Γραφή… τόσο ακριβή και ρωμαλέα…

«Οι αιώνες κύλησαν βαρυφορτωμένοι με την ιστορία των Ελλήνων, που έφτασαν κάποτε στην καρδιά της Περσίας και άπλωσαν τη γλώσσα τους και τα σπέρματά τους ως την Ινδία. Ελληνικά βασίλεια όριζαν όλη την Ανατολή. Και πάλι η ανθρώπινη μοίρα το έφερε να χάσουν τη λευτεριά τους και να υποκύψουν στους Ρωμαίους. Αλλά αιώνες παράξενης και πλούσιας ιστορικής ζωής ακολούθησαν· οι ρωμαίοι καταχτητές έχασαν κάποτε τη δύναμή τους, η ίδια η Ρώμη πατήθηκε από τους βαρβάρους, η Νέα Ρώμη χωνεύτηκε μέσα στο Βυζάντιο, αυτοί που κράτησαν το όνομά της σ’ ένα παράξενο καινούργιο εθνικό, ρωμαίοι – ρωμιοί, μιλούσαν ελληνικά και ζούσαν σ’ ένα ευρύτερο ελλαδικό χώρο και πέρα απ’ αυτόν. Άλλοι λαοί φάνηκαν από βορρά και νότο, από δύση και ανατολή. Πάλι οι ασιατικές στέπες έστειλαν προς τις ακρογιαλιές της Μεσογείου νέες φυλές. Μια απ’ αυτές κατέλυσε το κράτος του Βυζαντίου και υπόταξε όλους τους λαούς του σε μιάν εξουσία ανελέητα τυραννική. Η σκλαβιά για πρώτη φορά γινόταν έτσι αβάσταχτη και εξοντωτική, καθώς ερχόταν από ένα λαό αλλόδοξο, πρωτόγονο και με ανύπαρχτες σχεδόν πολιτιστικές καταβολές. Πώς μέσα στα ατέλειωτα χρόνια της τουρκοκρατίας επιβίωσε ο ελληνικός λαός και προπάντων πώς κατόρθωσε να κρατήσει και να καλλιεργήσει τις δυνάμεις που θα τον οδηγούσαν στο ’21 δεν είναι της ώρας αυτής να το πούμε. Μπορούμε όμως να θυμηθούμε πως από την πρώτη μέρα της σκλαβιάς ο ελληνικός λαός, τραγουδώντας τη συμφορά του, τραγουδά την ίδια ώρα και την ελπίδα του και την πίστη του πως θα ξανακερδίσει τη λευτεριά του. “Από πολλού μεν χρόνου  προ της αλώσεως της πρωτευούσης του κράτους εφέροντο χρησμοί περί της επικειμένης καταστροφής, ευθύς δ’ όμως μετά την άλωσιν εγεννήθησαν αίσιαι περί της μελλούσης του έθνους ελπίδες, και ερριζώθη η πεποίθησις παρά τω ελληνικώ λαώ ότι αφεύκτως δια της σπάθης θ’ ανακτήση την δια της σπάθης αρπασθείσαν υπό των εχθρών πατρικήν κληρονομίαν”, γράφει ο Ν. Πολίτης[*] προλογίζοντας το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς, που τελειώνει με το δίστιχο που εμψύχωνε στα μαύρα χρόνια τους ραγιάδες:

“Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,

Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά σας είναι”.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ, (1999), Ιστορία και Ποίηση, Αθήνα: Ερμής, σσ. 19-20.

[*] Εκλογαί, έκδοσις 2α, Αθήνα 1925, σ. 4.

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος»