεδομένο (νέος αριθμός); Τότε η θεωρία-μας δεν μπορεί να διαψευστεί, γιατί ναι μεν κάνει μια πρόβλεψη (οτι ο επόμενος αριθμός θα είναι ο 49), αλλά αφού δεν πρόκειται να υπάρξει επόμενος αριθμός, κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να διαψεύσει τη θεωρία αυτή, δηλαδή να δει αν είναι σωστή ή όχι. Μπορεί π.χ. οι δοσμένοι αριθμοί (7, 14, 21, 28, 35, και 42) να παρήχθησαν από κάποια άλλη, πιο πολύπλοκη μέθοδο από τα πολλαπλάσια του 7, πράγμα που δεν θα το μάθουμε ποτέ αφού δεν θα παραχθεί κανένα νέο δεδομένο. Στην περίπτωση λοιπόν αυτή παύουμε να έχουμε μια θεωρία. Έχουμε να κάνουμε με ένα δεδομένο: τους έξι αυτούς αριθμούς και τίποτ’ άλλο.

Ας προχωρήσουμε σε πιο πραγματικά παραδείγματα. Έστω οτι παρατηρούμε τους κύκνους που υπάρχουν στον κόσμο. Βρισκόμαστε ακόμα στα 1600, όταν η Αμερική έχει ήδη ανακαλυφθεί, αλλά όχι ακόμα και η Αυστραλία. Όλοι οι κύκνοι που έχουν παρατηρηθεί σε όλα τα μέρη του κόσμου, περιλαμβανομένης και της Αμερικής, είναι λευκοί.

Cygnus buccinator

Cygnus olor

Cygnus melanocorypha

Coscoroba coscoroba

Παραδείγματα ειδών λευκών κύκνων, από Ευρώπη, Αμερική, κλπ.

Διατυπώνουμε λοιπόν τη θεωρία οτι «οι κύκνοι είναι πάντοτε λευκοί», που συμφωνεί με όλα τα μέχρι στιγμής δεδομένα. Η θεωρία είναι διαψεύσιμη, γιατί αν βρεθεί ποτέ ένας μη λευκός κύκνος, θα έχει διαψευστεί. Πράγματι, μετά την ανακάλυψη της Αυστραλίας παρατηρούμε οτι υπάρχει το είδος του μαύρου κύκνου Cygnus atratus, οπότε η θεωρία-μας διαψεύδεται.

Το είδος του μαύρου κύκνου της Αυστραλίας, Cygnus atratus (βλ. πληροφορίες εδώ)

Σημαντικό είναι να ξεχωρίσουμε την έννοια “διαψεύσιμη” από την έννοια “σωστή/λάθος”. Μια θεωρία μπορεί να είναι σωστή, και να παραμένει διαψεύσιμη. (Πάντοτε πρέπει να παραμένει διαψεύσιμη για να είναι επιστημονική.) Για παράδειγμα, αν ακόμα και οι κύκνοι της Αυστραλίας ήσαν λευκοί, η θεωρία περί μόνο λευκών κύκνων θα ήταν σωστή, αλλά θα παρέμενε διαψεύσιμη, γιατί πάντα μπορεί να βρίσκαμε κάποιον μέχρι πρότινος ανεξιχνίαστο βιότοπο στη Γη με μη-λευκούς κύκνους. Τώρα, αν έχουμε ψάξει όλες τις “γωνιές” της Γης (και είμαστε απόλυτα βέβαιοι οτι δεν υπάρχει μέρος που δεν ψάξαμε), και δεν έχουμε βρει παρά μόνο λευκούς κύκνους, τότε πλέον δεν έχουμε μια θεωρία, αλλά ένα δεδομένο: «όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί».

