Αρχείο ημέρας 10 Ιανουαρίου 2017

Ο χιονιάς της ψυχής μας

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Στη μνήμη του παπα-Στρατή Δήμου

Συμβαίνει συχνά, σε ημέρες γιορτινές και μη, όπως αυτές που τα τελευταία εικοσιτετράωρα ζούμε, θρησκευόμενοι και μη θρησκευόμενοι, θρησκόληπτοι, αλληλέγγυοι, κοινωνιστές, θιασώτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολιτικοί, πολιτικάντηδες, υπεύθυνοι των κοινών (δηλαδή δήμαρχοι, περιφερειάρχες, βουλευτές), εκπρόσωποι της Εκκλησίας, κ.ά., όταν τα πράγματα με τη φύση δυσκολεύουν, προς τους κατατρεγμένους ο καθένας να δείχνει το «φιλάνθρωπο προσωπείο του», έτσι «για τα μάτια του κόσμου», όπως σοφά λέγει ο λαός μας. Κι όταν τα δύσκολα περάσουν, όλοι ξανά θα κλειστούν και θα περιχαρακωθούν γύρω από τον εαυτούλη τους.

Γράφω ετούτες τις σκέψεις ορμώμενος από την τραγικότητα των εικόνων προσφύγων και μεταναστών, στα δήθεν «κέντρα φιλοξενίας» εδώ στη Μυτιλήνη: άνθρωποι ΠΡΟΣΩΠΑ κάθε ηλικίας, εκτεθειμένοι σε ακραίες καιρικές συνθήκες – για την επέλαση του χιονιά οι ειδικοί ημέρες τώρα έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου – να μας κοιτούν κατάματα ζητώντας λύτρωση από το φονικό κρύο. Και τα ΜΜΕ, ηλεκτρονικά και έντυπα, το καθένα για τους δικούς του λόγους τηλεθέασης και ανάγνωσης να παίζει το «δικό του παιχνίδι». Στις πλάτες ποιών, με τον πόνο ποιών; Μα φυσικά των πονεμένων και κατατρεγμένων προσφύγων και μεταναστών.

Αποτέλεσμα εικόνας για πρόσφυγες στη Μόρια στα χιόνια

Φίλος καλός μού έθεσε τα παρακάτω ερωτήματα, καίρια κατ’ εμέ:  σ’ αυτό το πρόβλημα δεν θα ‘πρεπε να πρωτοστατεί η Εκκλησία; Δεν θα ‘πρεπε πρώτη αυτή να αδράξει την ευκαιρία, να ανοίξει τους ναούς και τα πνευματικά της κέντρα για να φιλοξενήσει τους ανθρώπους ΠΡΟΣΩΠΑ, πρόσφυγες και μετανάστες; Που είναι οι σύγχρονες Βασιλειάδες; Πριν λίγα χρόνια αγαπητός συνάδελφος, ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είχε εκδώσει δύο σημαντικά βιβλία, άκρως διδακτικά. Το πρώτο με τίτλο: Ο Θεός μου ο αλλοδαπός. Κείμενα για μιαν αλήθεια που είναι του δρόμου, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2002, είναι μια κραυγή αγωνίας στην προσπάθεια του συγγραφέα να αφυπνίσει την υπνώτουσα χριστιανική ταυτότητά μας. Το δεύτερο, με τίτλο: Κοινωνική δικαιοσύνη και ορθόδοξη θεολογία. Μια προκήρυξη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2001, με αιχμηρό και κοφτερό λόγο διατυπώνει την εξής βασική συνιστώσα: «μέσα στην πολύμορφη ιστορική όδευση, η Εκκλησία οφείλει να κρατά ενεργές το όραμά της και να κομίζει μια σύστοιχη πρόταση ζωής. Όποτε λησμονεί ή απεμπολεί το ίδιο της το όραμα, γίνεται τύραννος του ανθρώπου, φυλακή του Θεού και προδότης του εαυτού της. Αντίθετα, όποτε τάσσεται στο πλευρό των θυμάτων και μπολιάζει την ιστορία με δικαιοσύνη, αλληλεγγύη κι ελευθερία, προξενεί ρωγμές στις ταφόπλακες της κοινωνίας για να περάσει στο σήμερα το φως των Εσχάτων».

Για να μην θεωρηθώ ότι από τις ευθύνες έναντι συνανθρώπων μας βγάζω εκτός τον εαυτό μου ομολογώ κι ετούτο: πόσοι άραγε από εμάς που καταγινόμαστε με θεολογικά κείμενα αναρωτηθήκαμε ποτέ ότι ο «άλλος», ο πολιτισμικά και θρησκευτικά διαφορετικός, ο ξένος, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής, ακόμη κι ο εχθρός τοποθετείται πάντα ως «πλησίον»; Αυτό το διαπιστωτικό ερώτημα, βγαλμένο μέσα από τα σπλάχνα της βιβλικής και πατερικής γραπτής παράδοσης, αν ποτέ κανείς το αφουγκραστεί και το διαβάσει σωστά, θα διαπιστώσει ότι ο φόβος του «ξένου», η «ξενοφοβία» – ας θυμηθούμε εδώ το λίαν πρόσφατο γεγονός της άρνησης στα μικρά προσφυγόπουλα του δικαιώματος να φοιτήσουν σε σχολείο – εξακολουθεί να είναι μια ασαφής συναισθηματική κατάσταση. Συνεπώς, οι οποιεσδήποτε αντιδράσεις έναντι του προσφυγικού ζητήματος, πέραν ότι γεννούν πολυειδείς ρατσισμούς, εμπεριέχουν και συγκεκριμένες προκαταλήψεις. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν είναι λίγοι εκείνοι που στο όνομα της εθνοφοβίας και του εθνοφυλετισμού κατασκευάζουν το φαντασιακό πλαίσιο ότι «άλλος» δεν γίνεται και δεν μπορεί να υπάρξει.

Ξεδιπλώνοντας, λοιπόν, τις παραπάνω σκέψεις μου για το χιονιά της ψυχής μας έναντι των προσφύγων και μεταναστών, και επισημαίνοντας ότι εκείνο που τελικά συγκροτεί την ανθρώπινη και εκκλησιαστική μας ταυτότητα είναι ατόφια η φιλανθρωπία που βλέπει τον «άλλο» ως συνοδοιπόρο κι όχι ως απειλή, θεωρώ επιβεβλημένο να θυμίσω  αυτά που έλεγε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. Πρόκειται για ένα κείμενο που δένει απόλυτα με τις εικόνες που όλοι είδαμε ετούτες τις ημέρες του χιονιά: «ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε γύρω μας να αφθονούν οι γυμνοί και οι άστεγοι. Είναι πάμπολλοι οι πρόσφυγες που χτυπούν τις πόρτες μας. Πάμπολλοι είναι οι ξένοι και οι μετανάστες. Όπου κι αν κοιτάξεις, θα δεις χέρια απλωμένα σε ζητιανιά. Για σπίτι έχουν το ύπαιθρο. Κατάλυμα βρίσκουν στις στοές, τις παρόδους και τα ερημικότερα σημεία της αγοράς. Φωλιάζουν σε τρύπες όπως οι νυχτοκόρακες και οι κουκουβάγιες. Το ρούχο τους είναι διάτρητα κουρέλια. Για χωράφι έχουν τη διάθεση όσων δίνουν ελεημοσύνη. Για τροφή, ότι τύχει. Πίνουν νερό από τις κρήνες όπως τα ζώα, και για ποτήρια έχουν τις χούφτες τους. Για αποθήκη έχουν την κοιλιά τους, όσο μπορεί αυτή να συγκρατήσει ότι μπαίνει μέσα. Τραπέζι τους είναι τα γόνατά τους διπλωμένα. Κρεβάτι, το έδαφος. Μπάνιο, κάποιος ποταμός ή λίμνη, όπως τα έχει προσφέρει ακατέργαστα και κοινά σε όλους ο Θεός. Η ζωή τους είναι πλέον γεμάτη μετακινήσεις και αγριάδα, όμως δεν ήταν έτσι εξαρχής. Ας όψονται η συμφορά και η ανάγκη».