Αρχείο ετικέτας Πάσχα

Πότε «βεβαία η ελπίς»

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Σχηματικά και συμβατικά οριοθετούμε: άλλο το πεδίο της ύπαρξης και άλλο το πεδίο της συμπεριφοράς. Στο πεδίο της συμπεριφοράς ανήκει η συναλλαγή, η ρουτίνα, το συμφέρον, το συνοικέσιο, το ξεφάντωμα. Στο πεδίο της ύπαρξης ανήκει η γενναιοδωρία, το καινούργιο, η δημιουργία, ο έρωτας, η γιορτή.

Ο Δημόκριτος αποφάνθηκε: «βίος ανέορτος, μακρά οδός απανδόχευτος»: Χωρίς εόρτιες παρεμβάσεις, ο ανθρώπινος βίος είναι πεζοπορία μακρά, χωρίς ανάπαυλα σε πανδοχείο. Ποιος μπορεί να μας ποδηγετήσει στη χαρά – πού και ποιο το πανδοχείο της γιορτής; Μάλλον έχουμε χάσει, όχι ξεχάσει, τα σημαινόμενα. Οι μετρήσεις και πιστοποιήσεις αποκρύβουν την πραγματικότητα, παρά τη φανερώνουν.

Έτσι, ο εθισμός μας είναι να αξιολογούμε συμπεριφορές, όχι την ποιότητα (γνησιότητα ή πλαστότητα) της ύπαρξης. Μετράμε, ποιος είναι «καλός» και ποιος «κακός», ποιος ωφέλιμος και ποιος βλαβερός, ποιος αποδοτικός και ποιος λιγόφερνος. Αυτή τη δραματική έκπτωση από την ύπαρξη στη συμπεριφορά την υπέστη η ελληνική κοινωνία με τον εκπροτεσταντισμό της Εκκλησίας της – χάθηκε κάθε ρεαλιστική αναφορά στην ελευθερία από τον θάνατο, αιωρούνται μόνο ρητορεύματα δεοντολογίας του εφήμερου.

Γιορτή του Πάσχα σήμερα και ο αναγνώστης μπορεί να κρίνει, αν ο εορτασμός εγγίζει, έστω ελάχιστα, το πεδίο της ύπαρξης ή αν παγιδεύεται, αποκλειστικά και στεγανά, στο πεδίο της συμπεριφοράς. Εθιμικό γλεντοκόπι το Πάσχα, παραδοσιακές γεύσεις, καλό κρασί, ξέγνοιαστο γέλιο και η «γιορτή» χάνεται στο κενό υπαρκτικού αντικρίσματος, «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, του σήμερα και της αχρονίας.

Τα κηρύγματα και οι εόρτιες εγκύκλιοι μιλάνε γλώσσα τόσο ξύλινη όσο κάποτε και η προπαγάνδα του σοβιετικού «παραδείσου». Γλώσσα που προϋποθέτει ατομική κατανόηση, ίσως και «κατ’ επιταγήν» παραδοχή – δηλαδή κενολογία, νοησιαρχικό ιδεολόγημα, το εμπειρικό τίποτα. Ζούμε σαν ξιπασμένοι ολιγογράμματοι, που δεν έχουν τις εμπειρικές προσλαμβάνουσες για να ξεχωρίσουν τη γνώση από την απλή κατανόηση, να βιώσουν και βεβαιώσουν την ύπαρξη όχι με τη σκέψη («σκέπτομαι άρα υπάρχω») αλλά με τη σχέση (γνωρίζω επειδή αγαπώ).

Αν η εμπειρία μάς έπειθε, τους σημερινούς απλώς ελληνώνυμους, για τη διαφορά της γνώσης από την κατανόηση, της αλήθειας από τη χρηστική ορθότητα (διαφορά που συνιστούσε πάντοτε την ταυτότητα των Ελλήνων), η ευτυχία μας δεν θα ήταν αδιέξοδη συνάρτηση μίμησης και πιθηκισμού του υπόκοσμου των χρηματιστηρίων και των νταβατζήδων. Μην ξεχνάμε τη δραματική, άκρως επώδυνη, γι’ αυτό και αποσιωπημένη σύγκριση: Οτι κάτω από τον ζυγό των Τούρκων οι Έλληνες είχαν συνείδηση και αξιοπρέπεια άρχοντα, σήμερα δεχόμαστε αδιάντροπα να μας εξευτελίζει ο κάθε τυχαίος Σόιμπλε, Ντάισελμπλουμ ή Τραμπ βυθισμένους σε χρέη και υποθήκες, με συνείδηση ολοκληρωτικά εξαρτημένων τριτοκοσμικών. Κάποτε δεν υπήρχε ανάγκη να εξηγήσει ο Έλληνας, τι είναι γι’ αυτόν η μητρική αγάπη, η πατρική ευθύνη, η θυσία για την πατρίδα, η προτίμηση της φτώχειας με έρωτα, όχι του πλούτου με μοναξιά – σήμερα, όσες εξηγήσεις κι αν παπαγαλίσει, θα είναι ιδεολογήματα. Από τη στιγμή που και στην εκκλησία πηγαίνει για να καταλάβει και να διδαχθεί, όχι για να γιορτάσει, η ελληνικότητα έχει χαθεί.

Ξέρω ότι είναι μάταιες όλες αυτές οι «διευκρινίσεις». Η προτεραιότητα της γνωστικής εμπειρίας έναντι της ορθολογικής πληροφορίας είναι πια ένα χαμένο παιχνίδι – η γνώση ταυτίζεται με την κατανόηση, όχι με τη μετοχή στην εμπειρία της σχέσης. Μοναδική, ίσως, παρηγορία για την απώλεια είναι η βραδύτητα των μεταλλάξεων στο πεδίο της ύπαρξης, σε σύγκριση με την ταχύτητα των αλλαγών στο πεδίο της συμπεριφοράς.

Ακόμα και χαμένο το παιχνίδι μπορεί να λειτουργήσει αφυπνιστικά, αν είναι θαρραλέα επώδυνο. Ό,τι ζωντανό, προϋποθέτει ωδίνες τοκετού για να γεννηθεί, ό,τι είναι προτεστάντικη δεοντολογία συμπεριφοράς ή αυγουστίνειος (Αυγουστίνου της Ιππώνος) ατομοκεντρισμός, προκύπτει ευκολότερα, επειδή κολακεύει τον ναρκισσισμό μας. Εμπειρική ζωντάνια γεννάει η συμμετοχή σε κοινές και κοινωνούμενες «παραδόσεις»: νηστεία, αναμμένο καντήλι, σταυροκόπημα, η ομορφιά κάποιας Εικόνας, ζύμωμα του πρόσφορου – απαιτεί πράξη η ερωτική σημαντική, όχι διδακτικές παρλαπίπες. Γι’ αυτό και χαοτική η διαφορά της μετοχής στο εκκλησιαστικό γεγονός, σε σύγκριση με την ατομική («αξιόμισθη») πειθάρχηση σε οποιαδήποτε θρησκευτική τυπολογία.

Γιορτή του Πάσχα σήμερα, με την πανδημία του κορωνοϊού να γυμνώνει αδυσώπητα τη Γιορτή από τις φολκλορικές γραφικότητες και τα ψυχολογικά αναπληρώματα. Δεν αφήνει περιθώρια η απειλή του θανάτου για διδακτισμό, δεοντολογίες και αξιολογήσεις της συμπεριφοράς. Καθόλου τυχαία, η εκκλησιαστική γλώσσα της Γιορτής, τόσο της Μεγάλης Παρασκευής όσο και η αναστάσιμη, είναι η μελουργημένη ποίηση, το τραγούδι. Η νίκη καταπάνω στον θάνατο, η προσδοκώμενη «ανάστασις νεκρών», δεν σημαίνεται με τη γλώσσα της Φυσικής Πειραματικής – αυτό ίσως δεν το έχει αντιληφθεί ούτε ο σεβάσμιος αρχιμανδρίτης του καθεδρικού των Αθηνών, που σε κάθε λειτουργία, την ώρα του «κοινωνικού», στήνει αναλόγιο και διαβάζει την ιδεολογική του διακήρυξη που τη λογαριάζει κήρυγμα εκκλησιαστικό.

Ευτυχώς, η δική μας παρακμή δεν υποβιβάζει όσα πολύτιμα διαχειριζόμαστε.

Christos Yiannaras

Πασχαλινό επιμύθιο

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Πάσχα, η λέξη σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Από τη γη της αιχμαλωσίας στη γη της επαγγελίας, από την απολυταρχία του μηδενισμού στην έμπειρη ελπίδα ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Η επαγγελία δεν έχει οπαδούς, έχει γιορταστές – όσους έχουν ψηλαφήσει ή πολύ διψάσει το θαύμα.

Το θαύμα είναι άσχετο με φαντασιώσεις για το «υπερφυσικό», την αλχημική μετασκευή της επιθυμίας σε ψυχολογική «βεβαιότητα». Άλλο η βιωμένη εμπειρία και άλλο η πληροφορία που την προσπορίζει η κατανόηση ή και η συναισθηματική ετοιμότητα. Το θαύμα της κυοφορίας και της γέννας, λ.χ., είναι γνώση αποκλειστική, μόνο για τη μάνα. Ο άνδρας, έστω και ο άριστος των μαιευτήρων, έχει πληρότατη πληροφόρηση, όχι γνώση της γέννας.

Στις κοινωνίες, τις ίδιες τις δικές μας, πριν τη Νεωτερικότητα, αλήθεια ήταν η βεβαιότητα, γεννημένη όπως το βλαστάρι, από σπόρο. Ξεχώριζε η γνώση από την πληροφορία, από τη συσκευασμένη για να πουληθεί είδηση. Σήμερα οι γνώσεις μας προϋποθέτουν τον συμβιβασμό με τη χρηστικότητα. Μας αρκεί η κατανόηση, περιττεύει η διακινδύνευση της εμπειρίας. Προσπερνάμε τη σχέση, μας εξασφαλίζουν οι «αυθεντίες». Προέχει ή συμβαδίζει με τη γνώση η απλή «ενημέρωση» ή η ψυχολογική μας συναίνεση.

Το Πάσχα του 2020 οδηγήθηκε να συρρικνωθεί στις εντυπώσεις. Καθόλου σχέση, καθόλου μετοχή, επομένως ούτε υποψία για Γιορτή – μόνο θέαμα τηλεοπτικό και ακρόαμα τηλεακουστικό. Στη θέση σώματος λαϊκού που γιορτάζει νίκη καταπάνω στον θάνατο, στήθηκε η solo ψαλμωδία. Ο λειτουργός να ευλογεί ένα κενό απουσίας πιστών, και στη γωνιά της μικρής οθόνης η τέλεια αρλούμπα: μεταφορά ιλιγγιώδους ποίησης και δραματουργίας σε «γλώσσα νοηματική»!

Όλοι οι ναοί κατάκλειστοι, βουβοί, τάφοι σφραγισμένοι «μετά κουστωδίας» (το περιπολικό της Αμεσης Δράσης στην πόρτα) – εξασφαλισμένος ο αποκλεισμός του θαύματος. Έρημοι δρόμοι συμπλήρωναν την εικόνα γενικευμένης συμφοράς ή πολέμου. Ασφαλώς και έπρεπε να ληφθούν μέτρα, να αναχαιτιστεί με κάθε τρόπο το θανατικό. Αλλά με τρόπο τίμιο, ευθύ, λ.χ. με τον εκκλησιαστικό ρεαλισμό του «πένθους», της θυσιαστικής έμπονης στέρησης. Να δηλώνουν πένθος οι κλειστές εκκλησιές, όχι πειθάρχηση σε «προοδευτικές» μηδενιστικές πολιτικές. Η ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση μιας στημένης παντομίμας σίγουρα είναι παρηγοριά για τον άρρωστο, τον κατάκειτο, τον υπερήλικα. Όμως η εικόνα της οθόνης γυμνώνει το αίνιγμα: Αν είναι έγνοια για τους αναγκεμένους ή φτηνιάρικη πολιτική επίδειξη «μέριμνας».

Μοιάζει παρακμιακός εκφυλισμός να παίρνει η εξουσία μέτρα «για την αποφυγή συνωστισμού», πιο βάναυσα στις εκκλησιές από αυτά που καθόρισε για τα σούπερ μάρκετ. Δυο μέτρα η απόσταση ανάμεσα στους πελάτες των υπεραγορών, αποκλεισμός ολοκληρωτικός των πιστών από την εκκλησιά τους. Στο φετινό Πάσχα ψηλαφήσαμε, χειροπιαστά, τι σημαίνει η τερατώδης αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού στην Ελλάδα σώματος σε «επικρατούσαν εν Ελλάδι θρησκείαν»: Επίσκοποι και πρεσβύτεροι ήταν οι απλοί διεκπεραιωτές των κρατικών εντολών, υπάλληλοι της εξουσιαστικής γραφειοκρατίας.

Το κράτος έκανε τη δουλειά του, εξυπηρέτησε τους στόχους του, η Εκκλησία ήταν, άλλη μια φορά, ανύπαρκτη, αλλοτριωμένη, εκούσια θρησκειοποιημένη. Αυτό είμαστε, μια αποτυχία – η νίκη καταπάνω στον θάνατο «ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως, ουδέ ερούσιν ιδού ώδε ή ιδού εκεί». Πορευόμαστε με ελπίδα, αλλά ταυτόχρονα κοινωνούμε τον πόνο μας. Λέμε: θα μπορούσε να μαρτυρηθεί το «κάτι άλλο», το διαφορετικό που είναι η Εκκλησία, η ελευθερία της από τη θρησκευτική τυπολατρεία και τον νομικισμό. Για παράδειγμα:

Να πουν κάποιοι επίσκοποι με συνείδηση ρεαλιστικής, όχι αλληγορικής «πατρότητας»: Σεβόμαστε τον τρόμο του αδύναμου ανθρώπου για τον κορωνοϊό, για βασανιστικό θάνατο από πνιγμό. Γι’ αυτό επιστρέφουμε (προσωρινά ή μόνιμα) στο αρχαίο λειτουργικό τυπικό: Οι πιστοί να δέχονται τη «μερίδα των αγιασμάτων» στην παλάμη και όχι με κοχλιάριο από το κοινό ποτήριο. Αλλά είναι φανερό, είμαστε πολύ, πάρα πολύ μακριά από την αγάπη που ελευθερώνει.

Το Πάσχα του 2020 συρρικνώθηκε στις εντυπώσεις. Ωστόσο, έστω και στο γήπεδο των εντυπώσεων, η σύγκριση του υποταγμένου στην επαρχιωτική μειονεξία κρατικού Ελλαδισμού με την κοσμοπολίτικη αρχοντιά του μαρτυρικού Φαναρίου ήταν ζωηφόρα αποκάλυψη. Η τηλεοπτική εικόνα επέτρεπε τη σύγκριση και γεννούσε την οδύνη. Από το 1862, που εγκαινιάστηκε το αρχιτεκτονικό ανοσιούργημα του Γάλλου Boulanger, με σχέδια του Γερμανού Hansen, δεν βρέθηκε ένας (μα ούτε ένας) Έλληνας αρχιεπίσκοπος που να απαιτήσει την εξάλειψη – απόσβεση τουλάχιστον της ζωγραφικής θρησκευτικής παιδαριωδίας που «διακοσμεί» τον μητροπολιτικό ναό (έργα του Γερμανού Alexander Seitz).

