Διαβάζοντας το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη: <<Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα>> βρήκα μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για ένα θέμα που ίσως κάποιες φορές έχει απασχολήσει εμάς τους εκπαιδευτικούς.  Παραθέτω ένα πολύ μικρό απόσπασμα, που αφορά την αυτοκαταστροφική τάση κάποιων εφήβων: <<Πολλές από τις αυτοκαταστροφικές τάσεις των εφήβων κρύβουν εκδίκηση προς έναν αρνητικό γονιό που τους πληγώνει, που δεν τους θαύμασε, δεν τους  χάρισε όσα μπράβο χρειάζεται το παιδικό φιλότιμο για να ανθίσει, που δεν τα παρηγόρησε στον δύσκολο δρόμο της ενηλικίωσης. Το παιδί αισθάνεται πόσο ο γονιός του εξαρτά την κοινωνική εικόνα του από το τι παιδί έχει κάνει, πώς φαίνεται, τι μορφή έχει. Τον τιμωρεί λοιπόν πάνω σ’ αυτό ακριβώς.

<<Όχι, δε θα σου επιτρέψω να έχεις το όμορφο παιδί που ονειρεύτηκες. Δε σου αξίζει! Ούτε το επιτυχημένο παιδί ούτε καν το ευτυχισμένο παιδί, που θα σε δικαιώσει σαν γονέα. Γιατί εγώ μόνο ξέρω πως είσαι ένα πλάσμα αλαζονικό, σκληρό και φίλαυτο, και δε μου έδωσες το γονιό που είχα ανάγκη!>>

Όσο η μητέρα μαλώνει ή ειρωνεύεται την κόρη για τα κιλά της, η κόρη θα παχαίνει περισσότερο. Η αναγνώριση του γονιού είναι το πολυτιμότερο έπαθλο. Αν δεν το λάβεις στον καιρό του, θα διψάς μια ζωή για την έγκριση……..>>.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΟ !

ΔΕΥΤΕΡΑ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

 

  Dante, Ιnferno, Canto ΧΧVΙ
       Τennyson, «Ulysses»

Οδύσσεια δευτέρα και μεγάλη,
της πρώτης μείζων ίσως. Aλλά φευ
άνευ Ομήρου, άνευ εξαμέτρων.

Ήτο μικρόν το πατρικόν του δώμα,
ήτο μικρόν το πατρικόν του άστυ,
και όλη του η Ιθάκη ήτο μικρά.

Του Τηλεμάχου η στοργή, η πίστις
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
οι παλαιοί του φίλοι, του λαού
του αφοσιωμένου η αγάπη,
η ευτυχής ανάπαυσις του οίκου
εισήλθον ως ακτίνες της χαράς
εις την καρδίαν του θαλασσοπόρου.

Και ως ακτίνες έδυσαν.

                        Η δίψα
εξύπνησεν εντός του της θαλάσσης.
Εμίσει τον αέρα της ξηράς.
Τον ύπνον του ετάραττον την νύκτα
της Εσπερίας τα φαντάσματα.
Η νοσταλγία τον κατέλαβε
των ταξιδίων, και των πρωινών
αφίξεων εις τους λιμένας όπου,
με τί χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις.

Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
τους παλαιούς του φίλους, του λαού
του αφοσιωμένου την αγάπην,
και την ειρήνην και ανάπαυσιν
του οίκου εβαρύνθη.
                        Κ’ έφυγεν.

Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί
ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του
κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος,
προς  Ίβηρας, προς Ηρακλείους στήλας,—
μακράν παντός Aχαϊκού πελάγους,—
ησθάνθη ότι έζη πάλιν, ότι
απέβαλλε τα επαχθή δεσμά
γνωστών πραγμάτων και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις του καρδιά
ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης.

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)

ΙΘΑΚΗ

 Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν. 

 

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)    

ΤΑ ΘΕΙΚΑ ΑΛΟΓΑ

Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΠΗΔΟΝΟΣ

 Bαρυάν οδύνην έχει ο Zευς. Tον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν
ο Mενοιτιάδης κ’ οι Aχαιοί το σώμα
ν’ αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.

Aλλά ο Zευς διόλου δεν στέργει αυτά.
Tο αγαπημένο του παιδί ― που το άφισε
και χάθηκεν· ο Nόμος ήταν έτσι ―
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Kαι στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.

Tου ήρωος τον νεκρό μ’ ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Tον πλένει από τες σκόνες κι απ’ τ’ αίματα·
κλείει την πληγή του, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ’ αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά
Oλύμπια φορέματα τον ντύνει.
Tο δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Tα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.

Tώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης ―
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξι ―
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ’ άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.

Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.

Kαι κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυο αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.

Kι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές, και θρήνους,
και μ’ άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ’ όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ’ έπειτα έμπειροι της πολιτείας εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ’ έκαμαν το μνήμα και την στήλη.

 

ΤΡΩΕΣ

Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.—

Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.

ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ

                Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
        που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
        άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Aχιλλέως·
        η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
        για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
        την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο — αφανισμένο —
μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο —
                ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.                                                       Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
        αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
        είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
        καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
        δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
        Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
      πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
      σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των
                για του θανάτου την παντοτινή
      την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή. 
  ΠΡΙΑΜΟΥ ΝΥΚΤΟΠΟΡΙΑ [1893]

 

Άλγος εν τη Ιλίω κ’ οιμωγή.
                                Η γη
της Τροίας εν απελπισμώ πικρώ και δέει
τον μέγαν Έκτορα τον Πριαμίδην κλαίει.