Όσο τα νέα δεδομένα που έρχονται εξακολουθούν να υποστηρίζουν τη θεωρία, δηλαδή να μην τη διαψεύδουν, τόσο μεγαλώνει η βεβαιότητά μας οτι η θεωρία είναι σωστή. Ποτέ όμως η βεβαιότητά μας δεν γίνεται ίση με 100%, εκτός αν γνωρίζουμε οτι τελείωσαν τα δεδομένα, όπως στο παραπάνω υποθετικό παράδειγμα με τους κύκνους.

Ας προχωρήσουμε την παραπάνω σκέψη, “τραβώντας-τη στα άκρα”. Γνωρίζουμε οτι όταν αφήνουμε ένα αντικείμενο ελεύθερο από κάποιο ύψος, αυτό πέφτει προς την επιφάνεια της Γης. Για το φαινόμενο αυτό έχουμε μια θεωρία: τη θεωρία της βαρύτητας, που ήταν μέρος της κλασικής φυσικής του Νεύτωνα, και τώρα μέρος της θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν. Όσες φορές και να έχουμε αφήσει ένα αντικείμενο να πέσει, αυτό έχει κατευθυνθεί επιταχυνόμενο προς τα κάτω, πάντα επιβεβαιώνοντας τη φυσική θεωρία. Ποτέ δεν είδαμε ένα αντικείμενο να ανεβαίνει προς τα πάνω, ή να πηγαίνει προς άλλη διεύθυνση. (Αντικείμενο βαρύτερο του αέρα· ας αποκλείσουμε μπαλόνια ηλίου ή θερμού αέρα — που άλλωστε κι αυτά επιβεβαιώνουν τη θεωρία, αφού είναι ο βαρύτερος απ’ αυτά αέρας που “πέφτει” γύρω-τους.) Τί σημαίνει αυτό; Οτι η θεωρία της βαρύτητας έχει επιβεβαιωθεί πλήρως; Είναι διαψεύσιμη ή όχι;

Ασφαλώς και δεν έχει επιβεβαιωθεί 100% η θεωρία, και φυσικά είναι διαψεύσιμη. Η θεωρία προβλέπει οτι την επόμενη φορά που θ’ αφήσουμε ελεύθερο ένα αντικείμενο βαρύτερο του αέρα, θα πάει κι αυτό επιταχυνόμενο προς τα κάτω. Αν όμως δούμε ποτέ, έστω και μία φορά, να μη συμβαίνει αυτό — κ’ εφόσον βεβαιωθούμε οτι δεν έχουμε πέσει θύματα ταχυδακτυλουργίας, αυθυποβολής, κλπ. — η τρέχουσα θεωρία της βαρύτητας θα έχει διαψευστεί, και θα πρέπει να τη συμπληρώσουμε, ώστε η νέα θεωρία να περιλαμβάνει και το νέο δεδομένο. Φυσικά, αυτό το παράδειγμα είναι “των άκρων” γιατί τα φυσικά αντικείμενα πέφτουν εκατομμύρια φορές κάθε ημέρα σε όλη τη Γη, και ποτέ κανείς δεν παραπονέθηκε οτι κάποιο-τους έφυγε προς τα πάνω και χάθηκε στο διάστημα. Άρα έχουμε αντίστοιχη βεβαιότητα, που πλησιάζει το σχεδόν ακριβώς 100%. Δεν πρέπει όμως να είναι ποτέ ακριβώς 100%.

Άσκηση: Ο αναγνώστης ας προσπαθήσει να φανταστεί ένα νέο νόμο βαρύτητας, που να είναι συμβατός με όλες τις παρατηρήσεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα· δηλαδή να εξηγεί γιατί όλα τα αντικείμενα που παρατηρούμε καθημερινά κατευθύνονται προς το κέντρο της Γης (ή του πλανήτη γενικότερα), αλλά ο νέος νόμος να προβλέπει κάποιες καινούργιες παρατηρήσεις που, αν τις κάναμε, θα διέψευδαν το σημερινά αποδεκτό νόμο της βαρύτητας. Εννοείται οτι ο νέος νόμος πρέπει να είναι συμβατός με τους άλλους φυσικούς νόμους, δηλαδή να μη γίνεται επίκληση σε υπερφυσικές δυνάμεις.
Λύση: Μία λύση προτείνεται στο μάθημα Φ1 (Θεμελιώδεις Αρχές Φυσικής), εδώ.

Ας πάμε στη θεωρία της εξέλιξης των ειδών. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς οτι η θεωρία αυτή αφορά σε πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν. Δεν έχουμε νέα δεδομένα στο παρόν, άρα η θεωρία αυτή δεν κάνει προβλέψεις· άρα δεν είναι διαψεύσιμη· άρα ούτε επιστημονική. Είναι σωστό αυτό σαν σκέψη;

Όχι, είναι λάθος. Η θεωρία της εξέλιξης των ειδών πράγματι κάνει προβλέψεις. Για παράδειγμα, κάνει την πρόβλεψη οτι ποτέ δεν πρόκειται να βρούμε ένα απολίθωμα θηλαστικού με ηλικία μεγαλύτερη από 500 εκατομμύρια έτη (γιατί τόσο παλιά δεν είχαν εξελιχθεί ακόμα σε θηλαστικά τα ζώα)· ποτέ δεν πρόκειται να βρούμε απολίθωμα του δικού-μας είδους (Homo sapiens) με ηλικία μεγαλύτερη από 1 εκατομμύριο έτη· κ.ο.κ. Τη στιγμή που θα βρούμε ένα απολίθωμα με ηλικία που δεν μπορεί να εξηγηθεί από την εξελικτική θεωρία (και αφού γίνουν επανειλημμένες εκτιμήσεις της ηλικίας του απολιθώματος, ώστε να βεβαιωθούμε οτι δεν πρόκειται για λάθος μετρήσεων), θα έχουμε καταρρίψει τη θεωρία της εξέλιξης, την οποία θα πρέπει να διορθώσουμε ώστε να περιλαμβάνει και το νέο εύρημα. Κάνοντας στην πραγματικότητα χιλιάδες προβλέψεις σαν αυτές που αναφέρθηκαν, ασφαλώς και είναι διαψεύσιμη η θεωρία της εξέλιξης των ειδών, άρα και επιστημονική. Απλά δεν έχει διαψευστεί μέχρι σήμερα.

Τί μπορούμε όμως να πούμε για τη λεγόμενη θεωρία του “ευφυούς σχεδιασμού”, που λέει πάνω-κάτω οτι τα έμβια όντα μπορεί μεν να εξελίχθηκαν και να εξελίσσονται ως ένα βαθμό, αλλά σε κάποια κρίσιμα σημεία επενέβη ένας “ευφυής σχεδιαστής” ο οποίος παρήγαγε τα πιο πολύπλοκα από τα όργανα (όπως π.χ. τα μάτια), και χωρίς τον οποίο δεν θα υπήρχαμε σήμερα; Είναι αυτή η θεωρία διαψεύσιμη;

Αν το καλοσκεφτούμε, θα δούμε πως δεν είναι. Όποιος διαφωνεί δεν έχει παρά να προτείνει μια πρόβλεψη που κάνει η θεωρία αυτή, την οποία να μπορούμε να διαψεύσουμε μέσω μιας παρατήρησης. Προσοχή: η υπόδειξη ενός ακόμη οργάνου που φαίνεται αρκετά πολύπλοκο (π.χ., το αυτί) δεν αποτελεί πρόβλεψη, αλλά απλώς υπόδειξη ενός αντικειμένου για το οποίο αυτός που το υποδεικνύει έχει άγνοια του πώς δημιουργήθηκε. Η προσωπική άγνοια ενός ατόμου για κάποιο γεγονός δεν συνεπάγεται το οτι το γεγονός αυτό συνέβη μέσω ενός θαύματος (δηλ. καταστρατήγησης των φυσικών νόμων). Στην πραγματικότητα όταν κάποιος ισχυρίζεται οτι κάτι συνέβη μέσω θαύματος, δεν αφήνει περιθώριο για να διαψευστεί αυτός ο ισχυρισμός-του, γιατί η οντότητα που προκάλεσε το υποτιθέμενο θαύμα θα μπορούσε κάλλιστα να λάβει μέτρα ώστε να αποφευχθεί η οποιαδήποτε διάψευση. Άρα οποιαδήποτε θεωρία επικαλείται κάποια ανώτερη και εξωκοσμική ευφυΐα που έχει τη δύναμη και τις ικανότητες να παρακάμψει τον επιστημονικό έλεγχο, είναι αναγκαστικά μη επιστημονική.

Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι να καταλάβουμε οτι το βάρος της υπόδειξης οτι μια θεωρία είναι διαψεύσιμη το σηκώνει εκείνος που προτείνει τη θεωρία. Δηλαδή, όποιος προτείνει τη θεωρία του “ευφυούς σχεδιασμού” για να εξηγήσει το πώς δημιουργήθηκαν τα έμβια όντα, αυτός είναι εκείνος που πρέπει να δείξει το πώς μπορεί να διαψευστεί η θεωρία-του, αν θέλει να ισχυριστεί οτι η θεωρία είναι επιστημονική. Αν δεν μπορεί να προτείνει κάποιον τρόπο με τον οποίο να διαψεύδεται η θεωρία, τότε δεν έχει μια επιστημονική θεωρία αλλά απλώς μια γνώμη. (Εγκυκλοπαιδικά, κανείς υποστηρικτής του “ευφυούς σχεδιασμού” δεν έχει προτείνει ποτέ το πώς η θεωρία αυτή μπορεί να διαψευστεί.)

Η λανθασμένη τάση προς επαλήθευση, παρά προς διάψευση

Είναι παρατηρημένο και γνωστό ψυχολογικό φαινόμενο οτι ο άνθρωπος τείνει να επιδιώκει την επιβεβαίωση μάλλον των απόψεών του (ή των επιστημονικών θεωριών-του), παρά τη διάψευσή τους. Αυτή η τάση και πρακτική είναι τελείως λανθασμένη, γιατί όσες επαληθεύσεις και να κάνουμε, δεν μπορούμε παρά να είμαστε προσεγγιστικά μόνο βέβαιοι για την αλήθεια της άποψης· ενώ αντίθετα αρκεί μία και μόνη διάψευση για να βεβαιωθούμε αμέσως για το λάθος. Επομένως, ο τίμιος επιστήμονας (αλλά και ο τίμιος νους που έχει κάποια άποψη γενικά για κάτι) πρέπει να επιδιώκει κυρίως τη διάψευση.

Ενδιαφέρον είναι οτι για το θέμα αυτό έγραψε ο Άγγλος φιλόσοφος Francis Bacon (Φράνσις Μπέικον, 1561–1626) από το 17ο αιώνα ακόμη (η τελευταία πρόταση μπήκε σε έντονη γραφή από το συγγραφέα του παρόντος):

“Η ανθρώπινη διάνοια, από τη στιγμή που θα υιοθετήσει μια άποψη (είτε επειδή είναι η κοινώς παραδεκτή είτε επειδή της είναι αρεστή), διαμορφώνει το καθετί κατά τρόπον ώστε να στηρίζει και να επιβεβαιώνει την άποψη αυτή. Όσο ισχυρές και πολλές και να είναι οι αποδείξεις περί του αντιθέτου, με μια βαριά και ολέθρια προκατάληψη τις αγνοεί και τις περιφρονεί ή τις εξαιρεί και τις απορρίπτει, επικαλούμενη κάποια διάκριση, προκειμένου να διαφυλαχθεί το κύρος των πρώτων παραδοχών. […]”

