ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΗΤΙΑΝΕΛΛΗΣ. (2017). Τόποι και άνθρωποι, Αθήνα: Ωκεανίδα

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΕΝ ΠΡΩΤΟΙΣ θα ήθελα θερμά να ευχαριστήσω τον συγγραφέα για την τιμή που μου κάμει να μιλήσω ενώπιόν σας για το βιβλίο του[*]. «Δράστης», όμως, αυτής της πρόσκλησης είναι ο σεβαστός φιλόλογος καθηγητής και ιστορικός κ. Παναγιώτης Παρασκευαΐδης, ο οποίος με σύστησε στον συγγραφέα. Πέραν, όμως, αυτού του τιμητικού προς το πρόσωπό μου καλέσματος, αποδέχθηκα αυτήν την πρόσκληση και για έναν ακόμη λόγο. Το παρουσιαζόμενο εδώ απόψε βιβλίο του κ. Ζητιανέλλη, σε αρκετές σελίδες του, εν ολίγοις καταγράφει και στιγμές από την ιστορία του σχολικού κτηρίου που βρισκόμαστε, του γνωστού σ’ όλους μας Γυμνασίου Μυτιλήνης, κατά τη δεκαετία του 1950.

Δύο σύντομες διαπιστώσεις πιστεύω ότι θα μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε οικεία σχέση με τον συγγραφέα και το λογοτέχνημά του, λογοτέχνημα γνωστό μεν στο είδος του – πρόκειται για αυτοβιογραφική αφήγηση – βιωματικό πέρα για πέρα και άκρως συγκινητικό δε. Η πρώτη διαπίστωση σχετίζεται με το γεγονός της μετανάστευσης, φαινόμενο τόσο παλαιό όσο κι ο άνθρωπος. Η δεύτερη σχετίζεται με την αυτοβιογραφία ως λογοτεχνικό είδος. Ας δούμε την πρώτη. Ως φαινόμενο και ως διαδικασία η μετανάστευση σφράγισε την πατρίδα μας τον 20ο αιώνα, για να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτόν. Στην κυριολεξία συνέβαλε στη διαμόρφωση όχι μόνον της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας των μεταναστών Ελλήνων αλλά και της πολιτισμικής, πτυχή που όσοι ασχολούνται με τη μετανάστευση, πολλές φορές δεν λαμβάνουν και τόσο υπόψη. Στην προκειμένη περίπτωση οφείλουμε ιδιαίτερα να τονίσουμε τη διαγραφόμενη μεταλλαγή του μεταναστευτικού φαινομένου, στη μακρά διάρκεια του χρόνου, μιας και πάντοτε αποτελούσε και θα συνεχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των κοινωνιών και των ανθρώπων που τις απαρτίζουν. Στέκομαι για λίγο ακόμη στην πρώτη διαπίστωση επισημαίνοντας και κάτι άλλο, το οποίο έχει άμεση σχέση με το βιβλίο του κ. Ζητιανέλλη. Αν και οι διαπιστώσεις μπορεί να θεωρούνται σωστές, παραμένουν στείρες αν τις αποκόψουμε από τον ανθρώπινο παράγοντα. Όταν διαβάσετε το βιβλίο του κ. Ζητιανέλλη θα διαπιστώσετε και εσείς αυτήν τη μόνιμη πια επωδό που ακούγεται συχνά από Έλληνες που μετανάστευσαν σε κόσμους μακρινούς, σε Ανατολή και Δύση, σε Βορρά και Νότο: «όπου Έλληνας επί γης η ίδια πίκρα». Την καταγράφει άλλωστε και το τιμώμενο απόψε πρόσωπο στο βιβλίο του, ο κ. Ζητιανέλλης. Στην προσαρμογή του στη νέα πατρίδα, νεαρός στο πρώτο του Πάσχα στο Κέιπ Τάουν, τη Μητέρα Πόλη στη Νότια Αφρική, νιώθει την πίκρα της μοναξιάς. Γράφει: «Πάσχα. Το πρώτο μας στην Αφρική και το πρώτο μακριά απ’ το χωριό. Πολύ αναπάντεχα μας ήρθε. Καλά, στο μαγαζί δεν μιλούσε κανένας γι’ αυτό, αν και εγώ πήγα δυο φορές στην εκκλησία, μα ούτε οι ευωδίες της άνοιξης ούτε τα τιτιβίσματα των πουλιών, ούτε τα μύρια χρώματα στις πλαγιές και στους κάμπους, ούτε οι μυρωδάτες άχνες από τους φούρνους, κανένας προάγγελος δεν σήμανε τον ερχομό της Λαμπρής. Μόνο η κυρά Σταυρούλα σε μια από τις καθιερωμένες επισκέψεις του Σαββάτου μας ανακοίνωσε με επισημότητα: “Αύριο είναι των Βαΐων”». Επιμένω για λίγο ακόμη στην πρώτη διαπίστωση λέγοντας και ετούτο: ολάκερος ο Ελληνισμός της αποδημίας, της διασποράς, όπως αυτός αποτυπώνεται στο πρόσωπο του κ. Ζητιανέλλη, ξόδεψε τη ζωή του σε μακρινούς τόπους, ενθυμούμενος με πάθος πάντοτε τη μητρόπολη, τη μητέρα πατρίδα, το γενέθλιο τόπο. Έτσι ομόρφαιναν κι ομορφαίνουν τη ζωή τους οι Έλληνες, όπου γης.

