Μετά λόγου γνώσης και παρρησίας ο Αντώνης Γιάγκος Γράφει

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος της προσπάθειάς μου να καταγράψω τα παιχνίδια που παίζαμε τότε που ήμουνα παιδί (1954- 1960) και πήγαινα σχολείο στη Μελίβοια Αγιάς Λάρισας.  Ο τρόπος γραφής είναι καθαρά περιγραφικός χωρίς στοιχεία εμπλουτισμού του λόγου, διότι ο στόχος μου ήταν να μεταφέρω στο σήμερα  αυτούσια την εικόνα των παιχνιδιών χωρίς φτιασιδώματα και φανταστικές προσθήκες μυθιστορηματικές. Άλλα παιχνίδια μπορείτε να δείτε: Ε Δ Ω !!!

ΤΟ ΤΟΠΙ

Στο χωριό μας τότε δεν παίζαμε μπάλα. Δεν ξέραμε να παίζουμε ποδόσφαιρο με τους κανόνες, όπως ξέρουν να το παίζουν σήμερα όλα τα παιδιά  ανεξάρτητα από ηλικία και  σε όλα τα χωριά. Όσες φορές παίξαμε σε κάποιες εκδρομές, σκοτωθήκαμε. Προσωπικά για πρώτη φορά που άκουσα για ποδόσφαιρο, χωρίς ωστόσο να καταλάβω περί τίνος πρόκειται, ήταν όταν τελείωσα το δημοτικό μια Κυριακή του Ιουνίου, όταν στο προαύλιο της εκκλησίας παίζοντας και φλυαρώντας μέχρι να τελειώσει η λειτουργία, είδα στο πέτο του φίλου μου του Κλεάνθη του Λέτσιου ένα σήμα και μου κίνησε την περιέργεια. Μέχρι τότε βλέπαμε, συνήθως, τους αναπήρους πολέμου να φορούν παράσημα. Έγινα περίεργος και τον ρώτησα:

–       Τι είναι αυτό που έχεις στο γιακά;

–       Δεν βλέπεις;

–       Βλέπω!

–       -Ε, και τι λέει; Δεν ξέρεις να διαβάζεις;

–       Λέει : ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ!

–       Ομάδα, είναι: ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ!

–       Τι ομάδα;

–       Ομάδα, παιδί μου! Ποδοσφαιρική! Δεν ξέρεις;

Όχι, δεν ήξερα. Κι είμαι σίγουρος πως κι οι άλλοι δεν ήξεραν. Διότι αν ήξεραν κάτι θα είχε πάρει το αυτί μου. Από κανέναν ποτέ δεν άκουσα για ποδόσφαιρο. Η λέξη ήταν άγνωστη. Κανένας δεν μίλησε ποτέ στις συντροφιές μας για το οργανωμένο ποδόσφαιρο που έχει ομάδες και παίζεται σε γήπεδα με κανόνες και θεατές που είναι οπαδοί της μιας ή της άλλης ομάδας.

Εμείς ξέραμε το τόπι. Κι είμαι σίγουρος πως κι ο φίλος μου ο Κλεάνθης άκουσε για τον ολυμπιακό εκείνη τη χρονιά που πήγε στο γυμνάσιο, δηλαδή που κατέβηκε στην Αγιά. Οι υπόλοιποι στο χωριό ούτε καν τη λέξη μπάλα δεν χρησιμοποιούσαμε. Τόπα τη λέγαμε (από την τούρκικη λέξη top =σφαίρα) και τη φτειάχναμε με κουρέλια και νήματα σαν κουβάρι. Την πρώτη φορά που άκουσα τη λέξη “μπάλα”  ήταν μια μέρα στο ίσιωμα του Αγιο-Κοσμά όπου βρήκαμε ένα σκοτωμένο γεράκι κι αρχίσαμε να το κλοτσάμε. Ο Γιάννης ο Καλακάς (Δημηνίκος) τότε, κλοτσώντας το γεράκι, έλεγε τη φράση:

-Έλα, …παίζει η μπάλα!

