Αρχείο μηνός Μάρτιος 2017

ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΜΕ ΕΝΑ ΡΩΜΑΛΕΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Σχολιάζει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Συχνά – πυκνά, κατά την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, από χείλη πολλών ιερέων, θεολόγων, θεοσεβούμενων και ουκ ολίγων χριστιανομαθημένων ακούγονται πολλά για τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό, ιδιαίτερα βέβαια, εκείνη τη σχέση, την ανηφορική – κατά τον Νίκο Καζαντζάκη – που διαμέσου της νηστείας και της μετάνοιας οδηγεί στην αγκαλιά του Θεού. Τα περισσότερα απ’ αυτά που ακούγονται, λυπάμαι που το καταγράφω, ουδεμία σχέση έχουν με τη θεολογική και εκκλησιαστική πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή ατόφια βγαίνει από τη βιβλική και πατερική παράδοση. Πρόκειται για εκείνον το λανθάνοντα θεολογικό και εκκλησιαστικό λόγο, τον οποίο ο αξέχαστος δάσκαλός μου στη θεολογική Σχολή ΑΠΘ Νίκος Ματσούκας, χαρακτήριζε ως τον κρότο που κάμουν όσοι επικαλούνται βιβλικά και πατερικά κείμενα· κι αυτόν τον κάμουν για να καλύψουν την αμηχανία και τις οποιεσδήποτε αγκυλώσεις τους. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.

Έναντι αυτής της θεολογικής αφασίας δημοσιεύω εδώ αυτούσιο απόσπασμα από ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του αειμνήστου δασκάλου μου. Κείμενο που έχει θεολογική και λογοτεχνική αξία. Όσοι με προσοχή το διαβάσουν, ίσως κατανοήσουν τι σημαίνει ανηφορική συνάντηση με τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Χριστό. Γράφει, λοιπόν, ο αξέχαστος δάσκαλός μου Νίκος Ματσούκας, στο βιβλίο του Γλυκόπικρες ρίζες, (1991), Θεσσαλονίκη: Βάνιας, σσ. 142-146: «Η πρώτη γνωριμία μου με τη θρησκεία ήταν ο φόβος. Θα ήμουν πέντε ή έξι χρονών, όταν πέρασα μια ολάκερη μαρτυρική εβδομάδα, έως ότου φτάσει η μέρα που θα μεταλάβαινα. Λίγο πριν απ’ τη Μεγάλη Εβδομάδα, η μητέρα μας είπε πως όλοι θα μεταλαβαίναμε τη Μεγάλη Πέμπτη. Ως τότε έπρεπε να νηστέψουμε, να μη φάμε διόλου κρέας, τυρί, γλυκά, γάλα κι ό,τι άλλο απαγορεύει η νηστεία. Την άλλη μέρα, χωρίς να σκεφτώ τι έκανα, μηχανικά κι από πείνα άνοιξα το φανάρι και πήρα μια φέτα ψωμί με τυρί, όπως το συνηθίζαμε. Αμέριμνος εκείνο το απόγευμα μασούσα το ψωμάκι μου, όταν με πρόσεξαν οι δικοί μου, αδέλφια και μάνα – δε θυμάμαι ακριβώς ποιοι ήταν – κι έμπηξαν κάτι κραυγές, που μπορούσαν να σε λαχταρίσουν μέχρι θανάτου. Άξαφνα, εκεί στην αυλή, βλέπω μπροστά μου τη μάνα απογοητευμένη και θυμωμένη, άλαλη και χτυπημένη, δείχνοντάς μου το τυρί με το δάχτυλο, κι εγώ τότε θυμήθηκα. Ένιωσα τα γόνατά μου να τσακίζονται, ενώ συνάμα κάποιου τη φωνή την έπιασα κυριολεκτικά αλαφιασμένος: “τη Μεγάλη Πέμπτη, στην εκκλησιά, ο παπάς θα σου κόψει τη γλώσσα”. Αμέσως περίλυπος παρέδωσα το υπόλοιπο ψωμοτύρι, κι άρχισα να βάζω κάποια τάξη στην μπερδεμένη πια σκέψη μου, για να δω τι είχα κάνει και τι θα πάθαινα ενδεχομένως.

Έμεινα λίγη ώρα συντριμμένος και βαθιά συλλογισμένος. Μετά πάσχιζα να βρω έναν τρόπο που θα διόρθωνε τα πράγματα. Εξέταζα όλες τις πιθανότητες. Στην αρχή πίστεψα πως ο παπάς μπορούσε να μου κόψει τη γλώσσα, αλλά οι δικοί μου δε θα τον άφηναν, δεν ήταν μπορετό να συνέβαινε ένα τέτοιο φοβερό πράγμα, κι οι δικοί μου, που με πρόσεχαν σαν τα μάτια τους μην πέσω και χτυπήσω λιγάκι, να μείνουν εντελώς αδιάφοροι ή να συμφωνήσουν. Έπειτα δεν απέκλεισα και το ενδεχόμενο οι δικοί μου να μη με πάνε στην εκκλησιά, αλλά να μ’ αφήσουν μόνο στο σπίτι. Όμως έπρεπε να μεταλάβω κι εγώ εξάπαντος. Θα με πήγαιναν λοιπόν, αλλά δε θα άφηναν τον παπά να κάνει τη φοβερή αυτή πράξη – αυτό ήταν πια σίγουρο. Άλλο ενδεχόμενο ήταν να μη βρισκόταν κανένας παπάς που θα ήθελε να κάνει αυτή την πράξη. Πολλά ενδεχόμενα, λοιπόν, αλλά και πλήθος τυραννικές αμφιβολίες. Από μερικές εμπειρίες μου, πίστευα πως η εκκλησία ήταν ένα πράγμα πέρα για πέρα διαφορετικό από ό,τι ο υπόλοιπος κόσμος. Θα μπορούσαν όλες αυτές οι υποθέσεις και τα ενδεχόμενα να μην ισχύουν στο χώρο της. Η εκκλησία για μένα ήταν πραγματικά ο οίκος του φοβερού Θεού, που περισσότερο απειλούσε τα παιδιά, παρά τους μεγάλους.

Αποτέλεσμα εικόνας για Νίκος Ματσούκας

Ένα αλάθητο ένστικτό μου έλεγε πως μια τέτοια μεγάλη συμφορά δε θα άφηνε ασυγκίνητες τη μάνα μου και την αδελφή μου, κι αποφάσισα να τις πλησιάσω, για να δω τις αντιδράσεις τους. Αλλά καθώς τριγύριζα στα πόδια τους, δεν έβλεπα να με προσέχουν ιδιαίτερα, απεναντίας μάλιστα, ήταν πολύ αδιάφορες. Μήτε λυπημένες τις έβλεπα, μήτε πως μου δείχνουν έστω και μια μικρή συμπάθεια μπορούσα να διαπιστώσω. Είπα σε μια στιγμή να τις ρωτήσω, αλλά από φόβο έβαζα φρένο σε μια τέτοια απόφαση. Προτιμούσα την αμφιβολία, παρά τη φοβερή βεβαιότητα.

Το πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης, μολονότι η κρίση μιας καλπάζουσας φοβίας είχε κορυφωθεί, αισθανόμουνα ανακούφιση. Επιτέλους θα ξεκαθαρίζονταν τα πράγματα! Έτσι, από ό,τι θυμάμαι, στην εκκλησιά μπήκα τρακαρισμένος, αλλά αποφασιστικός. Κι έπειτα, για πρώτη φορά, με κυρίεψε ένας σωτήριος και λαγαρός ορθολογισμός. Πολύ σωστά, ο παπάς θα μπορούσε να μου κόψει τη γλώσσα, αλλά πώς θα ήξερε την πράξη μου; Αδύνατο πέρα για πέρα. Απέκλεια τελείως το ενδεχόμενο οι δικοί μου να μαρτυρούσαν την αλήθεια. Πάντως, τρέμοντας ελαφρά, ζύγωσα την ωραία πύλη, έχοντας καρφωμένη τη ματιά μου σ’ έναν παπά γεροντάκι, που κρατούσε το Άγιο Ποτήρι με τρεμάμενα χέρια. Ο καημένος έσπασε τη μέση του μάλλον με κάποιον πόνο, και μου έδωσε τη μεταλαβιά με μια άπειρη θεϊκή γαλήνη. (Η μορφή του σεβάσμιου αυτού γέροντα αργότερα έγινε για μένα σύμβολο της γνήσιας θρησκευτικότητας.) Κι εγώ όμως έτρεμα, μολονότι ήμουν πια πεπεισμένος πως κανένας κίνδυνος δεν υπήρχε. Φεύγοντας απ’ την εκκλησιά, έδειχνα λυτρωμένος κι ευτυχισμένος πέρα για πέρα. (Ύστερα από χρόνια, όταν οι κατηχητές μου έλεγαν ότι ο άνθρωπος λυτρώνεται μέσα στην εκκλησία, αμφέβαλλα αν κι οι ίδιοι είχαν ζήσει ποτέ αυτό που είχα αισθανθεί τότε, βγαίνοντας απ’ την εκκλησιά βαθιά λυτρωμένος).