Έρχομαι στη δεύτερη διαπίστωση και αμέσως μετά θα προσπαθήσω να σας μυήσω στη λογοτεχνική γραφή του κ. Ζητιανέλλη. Το βιβλίο του Τόποι και Άνθρωποι ανήκει σε εκείνα τα αφηγηματικά κείμενα που χαρακτηρίζονται αυτοβιογραφίες. Ο συγγραφέας γράφει την ιστορία της ζωής του ή μέρος αυτής. Και μιας και ομιλούμε για αυτοβιογραφία αξίζει να τονίσουμε το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η αυτοβιογραφία γράφεται σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο από όσα εξιστορεί. Αυτή, άλλωστε, είναι και η λογοτεχνική της αξία, η οποία προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό και, βέβαια, ένα συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης, καθώς ο αναγνώστης εκ των προτέρων γνωρίζει ποιος είναι ο αφηγητής. Για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα θα πω κι ετούτο: ο Θωμάς, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου γράφει για όλους, για όλες και για όλα. Θα ‘λεγα ότι είναι το όλον του Ελληνισμού της αποδημίας. Είναι αυτά που βλέπει, αυτά που ακούει, τα βιώματά του, οι εμπειρίες του, η οικογένειά του, οι φίλοι και οι φίλες του, η πατρίδα του και η ιστορία της. Εκπροσωπεί με άλλα λόγια κάθε Έλληνα που οδηγήθηκε κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις στη μετανάστευση. Υπ’ αυτή την έννοια, για να χρησιμοποιήσω το λόγο κι ενός φιλοσόφου, του Μάρτιν Χαϊντεγκέρ επάνω στο χρόνο του βίου μας, όπου γης, σ’ όποια πατρίδα, ο χρόνος είμαστε εμείς, συνεπώς η ιστορία του καθενός μας είναι η αυτοβιογραφική μας ιστορία.