Εμείς μπάλα λέγαμε το δεμένο άχυρο!  Είχαμε, όμως, μπάλες στο σχολειό . Φαίνεται πως όπως έδιναν σε όλα τα σχολεία μπάλες έδωσαν και στο δικό μας. Ίσως, πάλι,  να ήξεραν οι δάσκαλοί μας από ποδόσφαιρο και πιστεύοντας πως ξέρουμε κι εμείς, αγόρασαν τις μπάλες για να παίζουμε στις εκδρομές. Ναι, μια δυο φορές θυμάμαι παίξαμε σε κάποιες εκδρομές στην Αγία Κυριακή, δίπλα στο παλιό νεκροταφείο που αργότερα νομίζω έγινε γήπεδο, και στον Πρόδρομο ή στον Αγιο-Γιώρη.  Και να θέλαμε να παίξουμε αλλού δεν γινόταν. Έτσι και μας έφευγε η μπάλα, …άντε να τρέχεις στις ρεματιές να τη βρεις. Αν παίζαμε στο σχολειό , ας πούμε, και κάποιος κλοτσούσε άγαρμπα, θα έπρεπε να τρέξουμε μέχρι κάτω στου Μπαντάνη για να την ξαναφέρουμε πίσω.

Εκτός αυτού, σας είπα, εμείς δεν ξέραμε από κανόνες και πειθαρχία τότε.  Αυτές τις δυο τρεις φορές που μοιραστήκαμε σε ομάδες κι αρχίσαμε να κλοτσάμε το τόπι, …πηγαίναμε όλοι μαζί και κλωτσούσαμε ταυτόχρονα, έτσι που στο τέλος γινόμασταν ένας σωρός από  κλαριά, φτέρες, χώματα, πέτρες και παιδιά, όλα ανακατεμένα το ένα πάνω στ’ άλλο.

Τη μόνη λέξη σχετική με την ορολογία του ποδοσφαίρου,  που είχα ακούσει στα χρόνια που πήγαινα σχολείο, ήταν η λέξη γκολ!  Τίποτα περισσότερο!

Εγώ, βέβαια, ποτέ δεν συμπάθησα το ποδόσφαιρο κι ίσως γι’ αυτό να μην είχα ακούσει και να μην είχα μάθει πώς παίζεται. Ωστόσο, νομίζω πως κι οι υπόλοιποι συμμαθητές μου δεν είχαν ιδέα για τους ποδοσφαιρικούς όρους και κανόνες, διότι αν  πράγματι συνέβαινε αυτό, κάτι θα είχα αντιληφθεί, έστω κι ως υποψία!

Με το τόπι , κυρίως αυτό που φτειάχναμε με κουρέλια (μπαλώματα τα λέγαμε) και νήματα, παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Το πιο απλό ήταν αυτό που έπαιζαν συνήθως τα καρίτσια: Χτυπούσαν το τόπι στον τοίχο  διαδοχικά, προσπαθώντας  να επιτύχουν όσο γίνεται περισσότερα χτυπήματα χωρίς να τους φύγει το τόπι και να πέσει κάτω. Άν στην επιστροφή του το τόπι δεν ξαναερχόταν στο χέρι για να χτυπηθεί και πάλι, ο παίχτης (παίχτρια) έχανε κι άρχιζε να παίζει ο άλλος. Το μυστικό της επιτυχίας ήταν, πέρα από την οποιαδήποτε ιδιαίτερη δεξιοτεχνία του καθενός, να ρίχνεις το τόπι πιο πάνω από το ύψος του χεριού, ώστε  η  τροχιά του στην επιστροφή να είναι κατηφορική κι όχι οριζόντια.

Αυτός ήταν , άλλωστε, ο λόγος που δεν έπαιζαν το τόπι στο δάπεδο αλλά στον τοίχο.  Τα αυτοχέδια τόπια από κουρέλια δεν είχαν τόση ελαστικότητα ώστε να αναπηδούν όταν τα χτυπάς κάτω και να φτάνουν στο ύψος του χεριού. Επίσης, και το έδαφος δεν βοηθούσε. Τότε δεν είχαμε ασφαλτοστρωμένες ή έστω τσιμεντοστρωμένες  αυλές στα σχολεία,  έτσι που να  μπορεί  να αναπηδήσει το τόπι με όλη τη δύναμη που το πετάξαμε και σε κατακόρυφη διεύθυνση.  Συνήθως οι πέτρες που προεξείχαν κι οι λακούβες του εδάφους απορροφούσαν την ορμή του και το τόπι ή δεν αναπηδούσε καθόλου ή λοξοδρομούσε.

Γι’ αυτό τα κορίτσια  έπαιζαν το τόπι στις αστρέχες του σχολείου που ήταν τσιμεντοστρωμένες ή στο πλακόστρωτο της  Παναγίας που ήταν δίπλα στο σχολείο.

Αυτό, βέβαια, γινόταν περισσότερο με τα λαστιχένια τόπια, που άρχισαν να κάνουν εμφάνιση στο σχολειό και στο παιδικό παιχνίδι, καθώς περνούσαν τα χρόνια.  Η πρώτη που έφερε στο σχολειό λαστιχένιο τόπι ή ταν η Χαρίκλεια του Κορδίλα.