Όλη την υπόλοιπη μέρα στο σπίτι, το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από κείνη τη θεία κοινωνία κι απ’ την οργισμένη ματιά του Χριστού Παντοκράτορα, που τώρα, αργά – αργά έπαιρνε μια γλύκα κι ένα χαμόγελο απ’ τη γαληνεμένη εκείνη όψη του παπά, καθώς όλα αυτά τα έφερνα μπροστά μου με τη φαντασία. Δε χρειαζόμουνα πια τον ορθολογισμό για να γλυκάνω τα πράγματα. Μόνο μ’ έναν τέτοιο τρόπο μπορούσε να γλυκάνει η μορφή του Χριστού. Άλλοτε πίστευα πως ο Χριστός είναι περισσότερο θυμωμένος με τα παιδιά κι όχι με τους μεγάλους. Όμως ένα αλάθητο ένστικτο με έπειθε πως οι μεγάλοι στην εκκλησία δεν είχαν φόβο Θεού, δεν τον ένιωθαν καθόλου, ακόμη κι όσοι μας έλεγαν πως ο Θεός θα μας τιμωρούσε για κάθε παρακοή και κακή πράξη. Γι’ αυτό αργότερα, ως μαθητής γυμνασίου, που διάβαζα το Ευαγγέλιο, με συγκλόνισε βαθιά η ανακάλυψή μου πως ο Χριστός αγαπούσε μονάχα τα παιδιά, κι οι μεγάλοι όφειλαν να γίνουν κι αυτοί παιδιά, αν ήθελαν την αγάπη του Χριστού. Τούτη η ανακάλυψη δεν ήταν μικρό πράγμα, είχε συγκλονίσει για καλά μέσα μου την αυθεντία των μεγάλων. Η αρχή βέβαια έγινε με κείνη τη λυτρωτική μεταλαβιά, που με βοήθησε να αμφισβητώ τα λόγια των μεγάλων. Τελικά οι παπάδες δεν έκοβαν γλώσσες. (Αργότερα, όταν διάβαζα μεσαιωνική και βυζαντινή ιστορία, διαπίστωσα με πολύ ενδιαφέρον πως εξουσιαστές ποικίλης μορφής έκοβαν τις γλώσσες μερικών ανθρώπων, που δεν είχαν καμμιά παράβαση, μήτε ακόμη και τη δική μου)».

Υπάρχει ελληνικός πολιτισμός;

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Τι ερώτηση είναι αυτή; Μα και βέβαια υπάρχει. Είναι γύρω μας, παντού. Ένα σπίτι πας να χτίσεις και σου βγαίνει ο ελληνικός πολιτισμός, τρέχει η Αρχαιολογική Υπηρεσία και μετά περιμένεις. Ακόμη και στο μετρό μπορείς να τον δεις. Ο ελληνικός πολιτισμός είναι, πώς να το πω, ορατός διά γυμνού οφθαλμού. Περιμένεις στο κόκκινο με το αυτοκίνητο και το φρύδι του σηκώνεται στο βάθος της Πατησίων, από όπου ο Παρθενών σε κοιτάζει με όλη του τη δωρική αυστηρότητα. Τον ακούς γύρω σου παντού. Όχι μόνο στις λέξεις που προφέρει με περισσή υπερηφάνεια ο οδηγός του ταξί, αλλά και ο Γάλλος τουρίστας, και ο Άγγλος που καταπίνει «μπόμπες» στη Ζάκυνθο για να ξεχάσει τα σκοτάδια της πατρίδας του. Πώς το λέγαμε τότε, στα ηρωικά χρόνια της κρίσης; Αν μας έδιναν μια δεκάρα για κάθε δική μας λέξη που χρησιμοποιούν στη δική τους γλώσσα οι λαθρέμποροι όχι μόνον θα ξεχρεώναμε, αλλά θα μας χρωστούσαν κι από πάνω. Παρατηρώ κάμψη του πολιτισμικού μας φρονήματος, η οποία δεν ξέρω πού θα μας οδηγήσει.

Δική μας λέξη είπατε; Ναι δική μας, καταδική μας. Διότι εμείς δεν είμαστε σαν τους Γερμανούς, που φορούν πέδιλα με κάλτσες. Αν είναι ποτέ δυνατόν. Εμείς βάζουμε σαγιονάρες και πάμε ξυπόλυτοι και στην τράπεζα και στο πανεπιστήμιο. Και οι λέξεις δικές μας είναι και τις κάνουμε ό,τι θέλουμε. Τις τσαλακώνουμε, τις ξαπλώνουμε για τα περαιτέρω, τις βρωμίζουμε για να νοστιμέψουν. Στο κάτω κάτω ο Ομηρος και ο Πλάτων δεν τις απαθανάτισαν αυτές τις λέξεις; Κι αυτοί δικοί μας είναι. Τους κουβαλάμε μέσα στην ψυχή μας. Εμείς δεν χρειάζεται να βγάζουμε τα μάτια μας για να τους μελετήσουμε σαν εκείνους τους χλωμούς ξανθούς στις ομίχλες της Οξφόρδης. Εμείς τους κατέχουμε εκ γενετής. Είναι στο DNA μας. Πώς αλλιώς να το πω; Ο Έλλην γεννιέται πολιτισμένος. Στο αίμα του έχει το στίγμα του πολιτισμού που γέννησε τη Δύση.

Και μετά; Και μετά; Μετά υπάρχει και το Βυζάντιο. Εντεκα αιώνες αυτοκρατορία και καμιά εκατοπενηνταριά ονόματα αυτοκρατόρων που αν δεν τα μάθεις απέξω δεν περνάς τις εξετάσεις. Τι θα είχε απομείνει από τη Δύση χωρίς την αντίσταση που πρόβαλε η αυτοκρατορία στους Άραβες και τους Σελτζουκίδες; Εμείς τώρα αυτόν τον πολιτισμό τον τιμούμε και τον καλλιεργούμε κάθε Πάσχα, όταν εν χορώ αινούμεν τον Κύριον κουτσομπολεύοντας, βγάζοντας selfies, απολαμβάνοντας χοληστερίνη και κάνοντας κόντρες στην εθνική οδό στο σφαγείο της επιστροφής.

Όχι μόνον υπάρχει ελληνικός πολιτισμός. Ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Απόδειξη ότι στη χώρα μας λειτουργεί και υπουργείο Πολιτισμού. Είναι δυνατόν να αναρωτιέσαι αν υπάρχει ελληνικός πολιτισμός με τόσα ΔΗΠΕΘΕ και τόσα φεστιβάλ που οργανώνονται κάθε χρόνο; Μπορεί να φτωχύναμε, μπορεί να μας ταπείνωσαν, όμως τον πολιτισμό μας δεν τον ξεχνάμε με τίποτε. Η υπερήφανος Ελλάς διαπρέπει σε όλους τους τομείς του πολιτισμού της. Κυρίως δε στη ναυαρχίδα του, τις κλασικές σπουδές. Και μάλιστα επειδή κι αυτές τις έχουμε και τις κατέχουμε δεν το κάνουμε και θέμα σαν μερικούς μερικούς που διαφημίζουν τα ευρήματά τους, τις μελέτες τους, και τις νέες θεωρίες τους περί κλασικού πολιτισμού. Και μιλάνε για Σορβόννες και για Κέμπριτζ. Εμείς εδώ βγάζουμε φιλολόγους, σεμνούς εργάτες του Δημοσίου, που η μόνη τους φιλοδοξία είναι να διοριστούν. Και αν τους ξεφύγει κανείς και θέλει να κάνει κάτι παραπάνω επειδή πήρε στα σοβαρά το θέμα, τον κυνηγούν όλοι μαζί για να τον επαναφέρουν στην τάξη. Πώς το έλεγε ο Μπρεχτ; Μη σκέφτεσαι τους Φαραώ όταν βλέπεις τις πυραμίδες. Σκέψου τους εργάτες που τις έχτισαν. Κάπως έτσι, τέλος πάντων. Απόδειξη ότι σ’ εμάς εδώ, ακόμη και ο απλός μισθοσυντήρητος θεωρεί τον πολιτισμό μας δικό του, ιδιοκτησία του, είναι οι αρχαιοφύλακες. Κλείνουν και ανοίγουν τους αρχαιολογικούς χώρους κατά βούλησιν. Και άμα προκύψει, κάνουν και καμιά κατάληψη. Τι καλύτερο για έναν υπάλληλο που ταυτίζεται με το αντικείμενο της δουλειάς του, που το θεωρεί δικό του, σπίτι του, παιδί του;

Και για να σοβαρευτούμε. Ναι, υπάρχει ελληνικός πολιτισμός. Υπάρχει ο κλασικός, υπάρχει το Βυζάντιο, υπάρχει και ο σύγχρονος. Υπάρχει ελληνικός πολιτισμός. Τα ίχνη του είναι εγγεγραμμένα στο τοπίο της ζωής μας και έχει ως όχημα τη γλώσσα, τη μία από τις δύο αρχαιότερες του Δυτικού Πολιτισμού, η οποία όμως, σε διαφορά με τα εβραϊκά, δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται. Και είναι αυτός ο ορίζοντας του παρελθόντος που επέτρεψε και τη δημιουργία ενός σύγχρονου πολιτισμού. Ο Σεφέρης δεν θα είχε γράψει το «για ένα πουκάμισο αδειανό» αν δεν μιλούσε την ίδια γλώσσα με τον Ευριπίδη; Τι θα ’ταν ο Ελύτης χωρίς τον Ρωμανό και τι ο Καζαντζάκης χωρίς τον Γκρέκο; Αναφέρομαι στα δύο Νομπέλ και στον δημοφιλέστερο εκτός Ελλάδος συγγραφέα μας για να υπενθυμίσω ότι έκαναν ό,τι έκαναν όχι μόνον χωρίς υπουργείο Πολιτισμού, αλλά και χωρίς καμία κρατική βοήθεια. Έζησαν σε μια φτωχή Ελλάδα, η οποία όμως είχε τρόπο να βγάζει αξίες που ξεπερνούσαν τα σύνορά της. Η Ελλάδα του πλούτου μόνον αλαζονεία γέννησε. Και έχασε τον πολιτισμό της.

Μήπως τώρα που φτωχύναμε ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουμε ότι το όνειρο των απανταχού ελληνοπαίδων, η δημοκρατία της Μυκόνου, δεν μπορεί πλέον να αποτελεί στόχο ζωής; «Δεν θέλουμε η Ελλάδα να γίνει μουσείο και οι Έλληνες σερβιτόροι», ήταν το σύνθημα των προοδευτικών. Θα προτιμούσα πάντως να είμαι σερβιτόρος στη Σαντορίνη παρά εργάτης στη Ρουρ. Και να μην αισθάνομαι ότι έχασα τον πολιτισμό μου για να τον κερδίσουν άλλοι επειδή θα δούλευα δίπλα σ’ ένα υπέροχο μουσείο. Ναι, υπάρχει ελληνικός πολιτισμός. Αρκεί να τον βρούμε και να τον κατακτήσουμε.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Πέντε αιώνες Μεταρρύθμιση

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ

Το 2017 εορτάζονται σε όλο τον κόσμο τα 500 χρόνια από τη θυροκόλληση των 95 θέσεων του Λουθήρου στον πανεπιστημιακό ναό, που ήταν ταυτόχρονα και ναός του κάστρου της Βιτεμβέργης. Αυτή θεωρείται συμβολικά η γενέθλια πράξη του προτεσταντισμού. Στον φετινό εορτασμό μετέχουν άνθρωποι και θεσμοί κάθε πνευματικής και κοσμοθεωρητικής κατεύθυνσης, και ευλόγως αφού ο Λούθηρος και ο προτεσταντισμός διαμόρφωσαν καθοριστικά την πολιτιστική φυσιογνωμία της Ευρώπης και, σχεδόν αποκλειστικά, της Αμερικής.

Στον εορτασμό μετέχουν και χριστιανικές Εκκλησίες και οργανώσεις. Τι ακριβώς όμως τιμούν οι χριστιανοί όταν εορτάζουν ένα γεγονός που δίχασε τον δυτικό χριστιανισμό και προκάλεσε πολέμους, συγκρούσεις, αίμα και διωγμό εκατέρωθεν;

Ο Λούθηρος θυροκόλλησε τις 95 θέσεις, γραμμένες στα λατινικά, στις 31 Οκτωβρίου, την παραμονή δηλαδή της εορτής των Αγίων Πάντων, κατά το εορτολόγιο της Καθολικής Εκκλησίας, ημέρα κατά την οποία τιμάται η μνήμη όλων των αγίων των απ’ αιώνος ευαρεστησάντων, και προπαραμονή της ημέρας των κεκοιμημένων, όταν τα πλήθη των προσκυνητών συνέρρεαν στη Βιτεμβέργη, για να λάβουν συγχώρεση, δηλαδή να αγοράσουν συγχωροχάρτια, προσκυνώντας τα προσφιλή τους λείψανα. Την ίδια ακριβώς μέρα, σχεδόν πέντε αιώνες αργότερα, 31 Οκτωβρίου 2016, ο Πάπας Φραγκίσκος πήγε στη Σουηδία, όπου συνεόρτασε και συμπροσευχήθηκε με τον πάστορα Μάρτιν Γιούνγκε (Martin Junge), γενικό γραμματέα της Παγκόσμιας Λουθηρανικής Ομοσπονδίας, στον λουθηρανικό καθεδρικό ναό της Λουντ, της πόλης δηλαδή στην οποία ιδρύθηκε, το 1947, η Ομοσπονδία αυτή. Εξέδωσαν και κοινή δήλωση. Παραθέτω ορισμένα αποσπάσματά της: «Ενώ είμαστε βαθιά ευγνώμονες για τα πνευματικά και θεολογικά δώρα που λάβαμε από τη Μεταρρύθμιση, ομολογούμε επίσης και λυπούμαστε πολύ ενώπιον του Χριστού που λουθηρανοί και καθολικοί πλήγωσαν την ορατή ενότητα της Εκκλησίας. Οι θεολογικές διαφορές συνοδεύτηκαν από προκαταλήψεις και συγκρούσεις και η θρησκεία έγινε εργαλείο στην υπηρεσία πολιτικών σκοπών. Η κοινή πίστη στον Ιησού Χριστό και το βάπτισμά μας απαιτούν από εμάς καθημερινή μετάνοια, με την οποία απορρίπτουμε τις ιστορικές διαφωνίες και συγκρούσεις που εμποδίζουν το λειτούργημα της συμφιλίωσης. Ενώ το παρελθόν δεν μπορεί να αλλάξει, μπορούν ωστόσο να μεταμορφωθούν η μνήμη και ο τρόπος της μνήμης. Προσευχόμαστε για τη θεραπεία των πληγών μας και των αναμνήσεων που σκοτεινιάζουν το βλέμμα του ενός για τον άλλο. […] Απευθύνουμε έκκληση σε όλες τις λουθηρανικές και καθολικές ενορίες και κοινότητες να είναι τολμηρές και δημιουργικές, χαρούμενες και γεμάτες ελπίδα στη δέσμευσή τους να συνεχίσουν τη μεγάλη περιπέτεια που βρίσκεται ενώπιόν μας. […] Ριζωμένοι στον Χριστό και δίνοντας τη μαρτυρία γι’ αυτόν, ανανεώνουμε την αποφασιστικότητά μας να είμαστε πιστοί κήρυκες της δίχως όρια αγάπης του Θεού για όλη την ανθρωπότητα».

Η κοινή δήλωση του Προκαθημένου της Καθολικής Εκκλησίας και του γενικού γραμματέα της Παγκόσμιας Λουθηρανικής Ομοσπονδίας ορίζει ακριβώς τον λόγο, το πνεύμα και την κατεύθυνση του εορτασμού, εκ μέρους των χριστιανών, της πεντακοσιοστής επετείου της Μεταρρύθμισης. Το πνεύμα αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από εκείνο που έχει καλλιεργήσει με τα χρόνια ο οικουμενικός διάλογος, προς την κατεύθυνση της χριστιανικής συμφιλίωσης.