Η τηλεοπτική αναμετάδοση προκαλούσε τη σύγκριση: της αρχοντιάς στο Φανάρι με την επαρχιωτίλα της Αθήνας. Εικόνες, λειτουργικά σκεύη, άμφια, ιεροτελεστικό τυπικό. Οι Ελλαδίτες με στολές σαν από καλογυαλισμένες φανταχτερές λαμαρίνες, οι Φαναριώτες με φινέτσα αισθητικής καλλιέργειας σε κάθε λεπτομέρεια.

Τι έχασε ο Έλληνας, τι έχει, τι του πρέπει.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Αλεξάντρ Σαντόβνικοφ, Οι Μυροφόρες

“Οι άντρες πιο πολύ φιλοσοφούν / Και μαζί με τον Θωμά αμφιβάλουν, / Οι Μυροφόρες όμως σιωπούν, / Με δάκρυα τα πόδια του Χριστού πλένουν. / Οι άντρες τους στρατιώτες φοβούνται, / Κρύβονται από την οργισμένη τους κακία / Μας οι γυναίκες τολμηρά μ’ αρώματα / Μόλις χαράξει σπεύδουν στο μνήμα”, Μετάφραση από τα Ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης.

Οι Μυροφόρες, ρωσική εικόνα (14ος αιώνας)

ΠΗΓΗ

ΣΤΕΠΠΑ

ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΜΕ ΕΝΑ ΡΩΜΑΛΕΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Σχολιάζει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Συχνά – πυκνά, κατά την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, από χείλη πολλών ιερέων, θεολόγων, θεοσεβούμενων και ουκ ολίγων χριστιανομαθημένων ακούγονται πολλά για τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό, ιδιαίτερα βέβαια, εκείνη τη σχέση, την ανηφορική – κατά τον Νίκο Καζαντζάκη – που διαμέσου της νηστείας και της μετάνοιας οδηγεί στην αγκαλιά του Θεού. Τα περισσότερα απ’ αυτά που ακούγονται, λυπάμαι που το καταγράφω, ουδεμία σχέση έχουν με τη θεολογική και εκκλησιαστική πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή ατόφια βγαίνει από τη βιβλική και πατερική παράδοση. Πρόκειται για εκείνον το λανθάνοντα θεολογικό και εκκλησιαστικό λόγο, τον οποίο ο αξέχαστος δάσκαλός μου στη θεολογική Σχολή ΑΠΘ Νίκος Ματσούκας, χαρακτήριζε ως τον κρότο που κάμουν όσοι επικαλούνται βιβλικά και πατερικά κείμενα· κι αυτόν τον κάμουν για να καλύψουν την αμηχανία και τις οποιεσδήποτε αγκυλώσεις τους. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.

Έναντι αυτής της θεολογικής αφασίας δημοσιεύω εδώ αυτούσιο απόσπασμα από ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του αειμνήστου δασκάλου μου. Κείμενο που έχει θεολογική και λογοτεχνική αξία. Όσοι με προσοχή το διαβάσουν, ίσως κατανοήσουν τι σημαίνει ανηφορική συνάντηση με τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Χριστό. Γράφει, λοιπόν, ο αξέχαστος δάσκαλός μου Νίκος Ματσούκας, στο βιβλίο του Γλυκόπικρες ρίζες, (1991), Θεσσαλονίκη: Βάνιας, σσ. 142-146: «Η πρώτη γνωριμία μου με τη θρησκεία ήταν ο φόβος. Θα ήμουν πέντε ή έξι χρονών, όταν πέρασα μια ολάκερη μαρτυρική εβδομάδα, έως ότου φτάσει η μέρα που θα μεταλάβαινα. Λίγο πριν απ’ τη Μεγάλη Εβδομάδα, η μητέρα μας είπε πως όλοι θα μεταλαβαίναμε τη Μεγάλη Πέμπτη. Ως τότε έπρεπε να νηστέψουμε, να μη φάμε διόλου κρέας, τυρί, γλυκά, γάλα κι ό,τι άλλο απαγορεύει η νηστεία. Την άλλη μέρα, χωρίς να σκεφτώ τι έκανα, μηχανικά κι από πείνα άνοιξα το φανάρι και πήρα μια φέτα ψωμί με τυρί, όπως το συνηθίζαμε. Αμέριμνος εκείνο το απόγευμα μασούσα το ψωμάκι μου, όταν με πρόσεξαν οι δικοί μου, αδέλφια και μάνα – δε θυμάμαι ακριβώς ποιοι ήταν – κι έμπηξαν κάτι κραυγές, που μπορούσαν να σε λαχταρίσουν μέχρι θανάτου. Άξαφνα, εκεί στην αυλή, βλέπω μπροστά μου τη μάνα απογοητευμένη και θυμωμένη, άλαλη και χτυπημένη, δείχνοντάς μου το τυρί με το δάχτυλο, κι εγώ τότε θυμήθηκα. Ένιωσα τα γόνατά μου να τσακίζονται, ενώ συνάμα κάποιου τη φωνή την έπιασα κυριολεκτικά αλαφιασμένος: “τη Μεγάλη Πέμπτη, στην εκκλησιά, ο παπάς θα σου κόψει τη γλώσσα”. Αμέσως περίλυπος παρέδωσα το υπόλοιπο ψωμοτύρι, κι άρχισα να βάζω κάποια τάξη στην μπερδεμένη πια σκέψη μου, για να δω τι είχα κάνει και τι θα πάθαινα ενδεχομένως.