Είχε κι η αδερφή μου ένα τέτοιο λαστιχένιο τόπι. Της το είχε φέρει δώρο ένας ξένος ονόματι Κουταλιάς – νομίζω πως ήταν εργολάβος-  που δούλευε τότε στη διάνοιξη του δρόμου προς την Αγιά και τον φιλοξενήσαμε προσωρινά, καμιά βδομάδα, μέχρι να τακτοποιηθεί σε κάποιο δωμάτιο με νοίκι. Σαν όνειρο τον θυμάμαι. Ήμουν πολύ μικρός τότε,  τεσσάρων ή πέντε ετών το πολύ. Δούλευαν κι οι γονείς μου στο δρόμο όπως και πολλοί άλλοι χωριανοί.  Επτά δραχμές μεροκάματο έπαιρναν οι γυναίκες. Μόλις πριν δυο χόνια είχαμε βγει από τον εμφύλιο και λεφτά δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα. Οι νοικοκυραίοι, όμως,  έπρεπε να ξαναφτειάξουν ό,τι ο πόλεμος είχε γκρεμίσει και να θρέψουν και τις φαμίλιες! Παρόλα αυτά η διάθεση για φιλοξενία  δεν χάθηκε.  Για να βγάλει την υποχρέωση  ο κ. Κουταλιάς, ο εργολάβος, έφερε στην αδερφή μου ένα τόπι –σε μέγεθος μεγάλου πορτοκαλιού- και σε μένα έναν κούκο! “Κούκο” λέγαμε τότε τη σφυρίχτρα, τενεκεδένια σφυρίχτρα από το παζάρι, “πανηγυριάτικη”.

Τη λαστιχένια αυτή μπάλα, την έπαιζε η αδερφή μου στο πλατύσκαλο του σπιτιού μας, που ήταν με τσιμέντο κι αναπηδούσε πολύ όμορφα και ρυθμικά. Πολύ τη χαιρότανε και τη φύλαγε σαν κάτι το πολύτιμο. Σε κανέναν δεν την έδινε! Ούτε σε μένα!  Και, φυσικά, ούτε στο σχολειό την έπαιρνε για μην τη χάσει ή να μην της την κλέψουν. Την ίδια γνώμη είχε κι η γιαγιά μας! Την έκρυβε και της την έδινε μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές. Έτσι ήταν τότε. Ακόμα και τα παιχνίδια τα είχαμε για τις καλές τις μέρες , όπως τα παπούτσια  και τα καλά μας τα ρούχα.

Έπαιζε, θυμάμαι, μετρώντας τα χτυπήματα με την τραγουσιστή φωνή της.

-Δέκα, είκοσι, τριάντα, …πενήντα……εκατό!

Τις περισσότερες φορές είχε αντίπαλο τον εαυτό της.

Κατάφερνε, ας πούμε, είκοσι χτυπήματα χωρίς να της φύγει το τόπι, κι ύστερα προσπαθούσε να το ξεπεράσει.

Κι άρχιζε πάλι να χτυπά το τόπι στο τσιμέντο, τραγουδώντας ρυθμικά το μέτρημα των επιτυχών παλινδρομήσεών του, αφήνοντας τον ενθουσιασμό της να ξεχειλίσει αυθόρμητα, όταν πλησίαζε να ξεπεράσει την προηγούμενη επίδοσή της.

Όταν είχε συμπαίκρια, υπήρχε έντονος αναταγωνισμός αλλά και ποικιλία ήχων και ρυθμών, επιφωνημάτων νίκης που συνοδεύονταν από ανείπωτη χαρά, αλλά και μπόλικη γκρίνια.

Χαριτωμένη γρίνια γεμάτη παιδική αφέλεια κι αθώα προκατάληψη που κι αυτή εκφραζόταν ρυθμικά, τραγουδιστά σχεδόν τελετουργικά:

– Ήρθε μια γριά απ’ το Βόλο κι έφερε το χάσι-χάσι, ….Παναγίτσα μου να χάσει!

Όταν έχανε, άρχιζαν τα παράπονα κι οι διαμαρτυρίες! Το χάσιμο, βέβαια, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Αφού η μπάλα έφυγε από το χέρι, …πάει ….έφυγε! Δύσκολο, αλλά και μάταιο, να υποστηρίξεις πως δεν έφυγε. Πολύ εύκολο, όμως, να χρεώσεις το χάσιμο στον αντίπαλο:

– Εσύ φταις! Με ακούμπησες! Έσπρωξες το χέρι μου!

Γέμιζε η αυλή φωνές κι αθώα καυγαδίσματα. Πάντα έφταιγε ο αντίπαλος, πάντα δίκιο είχε ο χαμένος!

Κάπως έτσι έπαιζαν τα κορίτσια με το τόπι., αν, φυσικά, το τόπι αναπηδούσε. Με το μπαλωματένιο τόπι, όμως, δεν γινόταν έτσι παιχνίδι, γι’ αυτό και προτιμούσαν το πέταγμα.

Έκαναν ένα ημικύκλιο, αν ήταν πολλά κορίτσια, και η μιά που έκανε τη “μάνα” πετούσε , το τόπι με τη σειρά , αλλά και μπερδεμένα, παρακάμπτοντας κάποιο ή κάποια κορίτσια, κι εκείνες έπρεπε να την πιάσουν και να την επιστρέψουν. Αν δεν τα κατάφερναν, έχαναν κι έβγαιναν από το παιχνίδι.

Άν έχανε η ¨μάνα” έπαιρνε τη θέση της αυτή που κατάφερε να την κάμει να χάσει.

Έτσι έπαιζαν τα κορίτσια. Όταν, όμως,   ήταν μικτό το παιχνίδι , δηλαδή όταν έπαιζαν και τα αγόρια,  παιζόταν τελείως διαφορετικά.  Είχε εν μέρει και το στοιχείο της βίας.  Ναι, στοχεύονταν οι παίχτες και χτυπιόνταν με το τόπι για να εξουδετερωθούν και να βγούν από το παιχνίδι.

Στην αρχή, ξεκινώντας το παιχνίδι, τα ¨έβγαζαν¨!  Λέγανε κάποιο από τα  ρυθμικά τραγουδάκια  τονίζοντας τις συλλαβές και δείχνοντας  ένα-ένα τα παιδιά που θα έπαιρναν μέρος στο παιχνίδι μέχρι να τελειώσει το τραγουδάκι. Στο παιδί που τελείωνε, “έβγαινε”!  Το τραγουδάκι επαναλαμβανόταν κι έβγαζε κάποιο άλλο παιδί, κι ύστερα άλλο, κι άλλο, μέχρι που κάποιος έμενε μόνος του στο τέλος και τα …¨φύλαγε”!

Τα ¨φύλαγε” σήμαινε πως αυτός θα ήταν που έπρεπε να σημαδέψει και να πετύχει με το τόπι όλους τους άλλους.

Έστηναν τέσσερις–πέντε πετρίτσες (ή πλάκες κεραμιδιού) την μια επάνω στην άλλη σαν πύργο (φίτσιο, τον λέγαμε), κι από απόσταση  έξι ή δέκα βημάτων προσπαθούσαν να τις γκρεμίσουν με το τόπι.

Οποιος δεν κατάφερνε να τα γκρεμίσει,  γινόταν , συνήθως,  όμηρος κι έμπαινε σαν φυλακισμένος σε έναν κύκλο. Λέω συνήθως, διότι υπήρχε κι η άλλη παραλλαγή: Έριχναν όλοι με τη σειρά μέχρι κάποιος να τα γκρεμίσει. Αν δεν τα κατάφερνε κανένας τα

“φύλαγε” ο αμέσως επόμενος και το παιχνίδι άρχιζε πάλι από την αρχή.

Αν , όμως κάποιος τα γκρέμιζε, αυτός που τα “φύλαγε” έπρεπε αμέσως να πιάσει το τόπι και να αρχίσει να σημαδεύει με το τόπι τους συμπαίχτες του, που έτρεχαν να φυλαχτούν πίσω απο εμπόδια (δέντρα, ή ντουβάρια) ή να φύγουν μακριά ώστε να μην τους φτάνει.

Αν χτυπούσε κάποιον έπρεπε να μπει στον κύκλο ως φυλακισμένος (όμηρος, αιχμάλωτος).  Αν όμως κάποιος κατάφερνε να πιάσει το τόπι που τον σημάδευε και να το κρατήσει (να κάμει καλούπι, όπως το λέγαμε) χωρίς να του φύγει από τα χέρια και να πέσει κάτω, ελευθερώνονταν όλοι οι αιχμάλωτοι. Επίσης οι αιχμάλωτοι ελευθερώνονταν κι αν κάποιος, χωρίς να τον αντιληφθεί αυτός που τα φύλαγε, κατάφερνε να στήσει τις πετρίτσες ή τα κεραμιδάκια του “φίτσιου”. Αυτό γινόταν πιο εύκολα, όταν, μετά από κάποια αδέξια κι άστοχη βολή, το τόπι έφευγε μακριά κι ώσπου να το βρει αυτός που τα φύλαγε και να επιστρέψει, οι άλλοι εύρισκαν ευκαιρία να τα ξαναστήσουν.

Αυτή η παραλλαγή, του στησίματος, ήταν ας πούμε η εύκολη –σχετικά- γι’ αυτόν που τα φύλαγε, και δύσκολη γι’ αυτούς που έπρεπε να τα στήσουν.  Υπήρχε, όμως, κι η δύσκολη.  Δύσκολη για τον κυνηγό και φύλακα. Εύκολη , όμως, για τους  άλλους, διότι  χρειαζόταν μόνο μια αστραπιαία κίνηση με το πόδι για να ελευθερωθούν οι όμηροι.

Αυτή η παραλλαγή ξεκινούσε τελείως ανάποδα. Όταν , στην αρχή,  κατάφερνε κάποιος να γκρεμίσει το φίτσιο, ο κυνηγός πριν αρχίσει να σημαδεύει τους παίχτες, έπρεπε να στήσει πάλι το φίτσιο. Με άλλα λόγια ό φίτσιος έπρεπε να είναι πάντα στημένος. Αν δεν ήταν τα πετραδάκια στη θέση τους, κτισμένα σε πύργο, οι αιχμάλωτοι ελεθερώνονταν.

Μια άλλη παραλλαγή, πάλι, ήθελε, μετά το γκρέμισμα του φίτσιου,  το άγγιγμα  των ομήρων (με το χέρι) από τον ελευθερωτή –δηλαδή, αυτόν που γκρέμισε το φίτσιο- για να ελευθερωθούν και φύγουν.

Αυτός που τα φύλαγε έπρεπε να είναι πολύ γρήγορος στις αντιδράσεις του και να έχει οξεία αντίληψη, έτσι, ώστε και τα παιδιά να βρίσκει την ευκαιρία να σημαδέψει χωρίς να αστοχήσει, αλλά και το φίτσιο να φυλάγει, μην  περάσει κάποιος ξαφνικά και τον κλοτσίσει γκρεμίζοντάς τον.

Ήταν, ομολογουμένως, ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι κι όταν οι παίχτες ήταν σβέλτοι και εύστοχοι στις βολές τους, γινόταν  πολύ συναρπαστικό με ποικίλες συγκινήσεις.

Θεωρητικά το τόπι ήταν ελαφρό και δεν πονούσε το χτύπημά του. Στην πράξη, όμως, δεν ήταν πάντα έτσι! Το μουσκεμένο τόπι γινόταν βαρύ και το χτύπημα οδυνηρό. Έτσουζε, αν σε πετύχαινε στο πρόσωπο.  Αυτός ήταν ο λόγος που κάποιοι φρόντιζαν να το ρίχνουν στα νερά. Άλλοι, πάλι, το άλλαζαν. Το αντικαθιστούσαν με άλλο που πολλές φορές μέχρι και πέτρα είχε μέσα, πατάτα ή κρεμμύδι! Είπαμε! Τα παιδιά δεν είναι πάντα αθώα! Κι εκείνη την εποχή η ζαβολιά  ήταν πολύ συνηθισμένη στα παιχνίδια μας. Και, φυσικά, δεν πρόκειται για ακίνδυνες ζαβολιές. Πολύ συχνά είχαμε τρύπια κεφάλια , αίματα, κλάματα, βρισιές και βλαστήμιες.

Επικίνδυνο ήταν και το γκρέμισμα του φίτσιου με κλοτσιά. Ο κανόνας του παιχνιδιού απαιτούσε  απλώς να ξεστηθεί ο φίτσιος. Αυτό μπορούσε να γίνει με ένα απλό σκούντημα. Δεν ήθελε, δα,  και πολύ για να πέσει. Μερικοί , όμως, του δίνανε τέτοια κλοτσιά, που εκσφενδόνιζαν τις κεραμίδες  μέχρι και είκοσι μέτρα μακριά.

Καλαβαίνετε, τώρα, πως αν σε πετύχαινε κάποιο από αυτά τα κεραμιδάκια …την είχες άσχημα.

Νομίζω πως αυτός ήταν ο λόγος που περισσότερο προτιμιόταν η παραλλαγή με το στήσιμο κι όχι με το γκρέμισμα.

Το γκρέμισμα ήταν για άγριους παίχτες.

Συγγραφέας: στις 19 Ιουνίου 2011 στις 12:35 πμ


Αφήστε μια απάντηση