Ο θρήνος βοερός, βαρύς ηχεί.
                                Ψυχή
δεν μένει εν τη Τροία μη πενθούσα,
του Έκτορος την μνήμην αμελούσα.

Aλλ’ είναι μάταιος, ανωφελής
                                πολύς
θρήνος εν πόλει ταλαιπωρημένη·
η δυσμενής κωφεύει ειμαρμένη.

Τ’ ανωφελή ο Πρίαμος μισών,
                                χρυσόν
εξάγει εκ του θησαυρού· προσθέτει
λέβητας, τάπητας, και χλαίνας· κ’ έτι

χιτώνας, τρίποδας, πέπλων σωρόν
                                λαμπρόν,
και ό,τι άλλο πρόσφορον εικάζει,
κ’ επί του άρματός του τα στοιβάζει.

Θέλει με λύτρα, από τον τρομερόν
                                        εχθρόν,
του τέκνου του το σώμα ν’ ανακτήση,
και με σεπτήν κηδείαν να τιμήση.

Φεύγει εν τη νυκτί τη σιγηλή.
                                Λαλεί
ολίγα. Μόνην σκέψιν τώρα έχει
ταχύ, ταχύ το άρμα του να τρέχη.

Εκτείνεται ο δρόμος ζοφερός.
                                Οικτρώς
ο άνεμος οδύρεται κ’ οιμώζει.
Κόραξ απαίσιος μακρόθεν κρώζει.

Εδώ, κυνός ακούετ’ υλακή·
                                εκεί,
ως ψίθυρος λαγώς περνά ταχύπους.
Ο βασιλεύς κεντά, κεντά τους ίππους.

Της πεδιάδος εξυπνούν σκιαί
                                λαιαί,
και απορούν προς τι εν τόση βία
πετά ο Δαρδανίδης προς τα πλοία

Aργείων φονικών, και Aχαιών
                                σκαιών.
Aλλά ο βασιλεύς αυτά δεν τα προσέχει·
φθάνει το άρμα του ταχύ, ταχύ να τρέχη. 

    Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)

 

(ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ)Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις. 

(ΚΑΒΑΦΗΣ) Ο παντρεμένος ζει σαν σκύλος και πεθαίνει σαν άνθρωπος. Ο ανύπανδρος ζει σαν άνθρωπος και πεθαίνει σαν σκύλος

Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
Αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

(ΣΕΦΕΡΗΣ)Καταλαβαίνει κανείς πως δουλεύει καλά, όταν κάθε περιστατικό, το πιο μικρό και ασήμαντο, της καθημερινής ζωής του και της σκέψης του, έρχεται, σαν μοναχό του, και βάζει ένα πετραδάκι στο πράγμα που φτιάνει.

Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες.

(ΠΑΛΑΜΑΣ) Δεν έχεις Όλυμπε θεούς, μηδέ λεβέντες Όσσα,
ραγιάδες έχεις μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονάν τη θεία τραχειά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι .

(Ν.ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ) Η συνείδηση είναι το βάθος του ανθρώπου. Η αγάπη είναι το πλάτος του.

(Κ. ΟΥΡΑΝΗΣ)Για ασφάλεια κυκλωθήκαμε με τείχη – και γίνανε τα τείχη φυλακή μας.

Αν είναι να ‘ρθει, θε να ‘ρθει ― αλλιώς θα προσπεράσει…

(ΒΑΡΝΑΛΗΣ) Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν…
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.(Από το  “Οι πόνοι της Παναγιἀς”)

Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνος μπρος, χρόνια μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδι όλο πηχτότερο βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πούσαι, νιότη, πούδειχνες πως θα γινόμουν άλλος! (από το “Να σ’ αγναντεύω θάλασσα”)

Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς      (
Από τη «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» – 1980)

Δεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχή.
Οι λαοί πιστεύουν πιότερο τ’ αυτιά τους, παρά τα μάτια τους.
Πιότερο το μύθο παρά τα γεγονότα.
Πιότερο τη φαντασία τους από τη κρίση τους… (
Από το «Μονόλογο του Μώμου»)

(ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ) Ν’ αγαπάς την ευθύνη
να λες εγώ, εγώ μονάχος μου
θα σώσω τον κόσμο.
Αν χαθεί, εγώ θα φταίω

Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος – αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος – σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται.

Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;

Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις – το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πολύ αργά.

Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα.

Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος.

(ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ)Ο Έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξαντρο, είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε (τουλάχιστον) τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη

Ρωτάμε συνεχώς για το νόημα. Ίσως το λάθος μας είναι στο ίδιο το ερώτημα. Ίσως δεν πρέπει να ζητάμε νόημα – αλλά να δίνουμε νόημα.

 

24 Δεκ 2013

ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Συντάκτης: Gela Kost | Κάτω από: Χωρίς κατηγορία
imagesI95E54GB

                    

Όσα κλαδιά στο δέντρο σου θα έχεις στολισμένα

τόσα να είναι τα καλά που θα  ‘ρθουνε σε σένα.

Και όσο θα λάμπει στην κορφή το φωτεινό  τ’αστέρι

τόσο πολύ να σ’αγαπά και το δικό σου ταίρι.

Χρόνια πολλά, χρόνια καλά, χρόνια ευτυχισμένα

τα φετινά Χριστούγεννα να είναι ονειρεμένα

και των αγγέλων οι ψαλμοί τραγούδια στην καρδιά σου.

Ο νέος χρόνος που έρχεται υγεία να  χαρίσει

με γέλιο, αγάπη και χαρά, το σπίτι να γεμίσει.