Έμεινα λίγη ώρα συντριμμένος και βαθιά συλλογισμένος. Μετά πάσχιζα να βρω έναν τρόπο που θα διόρθωνε τα πράγματα. Εξέταζα όλες τις πιθανότητες. Στην αρχή πίστεψα πως ο παπάς μπορούσε να μου κόψει τη γλώσσα, αλλά οι δικοί μου δε θα τον άφηναν, δεν ήταν μπορετό να συνέβαινε ένα τέτοιο φοβερό πράγμα, κι οι δικοί μου, που με πρόσεχαν σαν τα μάτια τους μην πέσω και χτυπήσω λιγάκι, να μείνουν εντελώς αδιάφοροι ή να συμφωνήσουν. Έπειτα δεν απέκλεισα και το ενδεχόμενο οι δικοί μου να μη με πάνε στην εκκλησιά, αλλά να μ’ αφήσουν μόνο στο σπίτι. Όμως έπρεπε να μεταλάβω κι εγώ εξάπαντος. Θα με πήγαιναν λοιπόν, αλλά δε θα άφηναν τον παπά να κάνει τη φοβερή αυτή πράξη – αυτό ήταν πια σίγουρο. Άλλο ενδεχόμενο ήταν να μη βρισκόταν κανένας παπάς που θα ήθελε να κάνει αυτή την πράξη. Πολλά ενδεχόμενα, λοιπόν, αλλά και πλήθος τυραννικές αμφιβολίες. Από μερικές εμπειρίες μου, πίστευα πως η εκκλησία ήταν ένα πράγμα πέρα για πέρα διαφορετικό από ό,τι ο υπόλοιπος κόσμος. Θα μπορούσαν όλες αυτές οι υποθέσεις και τα ενδεχόμενα να μην ισχύουν στο χώρο της. Η εκκλησία για μένα ήταν πραγματικά ο οίκος του φοβερού Θεού, που περισσότερο απειλούσε τα παιδιά, παρά τους μεγάλους.

Αποτέλεσμα εικόνας για Νίκος Ματσούκας

Ένα αλάθητο ένστικτό μου έλεγε πως μια τέτοια μεγάλη συμφορά δε θα άφηνε ασυγκίνητες τη μάνα μου και την αδελφή μου, κι αποφάσισα να τις πλησιάσω, για να δω τις αντιδράσεις τους. Αλλά καθώς τριγύριζα στα πόδια τους, δεν έβλεπα να με προσέχουν ιδιαίτερα, απεναντίας μάλιστα, ήταν πολύ αδιάφορες. Μήτε λυπημένες τις έβλεπα, μήτε πως μου δείχνουν έστω και μια μικρή συμπάθεια μπορούσα να διαπιστώσω. Είπα σε μια στιγμή να τις ρωτήσω, αλλά από φόβο έβαζα φρένο σε μια τέτοια απόφαση. Προτιμούσα την αμφιβολία, παρά τη φοβερή βεβαιότητα.

Το πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης, μολονότι η κρίση μιας καλπάζουσας φοβίας είχε κορυφωθεί, αισθανόμουνα ανακούφιση. Επιτέλους θα ξεκαθαρίζονταν τα πράγματα! Έτσι, από ό,τι θυμάμαι, στην εκκλησιά μπήκα τρακαρισμένος, αλλά αποφασιστικός. Κι έπειτα, για πρώτη φορά, με κυρίεψε ένας σωτήριος και λαγαρός ορθολογισμός. Πολύ σωστά, ο παπάς θα μπορούσε να μου κόψει τη γλώσσα, αλλά πώς θα ήξερε την πράξη μου; Αδύνατο πέρα για πέρα. Απέκλεια τελείως το ενδεχόμενο οι δικοί μου να μαρτυρούσαν την αλήθεια. Πάντως, τρέμοντας ελαφρά, ζύγωσα την ωραία πύλη, έχοντας καρφωμένη τη ματιά μου σ’ έναν παπά γεροντάκι, που κρατούσε το Άγιο Ποτήρι με τρεμάμενα χέρια. Ο καημένος έσπασε τη μέση του μάλλον με κάποιον πόνο, και μου έδωσε τη μεταλαβιά με μια άπειρη θεϊκή γαλήνη. (Η μορφή του σεβάσμιου αυτού γέροντα αργότερα έγινε για μένα σύμβολο της γνήσιας θρησκευτικότητας.) Κι εγώ όμως έτρεμα, μολονότι ήμουν πια πεπεισμένος πως κανένας κίνδυνος δεν υπήρχε. Φεύγοντας απ’ την εκκλησιά, έδειχνα λυτρωμένος κι ευτυχισμένος πέρα για πέρα. (Ύστερα από χρόνια, όταν οι κατηχητές μου έλεγαν ότι ο άνθρωπος λυτρώνεται μέσα στην εκκλησία, αμφέβαλλα αν κι οι ίδιοι είχαν ζήσει ποτέ αυτό που είχα αισθανθεί τότε, βγαίνοντας απ’ την εκκλησιά βαθιά λυτρωμένος).