“Έτσι λειτουργούν όλες οι προλήψεις, είτε πρόκειται για την αστρολογία, τα όνειρα, τους οιωνούς, τη θεία δίκη, είτε για άλλο τι παρόμοιο· οι άνθρωποι, που αρέσκονται σε τέτοιες κενότητες, δίνουν σημασία στα γεγονότα όταν αυτά επαληθεύουν τις προβλέψεις τους, ενώ όταν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει — πράγμα που αποτελεί και τον κανόνα — τα παραβλέπουν και τα προσπερνούν. Αυτό το κακό, όμως, παρεισφρέει με πολύ πιο ύπουλο τρόπο στη φιλοσοφία και στις επιστήμες, όπου η αρχική άποψη αλλοιώνει και υποτάσσει εκείνην που έπεται, ακόμη και αν η τελευταία είναι ορθότερη και καλύτερα θεμελιωμένη. Εξάλλου, ανεξάρτητα από αυτή την τέρψη και την ελαφρότητα που περιέγραψα, είναι μόνιμο και χαρακτηριστικό σφάλμα της ανθρώπινης διάνοιας να συγκινείται και να διεγείρεται περισσότερο από την κατάφαση παρά από την άρνηση, ενώ κανονικά θα έπρεπε να αντιμετωπίζει καί τα δύο με τον ίδιο τρόπο. Για τη θεμελίωση μάλιστα ενός πραγματικού αξιώματος, μεγαλύτερη ισχύ έχει το αρνητικό παράδειγμα.

Francis Bacon, 1620: “Τα είδωλα της φυλής”, από το Νέο όργανο (Novum Organum). Απόσπασμα από το βιβλίο: “Η «εντολή» του Γαλιλαίου”, Edmund Blair Bolles· απόδοση στα ελληνικά: Διονύσης Γιαννίμπας· Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2004.

από κάτω από: ΔΙΑΦΟΡΑ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΠΕΡΙ ΔΙΑΨΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑΣ    

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ιούλ 201420

Σπούδασα Νηπιαγωγός και δασκάλα. Φοίτησα στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. Είμαι κάτοχος Μεταπτυχιακού. Ο τίτλος της διπλωματικής μου εργασίας είναι “Ηγετικές ικανότητες των Ελλήνων δασκάλων”. Γνωρίζω αγγλικά και Η/Υ. παρακολούθησα το Μείζον Πρόγραμμα Επιμόρφωσης καθώς και πολλά σεμινάρια κυρίως όσα είχαν θεματική τη Διοίκηση της εκπαίδευσης και τη Συμβουλευτική. Έχω προϋπηρεσία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση 22 χρόνια.

από κάτω από: ΔΙΑΦΟΡΑ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ    

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ιούλ 201418
Δείτε το στο slideshare.net
από κάτω από: ΔΙΑΦΟΡΑ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ    

ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ

Ιούλ 201418


Δεν υπάρχουν ακόμη θέματα...

 

Ζαν Πωλ Σαρτρ, Οι λέξεις, εκδόσεις Αρσενίδη (σσ. 45 – 49)

 

Οι «Λέξεις» είναι η αυτοβιογράφηση των παιδικών χρόνων που Ζαν Πωλ Σαρτρ. Κυρίως για το βιβλίο αυτό τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1964.

Στο απόσπασμα ακολουθεί αναφέρεται στο πώς έμαθε να διαβάζει. Διαβάστε το!

 

«Δεν ήξερα ακόμα να διαβάσω, μα ήμουν αρκετά “σνομπ” ώστε να απαιτήσω να έχω τα βιβλία μου. Ο παππούς μου πήγε στον εκδότη του και πήρα τα “Παιδικά Διηγήματα” του ποιητή Μωρίς Μπουσόν, ιστορίες παρμένες από τη λαϊκή παράδοση και διασκευασμένες σύμφωνα με τα γούστα της παιδικής ηλικίας από έναν άνθρωπο που, καθώς έλεγε, είχε καταφέρει να διατηρήσει τα “μάτια ενός παιδιού”.