Για κάθε σώφρονα και καλής θελήσεως άνθρωπο το περιεχόμενο της κοινής δήλωσης αγγίζει τα όρια του αυτονόητου. Όποιος όμως γνωρίζει το μίσος και το αίμα που έχει χωρίσει τις δύο πλευρές, θα εκτιμούσε καλύτερα τη σημασία της. Στην ίδια τη Σουηδία, όπου ταξίδεψε ο Πάπας, η Μεταρρύθμιση επιβλήθηκε, με ακραία βία, από τον βασιλιά Γουσταύο Α΄ Βάσα (1495-1560), τον πατέρα του σουηδικού έθνους. Και μπορεί μεν το αίμα να έπαψε να χύνεται χάρις στην εδραίωση της πλουραλιστικής δημοκρατίας, το μίσος όμως και ο φανατισμός συνέχισαν να διαποτίζουν τις σελίδες αμέτρητων θεολογικών βιβλίων εκατέρωθεν. Στην καθολική παράδοση, την οποία γνωρίζω καλύτερα, αυτό κράτησε ουσιαστικά μέχρι τη Β΄ Βατικανή, και είναι αποπνικτικά παρόν ακόμη και σε έργα μεγάλης λογιοσύνης, όπως αίφνης του Χάινριχ Ντενίφλε (Heinrich Denifle), στις αρχές του εικοστού αιώνα. Όλα αυτά ευτυχώς πέρασαν, με εξαίρεση τις ορθόδοξες χώρες, όπου η προτεσταντική χριστιανική σκέψη και παράδοση παραμένουν εντελώς άγνωστες, ενώ η λέξη προτεστάντης είναι σχεδόν βρισιά, κάτι σαν να λες «εβραιομασόνος». Αξίζει επομένως να τονιστεί η σημασία της διοργάνωσης από το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, στα τέλη Μαρτίου, τριήμερου συνεδρίου για τα 500 χρόνια της Μεταρρύθμισης, σε συνεργασία με ξένες προτεσταντικές και καθολικές θεολογικές σχολές, υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ας μου επιτραπεί, με την ευκαιρία, να προσθέσω ότι και το τακτικό ετήσιο συνέδριο του Άρτου Ζωής θα είναι φέτος αφιερωμένο στον Λούθηρο και στη μεγάλη τομή που δημιούργησε.

Η Μεταρρύθμιση επηρέασε συνολικά τη χριστιανική συνείδηση. Από τις πολλές αλλαγές που προκάλεσε θα διάλεγα να σημειώσω εδώ, μόνο τρεις: α) Ανέδειξε τη σημασία της Βίβλου, για τη ζωή και τη σκέψη των ανθρώπων, β) πρόβαλε και τόνισε τον προσωπικό χαρακτήρα της πίστης και της σχέσης με τον Θεό, γ) αποϊεροποίησε τον εκκλησιαστικό θεσμό, τη θεσμική, ορατή Εκκλησία. Και οι τρεις, εννοείται, θετικές. Επιπλέον, έξω από τα όρια της χριστιανικής εμπειρίας, ο προτεσταντισμός έφερε οριστικά στον πνευματικό ορίζοντά μας την ίδια την ιδέα της μεταρρύθμισης, που βρίσκεται και σήμερα στο επίκεντρο των πολιτικών συζητήσεων, όχι ως εκδοχή ενός κυνικού πραγματισμού, που αλλάζει λίγο την επιφάνεια των πραγμάτων, για να μένουν όλα ίδια τελικά, αλλά ως μια διηνεκή διαδικασία μετασχηματισμού, που προϋποθέτει την πεποίθηση ότι στη ζωή και στα έργα των ανθρώπων δεν υπάρχει τίποτε αμετάβλητα ιερό.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Χριστιανική πίστη – αθεΐα – επιστήμη κατά τον F. Braudel

«Εμπρός σ’ αυτή τη βαθιά θρησκευτική ταπεινοφροσύνη, η Δύση δίνει την εντύπωση ότι έχει ξεχάσει τις χριστιανικές καταβολές της. Αυτό όμως αντί να το αποδίδουμε σε ένα υποτιθέμενο ρήγμα, που δήθεν δημιούργησε ο ορθολογισμός ανάμεσα στη θρησκεία και την πνευματική εξέλιξη, θα είμαστε οπωσδήποτε πιο κοντά στην πραγματικότητα αν το δούμε ως συνύπαρξη επιστήμης και θρησκείας μέσα σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία ή, ακόμη καλύτερα ως πολλαπλούς διαλόγους ανάμεσα στις δύο, άλλους δραματικούς κι άλλους γεμάτους εμπιστοσύνη, που δεν διακόπηκαν ποτέ, παρά τα φαινόμενα. Είναι βέβαιο πως ο χριστιανισμός αποτελεί θεμελιώδη πραγματικότητα της δυτικής ζωής, η οποία σημαδεύει, χωρίς πάντα να το ξέρουν ή να το αναγνωρίζουν, ακόμη και τους άθεους. Οι ηθικοί κανόνες, η στάση εμπρός στη ζωή και το θάνατο, η αντίληψη της εργασίας, η αξία της προσπάθειας, ο ρόλος της γυναίκας και του παιδιού, όλα αυτά είναι συμπεριφορές που φαίνεται να μην έχουν πια καμία σχέση με το χριστιανικό αίσθημα, κι όμως όλα από αυτό απορρέουν. 

