american dream

Ο κοινωνικός δαρβινισμός στην εκπαίδευση: Το επιστημολογικό υπόβαθρο των πρακτικών ταξινόμησης

του Θανάση Αλεξίου

american dream
Πηγή: https://www.adamsmith.org

Όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια επιδιώκεται να εξηγηθούν τα κοινωνικά φαινόμενα με βάση τη θεωρία της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου. Εντούτοις η «επιβίωση του ισχυρότερου» που συνδέει τον κοινωνικό δαρβινισμό με τον οικονομικό και πολιτικό φιλελευθερισμό (laissez faire), επανέρχεται τα τελευταία χρόνια κυρίως στην εκδοχή νεοδαρβινιστικών προσεγγίσεων που δίνουν έμφαση στα γονίδια, τα μιμίδια κ.ά. Στη θεώρηση αυτή οι άνθρωποι ταξινομούνται κατά παρόμοιο τρόπο με τα ζώα, οι οικονομικές και οι κοινωνικές δομές εμφανίζονται ανάλογες της οργάνωσης άλλων έμβιων όντων.

Εφόσον οι άνθρωποι γεννιούνται με γενετικές ικανότητες που κατανέμονται άνισα και είναι ως εκ τούτου από τη φύση τους άνισοι, οι διαφορετικές επιδόσεις στο σχολείο, οι παραβατικές συμπεριφορές κ.λπ. θα αναζητηθούν στη βιολογία και στα γονίδια.2 Συνεπώς οποιαδήποτε παρέμβαση, λόγου χάρη, στην εκπαιδευτική διαδικασία που αποσκοπεί στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, απορρίπτεται, επειδή έρχεται σ’ αντίθεση με τη φυσική εξέλιξη των ανθρώπων και των πραγμάτων. Στο συγκείμενο αυτό, τα αντισταθμιστικά προγράμματα (ενισχυτική διδασκαλία, προγράμματα θετικών διακρίσεων κ.λπ.) παραβιάζουν τη φυσική εξέλιξη που βασίζεται στον «αγώνα για επιβίωση» και στην κατίσχυση του ισχυρότερου.

Το άρθρο αυτό αποσκοπεί στην κριτική ανασκευή αυτών των προσεγγίσεων για την κοινωνία και την εκπαίδευση με πρόθεση να καταδειχτεί ότι ο βιολογικός αναγωγισμός θέτει σε παρένθεση το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον με αποτέλεσμα να βιολογικοποιούνται τα κοινωνικά φαινόμενα. Η προσέγγισή μας αποσκοπεί επίσης και στην αποπραγμοποίηση των κατηγοριών μέσω των οποίων προσδιορίζεται το «βιολογικό», το «κοινωνικό» κ.ο.κ.

1. Ο κοινωνικός δαρβινισμός σήμερα

Η κεντρική θέση του Δαρβίνου είναι ότι οι ζωντανοί οργανισμοί σχετίζονται μεταξύ τους και ότι αυτοί εξελίχτηκαν από το ένα είδος στο άλλο μέσω της τροποποίησης και της προσαρμογής τους (φυσική επιλογή), (Darwin 2009: 99, 100, 160). Επομένως η φύση έχει ιστορία (Καλλίνικος 2009). Η θέση του Δαρβίνου ότι οι οργανισμοί που είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον αφήνουν περισσότερους απογόνους από εκείνους που είναι λιγότερο προσαρμοσμένοι, παρόλο που η φυσική επιλογή δεν συνιστά μια προκαθορισμένη διαδικασία, αποτελεί τη βάση των παρεξηγήσεων. Ωστόσο ο Δαρβίνος, αναθεωρώντας τη θέση του J. Lamarc,3 ο οποίος δεν διαχωρίζει το εξωτερικό από το εσωτερικό περιβάλλον,4 προτείνει, σχετικοποιώντας ουσιαστικά μια στατική αντίληψη για το περιβάλλον, να το δούμε ξέχωρα από τους οργανισμούς (βλ. Darwin 2009: 165-167). Ο αγώνας για επιβίωση, έννοια την οποία ο Δαρβίνος δανείστηκε από τον Th. Malthus (Essay on Population) γίνεται πρωτίστως από τους οργανισμούς ενάντια στο περιβάλλον ενώ μπορεί να γίνεται και ανάμεσα σε διαφορετικά είδη και φυτά (Darwin 2009: 99). Φυσική επιλογή σημαίνει επομένως τροποποίηση διαμέσου της εξελικτικής διαδικασίας και προσαρμογή. Όπως γράφει ο ίδιος ο Δαρβίνος «Την αρχή της διατήρησης ή της επιβίωσης των καλύτερα προσαρμοσμένων ειδών ονόμασα Φυσική Επιλογή» Darwin 2009: 160). Σ’ αντίθεση με την άποψη της σύγχρονης βιολογίας που βλέπει τους οργανισμούς ως πεδίο μάχης ανάμεσα στις εξωτερικές και τις εσωτερικές δυνάμεις, τις οποίες ο οργανισμός αδυνατεί να ελέγξει, ο Δαρβίνος έτεινε να θεωρεί ότι οι οργανισμοί δημιουργούν τα δικά τους περιβάλλοντα, ή γίνονται οι ίδιοι περιβάλλοντα άλλων οργανισμών (Lewontin 2000: 154, 155).

Νομίζουμε πως αυτή είναι η κεντρική θέση του Δαρβίνου και από εδώ αντλούν τα επιχειρήματά τους τόσο ο κοινωνικός δαρβινισμός όσο και νεοδαρβινστικές προσεγγίσεις (κοινωνιοβιολογία, εξελικτική ψυχολογία κ.ά.). Το κρίσιμο σημείο για τις κοινωνικές επιστήμες είναι ότι εισάγεται ως υπόδειγμα κοινωνικής δράσης η φυσική επιλογή, η οποία μεταμορφώνεται τελικά από οικειοποίηση φυσικών πόρων σε ιδιοποίηση αλλότριων πόρων, δηλαδή των ζωτικών δυνάμεων άλλων ατόμων (Sahlins 1997: 40, 115). Κατά κάποιο τρόπο η επιστημολογική τομή που επέφερε ο κοινωνικός δαρβινισμός συνίσταται στην αναγωγή των κοινωνικών φαινομένων στην βιολογία (βιολογικός ντετερμινισμός). Μια σύγχρονη εκδοχή του βιολογικού ντετερμινισμού αποτελεί η κοινωνιοβιολογία, η προσπάθεια δηλαδή εξήγησης της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων σύμφωνα με τα γονίδιά τους. Στις γονιδιοκεντρικές προσεγγίσεις η βασική μονάδα εξέλιξης όπου δρα η φυσική επιλογή είναι τα γονίδια και οι πληθυσμοί των οργανισμών και όχι ο οργανισμός, όπως θεωρούσε ο Δαρβίνος (Μουσέλης 2009). Εφόσον μάλιστα αποδοθούν κίνητρα και συνειδητές δράσεις στα γονίδια και τη φυσική επιλογή (όπως συμβαίνει με την εξελικτική ψυχολογία), οι άνθρωποι παύουν να σκέπτονται, να δρουν ανάλογα με το συμφέρον τους και να προβαίνουν σε επιλογές. Επομένως φορέας δράσης δεν είναι το άτομο αλλά το γονίδιο ενώ δεν μπορεί να υφίσταται ούτε η δυνατότητα επιλογής, καθώς υπάρχει μόνο ένα κίνητρο που προκαθορίζεται από τη φυσική επιλογή. Αντίστοιχα η εξελικτική ψυχολογία (R. Dawkins), αγνοώντας το κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο, συνδέει, σε ευθεία αναλογία με το γονίδιο, τη φυσική επιλογή με το μιμίδιο (meme), μια μονάδα πολιτισμικής κληρονομικότητας-εξέλιξης, μια μονάδα γενετικής πληροφορικής που είναι εντοιχισμένη στον εγκέφαλο (Ντόκινς 1999).

Αυτές είναι οι προκλήσεις για τις κοινωνικές επιστήμες που καλούνται να επιχειρηματολογήσουν με τα αναλυτικά εργαλεία που προέρχονται πρωτίστως από τα επιστημολογικά παραδείγματα των πειθαρχιών τους. Αξίζει όμως να δείξουμε τον τρόπο με τον οποίο επηρέασε την κοινωνιολογική σκέψη η δαρβινική θεωρία της φυσικής επιλογής και της εξέλιξης. Όμως οφείλουμε να έχουμε υπόψη ότι οι κατηγορίες «βιολογικό», «κοινωνικό», «φυσικό», όπως και «αρσενικό», «θηλυκό» κ.λπ., είναι νοητικές κατηγορίες που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα ως ξεχωριστές καταστάσεις (Όζε 2001: 158, 160). Οι διαχωρισμοί αυτοί είναι καθαρά ζήτημα πολιτισμικής τάξης και ταξινομούνται μέσω ενός συστήματος σημαινουσών μορφών (σύμβολα, παραστάσεις κ.λπ.) (Ortner 1994: 83).

M’ αυτήν την έννοια η φυσιοποίηση των κοινωνικών κατηγοριών απορρέει όπως αναφέρει ο M. Sahlins από μια «ιδεολογική διαλεκτική» που τροφοδοτεί τόσο μια λαϊκή μυθολογία όσο και μια επιστήμη με δυσδιάκριτα τα όρια αναφοράς τους. Σύμφωνα μ’ αυτή τη διαλεκτική που είναι βαθιά φωλιασμένη στην καπιταλιστική σκέψη της νεωτερικότητας, η κοινωνία αντιμετωπίζεται ως φύση και η φύση ως κοινωνία. Η θεώρηση του ανθρώπου σε φυσική κατάσταση (bellum omnium contra omnes) που προτείνει ο Th. Hobbs, συνεχίζει ο Sahlins είναι ο μύθος καταγωγής του δυτικού καπιταλισμού ενώ η παλινδρόμηση της κοινωνιοβιολογίας στον αγοραίο ατομισμό που είναι γενετικά προγραμματισμένος να μεγιστοποιείται σε βάρος όλων των διπλανών του, επιβεβαιώνει απλά τη φυσικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας (Sahlins 1997: 143 κ.ε.).5 Και πραγματικά για τον J. Bentham, τον Τh. Malthus κ.ά. η ένδεια αποτελούσε έκφραση της φύσης μέσα στην κοινωνία και η πείνα επικύρωνε τη φύση (Πολάνυι 2001: 117), καθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περιττή κάθε απόπειρα πολιτικής παρέμβασης. Εξάλλου αυτό που έκανε ο Δαρβίνος ήταν να πάρει την πολιτική οικονομία των αρχών του 19ου αιώνα και να την επεκτείνει ώστε να περιλάβει το σύνολο της φυσικής οικονομίας (Lewontin 2000: 33). Στα συμφραζόμενα, η αναγωγή των κοινωνικών σχέσεων στις γενετικές σχέσεις, όπως γίνεται σήμερα στο νεοδαρβινιστικό παράδειγμα (κοινωνιοβιολογία, εξελικτική ψυχολογία κ.λπ.), δεν φαίνεται να αποτελεί πρωτοτυπία.

Παρ’ όλα αυτά, το ρεύμα σκέψης που ονομάστηκε κοινωνικός δαρβινισμός διατυπώθηκε πριν τον Δαρβίνο και οφείλει πολλά στον κοινωνιολόγο H. Spencer. Εδώ μια γενική παρατήρηση έχει νόημα και αφορά κυρίως την ευκολία με την οποία κοινωνικοί επιστήμονες υιοθετούν άκριτα και χωρίς βάσανο τα πορίσματα της βιολογίας ή της γενετικής αγνοώντας το πεπερασμένο αυτών των μεθόδων: Σε μεγάλο βαθμό εδώ συγχέεται η διεπιστημονικότητα με τον μεθοδολογικό εκλεκτικισμό, πόσο μάλλον όταν ο περιπτωσιολογικός και εμπειριστικός χαρακτήρας της μεθόδου των θετικών επιστημών (φυσιοκρατία) δεν επιτρέπει την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων. Το ζήτημα της ύπαρξης του θεού, λόγου χάρη, δεν είναι ένα εμπειρικό ζήτημα, αλλά πρωτίστως ένα ηθικό (μεταθεωρητικό) ζήτημα, (Wuketis 1990:174).

Ας επανέλθουμε όμως στον κοινωνικό δαρβινισμό του H. Spencer και την επιστημολογία του. Αξιωματική αρχή του σπενσεριανού διαβήματος όπως διατυπώνεται στη Κοινωνική Στατιστική (1850) είναι πρωτίστως η καθολικότητα του νόμου της εξέλιξης και δευτερευόντως η οργανική αναλογία. Η θέση δηλαδή ότι η εξέλιξη και η λειτουργία των κοινωνιών διέπεται από τις ίδιες σταθερές που χαρακτηρίζουν την εξέλιξη των έμβιων οργανισμών. Εδώ συνυπάρχουν ο οργανικισμός με τον εξελικτικισμό. Υιοθετώντας την μαλθουσιανή αρχή για την προσαρμογή των πληθυσμών στα μέσα συντήρησης, ο H. Spencer διατύπωσε τη θέση για την «επιβίωση του ισχυρότερου» (The survival of the fittest), (Hofstadter 1955). Ως γνωστόν και οι δύο όροι που χαρακτηρίζουν το Zeitgeist του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό τον Δαρβίνο στα έργα του Περί της καταγωγής των ειδών ή η προφύλαξη των ευνοημένων φυλών στον αγώνα για την ύπαρξη (1859), και Η Καταγωγή του Ανθρώπου και η Επιλογή η συνδεόμενη με το Φύλο (1871). Επίσης η δαρβινική έννοια της φυσικής επιλογής διαμέσου της φυλογένεσης ενυπάρχει στον H. Spencer, στον οποίο η μετάβαση από την ομοιογένεια ή την ομοιομορφία της δομής γίνεται προς την ετερογένεια ή την πολυμορφία (Timasheff &Theodorson 1983: 60 κ.ε.). Μάλιστα ο Δαρβίνος κάνει ιδιαίτερη αναφορά σ’ αυτή τη θέση του Spencer (Darwin 2009: 157). Η μετάβαση από καταστάσεις όπου όμοια μέρη επιτελούν όμοιες λειτουργίες σε καταστάσεις όπου ανόμοια μέρη επιτελούν ανόμοιες λειτουργίες διατυπώνεται επίσης με τους όρους της μηχανικής και οργανικής αλληλεγγύης στον E. Durkheim (Durkheim 1977). Μάλιστα ο E. Wilson, προτείνοντας τη φυλογενετική ανάλυση για να εξηγήσει την ανθρωπολογική γενετική, υιοθετεί τον ψυχολογισμό του A. Maslow για την ιεραρχία των αναγκών, ανάγοντας τον λειτουργισμό και τον εξελικτισμό σε φυσική νομοτέλεια (Wilson 1995: 526). Και αυτό παρόλο που η έννοια της λειτουργίας έχει αμφισβητηθεί έντονα, καθώς μια συγκεκριμένη ανώτερη λειτουργία δεν περιέχεται στις στοιχειώδεις λειτουργίες των γονιδίων που είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή της, πόσο μάλλον όταν αυτά τα γονίδια συμμετέχουν σε πάρα πολλές άλλες λειτουργίες (Morange 2002: 23). Επομένως η ιδέα ότι υπάρχουν συγκεκριμένα γονίδια για συγκεκριμένες συμπεριφορές, λόγου χάρη για την ευφυΐα, τον αλτρουισμό, την απιστία κ.ο.κ., όπως διατείνονται οι νεοδαρβινιστές (π.χ. Αλαχιώτης 2010), είναι επιστημονικά έωλη, ευνοεί όμως έναν γενετικό εσενσιαλισμό και αυτός με τη σειρά του μια μεταφυσική του γονιδιώματος (Mauron 2006: 287 κ.ε.).

Εντούτοις ο H. Spencer παραμένει, ως γνήσιο τέκνο της εποχής του πιστός στον φιλελευθερισμό. Σχετικοποιώντας μάλιστα τις οργανισμικές του αντιλήψεις, για την κοινωνία, όπου τα μέρη υπάρχουν προς όφελος του συνόλου, βλέπει την κοινωνία μέσα από τα άτομα. Επομένως αυτό που διαμορφώνεται στα τέλη του 19ου αιώνα ως κοινωνικός δαρβινισμός αφορά στην πολιτική εφαρμογή της θεωρίας της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου στην κοινωνία (βλ. Hofstadter 1955). Για να κατανοήσει κανείς την κοινωνική επίδραση του κοινωνικού δαρβινισμού στο κοινωνικό γίγνεσθαι θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι αυτός αναδύεται στην «Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875» (E. Hobsbawm), την περίοδο εμπέδωσης του βιομηχανικού καπιταλισμού και της κατίσχυσης του φιλελευθερισμού. Δηλαδή σε μια περίοδο όπου το κοινωνικό τοπίο αλλάζει δραματικά. Οι μεγάλες ανθρωπογεωγραφικές ανακατατάξεις και οι βαθιές κοινωνικές αλλαγές διαμορφώνουν συνθήκες έντονης κοινωνικής κινητικότητας από τη μια και διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων από την άλλη. Σ’ αυτές τις συνθήκες ο έλεγχος των «επικίνδυνων τάξεων» συνιστούσε το πλέον κρίσιμο εγχείρημα. Με κυρίαρχο παράδειγμα κοινωνικής πολιτικής τον Μαλθουσιανισμό, τη θετική ευγονική και τη διαφορική ψυχολογία του Francis Galton (1822-1911) (ξάδελφος του Δαρβίνου), θα λάβει χώρα ο εγκλεισμός του άεργου και περιπλανώμενου πληθυσμού στα άσυλα εργασίας (Νόμοι περί Πτωχών, Workhouses κ.ά.). Και ενώ ο δαρβινισμός θέλει απλά να αφήσει τη φύση να κάνει τη δουλειά της, η ευγονική θέλει να παρέμβει σ’ αυτή τη διαδικασία της φυσικής επιλογής ώστε να αυξηθούν «οι βέλτιστοι» και να μειωθούν έως να εξαφανιστούν οι «υποδεέστεροι». Όπως είναι γνωστό, οι πρακτικές αυτές θα συστηματοποιηθούν στον εικοστό αιώνα οδηγώντας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Τρίτου Ράιχ και στην εξόντωση «υποδεέστερων» μορφών ζωής (τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι, ανάπηροι κ.ά., βλ. Klee 1985). Στόχος, η εξάλειψη φορέων κληρονομικών ασθενειών και ατόμων με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, ώστε να ευνοηθεί η παραγωγή των «αρίστων» και να αποφευχθεί ο εκφυλισμός (Εntartung) της άριας φυλής και να προαχθεί ο εξευγενισμός της (βλ. Mackensen, Reulecke 2005: 456).6

Σ’ αυτό το κοινωνικό και ιδεολογικό συγκείμενο όπου κυριαρχούσε η ιδεολογία του φιλελευθερισμού από τη μια, και οι βαθιές κοινωνικές ανισότητες από την άλλη, ο κοινωνικός δαρβινισμός και πιο συγκεκριμένα η έννοια της φυλετικής ανωτερότητας και της επιβίωσης του ισχυρότερου, συνιστούσε, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ε. Hobsbawm, μια απόπειρα εκλογίκευσης των κοινωνικών ανισοτήτων με την έννοια της υπεράσπισης κοινωνικών προνομίων που η ισονομιστική φιλοσοφία των ίδιων των αστικών θεσμών αρνούνταν (Hobsbawm 1996: 400). Ας έχουμε υπόψη επίσης ότι ο κοινωνικός δαρβινισμός διατυπώνεται στην εποχή που θα έπρεπε να νομιμοποιηθεί η ιμπεριαλιστική κυριαρχία έναντι άλλων «κατώτερων» πολιτισμών και λαών. Την αξιολόγηση αυτή υιοθετούσε ως άνθρωπος της εποχής του και ο ίδιος ο Δαρβίνος (Darwin 1982: 171). Βεβαίως ο ιμπεριαλισμός χρειαζόταν για ευνόητους λόγους στο εσωτερικό των χωρών που τον ασκούσαν την απαραίτητη νομιμοποίηση, την οποία παρείχε το επιχείρημα αναφορικά με το «εκπολιτιστικό» εγχείρημα του ιμπεριαλισμού και κατ’ επέκταση την κατωτερότητα των «καθυστερημένων» λαών.

Στο βαθμό μάλιστα που η θεωρία της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου κατανοηθεί πρωτίστως ως αγώνας επιβίωσης ανάμεσα σε διαφορετικά είδη, δηλαδή μεταξύ ατόμων και όχι ως αγώνας επιβίωσης-προσαρμογής ενάντια στο περιβάλλον, οι συνέπειες για την κοινωνική ανάλυση είναι εδώ περισσότερο από εμφανείς. Εφόσον μάλιστα οι συμπεριφορές των ανθρώπων και των ζώων διέπονται από μία αναλογία, όπως διατείνεται η ηθολογία, αναλογία που μπορεί να θεωρηθεί και λειτουργική ομολογία, βασίζεται δηλαδή σε κοινές γενετικές δυνατότητες και φυλογενετικές συνέχειες, αυτές εντάσσονται στην ίδια κατηγορία κοινωνικών σχέσεων (Sahlins 1997: 48). Εντούτοις η αναλογία αυτή γίνεται στο επίπεδο της παρατήρησης. Όπως διατείνεται ο Ε. Wilson, ο εδαφικός ανταγωνισμός των ζώων μοιάζει με τον ανθρώπινο πόλεμο, η κυριαρχία κάποιων ζώων απέναντι σε άλλα μοιάζει με την ταξική επιβολή, τις γαμήλιες πρακτικές κ.ο.κ. Συνεπώς στο βαθμό που κατέστη δυνατή η ανθρωπομορφική ταξινόμηση των «κοινωνιών» των ζώων, καθώς υπάρχουν κοινωνίες με δούλους, δεσπότες, φόρους κ.λπ. (Wilson 1995), καθίσταται δυνατός και ο ισομορφισμός μεταξύ των χαρακτηριστικών της συμπεριφοράς και των κοινωνικών σχέσεων. Τα κίνητρα που οδηγούν λόγου χάρη σε επιθετικές συμπεριφορές τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους δεν διαμεσολαβούνται πολιτισμικά αλλά είναι γενετικά προγραμματισμένα. Σε αντίθεση με τις θεωρίες της δράσης και του υποκειμένου που εκκινούν από τη θέση ότι τα άτομα δρουν, έχοντας συγκεκριμένες πολιτισμικές αντιλήψεις, ηθικές αξίες και προσωπικές απόψεις, οι θιασώτες του βιολογικού αναγωγισμού θεωρούν ότι όλα αυτά υπαγορεύονται από την πονηρία της γενετικής ιδιωφέλειας που αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση της ατομικής αναπαραγωγικής επιτυχίας. Εδώ υπάρχει όπως αντιλαμβάνεται κανείς σοβαρό μεθοδολογικό πρόβλημα, καθώς η φαινομενικότητα ενός κοινωνικού γεγονότος είναι το ίδιο πράγμα με το κίνητρο που οδήγησε σ’ αυτό (ό.π.: 56). Εντούτοις ο πόλεμος, λόγου χάρη, πολύ λίγο έχει να κάνει με τα ατομικά κίνητρα, επειδή αυτός δεν είναι μία σχέση μεταξύ ατόμων αλλά μεταξύ κρατών. Στον πόλεμο τα άτομα συμμετέχουν, όπως αναφέρει ο M. Sahlins, με την κοινωνική τους ιδιότητα και όχι με την ατομική τους. Συμμετέχουν ως μέλη μιας κοινωνικής ομάδας ή ενός εθνικού κράτους (ως υπήκοοι, ως πολίτες κ.ο.κ.) (ό.π.: 50). Εξάλλου αν τα άτομα συμμετείχαν στους πολέμους έχοντας δικά τους κίνητρα δεν θα χρειαζόταν καν η (βίαιη πολλές φορές) στρατολόγησή τους (Lewontin 2000: 136).

2. Κοινωνικός δαρβινισμός και εκπαίδευση

Αν οι λόγοι στους οποίους αναφερθήκαμε εξηγούν σ’ ένα βαθμό την εμφάνιση του κοινωνικού δαρβινισμού, τίθεται το ερώτημα γιατί αυτός επανέρχεται σήμερα στις νέες εκδοχές του ως παράδειγμα ανάγνωσης των κοινωνικών πραγμάτων. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο εξελικτισμός του H. Spencer εγκαταλείφτηκε όταν κατέστη σαφές ότι η αγορά αδυνατεί να διασφαλίσει την αναπαραγωγή της κοινωνίας ως ολότητας. Η αγορά όφειλε να υποταχτεί στην κοινωνία, αναφέρει χαρακτηριστικά ο K. Polanyi και μέσα απ’ αυτό το πρίσμα θα μπορούσε να ερμηνεύσει κανείς την ανάληψη της κοινωνικής αναπαραγωγής από το κράτος στη μεσοπολεμική περίοδο (βλ. κράτος πρόνοιας). Εντούτοις οι αλλαγές στην ταξική διάρθρωση των κοινωνιών και η συνακόλουθη κρίση αντιπροσώπευσης του κράτους πρόνοιας, (ή, κρίση υπερσυσώρευσης), οδήγησαν στην αποδόμηση του κράτους πρόνοιας, αλλά και στην υποβάθμιση του κοινωνικού ως τρόπου εξήγησης των κοινωνικών φαινομένων.

Να υπενθυμίσουμε εδώ, ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά, μέσα κυρίως από τη Κοινωνιοβιολογία του Ε. Wilson (Sociobiology: The New Synthesis, 1975), αρχίζει εκ νέου η βιολογικοποίηση των κοινωνικών κατηγοριών και ιεραρχιών. Ως γνωστόν η θέση για την γενετική κατωτερότητα των μαύρων έναντι των λευκών διατυπώνεται, όπως αναφέραμε παραπάνω, σε μια περίοδο δημοσιονομικής κρίσης του κράτους και μείωσης των κοινωνικών δαπανών. Υπόψη οφείλουμε να έχουμε επίσης ότι η αποκέντρωση της παραγωγής (μεταφορντισμός) και η αποβιομηχάνιση έπληξε καίρια κυρίως το αμερικανικό γκέτο, αλλά και την κοινοτική (αλληλέγγυα) δομή του, εξωθώντας ένα μεγάλο μέρος του μαύρου πληθυσμού στην «εξάρτηση» από τις προνοιακές πολιτικές. Στο πλαίσιο αυτό σημαντικό είναι το άρθρο του εξελικτικού ψυχολόγου A. Jensen στο περιοδικό Harvard Educational Review το 1969 (Jensen 1969), που διατυπώνει με «επιστημονικό» τρόπο δημώδεις αντιλήψεις για τη γενετική ανεπάρκεια των μαύρων αλλά και των ανθρώπων από την εργατική τάξη να ενταχτούν στο πολιτισμικό γίγνεσθαι. Ουσιαστικά το άρθρο αυτό μαζί με άλλα που ακολούθησαν προσφέρει νομιμοποίηση στις πολιτικές κατάργησης των αντισταθμιστικών προνοιακών προγραμμάτων που αποσκοπούσαν στην άμβλυνση των κοινωνικών και φυλετικών ανισοτήτων.

Το μέτρο των κοινωνικών διαφορών αναζητείται πλέον όχι στις άνισες κοινωνικές θέσεις αλλά στις φυσικές διαφορές που είναι γενετικές (βλ. και Μckinon 2009: 17). Σε μεγάλο βαθμό η διαδικασία φυσιοποίησης ενισχύθηκε από τον αισθητικισμό αποδομιστικών προσεγγίσεων, στις οποίες αίρονται σε επιστημολογικό επίπεδο τα όρια μεταξύ καθημερινότητας (ή πραγματικότητας) και τέχνης, ενώ σχετικοποιούνται αν δεν παύουν κιόλας να ισχύουν κριτήρια ταξινόμησης της πραγματικότητας (Ästhetisierung des Lebens), (Featherstone 1990: 213, 220). Από την άλλη η αποδέσμευση του κοινωνικού πράττειν από ηθικές διαμεσολαβήσεις σε συνάρτηση με την εξιδανίκευση του ενστίκτου, της σφριγηλότητας και της «θέλησης για δύναμη» (Nietzsche, Bataille κ.ά.) προετοίμαζε συστηματικά το έδαφος για την άρθρωση των «ετερογενών» εμπειριών και του καταραμένου αποθέματος (la part maudite) και μαζί την «εξέγερση της φύσης» (βλ.και Wolin 2007: 307), όπως έχει περιγράψει ο Μ. Horkheimer, αναφερόμενος στις αντιμοντερνιστικές-αταβιστικές κινήσεις στο Μεσοπόλεμο με βάση έναν αισθητικό ορίζοντα εμπειρίας (Habermas 1993: 287). Όπως είναι αυτονόητο, ο εκλεκτικισμός και ο μηδενισμός μιας τέτοιας μεθοδολογικής πρότασης θα φυσιοποιήσει έμμεσα τις κοινωνικές κατηγορίες.

Όλο και πιο συχνά η ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων περνά πλέον μέσα από μια σύνθεση λαμαρκιανών και δαρβινιστικών θεωρήσεων. Η ηθολογία του Kornard Lorenz για την κληρονομικότητα επίκτητων ιδιοτήτων (Lorenz 1973: 229), αλλά και της κουλτούρας σε συνδυασμό με την κοινωνιοβιολογία του Eduard Wilson και την απόδοση των ανθρώπινων συμπεριφορών στα γονίδια (εγωιστικό γονίδιο, αλτρουιστικό γονίδιο κ.λπ.), (Wilson 1980) ορίζει με απόλυτη σαφήνεια πλέον το εξηγητικό πλαίσιο. Μάλιστα μια «δαρβινική Αριστερά», που θέλει να λαμβάνει υπόψη τη φύση του ανθρώπου, απαντά στο δαρβινιστικό ερώτημα για το πώς υπάρχουν αλτρουιστές και σήμερα, ενώ θα έπρεπε, με βάση το αξίωμα της γενετικής ιδιωφέλειας να έχουν εκλείψει. Όπως αναφέρει ο P. Singer (Σίνγκερ 1998), ένας βασικός εκπρόσωπος της «δαρβινιστικής Αριστεράς», αυτό συμβαίνει, επειδή η κοινωνία που ωφελείται από την αυτοθυσία κάποιων ανθρώπων, αντισταθμίζει τις ζημιές με ένα σύστημα θετικών και αρνητικών κυρώσεων (κίνητρα, ηθική αμοιβή κ.λπ.). Επομένως η Αριστερά, σύμφωνα με τον ίδιο, οφείλει να εμπεδώσει ένα αντίστοιχο σύστημα ώστε να επηρεαστεί η φυσική επιλογή και να μεγιστοποιηθεί ο πληθυσμός που φέρει τα αλτρουιστικά γονίδια.

Οι συνέπειες για την κοινωνική ανάλυση από την υιοθέτηση του γενετικού ντετερμινισμού είναι άμεσες. Έτσι λοιπόν η άμεση σχέση της κοινωνικής τάξης με την υγεία, όπως καταδεικνύεται σε πληθώρα κοινωνικο-επιδημιολογικών ερευνών, θα ερμηνευτεί δαρβινιστικά. Στο συγκεκριμένο εξηγητικό πλαίσιο η υγεία εμφανίζεται, όπως εξάλλου πίστευε και ο ίδιος ο Δαρβίνος (Darwin 1982: 171), ως το αποτέλεσμα μιας φυσικής διαλογής με τα πλέον υγιή άτομα να τοποθετούνται μέσω μιας διαγενεακής ανέλιξης στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, σ’ αντίθεση με τα λιγότερο υγιή άτομα που καθηλώνονται στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις (βλ. West 1991: 373). Για τον γερμανό οικονομολόγο Th. Sarrazin είναι σαφές ότι η ευφυΐα είναι άνισα κατανεμημένη στις διάφορες κοινωνικές τάξεις. Σ’ αντίθεση με τα άτομα που ανήκουν στα ανώτερα στρώματα και έχουν ανελιχτεί εξαιτίας της ευφυΐας τους, τα κατώτερα στρώματα, και κυρίως οι μουσουλμάνοι που αυξάνονται σχετικά γρήγορα, αδυνατούν, εξαιτίας της γενετικής τους ανεπάρκειας, σύμφωνα με τον ίδιο, να ανελιχτούν (Sarrazin 2010). 7

Κατά τον ίδιο τρόπο συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις που έχουν διανθιστεί με λαμαρκιανές αντιλήψεις αποδίδουν την αναπαραγωγή βίαιων συμπεριφορών στη μεταφορά της βίας από γενιά σε γενιά (βλ. Lackey & Williams 1995). Στην εγκληματολογία, η παραβατική συμπεριφορά θα αναζητηθεί επίσης στον γενετικό ντετερμινισμό και στις μεταλλάξεις των γονίδιων, επαναφέροντας έτσι το ανθρωπολογικό-σωματομετρικό παράδειγμα του Ch. Lobroso (βλ. Γκότση 2009). Το κοινό σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις είναι η άρνηση του οικονομικού υπόβαθρου των κοινωνικών σχέσεων. Εξάλλου η αποδόμηση του κράτους πρόνοιας έφερε τη μείωση των κοινωνικών υποδομών και τον αποχαρακτηρισμό των δημόσιων αγαθών, επομένως για αυτονόητους λόγους θα έπρεπε να αποσυνδεθεί η εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων από τις οικονομικές τους αιτίες.

Στην εκπαίδευση η επιχειρηματολογία του βιολογικού αναγωγισμού θα κινηθεί σε δύο επίπεδα. Σ’ ένα επιστημολογικό, καθώς, παραμερίζοντας κάθε ιστορικό και πολιτισμικό παράγοντα, αντιμετωπίζει την κοινωνική διάρθρωση ως φυσική διάρθρωση, δηλαδή ως αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής και του αγώνα για επιβίωση του ισχυρότερου, και σ’ ένα μεθοδολογικό, καθώς τα κοινωνικά χαρακτηριστικά ανάγονται στα γονίδια των μελών, δηλαδή σε ατομικές ιδιότητες. Αυτό σημαίνει, α) ότι η κοινωνική οργάνωση και οι κοινωνικές ανισότητες και μαζί οι εκπαιδευτικές δεν μπορούν να αλλάξουν, καθώς αυτές είναι φυσικές, και β) ότι η οποιαδήποτε παρέμβαση μπορεί να γίνει μόνο σε επίπεδο ατόμων. Το δεύτερο, όπως είναι γνωστό, αποτελεί αξιωματική θέση του μεθοδολογικού ατομισμού. Ο μεθοδολογικός ατομισμός, ο οποίος βλέπει την κοινωνία ως άθροισμα ατόμων και την κοινωνική δράση ως αποτέλεσμα υποκειμενικών νοηματοδοτήσεων, ανάγει κοινωνικά δεδομένα, όπως είναι η φτώχεια, η ανεργία, η σχολική επίδοση, η παραβατικότητα κ.ά. σε μη κοινωνικά δεδομένα, δηλαδή σε ατομικά δεδομένα. Το κοινό και των δύο προτάσεων, εννοούμε του βιολογικού ντετερμινισμού και του μεθοδολογικού ατομισμού είναι η αναγωγιστική μεθοδολογία τους, δηλαδή η αναγωγή του όλου στο μερικό.8 Στη μια περίπτωση οι ατομικές συμπεριφορές θα εξηγηθούν με τους αγοραίους όρους κόστους-οφέλους, που αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση της ωφέλειας των ατόμων (μεθοδολογικός ατομισμός, θεωρία της «ορθολογικής επιλογής» κ.λπ.). Στην άλλη περίπτωση οι γονιδιακές συμπεριφορές θα εξηγηθούν πάλι με τους ίδιους όρους που αποσκοπούν όμως στη μεγαλύτερη δυνατή διάδοση του γενετικού τους υλικού μέσα από τη φυσική επιλογή (γενετικός ατομισμός), (Μckinson 2009: 54).

Σε μεγάλο βαθμό η συλλογιστική αυτής της μεθοδολογικής πρότασης μπορεί να εντοπιστεί κατά παράδοξο τρόπο σ’ ένα αίτημα, αυτό της ισότητας των ευκαιριών, το οποίο ως δόγμα χαρακτηρίζει, λιγότερο ή περισσότερο, εδώ και δεκαετίες, την εκπαιδευτική πραγματικότητα. Ουσιαστικά το αίτημα αυτό αποδέχεται τον υφιστάμενο καταμερισμό εργασίας και τις ανισότητες που απορρέουν από αυτόν. Ο λειτουργισμός θεωρεί μάλιστα ότι οι πιο σημαντικές θέσεις της κοινωνίας θα πρέπει να καταλαμβάνονται από τα ικανότερα και ευφυέστερα άτομα. Συνεπώς και χωρίς να εξηγεί πώς και ποιος ορίζει την ιεράρχηση αυτών των θέσεων, δικαιολογεί τις άνισες υλικές και συμβολικές αμοιβές, δηλαδή τις κοινωνικές ανισότητες. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι στην κοινωνία της «μεταβιομηχανικής εποχής» και στην «κοινωνία της γνώσης», όπως αυτοπροσδιορίζονται λίγο-πολύ σήμερα οι κοινωνίες μας, η διανοητική (σχεδιαστική) εργασία θα χαίρει για αυτονόητους λόγους μεγάλης κοινωνικής αναγνώρισης και θα έχει μια προστιθέμενη αξία, υλική και συμβολική, τη στιγμή που η χειρωνακτική και εκτελεστική εργασία θα υποβαθμίζεται. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο η απομόνωση του γονιδίου ως «κυρίαρχου μορίου» με τη συνεπαγόμενη τοποθέτηση του εγκεφάλου πάνω από τους μυς υποδηλώνει (όπως υποδηλώνουν επίσης οι αντίστοιχοι νεολογισμοί «κοινωνία της πληροφορίας», «κοινωνία της γνώσης» κ.ο.κ.), την ανωτερότητα της πνευματικής εργασίας έναντι της απλής, της πληροφορίας έναντι της πράξης (βλ. και Lewontin 2000: 79).

Το άδικο σύμφωνα με τη θεωρία των ίσων ευκαιριών, που βλέπει το εκπαιδευτικό σύστημα ως τη βάση για κοινωνική κινητικότητα και κοινωνική ανέλιξη, βρίσκεται στο ότι οι πιο σημαντικές θέσεις καταλαμβάνονται από τους γόνους αστικών στρωμάτων που είναι και σε θέση να αποκτήσουν με τα οικονομικά μέσα που διαθέτουν καλύτερη εκπαίδευση, χωρίς ενδεχομένως να το αξίζουν. Συνεπώς, αν προσφερθούν ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες σε όλους, αίρονται, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή οι ταξικοί φραγμοί και οι άνισοι χρόνοι εκκίνησης που απέκλειαν από πρώτο χέρι την κοινωνική άνοδο των γόνων από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Ανάλογα με την κλίση και την ευφυΐα τους τα παιδιά θα μπορούν πλέον ανεξάρτητα από την κοινωνική τους καταγωγή να συμμετέχουν στην «κυκλοφορία των ελίτ», όπως εννοείτο η κοινωνική κινητικότητα στα χρόνια του V. Pareto.9 Εφόσον όμως δεχτούμε ότι πραγματικά η θεωρία της ισότητας ευκαιριών ακυρώνει τα ταξικά προνόμια και εφόσον το σχολείο αντιμετωπίζει κατά τον ίδιο τρόπο όλα τα άτομα, οι άνισες επιδόσεις στο σχολείο δεν μπορεί να είναι παρά μόνο φυσικές. Έτσι το εκπαιδευτικό σύστημα προσφέροντας ίσες ευκαιρίες εξαλείφει ταξικά εμπόδια όσον αφορά στην πρόσβαση, δηλαδή εμπόδια που μπαίνουν τεχνητά, επιτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο οι φυσικές ανισότητες να βρουν στο σχολείο το επίπεδό τους και να αποκατασταθεί η φυσική ιεραρχία. Επομένως οι διαφορετικές εκπαιδευτικές τροχιές με τις συναφείς επιδόσεις απορρέουν από τις εγγενείς ικανότητες των ατόμων (ταλέντο, κλίση, χάρισμα κ.λπ.) και δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με τις κοινωνικές ανισότητες, το «πολιτισμικό κεφάλαιο» κ.ά.

Βεβαίως αν προτίθετο κανείς να δημιουργήσει ένα σύστημα κοινωνικής ισότητας θα έπρεπε να προσφέρει σε άτομα που είναι άνισα μεταξύ τους αντίστοιχα άνισες ευκαιρίες ενώ η αξιολόγηση θα έπρεπε να γίνεται, όπως ορθά επισημαίνει ο P. Bourdieu, με βάση τα εμπόδια που αυτά έχουν ξεπεράσει (Bourdieu, Passeron 1993: 130). Η προσφορά ίσων ευκαιριών σε άτομα που εξαιτίας της ταξικής τους καταγωγής και του κοινωνικο-πολιτισμικού περιβάλλοντος ευνοούνται ή έχουν μείνει πίσω, απλά αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες. Ευλογοφανές είναι επίσης από αυτά που αναφέραμε παραπάνω, ότι τόσο ο βιολογικός αναγωγισμός όσο και ο μεθοδολογικός ατομισμός θα καταφέρονται κατά ενός συστήματος θετικών διακρίσεων ή κατά των αντισταθμιστικών πολιτικών του κράτους πρόνοιας, επειδή αλλοιώνουν τον φυσικό (ή υγιή) ανταγωνισμό που επιτρέπει στον ικανότερο ή στον ισχυρότερο να «επιβιώσει» (διακριθεί).