Θέλησα να αρχίσω ευθύς αμέσως τις ιεροτελεστίες της πρόσκτησης του δώρου μου. Πήρα τους δύο μικρούς τόμους, τους μύρισα, τους χάιδεψα, τους άνοιξα δήθεν αμέριμνα ‘στην κατάλληλη σελίδα’ κάνοντάς τους να τρίζουν. Μάταιος κόπος: δεν είχα το συναίσθημα ότι τους έκανα δικούς μου. Προσπάθησα να τους κατακτήσω με πλάγια μέσα: τους χειρίστηκα σαν νάταν κούκλες, τους νανούρισα, τους φίλησα, τους έδειρα. Όταν έφτασα στο σημείο να κλάψω από το κακό μου πήγα και τους απόθεσα στα γόνατα της μητέρας μου. “Τι θες να σου διαβάσω, χρυσούλι μου; Τις Nεράιδες;” Ρώτησα με πολύ δυσπιστία: “Εκεί μέσα είναι οι Νεράιδες;”

Αυτή η ιστορία μου ήταν γνωστή: μου την αφηγόταν συχνά η μητέρα μου την ώρα που με έπλενε, διακόπτοντας κάθε τόσο για να με τρίψει με κολώνια, να μαζέψει κάτω απ’ τη μπανιέρα το σαπούνι που της είχε γλιστρήσει απ’ τα χέρια, ενώ άκουγα αφηρημένος το τόσο γνωστό μου παραμύθι. Δεν είχα μάτια παρά για να κοιτάζω την Άννα – Μαρία, αυτή την κοπελίτσα όλων των πρωινών μου. Δεν είχα αυτιά παρά για να ακούω την ταραγμένη απ’ τη σκλαβιά φωνή της. Μου άρεσαν αυτές οι μισοτελειωμένες φράσεις της, οι πάντα καθυστερημένες λέξεις της, η απότομη σιγουριά της, που σύντομα παραχωρούσε τη θέση της στην ήττα για να γίνει άτακτη φυγή, να εξαφανιστεί σ’ ένα μελωδικό ξεφύλλισμα και να ξανασυνδεθεί ύστερα από μια σιωπή.

Η ιστορία που μου αφηγούταν ήταν κάτι το παραπανίσιο: η σύνδεση του παραμιλητού της. Όση ώρα μιλούσε ήμασταν μόνοι και παράνομοι, μακριά από τους ανθρώπους, τους θεούς και τους παπάδες τους, δυο ζαρκαδάκια στο δάσος συντροφιά με τα άλλα ζαρκάδια και τις Νεράιδες. Μου ήταν λοιπόν αδύνατον να πιστέψω πως θα μπορούσε να κλείσει κανείς σε ένα βιβλίο αυτό το επεισόδιο της μυστικής ζωής μας, που μοσχοβολούσε σαπούνι και κολώνια.

Η Άννα Μαρία με έβαλε να καθίσω απέναντί της, στο καρεκλάκι μου. Έσκυψε, χαμήλωσε τα βλέφαρα, σα να αποκοιμήθηκε. Και απ’ αυτό, το αγαλματένιο πρόσωπο, βγήκε μια γύχινη φωνή. Τάχασα. Ποιος αφηγόταν; Τι; Και σε ποιον; Η μητέρα μου ήταν σαν να απουσίαζε: ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα σημάδι φιλικής συνενοχής. Αισθάνθηκα εξόριστος. Κι ύστερα δεν αναγνώριζα τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε. Πού την έβρισκε τόση σιγουριά;