Όλη την υπόλοιπη μέρα στο σπίτι, το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από κείνη τη θεία κοινωνία κι απ’ την οργισμένη ματιά του Χριστού Παντοκράτορα, που τώρα, αργά – αργά έπαιρνε μια γλύκα κι ένα χαμόγελο απ’ τη γαληνεμένη εκείνη όψη του παπά, καθώς όλα αυτά τα έφερνα μπροστά μου με τη φαντασία. Δε χρειαζόμουνα πια τον ορθολογισμό για να γλυκάνω τα πράγματα. Μόνο μ’ έναν τέτοιο τρόπο μπορούσε να γλυκάνει η μορφή του Χριστού. Άλλοτε πίστευα πως ο Χριστός είναι περισσότερο θυμωμένος με τα παιδιά κι όχι με τους μεγάλους. Όμως ένα αλάθητο ένστικτο με έπειθε πως οι μεγάλοι στην εκκλησία δεν είχαν φόβο Θεού, δεν τον ένιωθαν καθόλου, ακόμη κι όσοι μας έλεγαν πως ο Θεός θα μας τιμωρούσε για κάθε παρακοή και κακή πράξη. Γι’ αυτό αργότερα, ως μαθητής γυμνασίου, που διάβαζα το Ευαγγέλιο, με συγκλόνισε βαθιά η ανακάλυψή μου πως ο Χριστός αγαπούσε μονάχα τα παιδιά, κι οι μεγάλοι όφειλαν να γίνουν κι αυτοί παιδιά, αν ήθελαν την αγάπη του Χριστού. Τούτη η ανακάλυψη δεν ήταν μικρό πράγμα, είχε συγκλονίσει για καλά μέσα μου την αυθεντία των μεγάλων. Η αρχή βέβαια έγινε με κείνη τη λυτρωτική μεταλαβιά, που με βοήθησε να αμφισβητώ τα λόγια των μεγάλων. Τελικά οι παπάδες δεν έκοβαν γλώσσες. (Αργότερα, όταν διάβαζα μεσαιωνική και βυζαντινή ιστορία, διαπίστωσα με πολύ ενδιαφέρον πως εξουσιαστές ποικίλης μορφής έκοβαν τις γλώσσες μερικών ανθρώπων, που δεν είχαν καμμιά παράβαση, μήτε ακόμη και τη δική μου)».

Θ. Ι. Ζιάκας· Ελλήνων Πάσχα: μεταξύ δύο κόσμων

Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΙΑΚΑ

Το βιβλίο* αυτό διαπιστώνει ότι το σύστημα κοσμοθεωρητικού προσανατολισμού, που προσφέρει το κείμενο της Ιλιάδας για τον κόσμο της Ιωνίας του 8ου π. Χ., αιώνα, παραμένει αξιόπιστο και για τον σύγχρονο δικό μας κόσμο. Το ίδιο διαπιστώνει και για το Ευαγγελικό κείμενο, ένα κείμενο τον 1ου και του 2ου αιώνα μ. Χ., όπως τουλάχιστον το προσέλαβαν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Αλλά πώς μπορούν οι κόσμοι των κειμένων αυτών να είναι και δικός μας κόσμος; Αυτό είναι το προκλητικό ερώτημα του βιβλίου.

Οι «κόσμοι» των δύο κειμένων είναι κοσμο-εικόνες, αντιλήψεις για τον κόσμο. Όχι ο ίδιος ο κόσμος. Οπότε, ή ο κόσμος είναι δεδομένος και ανεξάρτητος από τα κείμενα, ή είναι δημιούργημά τους.

Με άλλα λόγια: Ή υπάρχει μια στατική, αναλλοίωτη ανθρώπινη «φύση» και τα μεγάλα πολιτισμικά κείμενα μας λένε απλώς «τι είναι και πώς λειτουργεί», ή η εν λόγω «φύση μας» δεν είναι και τόσο «δεδομένη και αναλλοίωτη». Δηλαδή είναι κάτι που διαπλάθεται, με βάση ενυπάρχουσες ίσως δυνατότητες, οι οποίες όμως δεν ενεργοποιούνται από μόνες τους, αυτόματα, αλλά χρειάζονται ειδικές πολιτισμικές επεξεργασίες, κατευθυνόμενες από τη γνώση των δυνατοτήτων αυτών, δηλαδή από κάποια «μεγάλα κείμενα».

Αν υπάρχει ανθρώπινη φύση, που επιδέχεται «καλή αλλοίωση», τότε ο ρόλος των μεγάλων κειμένων εμφανίζεται πράγματι ουσιαστικός: Εφόσον αυτά μας «έφτιαξαν» είναι όντως ο «κόσμος μας». Περιέχουν τα «πρότυπα», τους «ελκυστές», τα «κέντρα έλξης», του κόσμου μας.

