Αρχείο ημέρας 18 Απριλίου 2018

Η προτεσταντική αντίληψη για την εργασία και ο Βέγγος

Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ· Καθηγητής Πολιτισµού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών

Να παράγετε περισσότερα! Να παράγετε ταχύτερα! Η εντολή από τον Βορρά φέρει μέσα της όλη τη βεβαιότητα του εντολέως σχετικά με το τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί προς τους οποίους απευθύνεται. Δείχνουν, πράγματι, ράθυμοι και φυγόπονοι οι Νότιοι στα μάτια εκείνων που βιάζονται πολύ να έχουν οφέλη από την εργασία τους. Αλλά τα οφέλη που θέλουν να αποκομίσουν οι Βόρειοι δεν είναι ακριβώς τα ίδια μ’ εκείνα που θέλουν οι Νότιοι. Και εκεί είναι το πρόβλημα.

Για τον Γερμανό και τον Ολλανδό το βασικό προσωπικό του επίτευγμα είναι το προϊόν της εργασίας του. Για τον άνθρωπο της Μεσογείου είναι η πράξη του. Θέλει περισσότερο να πράττει, παρά να παράγει. Θέλει να έχει την ικανοποίηση ότι είναι αυτός που ρυθμίζει τη σχέση του με την αδρανή ύλη, αντί να ικανοποιείται με το να υπακούει στην ύλη ώστε να μπορεί να τη δαμάσει στη συνέχεια.

Βαθιές διαφορές στο πνεύμα, στις στάσεις των λαών. Είναι βαθιές οι διαφορές, αλλά σήμερα που όλα θεωρείται ότι πρέπει επειγόντως να μπουν σε εύχρηστες φόρμουλες, οι διακρίσεις στα ήθη ξεχνιούνται, παραμερίζονται, εγκαταλείπονται για να ασχοληθούν μ’ αυτές οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι – όχι όμως και οι αγέρωχοι μηχανοδηγοί της Ευρώπης.

Μέσα στην πρεμούρα της αναδιοργάνωσης οι ιθύνοντες λησμονούν να αναρωτηθούν για τα μέσα τα οποία διαθέτουν. Ή μάλλον θεωρούν ότι όλα τα μέσα τους είναι μηχανικά. Να πατήσουν ένα κουμπί και αμέσως να γυρίσει ο τροχός. Να σηκώσουν τον μοχλό και να αρχίσει η πολυπόθητη ανάκαμψη. Ποιος, όμως, είναι αυτός που θα θελήσει να σηκώσει τον μοχλό; 

Η μηχανή και ο Νότιος

Οι μηχανές περιμένουν, λαδώνονται, γυαλίζονται. Εκείνο το χέρι, όμως, που θα τις έβαζε μπροστά, κι εκείνο το μυαλό που θα παρακολουθούσε τη λειτουργία τους δείχνουν μουδιασμένα. Οι άνθρωποι του Νότου στέκουν λυπημένοι και δύσπιστοι πλέον μπροστά σ’ αυτά τα κατασκευάσματα, τα οποία χρησιμοποίησαν για μερικές δεκαετίες, με μια προθυμία γεννημένη από τις προηγούμενες στερήσεις τους.

Ζήτησαν να εργαστούν σύμφωνα με τη λογική της βιομηχανικής παραγωγής, προκειμένου να εξασφαλίσουν αυτά που τους έλειπαν. Κοπίασαν, ίδρωσαν, μπήκαν σε μια ορισμένη ρουτίνα. Η αμοιβή τους ήταν: καλύτερη τροφή, καλύτερη κατοικία, καλύτερα ρούχα. Έως εκεί όμως. Δεν θα’ θελαν να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο και να ανταλλάσσουν την αφθονία των υλικών αγαθών με την όλο και μεγαλύτερη συμπίεση της ανεξαρτησίας τους.

Το να είναι δούλος ενός ωραρίου που συνεχώς επεκτείνεται, το να κυριαρχεί ο χρόνος της εργασίας πάνω σ’ ένα χρόνο που θα τον ήθελε «δικό του», αυτό ήταν μια εξέλιξη που ο Νότιος δεν την περίμενε, και τελικά με τον τρόπο του την αρνήθηκε. Φυσικά, η άρνησή του δεν ήταν απολύτως συνειδητή. Πώς θα μπορούσε από τη μια να επιθυμεί να απολαμβάνει, και από την άλλη να μη δέχεται να δουλέψει σκληρά για τις απολαύσεις του;

Η λύση την οποία εφηύρε αποτελούσε μια προσπάθεια συμβιβασμού. Ήταν σαν να έλεγε μέσα του: «Να απολαμβάνω, αλλά να μη γίνω υπηρέτης της απόλαυσής μου. Να δουλεύω, αλλά να μην ξεπατώνομαι στη δουλειά».

 Η «πανουργία της τεμπελιάς»

Για τον άτεγκτο θιασώτη της παραγωγικότητας, η στάση αυτή συνδυάζει την πονηριά, την υπεκφυγή και την φιληδονία. Πάνω απ’ όλα φανερώνει την πανουργία της τεμπελιάς. Δεν είναι όμως έτσι. Δεν είναι οκνηρία το να μη θέλει κάποιος να ενεργεί με έναν ρυθμό ο οποίος του επιβάλλεται.

Είναι, πράγματι, ζήτημα ρυθμού η απόδοση της εργασίας, αλλά ποιος από τους υπουργούς οικονομικών, τους τραπεζίτες και τους συμβούλους για την περιλάλητη ανάπτυξη σκοτίζεται γι’ αυτό; Λίγο περισσότερο, όμως, να σκεφτεί κανείς θα μπορέσει να δει τι σαλεύει κάτω από τους αριθμούς, τους δείκτες, τα μεγέθη. Θα δει ότι για κάτι άλλο πασχίζουν κυρίως οι άνθρωποι, για κάτι που δεν είναι προς αγορά ή προς πώληση, που δεν συσκευάζεται, που δεν τυποποιείται.

Φέρτε στο νου σας τις ταινίες του Ζακ Τατί. Ο ήρωας σκοντάφτει κάθε τόσο πάνω σε μια αλυσίδα συμβάντων και πραγμάτων που γυρίζει ασταμάτητα, κι εκείνος δεν καταφέρνει να βρει τον λόγο που γίνεται αυτό. Γυρίζουν τα γρανάζια του κόσμου συνεχώς, χωρίς διακοπή. Αυτό που πιο πολύ εντυπωσιάζει τον ήρωα είναι ότι οι άλλοι γύρω του βρίσκουν μια παράξενη ευχαρίστηση στο να γίνονται και οι ίδιοι γρανάζια, λες κι αυτό τους γλυτώνει από το να πρέπει να επιλέγουν και να αποφασίζουν.

Ο κύριος Υλό γίνεται, έτσι, μάρτυρας της ηθελημένης μηχανοποίησης της ζωής, πράμα ριζικά αφύσικο. Διότι μηχανή ίσον επανάληψη, ενώ ζωή ίσον εναλλαγή, εξέλιξη. Μελαγχολεί ο ήρωας απ’ αυτή την ελάττωση της ορμητικής πλαστικότητας, της ζωικής φοράς, όπως θα ‘λεγε ο Μπερξόν, απ’ αυτή την αναπηρία μες τη μονότονη δράση, την οποία ο δυτικός άνθρωπος διαλέγει ώστε να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Σε άλλα κεφάλια, όμως, μια τέτοια ησυχία δεν έχει κανένα νόημα.

 Οι ήρωες της ελληνικής κωμωδίας

Πάρτε, για παράδειγμα, την παλιά ελληνική κωμωδία. Εκεί ο ήρωας δεν στέκεται όπως ο κύριος Υλό απορημένος και θλιμμένος με όσα συμβαίνουν. Δεν είναι παρατηρητής ο ντόπιος πρωταγωνιστής. Βρίσκεται ολόκληρος μέσα στην αναστάτωση που επικρατεί. Ο ρυθμός των κινήσεων του Χατζηχρήστου ή του Βέγγου είναι ο ρυθμός του ανθρώπου που μπαινοβγαίνει στον ρου των πραγμάτων.

Τον βλέπουμε να ανασκουμπώνεται, να πατάει γκάζι στις ενέργειές του, να στριφογυρίζει σαν σβούρα και ξαφνικά η σβούρα να σταματάει. Είναι επειδή το θέλησε αυτός. Δεν ήρθε ένας απόλυτος εξαναγκασμός απ’ έξω για να τον προστάξει. Το παν λοιπόν είναι να διαφοροποιεί κανείς το τέμπο, με το οποίο πορεύεται στη ζωή.

Όταν το απαιτεί η ανάγκη να ρίχνεται στη δράση, αλλά όταν παύει η ανάγκη να μην έχει γίνει θύμα της κεκτημένης του ταχύτητας. Η παλιά ελληνική συνταγή ήταν: δουλειά κι ανάπαυλα, πορεία και στάση, στάση απαραίτητη για να θυμηθούμε τον λόγο, για τον οποίο ξεκινήσαμε την πορεία. Και ακόμη τον σκοπό για τον οποίο αγκομαχάμε.

Οι καιροί άλλαξαν βέβαια, το βλέπουμε σήμερα. Αλλά ότι πρέπει να ξέρει ένας λαός τον σκοπό για τον οποίο μοχθεί, αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Και ίσως κάποτε στις πλατείες υψωθεί το πανό με το νέο αίτημα: «ούτε παράσιτα θέλουμε να είμαστε, ούτε είλωτες».

ΠΗΓΗ

SLpress.gr

Σε σταυροδρόμι το μάθημα των Θρησκευτικών;

Του Γεωργίου Στριλιγκά  / Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων

Στην επικαιρότητα του μήνα που πέρασε, το ενδιαφέρον του θεολογικού κόσμου επικεντρώθηκε στην Απόφαση 660/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας για το μάθημα των Θρησκευτικών. Ήδη, πριν τη δημοσίευση της Απόφασης, αλλά και μετά από αυτή, εμφανίστηκε στα μέσα ενημέρωσης πληθώρα κειμένων, τα οποία υπερακόντιζαν υπέρ της «έννομης τάξης» έναντι της «χριστομαχίας», την οποία υποτίθεται ότι προωθούν πλέον τα Θρησκευτικά.

Οφείλω να αναφέρω ότι ανήκω στην πολυπληθή ομάδα των θεολόγων που εργάστηκαν για την εκπόνηση και την εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στο πλαίσιο μιας συλλογικής προσπάθειας για τη μορφωτική και παιδαγωγική αναβάθμιση του μαθήματος. Επισημαίνω το αυτονόητο ότι ο σεβασμός στην έννομη τάξη, τις δημόσιες αρχές του τόπου και τις αποφάσεις τους είναι θεμελιώδης δέσμευση για όλους μας. Από την άλλη πλευρά, είναι εύλογο να διατυπώνονται προβληματισμοί, ιδιαίτερα όταν στον διάλογο περί του πρακτέου εμφανίζονται αμφίσημες ή πολωτικές ερμηνείες.

Όπως είναι γνωστό, η συζήτηση για τα Θρησκευτικά διαρκεί πολλά χρόνια, ενώ εντάθηκε ιδιαίτερα μετά το 2008, με αφορμή τις τότε υπουργικές εγκυκλίους για τη δυνατότητα απαλλαγής των μαθητών, οι οποίες μετέτρεπαν το μάθημα σχεδόν σε προαιρετικό. Η εξέλιξη εκείνη είχε προβληματίσει σοβαρά και τις ομάδες που εκπόνησαν τα νέα Προγράμματα Σπουδών, οι οποίες ξεκίνησαν την εργασία τους το 2010, μολονότι δεν ήταν η κύρια αποστολή τους η επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος. Στην αντιμετώπισή του, πάντως, συνέβαλε η Απόφαση 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, η οποία είναι σημαντική επειδή στο σκεπτικό της αναλύονται θέματα τα οποία αφορούν ευρύτερα στο μάθημα των Θρησκευτικών. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου είναι ισόκυρες με αυτές του Συμβουλίου της Επικρατείας, πολλοί ισχυρίστηκαν ότι η προαναφερθείσα Απόφαση ρύθμιζε αποτελεσματικά και οριστικά όλα τα ζητήματα γύρω από τον σκοπό, τον χαρακτήρα και το πλαίσιο λειτουργίας των Θρησκευτικών. Έχει ενδιαφέρον ότι στο σκεπτικό εκείνης της Απόφασης, μεταξύ άλλων, αξιοποιούνται ακόμη και οι Υπουργικές Αποφάσεις για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου (2011), η Σύσταση 1720/2005 της Κοινοβουλευτικής Συνδιάσκεψης του Συμβουλίου της Ευρώπης, ακόμη και μελέτες ορισμένων εκ των δημιουργών του νέου Προγράμματος Σπουδών. Από τα πολλά που θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει, επισημαίνω την κομβικού χαρακτήρα αναφορά της Απόφασης ότι η ορθόδοξη πίστη πρέπει να διδάσκεται «προεχόντως» (αναφέρεται 5 φορές) ή «σε επαρκή βαθμό» (αναφέρεται 4 φορές) έναντι των άλλων θρησκειών. Ακόμη, ότι η θρησκευτική αγωγή στο σχολείο «επιβάλλεται να μην είναι άσχετη με την κοινωνική, την πολιτισμική και τη θρησκευτική συνείδηση του τόπου στον οποίο οι μαθητές ζουν και αναπτύσσονται». Επιπλέον, ότι «ανάγεται στο εθνικό περιθώριο εκτίμησης… εάν θα εισαγάγουν το μάθημα των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία και ποιο ειδικότερο σύστημα θα υιοθετήσουν», σύμφωνα και με προγενέστερες αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Η Απόφαση 115/2012 ορίζει το βασικό νομικό πλαίσιο λειτουργίας του μαθήματος, κατά τη γνώμη μου, χωρίς να υπεισέρχεται στα ειδικά παιδαγωγικά χαρακτηριστικά της παρεχόμενης θρησκευτικής εκπαίδευσης. Έτσι, προσδιορίζει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος και περιγράφει τη δυνατότητα των ετεροδόξων, αλλοθρήσκων και αθρήσκων να εξαιρούνται για λόγους θρησκευτικής συνείδησης.

Όταν διάβασα την πρόσφατη Απόφαση 660/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως απλός αναγνώστης των κειμένων, το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι στο εκτενές σκεπτικό της, ανεξάρτητα από το εάν έπρεπε ή όχι, αποσιωπάται απολύτως η αντίστοιχη 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων. Αίφνης, διαπίστωσα ότι το «προεχόντως» των Χανίων μετατρέπεται πλέον σε «αποκλειστικά», στην πρόσφατη Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η τελευταία ορίζει ότι η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση, δηλαδή το Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά, «έπρεπε να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές», ότι το μάθημα «απευθύνεται αποκλειστικά… στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους ή αθέους», ότι οι μαθητές ανάλογα με τη θρησκεία τους έχουν δικαίωμα «να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών)» και ότι «η διδασκαλία του μαθήματος αυτού δεν μπορεί παρά να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές». Ο όρος «αποκλειστικά» αναφέρεται στην Απόφαση πάνω από 10 φορές με το παραπάνω ή με συναφές νόημα, ενώ άλλες 10 φορές αναφέρεται ότι στο υφιστάμενο Πρόγραμμα Σπουδών η θεματολογία είναι «όχι αποκλειστικά ορθόδοξη», κοκ.

Χωρίς να διεκδικώ το νομικό αλάθητο, στο σημείο αυτό αρχίζουν οι δικοί μου προβληματισμοί. Και εξηγούμαι:

Σε γενικές γραμμές, κατηχητικό μάθημα Θρησκευτικών είναι η μορφή θρησκευτικής εκπαίδευσης η οποία απευθύνεται σε πιστούς του ίδιου δόγματος και αποβλέπει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής πίστης τους, ενώ ομολογιακό μάθημα αναγνωρίζεται η θρησκευτική εκπαίδευση η οποία επικεντρώνεται σε μια ορισμένη θρησκευτική παράδοση. Σύμφωνα με την Απόφαση 115/2012, η κατά τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 16 παρ. 2 ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών πρέπει να γίνεται «προεχόντως» κατά τη χριστιανική διδασκαλία «και αυτό υπάγεται στην διακριτική ευχέρεια των ελληνικών αρχών (περιθώριο εκτίμησης)». Επομένως, το μάθημα των Θρησκευτικών οφείλει να επικεντρώνεται στην επικρατούσα χριστιανική θρησκευτική παράδοση. Από την άλλη πλευρά η Απόφαση 660/2018 ορίζει ότι το μάθημα «απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές» και ότι «δεν εμποδίζεται η πολιτεία να περιλαμβάνει στα σχολικά προγράμματα, στο πλαίσιο άλλων μαθημάτων απευθυνομένων στο σύνολο των μαθητών, (ανεξαρτήτως δηλαδή της θρησκευτικής τους εντάξεως), και εκπαίδευση «θρησκειολογικού» χαρακτήρος με πληροφορίες και γνώσεις και για άλλες, πέραν της Ορθοδοξίας, θρησκείες και δόγματα «κατά τρόπο αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό, χωρίς να επιδιώκει κατηχητικό σκοπό» (σ.σ.: η υπογράμμιση δική μου).