Δεν άργησα να καταλάβω. Δεν μιλούσε αυτή, μιλούσε το βιβλίο. Έβγαιναν από τις γραμμές του φράσεις που μου προκαλούσαν φόβο: ήταν αληθινές σαρανταποδαρούσες, βούιζαν από συλλαβές και γράμματα, τέντωναν τις διφθόγγους τους, έκαναν τα διπλά σύμφωνα να κραδαίνονται. Τραγουδιστές, ένρινες, κομμένες από παύσεις και αναστεναγμούς, πλούσιες σε άγνωστες λέξεις, γοητεύονταν απ’ τον εαυτό τους κι απ’ τους μαιάνδρους τους χωρίς να νοιάζονται καθόλου για μένα. Καμιά φορά εξαφανίζονταν χωρίς να προφτάσω να τις καταλάβω και άλλοτε πάλι, ενώ είχα καταλάβει απ’ την αρχή πού το πηγαίνανε, αυτές συνέχιζαν να κυλάνε με αξιοπρέπεια προς το τέρμα τους, χωρίς να μου χαρίζονται ούτε κατά ένα κόμμα.

Σίγουρα όλη αυτή η σειρά λέξεων δεν προορίζονταν για μένα. Όσο για την ιστορία, της είχανε φορέσει τα “κυριακάτικά» της. Ο ξυλοκόπος, η γυναίκα του και οι κόρες τους, η νεράιδα, όλα αυτά τα φιλικά ανθρωπάκια, οι όμοιοί μας, είχανε αποκτήσει μεγαλοσύνη. Το βιβλίο μιλούσε για τα κουρέλια τους σα νάταν κάτι υπέροχο, οι λέξεις άφηναν τη μπογιά τους πάνω στα αντικείμενα, μετατρέποντας τις πράξεις σε κανόνες και τα γεγονότα σε ιεροτελεστίες.

Ήταν ολοφάνερο πως κάποιος είχε αρχίσει να θέτει ερωτήματα: σίγουρα ο εκδότης του παππού μου, που είχε ειδικότητα στα σχολικά βιβλία, δεν έχανε την παραμικρή ευκαιρία για να οξύνει τη νεανική νοημοσύνη των αναγνωστών του. Μου φάνηκε πως κάποιος ρωτούσε ένα παιδί αν ήτανε στη θέση του ξυλοκόπου τι θα έκανε; Ποια από τις δυο αδελφούλες θα προτιμούσε; Γιατί; Επιδοκίμαζε την τιμωρία της Μπαμπέτ; Αυτό το παιδί όμως δεν ήμουνα εγώ και φοβόμουν να απαντήσω. Κι ωστόσο απάντησα κι αδύναμη φωνή μου χάθηκε και αισθάνθηκα να γίνομαι άλλος άνθρωπος.

Κι η Άννα – Μαρία το ίδιο, είχε γίνει αλλιώτικη, με το ύφος υπερδιορατικού τυφλού που είχε αποκτήσει. Μου φαινόταν πως εγώ ήμουνα παιδί όλων των μητέρων του κόσμου κι αυτή μητέρα όλων των παιδιών.

Όταν σταμάτησε το διάβασμα της άρπαξα βιαστικά τα βιβλία και τα ‘βαλα κάτω από τη μασχάλη μου δίχως να πω “ευχαριστώ”.

Με τον καιρό άρχισε να με ευχαριστεί αυτός ο περίεργος μηχανισμός, που με έβγαζε από τον εαυτό μου. Ο Μωρίς Μπουσόν έσκυβε πάνω από την παιδική ηλικία με τη φροντίδα που δείχνουν οι προϊστάμενοι τμημάτων μεγάλων καταστημάτων για τις πελάτισσές τους. Αυτό με κολάκευε. Άρχισα να προτιμάω τα προκατασκευασμένα αφηγήματα από τους αυτοσχεδιασμούς της μητέρας μου. Μου άρεσε η αυστηρή διαδοχή των λέξεων: σε κάθε νέα ανάγνωση ξανάρχονταν και ξανάρχονταν, πάντα οι ίδιες και με την ίδια σειρά, τις περίμενα. Στα παραμύθια που μούλεγε η Άννα – Μαρία οι ήρωες ζούσαν στην τύχη, όπως κι αυτή η ίδια. Τώρα με τα βιβλία απέκτησαν μοίρα, πεπρωμένο. Βρισκόμουνα στη Θεία Λειτουργία: παρακολουθούσα την αιώνια επιστροφή των ονομάτων και των γεγονότων.