Εδώ μεσολαβεί όμως ένα δεύτερο παράδοξο: Πώς μπορεί το ιλιαδικό κείμενο να είναι «ο κόσμος μας» και το ευαγγελικό κείμενο να είναι επίσης «ο κόσμος μας», αφού τα πρότυπά τους είναι εντελώς διαφορετικά και εν πολλοίς ασυμβίβαστα; Αν ο κόσμος μας είναι «και των δύο», τότε πρέπει να βρισκόμαστε κάπου «ανάμεσα», σαν σε κάποιου είδους ελλειπτική τροχιά γύρω από δύο εστιακά κέντρα. Θα πρέπει να μιλάμε τότε για μια «ένταξη» στους διαφορετικούς κόσμους τους και συνάμα για «απόκλιση» απ’ αυτούς.

Με αυτή την ελλειπτική έννοια -και με τα δύο νοήματα του όρου- η Ιλιάδα είναι όντως ο κόσμος μας. Θα διευκρινίσω την ιδιότυπη αυτή ιδέα του βιβλίου με δύο παραδείγματα, το ένα χριστιανικό και το άλλο ομηρικό.

α. Χριστιανικό παράδειγμα: «Χριστός Ανέστη και Χρόνια Πολλά!»

Μια φορά (πρόκειται για αληθινή ιστορία) επιστρέφοντας από τη λειτουργία της Αναστάσεως, ο «προοδευτικός» (τότε) Τάσιος (Αναστάσιος), εύχεται στον πατέρα του «Χρόνια Πολλά».

– «Τον κακό σου τον καιρό», του αποκρίνεται ο γέρος!

Πέρασαν «χρόνια πολλά», για να κατανοήσει ο Τάσιος το νόημα της απάντησης: Εφόσον ο Χριστός αναστήθηκε, είναι φανερό ότι ο θάνατος πατήθηκε, ότι το κράτος του καταλύθηκε. Το να ζητάμε το λίγο, όταν έχουμε το παν, είναι τουλάχιστον ηλιθιότητα. Τον κακό μας τον καιρό λοιπόν.

Ο γέρος βρισκόταν, προφανώς, στον αναστάσιμο κόσμο του. Ήθελε να ανήκει σ’ αυτόν ολοκληρωτικά. Ο γιος του, ο Τάσιος, ανήκοντας στον νεωτερικό μας κόσμο, δεν πίστευε στην Ανάσταση. Εφόσον όμως μετείχε στην «εορτή των εορτών», την «πανήγυρη των πανηγύρεων», μετείχε εν μέρει και στον πατερικό κόσμο. Ο πατερικός κόσμος ήταν, εν μέρει, και δικός του κόσμος: «ο κόσμος μας».

Το παράδειγμα δίνει τις δυο «ακραίες» γραμμές του φάσματος. Ο «Χριστός Ανέστη», η μία. «Χρόνια Πολλά», η άλλη. Ο πολύς κόσμος (μας) βρίσκεται ανάμεσα. Τα λέει και τα δύο μαζί: «Χριστός Ανέστη και Χρόνια Πολλά!»

β. Ομηρικό παράδειγμα: το επεισόδιο Αχιλλέα -Λυκάονα.

Ο Αχιλλέας είχε αιχμαλωτίσει τον γιο τον Πριάμου, Λυκάονα, και τον είχε πουλήσει στη Λήμνο, αλλά τον εξαγόρασαν οι δικοί του. Έντεκα μέρες γλεντούσε με τους φίλους του, καθώς ήρθε από τη Λήμνο. Πάνω στις δώδεκα όμως τον ξανάριξε ο θεός στα χέρια του Αχιλλέα. Ήταν τη στιγμή που έφευγε από το ποτάμι, όπου είχε αναμερίσει να δροσιστεί. Ήταν χωρίς περικεφαλαία και ασπίδα. Ούτε δόρυ δεν είχε. Όλα τα είχε ρίξει κάτω – γιατί τον βασάνιζε ο κάματος κι ο ιδρώτας.

Βλέποντάς τον, ο Αχιλλέας οργίστηκε και ετοιμάστηκε να τον στείλει κατευθείαν στον άλλο κόσμο. Αλλά εκείνος μόλις τον είδε έτρεξε, γονάτισε μπροστά του και με χίλια παρακάλια του ζητούσε να τον λυπηθεί. Λαχταρούσε με την καρδιά του να ξεφύγει τον κακό θάνατο και τη μαύρη μοίρα. «Χρόνια Πολλά» ζητούσε ο κακομοίρης!

«… τίη όλοφύρεαι ούτως;» (τι ολοφύρεσαι έτσι;), άκουσε τη βροντερή φωνή του Αχιλλέα. Εδώ πέθανε ο Πάτροκλος, που ήταν πολύ καλύτερός σου. Δεν βλέπεις πόσο κι εγώ είμαι ωραίος και μεγαλόσωμος; Κι είμαι από γενναίο πατέρα κι από θεά μητέρα. Όμως και μένα με περιμένει ο θάνατος και η δυνατή η μοίρα. Και του βυθίζει το σπαθί στο σβέρκο.

