Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα, νά’σου καὶ καταφθάνει ὁ ἴδιος μὲ μιὰ παρέα χίπιδες. Μπῆκαν ὅλοι μαζὶ στὸ κελλί μου καὶ κάθισαν γύρω μου. Ἦταν μαζί τους καὶ μιὰ κοπέλα. Τοὺς συμπάθησα πολύ. Ἦταν καλὲς ψυχές, ἀλλὰ πληγωμένες. Δὲν τοὺς μίλησα γιὰ τὸ Χριστό, γιατί εἶδα ὅτι δὲν ἦταν ἕτοιμοι ν᾿ ἀκούσουν. Τοὺς μίλησα στὴ γλώσσα τους, γιὰ πράγματα ποὺ τοὺς ἐνδιέφεραν. Ὅταν τελειώσαμε καὶ σηκώθηκαν νὰ φύγουν, μοῦ εἶπαν: Γέροντα, θέλουμε μιὰ χάρη: Νὰ μᾶς ἐπιτρέψεις νὰ σοῦ φιλήσουμε τὰ πόδια. Ἐγὼ ντράπηκα, ἀλλὰ τί νὰ κάνω, τοὺς ἄφησα. Μετὰ μοῦ ἔδωσαν δῶρο μιὰ κουβέρτα. Θὰ φωνάξω νὰ τὴν φέρουν, νὰ τὴν δεῖς. Εἶναι πολὺ ὡραία.
Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸ μὲ ἐπισκέφθηκε ἡ κοπέλα, ἡ χίπισσα, μόνη της. Τὴν ἔλεγαν Μαρία. Εἶδα ὅτι ἡ Μαρία ἦταν πιὸ προχωρημένη στὴν ψυχὴ ἀπὸ τοὺς φίλους της καὶ τῆς πρωτομίλησα γιὰ τὸ Χριστό. Δέχτηκε τὰ λόγια μου. Ἦρθε κι᾿ ἄλλες φορές, ἔχει πάρει καλὸ δρόμο. Εἶπε μάλιστα ἡ Μαρία στοὺς φίλους της: «Βρὲ σεῖς, δὲν φαντάσθηκα ποτέ, ὅτι θὰ γνώριζα τὸν Χριστό, μέσα ἀπὸ μιὰ χίπικη παρέα».
Αναδημοσίευση (με μόνη προσθήκη το video): http://www.porphyrios.net/?p=6961