Τότε ζήλεψα τη μητέρα μου κι αποφάσισα να της πάρω το ρόλο της. Άρπαξα ένα βιβλίο που λεγόταν “Περιπλανήσεις ενός Κινέζου εν Κίνα” και το πήρα μαζί μου σε μιαν αποθηκούλα που είχαμε. Εκεί, σκαρφαλωμένος σε ένα σιδερένιο πτυσσόμενο κρεβάτι, έκανα πως διαβάζω; Ακολουθούσα με τα μάτια μου τις μαύρες αράδες, χωρίς να πηδάω ούτε μια, και αφηγόμουν στον εαυτό μου μιαν ιστορία, με δυνατή φωνή, φροντίζοντας να προφέρω όλες τις συλλαβές. Με πιάσανε επ’ αυτοφόρω – ή τάφερα επίτηδες έτσι που να με πιάσουνε – βάλανε τις φωνές και τελικά αποφάσισαν πως ήτανε καιρός να μου μάθουν το αλφάβητο.

Έδειξα ζήλο σαν αληθινός κατηχούμενος. Έφτασα στο σημείο να δίνω στον εαυτό μου ιδιαίτερα μαθήματα. Σκαρφάλωνα στο σιδερένιο κρεβάτι της αποθηκούλας με το “Χωρίς οικογένεια” του Έκτορος Μαλό, που ήξερα απ’ έξω και, μισοαπαγγέλοντας, μισοαποκρυπτογραφόντας, διέτρεξα όλες τις σελίδες τη μια μετά την άλλη: όταν γύρισα και την τελευταία είχα μάθει να διαβάζω.

Ήμουνα τρελός από χαρά! Μου ανήκαν πια αυτές οι αποξηραμένες φωνές που ήταν κλεισμένες στα μικρά παρτέρια τους, αυτές οι φωνές που ο παππούς μου ζωντάνευε με το βλέμμα του, που καταλάβαινε και που δεν καταλάβαινα! Θα τις άκουγα, θα γέμιζα όλο μου το είναι μ’ αυτά τα επίσημα, τελετουργικά λόγια, θα μάθαινα τα πάντα! Μ’ αφήνανε να αλητέψω μέσα στη βιβλιοθήκη κι εγώ σάλπισα έφοδο για την κατάκτηση της ανθρώπινης σοφίας. Αυτό με εσχημάτισε, με έφτιαξε ό,τι είμαι.

από κάτω από: ΜΑΘΗΜΑΤΑ | με ετικέτα  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ    

ΑΛΩΣΗ 1453

Ιούλ 201418

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

από κάτω από: ΜΑΘΗΜΑΤΑ | με ετικέτα  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΑΛΩΣΗ 1453    

ΑΣΤΕΡΙΑ

Ιούλ 201417

ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ 2

από κάτω από: ΜΑΘΗΜΑΤΑ | με ετικέτα  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΑΣΤΕΡΙΑ    

ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ

Ιούλ 201417

ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ

από κάτω από: ΔΙΑΦΟΡΑ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ    

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ

Ιούλ 201417

ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ

από κάτω από: ΜΑΘΗΜΑΤΑ | με ετικέτα  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ    

Καλημέρα κόσμε!

Ιούλ 201417

Καλωσήρθατε στο Blogs.sch.gr. Αυτό είναι το πρώτο σας άρθρο. Αλλάξτε το ή διαγράψτε το και αρχίστε το “Ιστολογείν”!

Πρόσφατα σχόλια

Ιστορικό

European Radio Logo

Kατηγορίες



Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων