ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
Η λέξη μαθηματικά (mathematics) προέρχεται διεθνώς από την ελληνική γλώσσα και συγκεκριμένα από τον (αρχαίο) πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μαθηματικός < μάθημα < μανθάνω, μαθαίνω, αποκτώ (με μελέτη) γνώσεις, γνώση, παιδεία, εμπειρία. Στην Ελλάδα, η λέξη «μαθηματικά» έφτασε να έχει στενότερη και πιο τεχνική σημασία εννοώντας τη «μελέτη των μαθηματικών» (με τη σημερινή έννοια του όρου), ακόμη και από την κλασική εποχή. Σήμαινε η μάθηση της τέχνης των μαθηματικών. (περισσότερα…)