Τελικά, τα διδακτικά θέματα των Θρησκευτικών οφείλουν να είναι «αμιγώς» και «αποκλειστικώς» ορθόδοξα ή ενδείκνυται και η διδασκαλία ορισμένων θρησκειολογικών και άλλων στοιχείων; Άραγε, με ποιο κριτήριο μπορεί να χαρακτηριστεί ένα διδακτικό θέμα ή υλικό ως ορθόδοξο; Με το κριτήριο της προέλευσής του ή μήπως της μαθησιακής στόχευσης, της διδακτικής χρήσης και του μαθησιακού αποτελέσματος; Μια διδασκαλία μπορεί να χρησιμοποιεί ορθόδοξα υλικά και να είναι αντορθόδοξη και αντίθετα να αξιοποιεί μη ορθόδοξα υλικά και να είναι ορθοδοξότατη. Επιπλέον, η διερεύνηση εκφάνσεων της θρησκευτικής ετερότητας είναι αποστολή άλλων μαθημάτων; Ο ορθόδοξος χριστιανός δεν πρέπει να γνωρίζει τίποτε για το θρησκευτικό περίγυρο που τον περιβάλλει; Ή μήπως πρέπει να δημιουργηθούν και «άλλα» μαθήματα που θα ασχολούνται με αυτό το πεδίο;

Η Απόφαση 660/2018 αποφαίνεται ότι «η εν λόγω απόφαση κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, την οποία, ήδη πριν από την έναρξη του σχολικού βίου διαμορφώνουν οι μαθητές αυτοί στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, είναι δε ικανή η εισαγόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση διδασκαλία ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών αυτών που δεν διαθέτουν την ωριμότητα και την κριτική αντίληψη των ενηλίκων, να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους». Άραγε, ο ψυχικός κόσμος των μαθητών, η κριτική σκέψη, τα στάδια ανάπτυξης και μαθησιακής ωρίμανσης και εν τέλει ο τρόπος ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης είναι νομικά ή παιδαγωγικά θέματα; Το νομικό πλαίσιο, ασφαλώς, είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση ορίων και κανόνων στη λειτουργία του θεσμού. Όμως, ο τρόπος οικοδόμησης της μάθησης είναι καθαρά παιδαγωγικό ζήτημα. Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι το καθόλα σεβαστό ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο δεν απέφυγε τον σκόπελο της εισπήδησης σε καθαρά παιδαγωγικά χωράφια, εντάσσοντας στο σκεπτικό της Απόφασης τετριμμένα επιχειρήματα ενίων επικριτών του νέου Προγράμματος Σπουδών, με αποτέλεσμα την πλημμελή χρήση παιδαγωγικών όρων (λ.χ. «αναστοχασμός», «διδακτέα ύλη», «διδακτικοί στόχοι», «κριτική αντίληψη», κ.ά.), την παραθεώρηση της θεωρίας γύρω από την εξέλιξη και τη διαμόρφωση των Αναλυτικών Προγραμμάτων και των Προγραμμάτων Σπουδών, την αποσπασματική προβολή ορισμένων διδακτικών θεμάτων έναντι άλλων, την ερμηνεία ορισμένων προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων αποκομμένα από το παιδαγωγικό πλαίσιό τους, την εξαγωγή παιδαγωγικών συμπερασμάτων («είναι δε ικανή…») χωρίς τεκμηρίωση με συγκεκριμένα εκπαιδευτικά στοιχεία, κ.ά. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία ζητήματα δεν είναι το μείζον στην υπόθεσή μας. Άλλωστε τα Αναλυτικά Προγράμματα και τα Προγράμματα Σπουδών έρχονται και παρέρχονται.

Από τον ορυμαγδό των ανακοινώσεων από εγνωσμένους επικριτές του Προγράμματος Σπουδών, οι οποίες ακολούθησαν την έκδοση της Απόφασης, αποκόμισα την εντύπωση ότι τους τελευταίους απασχολεί άλλο σπουδαιότερο ζήτημα. Πρόκειται για την προσδοκία ριζικής αναδιοργάνωσης του μαθήματος, με βάση την αντίληψή τους για τον σκοπό, τον χαρακτήρα και τον τρόπο οργάνωσής του. Η εντύπωση αυτή θεμελιώνεται στις σαφείς τοποθετήσεις ορισμένων πρωταγωνιστών της προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Για παράδειγμα, ήδη διαβάσαμε σε επίσημη ανακοίνωση: Η Εκκλησία «να διεκδικήσει… αυτό πού δικαιωματικά της ανήκει και πού παρανόμως και αντιδημοκρατικά της αφαιρείται, να συγγράφει ἡ ίδια μέσῳ των Συνοδικών Επιτροπών Χριστιανικής Αγωγής και Νεότητος καί Πολιτιστικής Ταυτότητος τα βιβλία θρησκευτικών που θα διδάσκονται στους Ορθόδοξους Ελληνόπαιδες». Το παζλ συμπληρώνεται από τις δηλώσεις άλλου πρωταγωνιστή της προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ο οποίος όταν ρωτήθηκε για τη θρησκευτική εκπαίδευση των μη ορθόδοξων μαθητών στο ελληνικό σχολείο απάντησε: να διδάσκονται την πίστη τους «όπως και εμείς».

Υποθέτω ότι οι παραπάνω απόψεις εντάσσονται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αντίληψης για την οργάνωση του μαθήματος, η οποία ουσιαστικά παραπέμπει στο πολυθρησκειακό μοντέλο των πολλαπλών ομολογιακών μαθημάτων, στα οποία οι θρησκευτικές κοινότητες έχουν την ευθύνη τουλάχιστον της συγγραφής των διδακτικών βιβλίων. Δεν υποτιμώ καθόλου αυτή την πρόταση, ακόμη και αν επί της ουσίας προτείνει να αντιγράψουμε για τους ορθόδοξους ό,τι ισχύει μερικά για τους μουσουλμάνους και τις λοιπές μειονότητες στη χώρα μας, το οποίο είναι άλλης τάξης ζήτημα. Δεν υπεισέρχομαι, ακόμη, στους παιδαγωγικούς προβληματισμούς που έχουν καταγραφτεί από την πολύχρονη εφαρμογή ποικίλων εκδοχών αυτού του συστήματος σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, αν και ορισμένοι προτείνουν να τις αντιγράψουμε. Προσπερνώ, επίσης, τη διαφαινόμενη καχυποψία, η οποία είναι βάναυσα προσβλητική, έναντι όλων όσοι μέχρι σήμερα έγραψαν διδακτικά βιβλία, Αναλυτικά Προγράμματα και Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά. Οι τελευταίοι δεν είναι ορθόδοξοι, δεν είναι παιδιά της Εκκλησίας;

Τελικά, αυτό είναι το βασικό πρόβλημα των Θρησκευτικών; Αυτό λείπει από το ελληνικό σχολείο στην παρούσα φάση; Αυτό χρειάζονται τα παιδιά μας; Είναι ρεαλιστικά εφαρμόσιμη λύση στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα; Είναι καιρός για τέτοιες δοκιμές; Έχουν ερωτηθεί οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί και οι δάσκαλοι; Συμφωνούν οι γονείς, ως αρμόδιοι για την επιλογή της θρησκευτικής εκπαίδευσης των παιδιών τους; Συμφωνούν οι επιστημονικές ενώσεις των θεολόγων και οι Θεολογικές Σχολές; Συμφωνεί η Διοικούσα Εκκλησία; Ας τολμήσουμε να ρωτήσουμε δειγματοληπτικά τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Ας διδαχθούμε από τα στοιχεία γύρω από τις επιστροφές των Φακέλων (βιβλίων υλικού) των Θρησκευτικών, τα οποία έχουν δημοσιευτεί και είναι ενδεικτικά των τάσεων. Παρά την τεράστια και μονομερή εκστρατεία για το θέμα, οι γονείς μαθητών που επέστρεψαν Φακέλους δεν υπερβαίνουν το 0,4 % του συνόλου των μαθητών. Είναι ένας σαφής δείκτης που φανερώνει τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο της παιδαγωγικής διαδικασίας, με την οποία οφείλει το μάθημα να διαχειρίζεται τις σύγχρονες νεανικές ανησυχίες και μαθησιακές ανάγκες.

Άραγε, ποιες θα είναι οι άμεσες επιπτώσεις στην οργάνωση του μαθήματος στο σχολείο, εάν η πολιτεία θελήσει να προχωρήσει σε τέτοιες αλλαγές; Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι επί της ουσίας θα ανατραπεί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος, ειδικά στο Δημοτικό και το Λύκειο; Οι θιασώτες αυτής της πρότασης συνήθως αποσιωπούν μια σημαντική «λεπτομέρεια». Τυχόν γενίκευση του πολυθρησκειακού μοντέλου χωριστών θρησκευτικών μαθημάτων θα έχει ως πρώτη βασική επίπτωση την επίσημη είσοδο στο ελληνικό σχολείο της ουδετερόθρησκης ηθικής, η οποία φρονώ ότι δεν θα διδάσκεται από τους υπάρχοντες θεολόγους, όπως ήδη γίνεται στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Ηρακλείου Κρήτης. Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι ύστερα από μια τέτοια εξέλιξη οι έλληνες πολίτες και μαθητές θα επιλέξουν με βάση τη θρησκευτική προέλευσή τους; Μπορούμε να αγνοήσουμε την προϊούσα εκκοσμίκευση στην ελληνική κοινωνία και κυρίως τα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά των εφήβων, οι οποίοι βιώνουν φάσεις αμφιβολίας και αμφισβήτησης; Στην ευαίσθητη σχολική ηλικία τα παιδιά έχουν αποκρυσταλλώσει τι είναι δικό τους και τι δεν είναι;

Τελικά, ποιος επιδιώκει ανατροπές στα ήδη υφιστάμενα; Κακώς πορεύτηκε το ελληνικό σχολείο μέχρι σήμερα; Μήπως και τα προγενέστερα Αναλυτικά Προγράμματα ήταν μη σύννομα; Είναι προφανές ότι εάν πάρουμε τοις μετρητοίς το «αποκλειστικά» της Απόφασης 660/2018 είναι στον αέρα τόσο τα νυν όσο και τα προηγούμενα Αναλυτικά Προγράμματα και διδακτικά βιβλία, καθώς επίσης σύμφωνα με το ίδιο κριτήριο είναι παντελώς ανεφάρμοστη η πολυδιαφημισμένη πρόταση, που υποβλήθηκε στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος το 2016, χωρίς καμία παιδαγωγική τεκμηρίωση, για εμπλουτισμό των παλιών βιβλίων με διακριτές θρησκειολογικές ενότητες σε ποσοστό 20 %.

Διερωτώμαι: Η τυχόν οργάνωση των Θρησκευτικών σύμφωνα με το πολυθρησκειακό ομολογιακό μοντέλο δεν θα εισάγει, και μάλιστα από την πόρτα, τη λεγόμενη «πολυθρησκεία» ή την «πανθρησκεία» στο ελληνικό σχολείο, την οποία τόσο έντονα στηλιτεύουν ορισμένοι πρωταγωνιστές της προσφυγής; Χρησιμοποιώ τους όρους, με το ίδιο νόημα όπως οι επικριτές των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, αποκλειστικά και μόνο για να επισημανθεί η αντίφαση. Άραγε, η Βαβέλ σχετίζεται μόνο με την ατομικιστική βίωση του συγκρητισμού ή αφορά και στις συλλογικότητες εκείνες οι οποίες προωθούν πολλαπλές «αλήθειες», ισότιμα, ταυτόχρονα και παράλληλα; Το σχολείο είναι μια κοινότητα συνεργασίας και μάθησης, που προωθεί συλλογικά τη μόρφωση και την πνευματική καλλιέργεια και δεν είναι συνομοσπονδία μαθητικών ομάδων, όπου οι μαθητές απλά συμβιώνουν μεταξύ τους χωρίς σκοπό, ανεχόμενοι αλλήλων. Δεν είναι αντιφατικό οι επικριτές να καταγγέλλουν το νέο Πρόγραμμα Σπουδών, το οποίο περιέχει ένα μικρό και παιδαγωγικά σταθμισμένο ποσοστό θρησκειολογικών στοιχείων, ως «πολυθρησκειακό» και «πανθρησκειακό», συγχέοντας την παιδαγωγική θεμελίωση και τις διδακτικές διαδικασίες με το θεολογικό περιεχόμενό του, και από την άλλη να προωθούν το πολυθρησκειακό ομολογιακό μάθημα, το οποίο εξισώνει όλες τις «ομολογίες» μεταξύ τους;

Φοβούμαι ότι τέτοιες προσεγγίσεις, όπως η τελευταία, είναι βούτυρο στο ψωμί αυτών που θα έβλεπαν με ευχαρίστηση να παραγκωνίζεται το μάθημά μας. Μια τέτοια λύση, αναμφισβήτητα, είναι βολική και για τους κρατούντες, παρά τις πρόσκαιρες επικοινωνιακές κορώνες, εφόσον τους διευκολύνει να απαλλαγούν άπαξ δια παντός από το ακανθώδες ζήτημα της ισορροπημένης παρουσίας των Θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο. Άπαγε! Προβληματίζομαι μήπως τέτοιες αναφορές προετοιμάζουν συνειδητά το έδαφος για τα χειρότερα. Εάν αληθεύει η πληροφορία ότι η Ένωση Αθέων έχει προσφύγει, επίσης, στο Συμβούλιο της Επικρατείας εναντίον του μαθήματος διεκδικώντας απαλλαγές -με το επιχείρημα ότι το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά είναι ομολογιακό και ορθόδοξο!- δεν θέλει πολλή φαντασία να υποθέσει κανείς ότι το ανώτατο δικαστήριο ενδέχεται να κατοχυρώσει στους καθόλα σεβαστούς συμπολίτες μας το δικαίωμα να διεκδικήσουν και αυτοί «το δικό τους» μάθημα, σε συνέχεια της αντίστοιχης «ομολογιακής» γραμμής, η οποία τηρήθηκε για τους επικριτές της άλλης πλευράς. Τα υπόλοιπα είναι θέμα χρόνου. Όλα κανονικά και με τον νόμο!

Στο πλαίσιο μιας τάχα «καθαρής» νομικής λύσης, θα ρισκάρουμε με οποιοδήποτε κόστος την οργάνωση μιας παιδαγωγικά υπεύθυνης και σωστά προετοιμασμένης και δομημένης θρησκευτικής εκπαίδευσης; Μέχρι σήμερα, τα Θρησκευτικά στο δημόσιο σχολείο καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των παιδιών -τα οποία βεβαίως στην πλειοψηφία τους είναι ορθόδοξα-, προσεγγίζοντας αυθεντικές παιδαγωγικές προσδοκίες και ανάγκες τους, και ταυτόχρονα παρέχουν, έστω στους λίγους, τη δυνατότητα εξαίρεσης για λόγους θρησκευτικής συνείδησης. Μάλιστα, στα πρόσφατα χρόνια μαρτυρείται μείωση του φαινομένου των απαλλαγών.

Συμπερασματικά, το μοντέλο της πολυθρησκειακής ομολογιακής εκπαίδευσης, μολονότι έχει ερείσματα στο ισχύον νομικό πλαίσιο, δεν είναι η μοναδική λύση. Αυτό δείχνει η πολύχρονη δημιουργική εμπειρία του ελληνικού σχολείου, την οποία μπορούμε να βελτιώσουμε -άλλωστε, αυτό επιδιώκουν και τα νέα Προγράμματα Σπουδών-, ενώ θα ήταν αφροσύνη εάν την ανατρέψουμε.

Παρ’ όλα αυτά, εάν αυτή είναι η επιδίωξη όλων όσοι τα τελευταία χρόνια θορυβούν τόσο έντονα γύρω από το μάθημα των Θρησκευτικών, πρέπει να το πουν με ειλικρίνεια και σαφήνεια, καθώς επίσης να αναλάβουν την ευθύνη της πρότασής τους. Αυτονόητο είναι ότι πρωταρχικά οφείλει να ξεκαθαρίσει τη θέση της η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων.

ΠΗΓΗ

Ιδιωτική Οδός