 […] Ο δυτικός χριστιανισμός υπήρξε και εξακολουθεί να είναι η κύρια συνιστώσα της ευρωπαϊκής σκέψης, ακόμη και της ορθολογιστικής, που διαμορφώθηκε για να τον αντιπαλέψει, χωρίς όμως να έχει άλλη αφετηρία από τον ίδιο. Σ’ όλη την ιστορία της Δύσης, ο χριστιανισμός βρίσκεται στην καρδιά αυτού του πολιτισμού, τον οποίο ζωογονεί ακόμη και όταν αφήνεται να παρασυρθεί ή να αλλοιωθεί από αυτόν, και τον οποίο αγκαλιάζει ακόμη κι όταν εκείνος πασχίζει να του ξεφύγει. Γιατί όταν στρέφεις τη σκέψη ενάντια σε κάποιον, εξακολουθείς να βρίσκεσαι στη δική του τροχιά. Ο Ευρωπαίος, ακόμη και άθεος, δεν παύει να είναι δέσμιος μιας ηθικής, δέσμιος διαφόρων ψυχικών επιταγών που ορίζουν τη συμπεριφορά του, και είναι βαθιά ριζωμένες στη χριστιανική παράδοση».

F. BRAUDEL, (2009), Γραμματική των Πολιτισμών, μτφρ. Α. Αλεξάκη Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 78, 457-458.

Αποτέλεσμα εικόνας

ΣΧΟΛΙΟ: Ιδιαίτερα γνωστός στο χώρο της παγκόσμιας ακαδημαϊκής κοινότητας είναι ο κορυφαίος Γάλλος ιστορικός F. Braudel. Η Γραμματική των Πολιτισμών, μαζί με την τρίτομη Μεσόγειο είναι από τα σπουδαιότερα βιβλία που κυκλοφόρησαν στον 20ό αιώνα, και στην Ελλάδα. Την Γραμματική των Πολιτισμών, ο F. Braudel, πάσχιζε να την εισαγάγει ως βιβλίο Ιστορίας στη Μέση Εκπαίδευση της Γαλλίας, στοχεύοντας όπως πίστευε, οι νέοι Γάλλοι, πριν τελειώσουν το σχολειό τους, να είναι σε θέση, όταν διαβάζουν μια εφημερίδα να καταλαβαίνουν τι λέει. Δεν είχε άδικο. Τα παραπάνω δύο σύντομα αποσπάσματα νομίζω ότι δίνουν το έναυσμα για μια ζωηρή συζήτηση γύρω από ζητήματα που σχετίζονται με τη σχέση της πίστης με την επιστήμη και την αθεΐα, ιδιαίτερα σήμερα, όπου σε Ευρώπη και Αμερική γιγαντώνεται όλο και περισσότερο το ρεύμα του μαχητικού αθεϊσμού. Ενδεικτικά φέρνω δύο παραδείγματα, για την μεν Ευρώπη τον Μ. Onfray και για τη δε Αμερική του R. Dawkins, γνωστοί και δύο για τη σταυροφορία που έχουν ξεκινήσει, κυρίως ενάντια στον Χριστιανισμό. Παρότι οι απόψεις των δύο αυτών συγγραφέων φαίνεται να αποτελούν βεβηλώσεις της χριστιανικής πίστης, νομίζω ότι ο F. Braudel, με τα γραφόμενά του τους ξεπερνά. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως η σύγχρονη αθεΐα δεν αφορά τη Ορθόδοξη Θεολογία. Ίσως ήρθε πια η στιγμή η ορθόδοξη χριστιανική πνευματικότητα να διαλεχθεί με αυτή. Δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Απεναντίας, έχω τη γνώμη ότι θα αποκαλύψει πολλά κενά του αθεϊστικού τοπίου.