Η διαπλοκή της αυτοβιογραφίας με τη λογοτεχνία, στο συγκεκριμένο βιβλίο του κ. Ζητιανέλλη, κυρίως μπορεί να εκληφθεί ως ένα ντοκουμέντο ή μια μαρτυρία του προσώπου που αυτοβιογραφείται. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία ενώ φέρνει στην επιφάνεια πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, τον οδηγεί συνάμα ως αφηγητή να επινοήσει ένα πλασματικό πρόσωπο για να γίνει ο διαμεσολαβητής ανάμεσα σ’ αυτόν και στον αναγνώστη· πρόκειται για τον Θωμά. Ετούτη η συνισταμένη φέρνει στο προσκήνιο ένα από τα βασικά προτερήματα του βιβλίου, την πλουσιότατη ηθογραφία των προσώπων με τα οποία έχει συναναστραφεί στη μέχρι τώρα ζωή του.  Έτσι, μέσα από τις πολλές πράξεις τους και τα σχόλια που τις συνοδεύουν, το διάλογο και τη σχέση που αναπτύσσει μαζί τους, άλλοτε με απλότητα, άλλοτε με έντονο συναισθηματισμό αλλά και αυθορμητισμό, ο κ. Ζητιανέλλης με επιτυχία καταφέρνει να καταγράψει τη ζωή του είτε στο μακρινό Κέιπ Τάουν, είτε στον γενέθλιο τόπο του. Το γεγονός αυτό γίνεται με παλινδρομικό τρόπο, από η στιγμή που θα μπει στο καράβι για να φτάσει στην Αθήνα κι από εκεί μετά από λίγες ημέρες με το αεροπλάνο στον τόπο που για χρόνια πολλά θα ριζώσει, οι σκηνές του βίου του περιγράφονται άλλοτε σε τωρινό κι άλλοτε παρελθόντα χρόνο. Εδώ, ο συναισθηματικός κόσμος είναι πλουσιότατος: ενθουσιασμός, υπερηφάνεια, φόβος, θλίψη, αγωνιστικότητα, επιθυμία, λαχτάρα, συνθέτουν το παζλ μιας προσωπικότητας, ενός Έλληνας της διασποράς, ωσάν η Ελλάδα να είναι μόνο ο καινούργιος μέγας κόσμος, που πάντα τολμούσε και θα συνεχίζει να τολμά εκείνο το αποφασιστικό βήμα: μετά την οικονομική επιτυχία και την κοινωνική αναγνώριση κάθε μετανάστη, κόμιζε και συνεχίζει να κομίζει βήμα μαρτυρίας του πολιτισμού των Ελλήνων, όπου γης. Προς αυτή την κατεύθυνση ετούτο το βιβλίο δείχνει έναν τρόπο ζωής. Ο ξεριζωμένος από το νησί του Έλληνας μετανάστης Θωμάς, στη νέα του πατρίδα, χάρη στο χαλύβδινο πείσμα του να πετύχει, τεντώνει και υψώνει ανάστημα υπεροχής: στο καθημερινό στίβο του κάματου, η γνωριμία του με πρόσωπα που συναναστρέφεται, τον Τσάρλι, τον Άλεξ, τη Βάλερι, τη Τζόι, τη Νόρμα, τον Ζακ, τον Πατρίκιο, τον Τόνι, τον Δανιήλ, άλλα πρόσωπα της δουλειάς κι άλλα του έρωτα, του ομορφαίνουν τη ζωή, αναπολώντας παράλληλα σημαντικές στιγμές από τη ζωή του στο χωριό. Σε μια από τις πολλές συζητήσεις του με τον Άλεξ του εκμυστηρεύεται ότι παραλίγο να γίνει παπάς. Γράφει με γλαφυρό, εξομολογητικό και αυθόρμητο ύφος, το οποίο μάλιστα εξασφαλίζει τη ζωντάνια της αφήγησης: «δεν εμβάθυνα ποτέ σε θεολογικά ζητήματα. Ό,τι είχα μάθει στα Θρησκευτικά, ό,τι άρπαξα από το κατηχητικό και ό,τι μου ‘μεινε από το παράδειγμα των δικών μου. Για βαθιά θεολογική συζήτηση ούτε λόγος. Ψαχνόμουν μόνος μου πολλές φορές μήπως και καταλήξω κάπου αλλά στο τέλος εγκατέλειπα την “έρευνα”. “Προτιμώ να πιστεύω παρά το αντίθετο”, εξήγησα στον Άλεξ. “Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου μακριά απ’ αυτά που έμαθα καθώς μεγάλωνα. Προτιμώ να είμαι προσκολλημένος σε μια σύνθετη και ανεξήγητη ιδέα παρά σε μια αβασάνιστη και εύκολη ελευθερία. Αισθάνομαι έτσι πιο στεριωμένος γιατί ανήκω κάπου και έχω πιο πολλές απαντήσεις σε ρωτήματα, παρά απελευθερωμένες ιδέες που δεν συνεπάγονται υποχρεώσεις – σαν φύλλο ξερό στον αγέρα που δεν ξέρεις που θα καταλήξει”». Αυτός ο ομοδιηγητικός αφηγηματικός τρόπος, ταύτιση δηλαδή του συγγραφέα – αφηγητή – πρωταγωνιστή Θωμά, παραπέμπει σε εκείνον το θρησκευτικό τρόπο ζωής των Ελλήνων μεταναστών όπου η ορθόδοξη παράδοση, ως πεποίθηση και βεβαιότητα διαφυλάσσεται ως κατόρθωμα ελευθερίας. Το αποδεικνύει, άλλωστε, ο ίδιος ο συγγραφέας όταν λέγει «προτιμώ να είμαι προσκολλημένος σε μια σύνθετη και ανεξήγητη ιδέα παρά σε μια αβασάνιστη και εύκολη ελευθερία».

