Παιδί θαύμα που ανταγωνίζεται τον… Αινστάιν!

Όταν ήταν δυο χρονών, οι γιατροί διέγνωσαν τον Τζέικομπ Μπαρνέτ με σοβαρής μορφής αυτισμό και ανακοίνωσαν στη μητέρα του ότι δεν θα μάθαινε ποτέ ούτε καν να δένει τα κορδόνια των παπουτσιών του. Δεν θα μπορούσαν να είχαν περισσότερο άδικο!

Αυτή την στιγμή ο Τζέικομπ, που διαθέτει δείκτη ευφυΐας υψηλότερο του Αϊνστάιν (170), κάνει το Master του στην Αστροφυσική στο πανεπιστήμιο Indiana University-Purdue University Indianapolis (IUPUI) και είναι ένας από τους πλέον ελπιδοφόρους ερευνητές στον τομέα της κβαντικής φυσικής, σε ηλικία μόλις 14 ετών!!!

Από την πρώτη στιγμή που γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, όταν ήταν 10 χρονών, και έδειξε τι μπορεί να κάνει, βγαίνουν κατά καιρούς δημοσιεύματα (όπως π.χ. Του ΤΙΜΕ ή του BBC) που θεωρούν ότι είναι θέμα χρόνου για τον Μπαρνέτ για να πάρει το Νόμπελ. Ενώ οι ειδικοί τον θεωρούν ως τον πλέον πιθανόν να καταρρίψει μια μέρα την θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν.

Επιπλέον ο Τζέικομπ διευθύνει την δική του φιλανθρωπική οργάνωση, με τίτλο Jacob’s Place, και στόχο να ενημερώσει το κοινό για τον αυτισμό και να καταρρίψει τους σχετικούς μύθους. Αφορμή για την δημοσιότητα που απολαμβάνει αυτή την στιγμή αποτελεί το βιβλίο «Το αγόρι που μιλούσε με τους πλανήτες» (κυκλοφορεί σε ένα μήνα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός) που έγραψε η μητέρα του για να καταθέσει την συγκλονιστική μαρτυρία της και να διηγηθεί πώς επέτρεψε στο παιδί της, με την πίστη, την αφοσίωση και τη φροντίδα της, να καλλιεργήσει την ασύλληπτη ιδιοφυΐα του.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το Χόλιγουντ έχει ήδη αγοράσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα προκειμένου να μεταφέρει την ζωή του Τζέικομπ στην μεγάλη οθόνη.

Πηγή: pentapostagma.gr

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Παιδί θαύμα που ανταγωνίζεται τον… Αινστάιν!

Τι είναι η δυσαριθμησία και πως αντιμετωπίζεται

Η δυσαριθμησία, dyscalculia στα αγγλικά, συγκαταλέγεται στις κύριες μαθησιακές δυσκολίες. Συχνά συνυπάρχει με άλλες μαθησιακές δυσκολίες και τη δυσλεξία.  Υπολογίζεται ότι το 3-6% έχει δυσαριθμησία, ενώ το 1/4 των παιδιών με δυσαριθμησία έχει διάσπαση προσοχής και υπερκινητικότητα.

Πώς θα καταλάβετε ότι το παιδί σας έχει δυσαριθμησία;

Αν παρατηρήσετε κάτι από τα παρακάτω, καλό είναι να αναζητήσετε επιστημονική βοήθεια:
– Δυσκολία σε απλές μαθηματικές πράξεις. Δεν μπορεί αν χρησιμοποιήσει σωστά ούτε τα δάχτυλα του για να κάνει πρόσθεση και αφαίρεση.
– Χρειάζεται πολύ χρόνο για να απαντήσει ακόμα και σε μια απλή πράξη.
– Δυσκολία προσανατολισμού στο χώρο. Μπερδεύει το δεξιά με το αριστερά.
– Δυσκολία στην αντίληψη μεγεθών και ποσοτήτων.
– Δυσκολία στη διαχείριση και την κατανόηση του χρόνου. Μοιάζει σαν να μην έχει την αίσθηση του χρόνου! – Αδυναμία εκμάθησης της ώρας.
– Αδυναμία να μάθει την προπαίδεια.
– Αδυναμία να κάνει αυτόματα πράξεις
– δεν γίνεται δηλαδή η αυτοματοποίηση των πράξεων π.χ. 2+2, 3+2, 5+1 δεν απαντά αμέσως, χρειάζεται σκέψη και συχνά κάνει και λάθη!
– Δεν δίνει σημασία στα μαθηματικά σύμβολα. Μπερδεύει τις πράξεις, π.χ. κάνει πρόσθεση αντί για αφαίρεση.
– Αδυναμία στη λύση προβλημάτων.
– Αδυναμία σειροθέτησης αριθμών π.χ. να βάλει τους αριθμούς από τον μεγαλύτερο στο μικρότερο.
– Δυσκολία στην εκμάθηση και χρήση των νομισμάτων, κυρίως των λεπτών του ευρώ.
Αντιμετώπιση
-Δεν βοηθούν οι φωνές και οι τιμωρίες, αντίθετα αγχώνουν ακόμα περισσότερο το παιδί και το μπλοκάρουν εντελώς.
-Δεν βοηθούν επίσης οι πολύωρες προσπάθειες μάθησης, αντίθετα κουράζουν και συχνά οδηγούν σε χαμηλή αυτοεκτίμηση και απέχθεια για τα μαθηματικά.
– Ξεκινήστε από τα πιο απλά, και αυτό είναι η πρόσθεση των όμοιων αριθμών. 1+1, 2+2, 3+3 κλπ
– Διδάξτε την αντιμεταθετική ιδιότητα της πρόσθεσης, δηλαδή αφού 3+2=5 τότε και 2+3= 5.
– Χρησιμοποιήστε αντικείμενα για τις πράξεις.
– Μάθετε στο παιδί να χρησιμοποιεί σωστά τα δάχτυλα του στην α’ δημοτικού για να κάνει τις πράξεις
– μην θεωρείτε δεδομένο ότι το ξέρει! – Αφήστε χρόνο στο παιδί να σκεφτεί και να απαντήσει.
– Δεχτείτε τη σωστή απάντηση ακόμα και αν τη βρήκε με διαφορετικό τρόπο από ότι εσείς!
– Επιβραβεύστε τα σωστά αλλά και την προσπάθεια.
– Οδηγίες για την επίλυση προβλημάτων θα βρείτε εδώ και εδώ.

Όταν οι δυσκολίες είναι πολλές, καλό είναι να απευθύνεστε στους ειδικούς για παρέμβαση ειδικής αγωγής, ώστε το παιδί να βοηθηθεί και οι δυσκολίες να μειωθούν. 

Σοφία Τσιντσικλόγλου
Ειδική Παιδαγωγός
sofiatsin@gmail.com
paidagwgos.blogspot.gr
Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Τι είναι η δυσαριθμησία και πως αντιμετωπίζεται

Τεχνικές πρακτικής αντιμετώπισης της παιδικής επιθετικότητας στην τάξη

Τεχνικές πρακτικής αντιμετώπισης της παιδικής επιθετικότητας στην τάξη  που στηρίζονται ιδιαίτερα στη συμπεριφοριστική προσέγγιση, χωρίς όμως να λείπουν στοιχεία απ’ τις άλλες θεωρίες:

ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ

  • Ορισμός: Η απομάκρυνση του μαθητή από ένα χώρο που ενισχύει την επιθετικότητά του.
  • Στόχος: Συναισθηματική ηρεμία-άρση επιθετικότητας.
  • Διαδικασία: Ο εκπαιδευτικός οδηγεί το μαθητή σε ένα χώρο με ελάχιστα ερεθίσματα για να ηρεμήσει. «Γιάννη, θα ήθελα να καθίσεις στο θρανίο σου χωρίς να κτυπάς τους άλλους. Αν αυτό είναι δύσκολο, τότε πήγαινε στο θρανίο της σκέψης».

Πλεονεκτήματα- Μειονεκτήματα: Χρησιμοποιείται ευρύτατα κίνδυνος κατάχρησης. 

ΑΠΟΣΒΕΣΗ

  • Ορισμός: Η απουσία ενίσχυσης της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς.
  • Στόχος: Η μείωση της επιθετικότητας. Συνθήκες: Ατομικά, ομαδικά.
  • Διαδικασία: Ο εκπαιδευτικός επιλέγει τη συμπεριφορά που θέλει να εξαλειφθεί. Κάθε φορά που ο μαθητής εκδηλώνει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά δεν αντιδρά. Για παράδειγμα ,δεν κοιτάζει προς τον μαθητή

Πλεονεκτήματα- Μειονεκτήματα: Δεν είναι τραυματική για το παιδί. Δεν είναι κατάλληλη για σωματική επιθετικότητα. 

ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΙΜΩΡΙΑ

  • Ορισμός: Μια δυσάρεστη συνέπεια που είναι προκαθορισμένη και ακολουθεί μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά.
  • Στόχος: Η μείωση της επιθετικότητας.
  • Διαδικασία: Ο εκπαιδευτικός επιλέγει τη συμπεριφορά που θέλει να εξαλείψει. Για παράδειγμα ο μαθητής χάνει κάτι που τον ευχαριστεί κάθε φορά που αντιδρά επιθετικά. Έτσι ο μαθητής γνωρίζει τη συνέπεια της αντίδρασής του εκ των προτέρων.

Πηγή: xenesglosses.eu

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Τεχνικές πρακτικής αντιμετώπισης της παιδικής επιθετικότητας στην τάξη

Η μάθηση ως μία φυσική διαδικασία

Διδασκαλία, μία λέξη που σημαίνει πολλά για κάθε άνθρωπο. Μάθηση, πίσω από κάθε εμπειρία της ζωής μας προσπαθούμε να ξεδιπλώσουμε τα μυστικά του κόσμου μας προκειμένου να κάνουμε τη ζωή μας πιο όμορφη, ποιοτική και ανθρώπινη. Από τα παιδικά μας χρόνια ο δάσκαλος, ο καθηγητής ή όπως αλλιώς επιθυμούμε να τον ονομάσουμε είχε την ευθύνη να μας μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του εξάπτοντας την περιέργειά μας και βοηθώντας τη δημιουργικότητά μας να εκφραστεί. Λέγοντας μεταλαμπαδεύω μου έρχεται στο μυαλό ολοζώντανες εικόνες από το Σάββατο βράδυ της Ανάστασης του Χριστού που οι Χριστιανοί παίρνοντας το άγιο φως το μεταδίδουν από κερί σε κερί μέσα από μία διαδικασία που θυμίσει πολύ αυτή της μάθησης. Κι όμως φήμες λένε πως στη σημερινή εποχή η εκπαίδευση με τον τρόπο που γίνεται αφαιρεί από τον άνθρωπο την περιέργεια και του στερεί την ανάγκη να δημιουργήσει, να παράγει και να δώσει δείγμα της προσωπικότητάς του. Άμεσο αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η σε μεγάλο βαθμό έλλειψη παιδείας των σημερινών πολιτών που δυστυχώς οδηγεί σε σοβαρή υποβάθμισης της ποιότητας ζωής όλων μας.

Και αλήθεια από που ξεκινάει όλη αυτή η κατάσταση; Μήπως ξεκινάει από το γεγονός πως τα παιδιά πιέζονται πολύ στην Πανεπιστημιακή τους εκπαίδευση και παύουν να ενδιαφέρονται για τη μάθηση, ή μήπως τα παιδιά ζορίζονται για να μπουν σε μία σχολή διαβάζοντας ατελείωτες ώρες καθιστώντας τη μάθηση τελικά βαρετή και μη ελκυστική; Ή μήπως κουράζονται από το δημοτικό όπου οι δάσκαλοί τους; Τελικά μήπως ο κυρίως κορμός του προβλήματος αυτού ξεκινάει από τη νηπιακή μας ηλικία στη διάρκεια της οποίας υποτίθεται πως παίζουμε πολλά παιχνίδια.

Αυτό που μπορώ σίγουρα να διαπιστώσω απο την εμπειρία μου είναι η τάση που έχουμε τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί να γίνει ένα παιδί κάτι που δε θέλει, να σπουδάσει σε μία σχολή που δεν επιθυμει, να μάθει ένα μάθημα το οποίο δεν του κινεί καθόλου το ενδιαφέρον αλλά και να πρέπει ως μωρό, ώς μαθητής αλλά και ως ενήλικος αργότερα ν’ασχοληθεί με πράγματα που είτε του είναι αδιάφορα, είτε του έχουν δοθεί με τρόπο τέτοιο που τα έχει καταστήσει αδιάφορα ακόμα και αν πιθανόν θα μπορούσαν να τον ενδιαφέρουν.

Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, δηλαδή αυτή στην οποία ένα παιδί αναγκάζεται να έρθει σε επαφή με διάφορες δραστηριότητες που του είναι αδιάφορες ή και κουραστικές, έχω να πω πως τη συναντάω πολύ συχνά και καθημερινά. Πόσες φορές δε βλέπω παιδιά δημοτικού αλλά και εφήβους που τους βλέπω μονίμως κουρασμένους, μ’ένα βλέμμα βαριεστημένο και συνήθως κολλημένο σε μία οθόνη απο την οποία αντλούν λίγη ικανοποίηση της παιδικής τους ηλικίας. Και όταν τους ρωτάω τι έχουν, ή με τί ασχολούνται κάποιες φορές μπορεί να μη μου δώσουν και πολλή σημασία ενώ κάποιες άλλες μου απαντούν κάπως βιαστικά πως πριν λίγο ήταν σε κάποιο άθλημα όπου πήγαν αμέσως μετά το σχολείο τους, ενώ μετά το φροντιστήριο θα πάνε σε κάποια ξένη γλώσσα και στη συνέχεια στην καλύτερη των περιπτώσεων θα καταλήξουν σπίτι τους όπου θα πρέπει να ολοκληρώσουν και το διάβασμα της επόμενης ημέρας. Αυτό δε το σενάριο είναι καθημερινό και συνεχές. Θυμίζει δε και το μύθο του Σισύφου ο οποίος ήταν αναγκασμένος καθημερινά να κάνει το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά. Στο σημείο αυτό βέβαιανα τονίσουμε πως συνεργοί ήμαστε και όλοι εμείς που επιτρέπουμε στο παιδί μας να έχει ασχολίες που είτε του είναι αδιάφορες είτε του προσφέρουν πολύ χαμηλής ποιότητας μαθησιακές υπηρεσίες. Και μάλιστα να τονίσω πως μέσα απο όλα αυτά κινδυνεύουμε να χάσουμε και τα όποια πραγματικά ενδιαφέροντα μπορεί να έχει το παιδί μας καθώς μέσα στο καθημερινό τρέξιμο δεν υπάρχει η διάθεση για απόλαυση και ουσιαστική ενασχόληση. Θα ήθελα να  προτρέψω όλους μας να προσπαθήσουμε ν’αφουγκραστούμε τις πραγματικές επιθυμίες και ανάγκες του παιδιού μας και να εστιάσουμε σε αυτές χωρίς υπερβολές. Η ποιότητα σε τελική ανάλυση όντως δεν βρίσκεται στην ποσότητα.

Τώρα έρχομαι στο δεύτερο παράγοντα που αφορά την ίδια τη διαδικασία της μάθησης και μας αφορά όλους μας. Ένα παιδί λοιπόν που δεν επιθυμεί να μάθει δε συμβαίνει απαραίτητα επειδή δεν το ενδιαφέρει το αντικείμενο αλλά πιθανόν το μάθημα δεν του δίνεται με τρόπο εύληπτο, κατανοητό και κυρίως βασισμένο στην ηλικία του. Θα πάρω ένα παράδειγμα από την πολύ μικρή ηλικία των 3, των 4 ή και 5 ετών. Πόσοι από εμάς δεν προσπαθούμε να μάθουμε στα μικρά παιδάκια τα γράμματα, τους αριθμούς και πολλά άλλα με το να τα βάζουμε να  μας κοιτάνε να τα γράφουμε εμείς ή να τους λέμε διάφορους απλούς κανόνες για να μάθουν αυτό που εμείς επιθυμούμε. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι ότι το παιδί μας δεν επιθυμεί τη μάθηση, απλώς την επιθυμεί με διαφορετικό τρόπο. Ένα παιδί για παράδειγμα 3 ετών έχει ανάγκη να παίξει, να εκφράσει τον εαυτό του μέσα από τέτοιου είδους διαδικασίες και να μάθει μέσα από την εμπειρία. Για παράδειγμα αντί να του μάθουμε να μετράει ώς το 10 θα μπορούσαμε να παίζουμε ένα παιχνίδι με αυτοκινητάκια και να μετράμε καθώς του τα δίνουμε, βάζοντάς το να τα πιάνει με τα χέρια του, να του δώσουμε να δοκιμάσει διάφορα τρόφιμα για να μάθει τις 4 βασικές γεύσεις (αρμυρό, ξινό, γλυκό και πικρό) ή ακόμα και να μυρίζει αρώματα και υλικά. Όταν λοιπόν ένα παιδί αρνείται να μάθει, είναι σημαντικό να κοιτάξουμε και μέσα μας προκειμένου να διαπιστώσουμε τι δεν κάνουμε καλά. Και το λέω αυτό συνεχώς καθώς η πρώτη μας κίνηση μόλις ένα παιδί αρνείται να μάθει είναι να δούμε τι φταίει στο παιδί αντί να κοιτάξουμε τις προσωπικές μας ελλείψεις, οι οποίες φυσικά και διορθώνονται αν και εμείς το επιθυμούμε.

Τρείς πολύ ενδιαφέρουσες αρχές της εκπαίδευσης είναι η ατομικότητα, η περιέργεια και η δημιουργικότητα, και δυστυχώς έχουμε κατορθώσει στη σύγχρονη εποχή να καταλύσουμε και τις τρείς.   Ας δούμε αναλυτικότερα με ποιόν τρόπο αγνοούμε κάθε μία απο τις αρχές αυτές μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Όσον αφορά την ατομικότητα, εννοώ πως κάθε παιδί και κατ΄ επέκταση και κάθε μαθητής έχει μία μοναδική προσωπικότητα, τα δικά του ξεχωριστά χαρακτηριστικά, τις δικές του ανάγκες και φυσικά τον δικό του τρόπο για να μάθει με τον καλύτερο τρόπο. Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως η διδασκαλία θα πρέπει να γίνεται μονάχα με τη μορφή του ιδιαίτερου μαθήματος προκειμένου να απομονωθούν οι μαθητές. Το μάθημα μέσα σε τάξεις με πολλά παιδιά είναι κάτι το επιθυμητό και δε θέλουμε να το αλλάξουμε. Αυτό που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όσον αφορά την αξία της ατομικότητας του κάθε παιδιού κυρίως αναφέρεται στην αντιμετώπιση των μαθητών απο τον κάθε εκπαιδευτικό. Δηλαδή ο καθηγητής θα πρέπει να έχει απο κάθε μαθητή διαφορετικές απαιτήσεις και αξιώσεις, να σέβεται την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή του καθώς και να ζητά διαφορετικά πράγματα πάνω στο μάθημα. Επίσης η βαθμολογία θα πρέπει να αλλάξει εντελώς ώς προς τον τρόπο που γίνεται. Πριν αναφερθώ σε αυτό αναλυτικότερα θα δώσω την εξής εικόνα όσον αφορά την σύγκριση που συνιθίζει να κάνει ένας άνθρωπος με έναν άλλο σχετικά με την εμφάνισή του ή με με κάποια άλλα χαρακτηριστικά. Πόσες φορές δε λέμε στα παιδιά μας γιατί δεν είσαι τόσο καλός στο μπάσκετ όσο ο φίλος του ή γιατί δε μπορείς να γράψεις μαθηματικά σαν τον τάδε. Ενώ το σωστό είναι να συγκρίνουμε το παιδί μας μόνο με τον ίδιο του τον εαυτό λέγοντάς του πως φέτος για παράδειγμα έγραψες καλύτερα απο πέρυσι. Συνεπώς και η βαθμολογία και για παράδειγμα το 20 δε θα πρέπει να μπαίνει συγκρίνοντας τον ένα μαθητή με τον άλλο λέγοντας πως μόνο 2 παιδιά που κατάφεραν να απαντήσουν σε όλες τις ερωτήσεις πήραν 20 ενώ πολλοί άλλοι έπεσαν απο τη βάση, τη στιγμή που είναι πιθανόν κάποιοι μαθητές προκειμένου ν’απαντήσουν τις μισές απο τις ερωτήσεις να έχουν κατα κάποιο τρόπο ξεπεράσει τον εαυτό τους γεγονός που σημαίνει πως πιθανό αξίξουν 17, 18 ή & 20 ακόμα και ας έχουν απαντήσει στο μισό διαγώνισμα. Αυτό το ονομάζω σχετικιστική βαθμολογία και θα ήθελα να το αναπτύξω καλύτερα σε ένα μελλοντικό μου άρθρο.

Η δεύτερη αρχή που θα αναπτύξω είναι η περιέργεια. Κάθε παιδί αν του δώσεις ένα κλειστό κουτί το πιο πιθανό είναι να προσπαθήσει να το ανοίξει για να δει τι περιέχει, αν του δώσεις ένα πιάτο με διάφορες γεύσεις θα μπει στον πειρασμό να βάλει στο στόμα του λίγο απο την κάθε μία προκειμένου ν’αποφασίσει αν του αρέσει ή όχι. Συνεπώς και χωρίς να αναφέρω επιπλέον παραδείγματα, θα πω ότι η περιέργεια σε κάθε άνθρωπο αποτελεί βασικό στοιχείο της προσωπικότητάς του και είναι ένα χαρακτηριστικό που προκύπτει με φυσικό τρόπο. Κι όμως η εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται με τέτοιες μεθόδους που ουσιαστικά καταφέρνουν το πραγματικά ακατόρθωτο: να εξαφανίσει εντελώς την περιέργεια των παιδιών και να θεωρούν το σχολείο τους μία καθημερινή αγγαρεία! Πραγματικά είναι ένα αξιοθαύμαστο μή θεμιτό κατόρθωμα της σύγχρονης εποχής στον τόσο ευαίσθητο τομέα της εκπαίδευσης. Φυσικά και  εδώ το θέμα δεν είναι απλώς να διαπιστώνουμε μία κατάσταση αλλά να μπορέσουμε να την αντιστρέψουμε. Θεωρώ πως για να μπορέσουν τα παιδιά μας να καλλιεργήσουν και ν’αναπτύξουν την περιέργειά τους, είναι καλό από τη δική μας πλευρά να ιεραρχήσουμε ως γονείς και ως εκπαιδευτικοί τη σημασία που έχουν οι ο,ποιες δραστηριότητες τα ωθούμε ν’ασχοληθούν. Με τον τρόπο αυτό ένα παιδί  αλλά και ένας εκπαιδευτικός θα μπορέσει ν’αφιερώσει τον κατάλληλο χρόνο στο μάθημα ή στην δραστηριότητά του ώστε και το παιδί να μπει με ήρεμο ρυθμό στη διαδικασία της εκπαίδευσης γεγονός που θα του δώσες τη δυνατότητα να σκεφτεί, να θέσει ερωτήματα αλλά και να ψάξει μόνο του κάθε πτυχή του μαθήματος που του αρέσει.

Τέλος θέλω ν’αναφέρω την αξία της δημιουργικότητας για τη διαδικασία της μάθησης. Ξεκινώντας να γράφω αυτή την τελευταία παράγραφο το πρώτο πράγμα που μου έρχεται να κάνω προτού καν ξεκινήσω να πω το οτιδήποτε είναι να κουνήσω αρκετές το κεφάλι μου μπρος πισω αρκετές φορές ορμώμενος από τη σημερινή εικόνα της εκπαίδευσης. Δε μπορώ να καταλάβω πολλές φορές με ποιόν τρόπο ένα παιδί θα βγάλει τη δημιουργικότητά του σ’ένα μάθημα που γίνεται με απώτερο σκοπό να γράψει καλά στις τελικές εξετάσεις. Δημιουργικότητα προυποθέτει την κατάθεση ψυχής από την πλευρά αυτού που δημιουργεί αλλά θα πάω ένα βήμα παρακάτω λέγοντας πως δημιουργικότητα προυποθέτει και την κατάθεση ψυχής και από την πλευρά αυτού που διδάσκει και μεταλαμπαδεύει τη γνώση του. Και εδώ είναι το σημείο στο οποίο θα σταθώ στο τέλος αυτού του άρθρου και έχει να κάνει με εμάς τους εκπαιδευτικούς. Ο μαθητής προτού κάνει οτιδήποτε παρατηρεί. Βλέποντας έναν καθηγητή δίπλα του να δημιουργεί ο ίδιος και να δείχνει διάθεση και πάθος με το οτιδήποτε κάνει τον ενεργοποιεί να μιμηθεί και εκείνος το ίδιο και να δημιουργήει και αυτός με τη σειρά του κάτι αντίστοιχο.

Όλοι οι μαθητές είτε με μαθησιακές δυσκολίες είτε χωρίς να έχουν κάποια, είναι έτοιμοι να μάθουν, αρκεί να σεβαστούμε την προσωπικότητά τους με τα όποια πλεονεκτήματα και μειόνεκτήματά της (ατομικότητα), αρκεί να βάλουμε τις σωστές προτεραιότες προκειμένου να δώσουμε στο παιδί το χώρο και χρόνο που χρειάζεται για ν’αναπτύξει την περιέργειά του, και τέλος ν’αποτελέσουμε οι ίδιοι το κατάλληλο πρότυπο γι’αυτά προκειμένου να έχουν κάποιον για να μιμηθούν και κάποιον που θα τα ωθήσει στη δημιουργία. Με τον τρόπο αυτό επιστρέφουμε τη διαδικασία της μάθησης σε δρόμους ασφαλείς και ωφέλιμους για τον κόσμο του αύριο.

Πήγη: www.anadrassi.gr

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η μάθηση ως μία φυσική διαδικασία

Δυσλεξία και η χρήση νέων τεχνολογιών


H εκπαίδευση είναι ένα πεδίο όπου έχουν επέλθει πολλές αλλαγές λόγω της παρουσίας των νέων τεχνολογιών (ΝΤ) και ιδίως των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας (ΤΠΕ). Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η χρήση τους γίνεται σε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους πεδία, όπως είναι για παράδειγμα στην δημιουργία εκπαιδευτικών προγραμμάτων για μαθητές που μένουν σε μακρινές περιοχές, την δημιουργία εξειδικευμένου λογισμικού (για παράδειγμα για περιβαλλοντική εκπαίδευση) και τέλος στην ειδική αγωγή.

Σύμφωνα με τους Welsh etal. (2003) η μάθηση που έχει την υποστήριξη των νέων τεχνολογιών και μέσων επικοινωνίας όπως το ίντερνετ, μπορεί να δώσει μία νέα ώθηση στην εκπαίδευση. Η χρήση των ΤΠΕ στην εκπαίδευση, στηρίζεται σε διάφορα εργαλεία μάθησης όπως οι ψηφιακές βιβλιοθήκες, οι ιστοσελίδες, τα ειδικά λογισμικά και τα φόρουμ συζήτησης. Όλα αυτά προάγουν τη μάθηση και προσφέρουν αφθονία πληροφοριών. Ταυτόχρονα βελτιώνουν σε μεγάλο βαθμό την κριτική ικανότητα των μαθητών, ενώ συνεισφέρουν στο να μάθουν να λειτουργούν ανεξάρτητα.dyslexia and technology

Όπως γίνεται αντιληπτό οι νέες τεχνολογίες έχουν ένα ιδιαίτερο ρόλο στην ειδική εκπαίδευση. Σε ό,τι αφορά στη δυσλεξία, τα λογισμικά για την διαχείριση της μαθησιακής διαδικασίας των παιδιών με δυσλεξία καθώς και η ενίσχυση- τροποποίησή τους έχει ξεκινήσει εδώ και πάνω από 20 χρόνια. Η έμφαση δίνεται κυρίως σε προγράμματα τύπου simulation, δηλαδή την προσομοίωση κάποιων ιδιαίτερων καταστάσεων, όπως είναι μια άσκηση ή ανάγνωση ενός κειμένου (Markussen, 2004).

Με την χρήση των ΤΠΕ, γενικότερα στην ειδική αγωγή και ειδικότερα στη δυσλεξία, υπάρχουν απτά αποτελέσματα που επιτρέπουν την εξέλιξη του μαθητή. Οι νέες τεχνολογίες, λοιπόν, μας δίνουν τη δυνατότητα δημιουργίας ενός ψηφιακού περιβάλλοντος που θα ενισχύει την χρήση των αισθήσεων από μεριάς του μαθητή, κάτι που δεν είναι πάντα εύκολο στην περίπτωση της συμβατικής εκπαίδευσης. . Η πολυαισθητηριακή προσέγγιση ενισχύεται με τη χρήση και ένταξη των ΝΤ στην εκπαιδευτική πράξη, γεγονός που διευκολύνει τη μάθηση και την οικειοποίηση των νέων γνώσεων για το μαθητή με διάγνωση δυσλεξίας. Ακόμα, θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν εικονικά μέσα, όπως επεξεργαστές κειμένου, αυτόματοι ελεγκτές ορθογραφίας, κειμενογραφικά εργαλεία, εικονικοί συνθέτες φωνής, καθώς και λογισμικά για την εκμάθηση ανάγνωσης, ορθογραφημένης γραφής και μαθηματικών. Τέλος, συνιστάται η χρήση λογισμικών προώθησης της φωνολογικής ενημερότητας, που θα ανταποκρίνονται βέβαια στις ιδιαίτερες γλωσσικές ανάγκες του μαθητή και θα βελτιώνουν την αναγνωστική του συμπεριφορά.

Πέρα από αυτά, σημαντικό πλεονέκτημα είναι το ότι μπορεί ένα ειδικό λογισμικό να παραμετροποιηθεί με στόχο να παρέχει ένα περιβάλλον ειδικά προσαρμοσμένο στις ανάγκες του μαθητή. Η δυσλεξία με τον πολυπολικό της χαρακτήρα και την εγγενή ετερογένειά της, δεν επιτρέπει την γενικευμένη εφαρμογή των προγραμμάτων παρέμβασης, αλλά απαιτεί την προσαρμογή τους σε εξατομικευμένο επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη το κλινικό προφίλ και τη διάγνωση του εν λόγω παιδιού.

Βέβαια, οφείλουμε να επισημάνουμε πόσο σημαντικό είναι η χρήση του λογισμικού να μην είναι αποκομμένη από το διδακτικό έργο. Αντιθέτως, θα πρέπει το λογισμικό να μπορεί να λειτουργήσει σε συνδυασμό με το διδακτικό έργο και να θεωρείται μέρος της μαθησιακής διαδικασίας. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να υπάρχει συνεργασία ανάμεσα στον διδάσκοντα, τους γονείς και τον μαθητή, αλλά και τον κατασκευαστή του λογισμικού, ώστε να μπορέσουν οι ΝΤ να προσφέρουν πραγματικό έργο και να ενισχύσουν ουσιαστικά το σχολικό πρόγραμμα.

Συνοψίζοντας, πρέπει να αναγνωριστεί το γεγονός ότι οι Νέες Τεχνολογίες συμβάλουν στην προσπάθεια των εκπαιδευτικών να βελτιώσουν το διδακτικό έργο τους, ειδικά όταν έχουν να κάνουν με μαθητές με δυσλεξία. Αναντίρρητα, αποτελούν έξυπνη στρατηγική και ελκυστικό μέσο διευκόλυνσης του εκπαιδευτικού στην προγραμματιζόμενη παρέμβασή του στη σχολική τάξη (Στασινός, 2013). Η χρήση τους αποβαίνει αποδοτική για το παιδί, όταν και εφόσον συνδυάζονται με τις εκπαιδευτικές πρακτικές και μεθόδους του εκπαιδευτικού και ενσωματώνονται στο σχολικό πρόγραμμα προς ενίσχυση αυτού.

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Δυσλεξία και η χρήση νέων τεχνολογιών