3. Οι μεθοδολογικές ανεπάρκειες των ταξινομητικών πρακτικών

στην εκπαίδευση

Κατά κάποιο τρόπο και στο βαθμό που το άτομο καθίσταται κύρια και έσχατη μονάδα ανάλυσης, η έμφαση στις εγγενείς του ιδιότητες οδηγεί εκ των πραγμάτων στη φύση και στις φυσικές του ικανότητες, πόσο μάλλον όταν ο μεθοδολογικός ατομισμός ακόμη και όταν διακρίνει υπερατομικές οντότητες (λόχου χάρη κοινωνικές τάξεις), τις προσεγγίζει ως προέκταση των ατομικών σκοποθεσιών. Σ’ αυτό το επιστημολογικό συγκείμενο, η ανάπτυξη ενός μηχανισμού πιστοποίησης της ατομικής ευφυΐας, μακριά από ταξικούς και πολιτισμικούς παράγοντες προβάλλει ως κάτι το αυτονόητο. Επομένως τα τυποποιημένα τεστ, όπως είναι ο δείκτης ευφυΐας (IQ), δύνανται, αγνοώντας αυτούς τους παράγοντες και εξομοιώνοντας το άτομο με μια κυβερνητική μηχανή, να ταξινομήσουν αντικειμενικά τους μαθητές στη βάση μιας συμπεριφοριστικής λογικής (ερέθισμα-αντίδραση), (Β. Skinner). Βεβαίως γνωρίζουμε από την κοινωνιολογία της εκπαίδευσης (Bourdieu, Bernstein, Anyon, Αple κ.ά.) ότι το Habitus (έξις) του σχολείου είναι συμπληρωματικό με το Habitus μεσαίων αστικών και αστικών στρωμάτων. Κατά συνέπεια τα παιδιά που προέρχονται από την εργατική τάξη, της οποίας το Habitus διαφέρει από εκείνο του σχολείου θα έχουν, όπως είναι εξάλλου αναμενόμενο με βάση τα τυπικά νοητικά τεστ, χαμηλότερες επιδόσεις. Στο βαθμό που δεν ληφθεί υπόψη η πολιτισμική απόσταση του οικογενειακού περιβάλλοντος παιδιών από την εργατική τάξη με το σχολείο, όπως και η πολιτισμική εγγύτητα των παιδιών από τα μεσαία αστικά στρώματα με το σχολείο, είναι πολύ εύκολο η πολιτισμική και η γλωσσική υστέρηση έναντι του σχολείου να διατυπωθεί με βιογενετικούς όρους, πόσο μάλλον όταν η αποτυχία των αντισταθμιστικών προγραμμάτων του κράτους πρόνοιας (Ηead Start) που αποσκοπούσαν στην ουδετεροποίηση των αρνητικών παραγόντων της ταξικής και πολιτισμικής καταγωγής,10 επιβεβαιώνει σύμφωνα με τις δαρβινιστικές θέσεις τη σχέση μεταξύ σχολικής απόδοσης και γενετικού δυναμικού. Εντούτοις οι αντισταθμιστικές πολιτικές έχοντας ως στόχο την ενσωμάτωση των μαθητών από τα εργατικά στρώματα στη σχολική κουλτούρα μετέφεραν ουσιαστικά την ένταση μέσα στην εργατική οικογένεια. Οι μαθητές αυτοί δεν είχαν και πολλές επιλογές. Είτε θα αποδέχονταν την κουλτούρα του σχολείου και θα «στρέφονταν κατά των γονιών τους», απεμπολώντας την κοινωνική τους ταυτότητα, είτε θα απέρριπταν την κουλτούρα και τις αξίες του σχολείου, αναπτύσσοντας δικές τους αντικουλτούρες, κουλτούρες αντίστασης, όπως τις έχει ορίσει ο P. Willis (Dolby, Dimitriadis & Willis 2005). Η καθήλωση στα όρια της εμπειρίας της τάξης τους θα ήταν η συνέπεια της δεύτερης επιλογής.

Εντούτοις η αντικειμενικότητα των τεστ νοημοσύνης είναι σχετική. Και είναι σχετική γιατί επηρεάζονται στην κατασκευή τους από τη «θεωρία» για την υφή και τη φύση της νοημοσύνης που έχει ο κατασκευαστής τους. Να υπενθυμίσουμε ότι τα τεστ μέτρησης των νοητικών ικανοτήτων κατασκευάστηκαν από τον Alfred Binet για να ξεχωρίσουν τα παιδιά με σχολική νοημοσύνη από τα παιδιά με γνωστική καθυστέρηση. Μάλιστα η απάντηση του επινοητή των πρώτων τεστ όταν ρωτήθηκε «τι είναι η ευφυΐα;» λέγοντας ότι ευφυΐα είναι «αυτό που μετράνε τα τεστ» (Ζακάρ 1999:118), δείχνει την αμηχανία αλλά και την σύγχυση γύρω από τη μέθοδο. Γρήγορα όμως η δοκιμασία επεκτάθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο για την αξιολόγηση των μαθητών και γενικότερα των ανθρώπων, με αποτέλεσμα τον αθέμιτο διαχωρισμό τους και την κατηγοριοποίησή τους σε «έξυπνους», «κουτούς», «ανίκανους» και «ικανούς» (Νασιάκου 1982: 36). Παρόλο που τίθεται πάντοτε ένα ζήτημα κατά πόσον αυτά τα τεστ είναι αντικειμενικά αλλά και τι και πώς το μετρούν, μάλιστα ο γενετιστής Α. Ζακάρ θεωρεί ότι ο Δείκτης Ευφυΐας και η ευφυΐα είναι δύο διαφορετικά πράγματα (Ζακάρ 1999: 118), πρόσφατη έρευνα των James R. Flynn και William T. Dickens, κατέδειξε το αβάσιμο των θεωριών της γενετικής προέλευσης των διαφορών μεταξύ μαύρων και λευκών στις ΗΠΑ (Flynn, Dickens 2006). Έτσι βρέθηκε, με βάση την ανάλυση τεσσάρων διαφορετικών δοκιμασιών μέτρησης του IQ που είχαν διενεργηθεί μεταξύ 1972 και 2002, συμπεριλαμβανομένων των τεστ Stanford-Binet και του τεστ αξιολόγησης των Ενόπλων Δυνάμεων (AFQT), ότι οι μαύροι έχουν αυξήσει το IQ τους κατά 4 έως 7 μονάδες σε σχέση με τους μη λατινοαμερικανικής προέλευσης λευκούς, μειώνοντας έτσι το χάσμα κατά 25% έως 50%. Η εξέλιξη αυτή έχει να κάνει με περιβαλλοντικούς παράγοντες και οπωσδήποτε με το γεγονός ότι ένα σημαντικό τμήμα της μαύρης μεσαίας αστικής τάξης έχει εξοικειωθεί πολιτισμικά με τις αξίες της αμερικανικής κοινωνίας για ατομική επίδοση και κοινωνική ανέλιξη. Επομένως ανάμεσα στο IQ που συνδέεται πρωτίστως με τη σχολική απόδοση και τις φυλετικές διαφορές δεν υπάρχει, αντίθετα απ’ ότι πιστεύουν οι κοινωνικοί δαρβινιστές, κάποια γενετική σχέση.

Στην εργαλειοποιημένη της μορφή η μεθοδολογία αξιολόγησης των νοητικών ικανοτήτων ξεκινούσε από άρρητες παραδοχές περί υπεροχής τυποποιημένων μορφών συμπεριφοράς, στη συγκεκριμένη της σχολικής ή των «σταθμισμένων αγγλικών» όσον αφορά στη γλώσσα (βλ. Labov 1970), ενώ αυτή γινόταν αγνοώντας την κοινωνική πραγματικότητα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων και των μειονοτήτων στη βάση τυπικών κριτηρίων που προέκυπταν όμως μονοπολιτισμικά.

Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι το να αξιολογεί κανείς με τα ίδια κριτήρια καταστάσεις και συμπεριφορές που έχουν διαφορετικές αιτίες είναι μεθοδολογικό σφάλμα. Και αυτό γιατί αν οι γόνοι από μεσοαστικά ή αστικά περιβάλλοντα αξιολογούνταν σύμφωνα με κριτήρια που θα αφορούσαν άτυπες μορφές γνώσης και ιδιαίτερες πολιτισμικές πρακτικές, οι οποίες όμως θα ήταν τυπικές και αντιπροσωπευτικές για τα εργατικά στρώματα ή τις μειονότητες, οι επιδόσεις τους θα ήταν επίσης ανεπαρκείς (Αλεξίου 2009: 113). Στις συγκεκριμένες μεθοδολογίες «το άτομο κρίνεται από τα έξω και όχι από τα μέσα» γράφει ο W. Ong αμφισβητώντας την αντικειμενικότητα τέτοιων μεθόδων, οι οποίες όπως και τα τεστ ευφυΐας ταιριάζουν σ’ ένα ειδικό τύπο συνείδησης (αλφαβητισμός/εσωτερίκευση της γραφής), (Ong 1997: 76).

Τα πορίσματα αυτών των μεθοδολογιών προσέδωσαν επιστημονικοφανή νομιμοποίηση στην κοινωνική οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών, καθώς η υφιστάμενη ταξική διάρθρωση με τις κοινωνικές διακρίσεις, τις εκπτώσεις και τους αποκλεισμούς εμφανίστηκε ως φυσική διάρθρωση, ως αποτέλεσμα βιογενετικών και βιοψυχικών παραγόντων. Επομένως οι άνισες κοινωνικές θέσεις εξαρτώνται από το γενετικό δυναμικό που διαμορφώνει διαφορετικά επίπεδα σκέψης. Είναι όμως άκρως ενδιαφέρον για το πώς συγκεκριμένοι τρόποι σκέψης, όπως λόγου χάρη, ο αφαιρετικός (θεωρητικός) ή ο συγκεκριμένος (συνειρμικός), αποσυνδέονται από τις συνθήκες εργασίας και ζωής των ατόμων για να συνδεθούν εκ νέου με γενετικούς-κληρονομικούς παράγοντες. Γνωρίζουμε, πάλι από τη θεωρία των αναλυτικών προγραμμάτων, ότι το κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα παράγει σε σημαντικό βαθμό αυτήν την κατηγοριοποίηση διαπαιδαγωγώντας τους μαθητές ανάλογα με τον τύπο του σχολείου (τεχνική σχολή, επαγγελματικό λύκειο, γενικό λύκειο) σε συγκεκριμένους τρόπους σκέψης, κοινωνικούς ρόλους και δεξιότητες (εκτελεστικές ή σχεδιαστικές) (βλ. και Anyon 1997). Όπως κατέδειξε μάλιστα ο σοβιετικός παιδαγωγός Α. Luria (Louria 1995: 63), από τη δεκαετία του 1920, συσχετίζοντας τους τρόπους σκέψης με το είδος της κοινωνικής δραστηριότητας, η συγκεκριμένη-περιστασιακή σκέψη που διακρίνεται για τον πρακτικό και εμπειρικό της χαρακτήρα συνυπάρχει με εκτελεστικές (χειρωνακτικές) μορφές εργασίας. Αντίθετα η κατηγοριακή σκέψη που εδράζεται στην αφαιρετική, νοητική παράσταση της πραγματικότητας, σκέψη που χαρακτηρίζει λιγότερο ή περισσότερο τη λειτουργία της σχολικής (τυπικής) γνώσης, συσχετίζεται με την αναβάθμιση της κοινωνικής δραστηριότητας. Παραπλήσια επιχειρηματολογεί και ο B. Bernstein (Bernstein 1991: 171, 400), ο οποίος αναθεωρώντας τη θέση του για τη σχέση των κοινωνιογλωσσικών κωδίκων με την ταξική καταγωγή των ομιλητών, συσχετίζει πλέον τις γλωσσικές πρακτικές με την κοινωνική διαίρεση της εργασίας (περιεχόμενο και συνθετότητα της εργασίας). Στις αναβαθμισμένες μορφές εργασίας όπου η σχέση του ατόμου με την υλική βάση είναι έμμεση και περισσότερο σύνθετη, η γλώσσα αναβαθμίζεται, σύμφωνα με τον B. Bernstein, γεγονός που ευνοεί την ανάπτυξη μιας επεξεργασμένης κωδίκωσης της πραγματικότητας. Αντίθετα όσο πιο άμεση και απλή είναι η σχέση ανάμεσα στις σημασίες και την εργασία, τόσο σχετικοποιείται η κοινωνική σημειωτική της γλώσσας ως διαμεσολαβητή και διατυπωτή σημασιών και νοημάτων.

Όπως υπαινιχτήκαμε παραπάνω, σημαντική στη κατηγοριοποίηση των μαθητών συμβάλλει τόσο το κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα όσο και ο τρόπος συγκρότησης της παιδαγωγικής σχέσης στο σχολείο. Αν το αναλυτικό πρόγραμμα ορίζει τι και πώς θα διδαχτεί καθώς και τον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών, το κρυφό αναλυτικό προσφέρει το ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτό πραγματώνεται, που δεν μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με τις βασικές παραδοχές και τις αξίες των κοινωνιών μας. Λόγου χάρη δεν μπορεί να αμφισβητείται η ιδιοκτησία, η ατομική επίδοση, ο ανταγωνισμός, η αξία της κοινωνικής ανέλιξης κ.ο.κ. Επίσης όπως υπάρχει μια κατανομή «πολιτισμικού κεφαλαίου» στην κοινωνία, υπάρχει μια αντίστοιχη κατανομή γνώσης μέσα στις ίδιες τις μαθητικές τάξεις. Ανάλογα με την κοινωνική καταγωγή των μαθητών και τον τύπο του σχολείου οι μαθητές παίρνουν και διαφορετικά «είδη» γνώσης (Apple 1986: 108, 110). Ο τρόπος σκέψης αλλά και οι δεξιότητες που αποκτούν οι μαθητές στην τεχνική σχολή είναι σαφώς διαφορετικοί από ό,τι στο Γενικό Λύκειο. Οι εργασίες στα εργαστήρια της τεχνικής σχολής συνιστούν περισσότερο μια συμβολική εκμάθηση των κοινωνικών σχέσεων στη βιομηχανία όσο και μια καθαρά τεχνική εκμάθηση (Qureoiz 2007: 85 κ.ε.). Συμπληρωματικά μ’ αυτήν την κατανομή γνώσης που προσδιορίζει σημαντικά τις εκπαιδευτικές τροχιές των μαθητών, λειτουργεί η συγκρότηση της παιδαγωγικής σχέσης. Εδώ οι προσδοκίες των δασκάλων σε σχέση με το «πολιτισμικό κεφάλαιο» και την κοινωνική τάξη των μαθητών μπορεί να ενθαρρύνει ή να αποθαρρύνει σε επίπεδο κινήτρων, όπως καταδεικνύεται σε πληθώρα εθνογραφικών ερευνών για τη σχολική τάξη και τους μαθητές, προδιαγράφοντας σ’ ένα βαθμό την εξέλιξη τους (self-fulfilling prophecy). Αλλά το πιο σημαντικό ίσως είναι ότι η σχολική εργασία βασιζόμενη στην ατομική απόδοση και στον ανταγωνισμό, μαθαίνει στο μαθητή να μετρά μέσα από τα αποτελέσματά του την αξία του σε σχέση με την αξία άλλων και να δέχεται την ιεράρχησή του ως φυσική (ό.π.: 85). Εξάλλου το σχολείο με τους μηχανισμούς διαλογής και ταξινόμησης των μαθητών στους διαφορετικούς τύπους του (γενική, επαγγελματική εκπαίδευση), εμφανίζει αυτή τη διαδικασία που γίνεται σε μια ηλικία που η ψυχική και η γνωστική ανάπτυξη του παιδιού φέρνει το βάρος της ταξικής καταγωγής, ως αποτέλεσμα φυσικών χαρισμάτων. Βεβαίως η αναφορά στα φυσικά χαρίσματα και η επίκληση της φύσης δεν εξηγεί, όπως τονίζει ο M. Sahlins, τη φύση, αλλά μάλλον νομιμοποιεί στη συγκεκριμένη περίπτωση το εκπαιδευτικό σύστημα που βασίζεται σε μια συγκεκριμένη πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης (βλ. Μπακαλάκη 1997: 23, 24). Στην ηλικία των 10 και 11 ετών που γίνεται η διαλογή για τον τύπο του σχολείου (eleven-plus) (Αγγελής 2001: 31) το παιδί ούτε μπορεί να αντιστρέψει από μόνο του τις επιπτώσεις που έχει για το ίδιο η ταξική κατάσταση των γονέων του, ούτε να διαφύγει της «φύσης» του. Σε συνάρτηση μάλιστα με την περιορισμένη έως ανύπαρκτη διαπερατότητα μεταξύ των διαφορετικών τύπων σχολείου – όπως αντιπροσωπευτικά αποτυπώνεται λόγου χάρη στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα με τους τρεις τύπους σχολείων (Hauptschule/ Realschule /Gymnasium) – επιβεβαιώνεται απλά εκ των υστέρων η διαλογή αυτή ως η ορθή. Στην Αγγλία μάλιστα με το Νόμο του 1988 (Educational Reform Act) επεκτείνονται τα τεστ (Key stages) στο μεγαλύτερο μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας (ό.π.: 14, 16, 36) .

Κατά συνέπεια θεωρίες που επιχειρούν να συνδέσουν διαφορετικούς τρόπους σκέψης με προκαθορισμένους γενετικούς παράγοντες, όπως διατείνονται απόψεις που βασίζονται στις θέσεις του A. Jensen, δεν μπορεί να είναι έγκυρες, καθώς οι διαφορετικοί τρόποι σκέψης παράγονται ιστορικο-πολιτισμικά. Αν η αφαιρετική σκέψη χαρακτηρίζει περισσότερο μέλη της αστικής τάξης και μεσοαστικών στρωμάτων ενώ ο εμπειρικός την εργατική τάξη, αυτό δεν έχει να κάνει με γενετικούς παράγοντες αλλά, όπως είδαμε, με την κοινωνική οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας. Εξάλλου η ψυχοδιαγνωστική των τυποποιημένων συστημάτων μετρά κάποια στοιχεία τυπικής νοημοσύνης (λογιστική ευχέρεια, πράξεις με σύμβολα, χρησιμοποίηση του λεκτικού αποθέματος κ.ά.) και την επίδοση ατόμων και όχι ομάδων ή συλλογικοτήτων και μάλιστα σε συγκεκριμένα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Γνωρίζουμε όμως πως οι κεντρικές λειτουργίες των κοινωνιών μας εξαρτώνται από την εργασία μεγάλων ομάδων εργαζομένων που συγκροτούν, για να χρησιμοποιήσω μια έννοια του K. Μαρξ, τον «συλλογικό εργαζόμενο» (Gesamtabeiter). Εξαρτώνται μάλλον από τον αυξημένο βαθμό συνεργασίας, την αλληλεπίδραση, την αλληλεγγύη και δευτερευόντως από ατομικές ικανότητες που όμως βρίσκονται έξω από τη λογική του σχολείου. Αυτά τα πλέγματα σχέσεων διασφαλίζουν σε τελική ανάλυση την διατήρηση και την αναπαραγωγή των κοινωνιών μας. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι οι ικανότητες και οι δεξιότητες αυτές οφείλουν να χαρακτηρίζουν ιδεοτυπικά τουλάχιστον σήμερα τον πολυλειτουργικό εργαζόμενο του Μεταφορντισμού (βλ. και Lipietz 1994). Αν από αυτή την οπτική και στη βάση των στοιχείων που χαρακτηρίζουν το συλλογικό εργαζόμενο κατασκευάσουμε τεστ νοημοσύνης ώστε να μετρήσουμε τις δυνατότητες των ατόμων με σχολική κοινωνικοποίηση, θα καταδειχτεί ενδεχομένως και μάλιστα με πολύ σαφή τρόπο η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στοιχειωδώς στις λειτουργίες αυτές. Εξάλλου ένα από τα κύρια προβλήματα του υπαρκτού σχολείου είναι, όπως θεωρητικοποιήθηκε στις συζητήσεις προηγούμενων δεκαετιών για το ενιαίο σχολείο, η μικρή του σχέση με την εργασιακή πραγματικότητα. Και πραγματικά σε έρευνες που βασίζονται σ’ ένα είδος αντι-εξέτασης ή εξέτασης από την ανάποδη, σχετικοποιείται η αντικειμενικότητα της σχολικής αξιολόγησης. Έτσι οι επιτυχημένοι μαθητές του σχολείου δυσκολεύονται να ανταποκριθούν επιτυχώς στα καθήκοντά τους όταν καλούνται να δουλέψουν σ’ ένα «κριτικό» περιβάλλον (Queiroz 2000: 105).

Επομένως «παιδαγωγικές» προτάσεις που αγνοούν το κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον αλλά και «την ιστορία που έγινε σώμα» και πραγματώνεται ως «δεύτερη φύση» (συστήματα προδιαθέσεων και κατηγορίες πρακτικών) (βλ. Bourdieu 2006: 96), που ευθύνονται σε τελική ανάλυση για τις πολιτισμικές ασυγχρονίες και τους διαφορετικούς τρόπους σκέψης, συγχέουν επίσης σκόπιμα την κοινωνική ιστορία αυτών των διαφορών (ταξική κατάσταση, πολιτισμικό κεφάλαιο κ.ά.) με τη βιολογία και τις γενετικές διαφορές. Παρόλο που οι θέσεις τους για την ύπαρξη χωριστών σχολείων, ειδικών αναλυτικών προγραμμάτων και τρόπων διδασκαλίας κ.λπ., ώστε να δοθεί η δυνατότητα ουδετεροποίησης του σχολείου από τις αξίες ανέλιξης των μεσαίων στρωμάτων, συνεπώς και η δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης παιδιών με γονείς από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα, φαίνεται με μία πρώτη ανάγνωση να είναι δίκαιες, εντούτοις, επειδή αυτές ξεκινούν από γενετικές διαφορές που εξηγούν και τα διαφορετικά γνωστικά επίπεδα, μάλλον στην εγκαθίδρυση ενός σχολείου ελίτ αποσκοπούν, με τους «ικανότερους» να διαπρέπουν και να ανελίσσονται και τους «ανεπίδεκτους» να μένουν πίσω. Εφόσον μάλιστα η μαθησιακή απόκλιση και η κοινωνική παρέκκλιση γενικά, έχει, όπως ισχυρίζεται ο E. Wilson, γενετική βάση, η κληρονομική συνιστώσα της κοινωνικής παρέκκλισης απλά ταυτίζεται με τη γενετική παρέκκλιση (Wilson 2000: 34). Συνεπώς δεν υπάρχουν περιθώρια διορθωτικής παρέμβασης (βλ. αντισταθμιστικές πολιτικές κ.ά.). Ο κοινωνικός σχεδιασμός οφείλει, σύμφωνα με τους συγγραφείς του βιβλίου The Bell Curve (Herrnstein, Murray 1994), να λάβει υπόψη τις γενετικές διαφορές διαμορφώνοντας το αντίστοιχο αξιακό σύστημα που θα νομιμοποιήσει χωριστικές πολιτικές στην εκπαίδευση, στην υγεία, στους δημόσιους χώρους κ.λπ. (βλ. και Rawat 1995).

4. Συμπέρασμα

Σε μεγάλο βαθμό η αποδοχή του γενετικού ντετερμινισμού στην εκπαίδευση υποκαθιστά την κοινωνική ανάλυση, καθώς οι εκπαιδευτικές ανισότητες θεωρούνται γενετικά προκαθορισμένες. Αν όμως η ανθρώπινη δράση, η ίδια η ανθρώπινη κοινωνία αποδοθεί στη φυσική επιλογή (γονίδιο, μιμίδιο ή οτιδήποτε άλλο), βρίσκεται δηλαδή έξω από τον έλεγχό μας, δεν μένει τίποτα άλλο από το να αποδεχτούμε ως φυσική την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων. Όσον αφορά την εκπαίδευση οι (νεο)δαρβινιστικές θεωρήσεις, επικαλούμενες άκρως προβληματικές μεθοδολογίες, στρέφονται ουσιαστικά κατά του ενιαίου σχολείου, του ενιαίου αναλυτικού προγράμματος, της ενιαίας γνώσης. Εφόσον αποδεχτούμε ότι οι ικανότητες των ατόμων είναι γενετικά κωδικοποιημένες, οι δυνατότητες γνωστικής εξέλιξης και κοινωνικής ανέλιξης επιβάλλουν και διαφορετικές κατηγορίες μαθητών με διαφορετικά εκπαιδευτικά προγράμματα και «ειδικούς» τρόπους διδασκαλίας.

Βιβλιογραφία

Αγγελής, Λ. (2001), Το ενιαίο σχολείο. Αναζητήσεις και πραγματικότητα, Αθήνα: Τυπωθείτω/Γ. Δαρδανός.

Αλαχιώτης, Σ. (2010), «Γονίδια και συναίσθημα», Το Βήμα, 27 Ιουνίου.

Αλεξίου, Θ. (2009), Κοινωνικές τάξεις, κοινωνικές ανισότητες και συνθήκες ζωής, Αθήνα: Παπαζήσης.

Anyon, J. (1997), Ghetto Schooling: Α Political Economy of Urban Educational Reform, New York: Teachers College Press.

Apple, M. (1986), Ιδεολογία και αναλυτικά προγράμματα, μτφ. Τ. Δαρβέρη, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Bernstein, Β. (1991), Παιδαγωγικοί κώδικες και κοινωνικός έλεγχος, μτφ. Ι. Σολομών, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Bourdieu, P., Passeron, J. Cl. (1993), Οι κληρονόμοι και η κουλτούρα, μτφρ. Ν. Παναγιωτόπουλος, Μ. Βιδάλη, Αθήνα: Καρδαμίτσας.

Darwin, Ch. (1982), Die Abstammung des Menschen und die geschlechtliche Zuchtwahl, Stuttgart: Alfred Kröner.

Darwin, Ch. (2009), Η καταγωγή των ειδών, τομ. Α΄, Αθήνα: Το Βήμα.

Dolby, N., Dimitriadis, G & Willis, P. (2005), Learning to Labor in new times, New York: Routleger Falmer.

Durkheim, E. (1997), Über die Teilung der Arbeit, Frankfurt: Suhrkamp.

Γκότση, Γ. (2009) «Ιταλία: Μείωση ποινής για φόνο λόγω “κακών γονιδίων”», στο http://www.bioethics.gr/document.php?category_id=58&document_id+856.

Featherstone, M. (1990), “Auf dem Weg einer Soziologie der postmodernen Kultur”, στο Haferkamp, H. (επιμ.), Sozialstruktur und Kultur, Frankfurt: Suhrkamp.

Flynn, J.R., Dickens, W.T. (2006), “Black Americans Reduce the Racial IQ Gap: Evidence from Standardization Samples”, Psychological Science 17, σσ. 913–920.

Habermas, J. (1993), O φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Α. Καραστάθη, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Harrington, A. (1989), “Essay Review: Race Hygiene and Nazi Medicine”, Journal of the History of Biology, σσ. 501-505.

Herrnstein, R., Murray, Ch. (1994), The Bell Curve, New York: Free Press.

Hobsbawm, E. J. (1996), Η εποχή του κεφαλαίου 1845-1875, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Hoftstadter, R. (1955), Social Darwinism in American Thought, Boston: Beacon Press.

Jensen, A. (1969), “How Much Can We Boost I.Q. and Scholastic Achievement?”, Harvard Educational Review 39, σσ. 1-123.

Καλλίνικος, Α. (2009), «Κάρολος Δαρβίνος: Διακόσια χρόνια μετά εκθρονίζει θεούς και βασιλιάδες», Ημερησία Online, 27 Φεβρουαρίου.

Klee, Ε.(επιμ.) (1985), Dokumente zur „Euthanasie“, Frankfurt am Main: Fischer.

Labov, W. (1970), “The Logik of Non-Standard English”, στο Williams, F. (επιμ.), Language and Poverty: Perspectives on a Theme, Chicago: Markham Publisching Co.

Lackey, C. & Williams, C.(1995), “Social bonding and the cessation of partner violence across generations”, Journal of Marriage and the Family 2, σσ. 418-434.

Lewontin, R. (2000), Η Βιολογία ως Ιδεολογία: Το δόγμα του DNA, μτφρ. Σ. Σφενδουράκης, Αθήνα: Σύναλμα.

Lipietz, A. (1994), “Post-Fordism and Democracy”, στο Amin, A. (επιμ.), Post-Fordism, a reader, Oxford: Blackwell.

Lorenz, K. (1973), Die Rückseite des Spiegels. Versuch einer Naturgeschichte menschlichen Erkennens, München/Zürich: Piper.

Λούρια, A.-Ρ. (1995), Γνωστική ανάπτυξη, μτφρ. Α. Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Mackensen, R., Reulecke, J. (2005), Das Konstrukt “Bevölkerung” vor, im und nach dem “Dritten Reich”, Wiesbaden: VS Verlag für Sozialwissenschaften.

Mckinon, S. (2009), Νεοφιλελεύθερη Γενετική. Μύθοι και ηθικού περιεχομένου ιστορίες της Εξελικτικής Ψυχολογίας, μτφρ. Θ. Παραδέλλης, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

Mauron, A. (2006), «Η μεταφυσική του γονιδιώματος», στο Stefanson, H. (επιμ.), Το μέλλον των βιοεπιστημών, μτφρ. Β. Βακάκη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Μεντβέντεφ, Ζ. (1971), Η Άνοδος και η Πτώση του Λυσένκο (οι συνέπειες του δογματισμού στην Επιστήμη), μτφρ. Δανάη Μυλωνάκη, Αθήνα: Ράππα.

Miliband, R. (1989), Το κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία, Αθήνα: Πολύτυπο.

Morange, M. (2002), «Μια νέα θεώρηση του κόσμου των εμβίων όντων», Ουτοπία 50, σσ. 17-32.

Μουσέλης, Σ. (2009), «Η ακαταμάχητη γοητεία της εξελικτικής σκέψης», Ελευθεροτυπία, 14 Φεβρουαρίου.

Μπακαλάκη, Α. (1997), «Βιολογία, πολιτισμός και η αναζήτηση της ανθρώπινης φύσης», στο Sahlins, M., Χρήσεις και καταχρήσεις της βιολογίας. Μια ανθρωπολογική κριτική της κοινωνιοβιολογίας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια

Νασιάκου, Μ. (1982), Η ψυχολογία σήμερα, Αθήνα: Παπαζήσης.

Nτόκινς, Ρ. (1999), Tο Εγωιστικό Γονίδιο, εκδόσεις Σύναλμα: Aθήνα.

Όζε, Μ. (2001), «Άτομα χωρίς γενεαλογία», στο Ατλαν, Α., Όζε, Μ. & κ.ά, Η ανθρώπινη κλωνοποίηση, μτφρ. Τ. Αθανασόπουλος, Αθήνα: Καστανιώτης.

Ong, W. (1997), Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη. Η εκτεχνολόγηση του λόγου, μτφ. Κ. Χατζηκυριάκου, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Ortner, Sh. (1994), «Είναι το θηλυκό για το αρσενικό ό,τι η φύση για τον πολιτισμό;», στο Μπακαλάκη, Α. (επιμ.), Ανθρωπολογία, γυναίκες και φύλο, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Πολάνυι, Κ. (2001), Ο μεγάλος μετασχηματισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές απαρχές του καιρού μας, μτφρ. Κ. Γαγανάκης, Σκόπελος: Νησίδες.

Qeiroz, J.de (2000), Το σχολείο και οι κοινωνιολογίες του, μτφρ. Ι. Χριστοδούλου, Γ. Σταμέλος, Aθήνα: Gutenberg.

Rosaldo, M. (1994) «Χρήση και κατάχρηση της ανθρωπολογίας: Σκέψεις για το φεμινισμό και την διαπολιτισμική κατανόηση», στο Μπακαλάκη, Α. (επιμ.), Ανθρωπολογία, γυναίκες και φύλο, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Rawat, R. “The Return of Determinism: The Pseudoscience of the Bell Curve – critique of the ideas in The Bell Curve”, στο http://ice.englib.cornell.edu/sciTech/u95/bell.html.

Sahlins, M. (1997), Χρήσεις και καταχρήσεις της βιολογίας. Μια ανθρωπολογική κριτική της κοινωνιοβιολογίας, μτφ. Κ. Κουρεμένος, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Sarrazin, Th. (2010), Deutschland schafft sich ab. Wie wir unser Land aufs Spiel setzen, München: DVA.

Σίνγκερ, Π. (1998), Μια Δαρβινική Αριστερά. Πολιτική, Εξέλιξη, Συνεργασία, μτφρ. Σ. Σφενδουράκης, Αθήνα: Σύναλμα.

Weingart, P., Kroll, J.& Bayertz, K. (1988) Rasse, Blut und Gene: Geschichte der Eugenik und Rassenhygiene in Deutschland, Frankfurt am Main: Suhrkamp.

West, P.A. (1991) “Re-thinking the health selection explanation for health inequalities”, Soc Sch Med 32, σσ. 373-384.

Williams, R. (1973), “The limits of human Nature”, στο Βenthall, J. (ed.), The limits of human Nature. Essays based of lecturers and the Institute of Contemporary Arts, London: Allen Lane.

Wilson, E.O. (1980), Biologie als Schicksal. Die soziobiologischen Grundlagen menschlichen Verhaltens, München: Ullstein.

Wilson, E. (1995), Κοινωνιοβιολογία. Η νέα σύνθεση, μτφρ. Σ. Σφενδουράκης, Δ. Μουρελάτος, Αθήνα: Σύναλμα.

Wuketits, F. (1990), Gene, Kultur und Moral. Soziobiologie pro und contra. Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft.

Ζακάρ, Α. (1999), Παγίδες και απειλές της επιστήμης. Τα ερωτήματα ενός γενετιστή, μτφρ. Γ. Ζαχαριουδάκης, Αθήνα: Δρομέας.

1 Ανακοίνωση στο Συμπόσιο Δαρβίνος και κοινωνικές-ανθρωπιστικές επιστήμες που διοργάνωσε το Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών και η Κοσμητεία της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης (Ρέθυμνο, 4-5-6 Δεκεμβρίου 2009).

2 «Παρά το ότι τα γονίδια είναι οι παράγοντες που εκπληρώνουν το ρόλο της αποθήκευσης της αναγκαίας πληροφορίας για τη ζωή, ωστόσο τα ίδια δεν αποτελούν ευθύς εξαρχής τις καταβολές αυτού του ρόλου (….). Αυτά συνιστούν τη λύση που επινόησαν οι οργανισμοί για να αναπαράγουν με μεγαλύτερη ευκολία και πιστότητα τις πρωτεΐνες από γενεά σε γενεά, δηλαδή τα απαραίτητα συστατικά τους. Επομένως τα γονίδια δεν συνιστούν ένα πρόγραμμα, αλλά μια μνήμη». Morange 2002: 31.

3 Οι αλλαγές στο περιβάλλον σύμφωνα με τον J. Lamark προκαλούν αλλαγές στο σώμα ή τη συμπεριφορά των οργανισμών. Αυτές εισέρχονται στην κληρονομική δομή των οργανισμών και περνούν στην επόμενη γενιά. Lewontin 2000: 132 κ.ε.

4 Στον 20ό αιώνα ο σοβιετικός επιστήμονας Tr. Lysenko υιοθετώντας τις θέσεις του J. Lamarc υποστήριξε ότι τα κληρονομικά χαρακτηριστικά των φυτών αποκτούνται από επιδράσεις του περιβάλλοντος. Πιο συγκεκριμένα ο Tr. Lysenko που έγινε περισσότερο γνωστός για το δογματισμό της επιστήμης (Λυσενκοϊσμός) διατεινόνταν ότι οι μεταβολές που προκάλεσε η εαρινοποίηση, δηλαδή η επιτάχυνση βλάστησης του χειμερινού σίτου ώστε ακόμη και τα σπέρματα που φυτεύονται την άνοιξη να ωριμάζουν πριν τους πάγους του χειμώνα, ήταν κληρονομήσιμες. Εμμένοντας στη θέση ότι η μεταβολή ενός σταδίου στο περιβάλλον προκαλεί αλλαγές και στα επόμενα στάδια, καθώς οι αλλαγές που προέκυψαν από την επέμβαση κληρονομούνται, απέρριπτε τα νέα δεδομένα στη βιολογία που βασίζονταν στη μεντελική γενετική και τα γονίδια. Μεντβέντεφ 1971.

5 «Η όλη δαρβινική διδασκαλία του αγώνα για επιβίωση» γράφει ο F. Engels (σε γράμμα του στον Pyotr Lavrov) στον οποίο παραπέμπει ο M. Sahlins «είναι απλώς μια μετάθεση από την κοινωνία στην έμβια φύση του δόγματος του Χομπς περί “bellum omnium contra omnes”, και του αστικού-οικονομικού δόγματος του ανταγωνισμού, μαζί με τη θεωρία του Malthus περί πληθυσμού. Όταν πια αυτό το ταχυδακτυλουργικό κόλπο έχει συντελεστεί […] οι ίδιες θεωρίες ξαναμεταφέρονται από την ενόργανη φύση πίσω στην ιστορία, και ο ισχυρισμός τώρα είναι ότι η εγκυρότητά τους ως αιώνιων νόμων της ανθρώπινης κοινωνίας έχει αποδειχθεί». Engels παρατίθεται στο Sahlins 1997: 145.

6 Με παραπλήσιο τρόπο επιχειρηματολογεί και ο φυλετικός εξευγενισμός (Rassenhygiene/Race Hygiene) που αποσκοπεί ωστόσο στην αποκάθαρση της φυλής από υποδεέστερες αναμίξεις ώστε να διατηρηθεί η καθαρότητά της αλλά και οι καλύτερες δυνατές συνθήκες αναπαραγωγής της. Mackensen, Reulecke 2005· Weingart, Kroll & Bayertz 1988· Harrington 1989: 501 κ.ε.

7 Για να αποκατασταθεί η δημογραφική ισορροπία και να ευνοηθεί ο πολλαπλασιασμός των «βέλτιστων» το γερμανικό κράτος οφείλει σύμφωνα με τον σοσιαλδημοκράτη πρώην γερουσιαστή του Βερολίνου Th. Sarrazin, να επιδοτήσει με 50.000 ευρώ μόνο εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που έχουν τη γενετική προδιάθεση να προσφέρουν στην πληθυσμιακή δομή της Γερμανίας μια κοινωνική και οικονομική ποιότητα (Sarrazin 2010).

8 Η αναγωγή των κοινωνικών σχέσεων σε μη κοινωνικά, δηλαδή σε ατομικά δεδομένα (βλ. μεθοδολογικός ατομισμός), ευνοεί μάλλον τον βιολογισμό, επειδή προφανώς υπονοείται η ύπαρξη μιας «φυσικής» σφαίρας που συμπίπτει με την ατομική. Βλ. και Rosaldo 1994: 230, υποσημ. 52.

9 Οι «θεωρίες των ελίτ» (Mosca, Pareto, Lasswell κ.ά.) ισχυρίζονται ότι η κοινωνία διαιρείται σε μια μειοψηφία «εκλεκτών» (ελίτ) που κυβερνά και στις εξουσιαζόμενες μάζες που δεν διαθέτουν ούτε τις ικανότητες, ούτε τις γνώσεις, ούτε το ενδιαφέρον για ενεργητική συμμετοχή. Εντούτοις η «άρχουσα τάξη», δεν συγκροτείται μόνο από καπιταλιστές αλλά και από μέλη μεσαίων αστικών ακόμη και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, γεγονός που καταδεικνύει σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές, ότι η κοινωνική ανέλιξη είναι «ανοικτή» σε όλους ανεξάρτητα από ταξικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Σεραφεντινίδου 2006: 114 κ.ε. Κριτικά επ’ αυτού Miliband 1989.

10 Η αντισταθμιστική εκπαίδευση που ξεκίνησε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60 (Great Society domestic agenda) αποσκοπούσε στην αύξηση της μαθητικής επίδοσης παιδιών από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Κάπου 24 εκατομμύρια μαθητές συμμετείχαν έως σήμερα σ’ αυτά τα προγράμματα (Head Start), ενώ το κόστος των 900.000 μαθητών που συμμετείχαν με τις οικογένειές τους το 2006 ήταν περίπου της τάξης των 7 δις δολαρίων.

Αναδημοσίευση από “ΘέσειςΤεύχος 117, περίοδος: Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2011