[«…αλλά, φίλος, Θάνε και συ. τίη ολοφύρεαι ούτως; / κάτθανε και Πάτροκλος, ό περ σέο πολλόν αμείνων. / Ούχ οράας οίος καί εγώ καλός τε μέγας τε; / πατρός δ’ είμ’ αγαθοίο, θεά δέ με γείνατο μήτηρ / αλλ’ επί τοι καί εμοί θάνατος καί μοίρα κραταιή», (Φ 100-110)]. Η φράση έγινε παροιμιώδης: «Κάτθανε και Πάτροκλος». Τουτέστιν: Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε. Το θέμα είναι να πεθάνουμε έντιμα και ένδοξα. Αυτός είναι ο κόσμος της Ιλιάδας.

Ο Αχιλλέας πιστεύει, βεβαίως, στην μετά θάνατον ύπαρξη της ψυχής, αλλά μη νομιστεί ότι αυτός είναι ο λόγος που δεν λογαριάζει τον θάνατο. Αυτή η αθανασία της ψυχής δεν έχει καμιά αξία. Καλύτερα δούλος σ’ αυτή τη ζωή παρά βασιλιάς στην άλλη, δηλώνει κατηγορηματικά. Μόνο αυτή εδώ, η μοναδική ζωή μας, έχει αξία.

Η αθανασία των Ορφικών, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα, και όλων των μεταγενέστερων, έχει απαξιωθεί προκαταβολικά στην αυγή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, από τον Ποιητή των ποιητών, ο οποίος «την Ελλάδα πεπαίδευκεν», κατά τον ίδιο τον αρνητή του, τον Πλάτωνα. (Πολιτεία 606 e.) Μόνο την Ανάσταση θα ήταν διατεθειμένος να συζητήσει ο Ποιητής. Το διαβλέπουμε στα λόγια του Σαρπηδόνα: «Καλέ μου, αν ήταν απ’ τον πόλεμο ξεφεύγοντας ετούτον /εμείς αγέραστοι κι αθάνατοι να ζήσουμε αιώνια, / μήτε κι εγώ μαθές ανάμεσα στους πρώτους θα χτυπιόμουν, / μήτε να μπεις και σένα θα ‘σπρωχνα στην δοξαντρούσα μάχη. / Μα τώρα έτσι κι αλλιώς μας ζώνουνε του χάρου οι Λάμιες όλους, / αρίφνητες. Θνητός δε δύνεται να τις ξεφύγει. Πάμε / να ιδούμε κάποιο αν θα δοξάσουμε για αν μας δοξάσει κάποιος!», [Μ 322 – 328, μτφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή].

Τα δικά μας «Χρόνια Πολλά» είναι μάλλον σαν του Λυκάονα. Συνιστούν αυταξία. Αποφυγή του θανάτου πάση θυσία. Βεβαίως δεν υποτιμούμε την «ποιοτική» διάσταση της ζωής, αλλά τη βάζουμε δεύτερη. Γι’ αυτό και στην ευχή «χρόνια πολλά» προσθέτουμε συνήθως «και καλά». Το τι σήμερα εννοούμε «καλά» ας μην το σχολιάσουμε καλύτερα…

Αν στον γέρο Όμηρο ευχόμασταν τέτοιου είδους «Χρόνια Πολλά» θα εισπράτταμε σίγουρα ένα «τον κακό σου τον καιρό». Συνεπώς είμαστε στον κόσμο του Ομήρου, αν πιστεύουμε στην μετά θάνατον ύπαρξη της ψυχής και συγχρόνως μακριά του, αν της δίνουμε αξία. Είμαστε στον κόσμο του Ομήρου, αν καταφάσκουμε τη ζωή, αλλά πολύ μακριά του, αν αυτό που καταφάσκουμε είναι η «ζωούλα» μας.

Αλλά πού τέμνεται ο κόσμος του Ευαγγελίου και ο κόσμος της Ιλιάδας; Προφανώς στον κακό μας τον καιρό. Στο ότι ο Όμηρος απαιτεί αρετή και τόλμη. Στο ότι όλο το ομηρικό έπος είναι «αρετής έπαινος», [«Πάσα μεν η ποίησις τω Ομήρω αρετής έστιν έπαινος», (Μέγας Βασίλειος, Προς τους νέους, Υ26.)] Τέμνεται επίσης στην αναστάσιμη «ποιότητα διαθέσεως», [Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια Θεολογικά, VI κ’, ΡΟ τ. 90, στ. 1312C]. Υπ’ αυτή την έννοια είναι και δεν είναι «ο κόσμος μας».

Θα κλείσω το σημείωμά μου με την διαστολή του νεωτερικού από το ομηρικό πρότυπο: Και τα δύο είναι «ατομοκεντρικά», με την έννοια ότι ξεχωρίζουν το άτομο από την ομάδα και του δίνουν αξία. Όμως το ομηρικό άτομο είναι «πολύ πιο άτομο» από το άτομο του νεωτερικού Διαφωτισμού. Το δεύτερο είναι λιγότερο συνεκτικό από το πρώτο, πράγμα που οφείλεται, μάλλον, στην ανεπαρκή χειραφέτησή του από τον μεσαιωνικό κολεκτιβισμό.

*Πρόλογος στο βιβλίο του Πάνου Τζώνου, Η Ιλιάδα. Ο κόσμος μας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 2003.

ΠΗΓΕΣ

Αντίφωνο

Άρδην