Θα σας εκθέσω δύο ακόμη βασικά ζητήματα που θέτει το βιβλίο του κ. Ζητιανέλλη. Το ένα σχετίζεται με κοινωνιολογικές ιδέες, ενώ το άλλο – το άφησα τελευταίο γιατί καταπιάνεται με την ιστορία του Γυμνασίου Μυτιλήνης – έχει παιδαγωγικές διαστάσεις. «Παντού τα πάντα και χειρότερα»  είναι ο τίτλος ενός από τα μικρά κεφάλαια που απαρτίζουν το βιβλίο του κ. Ζητιανέλλη. «Ήταν παρανομία να περάσει ο μη Λευκός από μια πόρτα που πάνω είχε την ταμπέλα Μόνο για Λευκούς, ήταν έγκλημα να κολυμπά στην ίδια πισίνα ή θάλασσα με Λευκούς, ήταν έγκλημα να μην έχει ο Μαύρος ταυτότητα με τη σωστή υπογραφή, έγκλημα να μένει σε λάθος μέρος. Τελικά ήταν παράνομος και εγκληματίας γιατί ήταν Μαύρος. Με λίγα λόγια οι ιθαγενείς αντιμετωπίζονταν σαν διαφορετικά δημιουργήματα της φύσης, άνθρωποι μεν αλλά υποδεέστεροι. Κάτι μεταξύ ανθρώπου και ζώου». Όπως καταλαβαίνετε ο συγγραφέας έζησε από κοντά τις φυλετικές διακρίσεις στην αφρικανική ήπειρο, το γνωστό απαρτχάιντ, το οποίο άρχισε να εφαρμόζετε το 1948 και τερματίστηκε το 1991. Σε αρκετά σημεία του βιβλίου του ο κ. Ζητιανέλλης κάμει παρόμοιες αναφορές, για το χωρισμό σε φυλετικές κατηγορίες και οριοθετήσεις συγκεκριμένων περιοχών διαβίωσης για κάθε φυλή που ζει στο Κέιπ Τάουν, γεγονός που οδηγούσε σε βίαιες μετοικήσεις και συγκρούσεις, όπως λόγου χάριν η διαβόητη Συνοικία Έξι, εκείνο δηλαδή το «μελίσσι ανθρώπων κάθε ράτσας – εκτός των Λευκών – και κάθε ηλικίας που προπαντός τις νύχτες έκανε υπερωρίες σε κάθε λογής δραστηριότητα και ζούσε γύρω από έναν κεντρικό δρόμο που δεν περνούσε τα δύο χιλιόμετρα».

H φυγή από την πατρίδα πάντα φέρνει πόνο. Κι όταν αυτή η φυγή γίνεται σε δύσκολα χρόνια, όπως αυτά της δεκαετίας του 1950, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο. Ο μετανάστης, νεαρός στην ηλικία Θωμάς, αναζητά στηρίγματα για την απόφασή του να ξεκινήσει μια καινούργια ζωής σε τόπο μακρινό. Αυτά δεν είναι άλλα από το στενό και ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον: μάνα, πατέρας, αδέλφια, ξαδέλφια. Πέραν, όμως, αυτών στηρίγματα είναι και οι δάσκαλοι, πρόσωπα αξιοπρόσεκτα για το παιδαγωγικό ήθος τους  αλλά και για την αφοσίωση στο διδακτικό έργο τους. Ένας εξ αυτών ο γυμνασιάρχης φιλόλογος Σταύρος Παρασκευαΐδης, ο οποίος δίδασκε Όμηρο στον κ. Ζητιανέλλη. Μυθικό πνευματικό ανάστημα είχε ετούτος ο δάσκαλος, έτσι όπως τον περιγράφει ο συγγραφέας: «πολλά καθίσματα… συμμαθητών μου».

Τελειώντας, οφείλω να σημειώσω κάτι που θεωρώ άκρως σημαντικό για τον ίδιο τον συγγραφέα. Το βιβλίο του Τόποι και άνθρωποι, καθώς είναι το πρώτο, δείχνει να το χαίρεται και να το διασκεδάζει που το έγραψε. Δεν κρύβει τη χαρά του, όπως και δεν κρύβει την αποστολή, το στόχο της γραφής του: κανένας δρόμος δεν είναι εύκολα στρωτός, ή εξ ορισμού παράδεισος. Ούτε εκείνος που τον οδήγησε στην ξενιτιά, ούτε βέβαια, αυτός που τον έφερε να κινείται στα όρια της λογοτεχνίας και της αυτοβιογραφίας με επιτυχία. Συστήνω να αγοράσετε και να διαβάσετε τους πολλαπλούς τόπους που διάβηκε ο συγγραφέας συναντώντας λογής – λογής ανθρώπους. Μα ας θυμηθούμε κι αυτό – αφού νοητά μεταφερθήκαμε από τη γενέθλια γη του συγγραφέα προς την γη που τον ανέδειξε σε επιτυχημένο άνθρωπο – κατά τον Παυσανία, οι Μούσες ήταν καταρχάς τρεις, η Αοιδή, η Μελέτη και η Μνήμη. Επειδή και οι τρείς είχαν σχέση με τη μουσική και το τραγούδι, δείχνουν ότι βοηθούν τον συγγραφέα με μουσικό τρόπο να αφηγείται τη ζωή του.

[*] Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου του κ. Δ. Ζητιανέλλη στην Αίθουσα Τελετών του Πειραματικού ΓΕ. Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου (28 Ιουνίου 2017). Στην εκδήλωση ακόμη μίλησαν ο κ. Π. Παρασκευαΐδης και ο ίδιος ο συγγραφέας. Συντονιστής ήταν ο κ. Γ. Διγιδίκης, Υποδιευθυντής του Πειραματικού ΓΕ. Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΗΤΙΑΝΕΛΛΗΣ, (2017) Τόποι και άνθρωποι