Αρχείο ημέρας 3 Οκτωβρίου 2016

Επικίνδυνα Θρησκευτικά; Η «στροφή» του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμουκαι η σύμπλευσή του με τους ακραίους Ιεράρχες και την υπερσυντηρητική Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗ / Δρ. Θεολογίας / Διευθυντή της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου
«Εγώ με μια λέξη θα έλεγα σήμερα, επειδή διάβασα τα καινούργια προγράμματα [για το Μάθημα των Θρησκευτικών] και τα είδα, πως είναι απαράδεκτα. Είναι επικίνδυνα. Είναι πράγματα που δεν θα αποδώσουν καρπούς αλλά μεγάλη ζημιά στην Παιδεία γενικότερα, στην κοινωνία μας και ρήξη στις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία», δήλωσε πρόσφατα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, περιστοιχιζόμενος από μέλη της αρτηριοσκληρωτικής Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (την οποία ο ίδιος φρόντιζε μέχρι πρότινος να κρατά σε απόσταση ασφαλείας, εγκαλώντας τους θεολόγους-εκπροσώπους της για τις παρωχημένες ιδέες τους).

Ώστε λοιπόν δεν αποτελούν κίνδυνο (και όνειδος) για την Εκκλησία ο αντισημιτισμός του Μητροπολίτη Πειραιώς ή η απροκάλυπτη εξύμνηση των πρωτεργατών της στρατιωτικής δικατορίας και της εγκληματικής οργάνωσης της «Χρυσής Αυγής», καθώς και τα κηρύγματα μνησικακίας και οι κατάρες που εξαπολύει προς κάθε κατεύθυνση και με κάθε ευκαιρία ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων. Κίνδυνο για την ηγεσία της θεσμικής Εκκλησίας (και τις σχέσεις της με το κράτος…) αποτελούν οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί και τα νέα Προγράμματα για το ΜτΘ!Δεν φαίνεται όμως να απασχολεί την ηγεσία της θεσμικής Εκκλησίας η όλο και μεγαλύτερη αποξένωσή της από την κοινωνία, από τους μορφωμένους και σκεπτόμενους πολίτες και τους νέους, των οποίων εξάλλου δεν μίλησε ποτέ τη γλώσσα ούτε έκανε κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια για να τους προσεγγίσει.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στη συνέχεια

ΤΟ ΝΕΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΟΙ ΤΟΥ

Του Παναγιώτη Υφαντή / Αναπληρωτή Καθηγητή Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Θεμελιώδης στόχευση του Προγράμματος Σπουδών του Μαθήματος των Θρησκευτικών (ΜτΘ) προκειμένου να ανταποκριθεί στις εκπαιδευτικές απαιτήσεις του Νέου Σχολείου καθώς και στα τρέχοντα κοινωνικά δεδομένα στον ελλαδικό χώρο είναι η προσφορά ενός μαθήματος παιδείας, υποχρεωτικού και χρήσιμου για όλους τους μαθητές. Η παραπάνω στόχευση υπαγόρευσε τις εξής δεσμεύσεις που διαμορφώνουν τη θεολογική φυσιογνωμία του μαθήματος και τη λειτουργικότητά του στη διδακτική διαδικασία.

Η υπέρβαση της μονοφωνικής ομολογιακότητας που μέχρι τώρα περιόριζε το εύρος του περιεχομένου και την απήχηση του ΜτΘ κυρίως ή αποκλειστικά στους ορθοδόξους μαθητές.

Η μελέτη της Ορθόδοξης Παράδοσης και το ταυτόχρονο άνοιγμα στην προσέγγιση και άλλων θρησκειών.

Η οργάνωση, διάρθρωση και ανάπτυξη του υλικού του ΜτΘ με άξονα και επίκεντρο τους μαθητές ανεξαρτήτως πολιτισμικής καταγωγής, εθνικής ταυτότητας και κυρίως θρησκευτικής δέσμευσης.

Η ισόρροπη καλλιέργεια του διαλόγου και του κριτικού αναστοχασμού πάνω στις ποικίλες θεμελιώδεις προτάσεις και τις νοηματοδοτήσεις της ζωής που προτείνουν οι μείζονες θρησκευτικές παραδόσεις.

Η αντιμετώπιση των μαθητών όχι ως «αυριανών πολιτών» αλλά ως θρησκευτικά εγγράμματων και «δρώντων κοινωνικών προσώπων», εφόσον η θρησκεία κατανοείται και μελετάται ως διαχρονική πηγή έμπνευσης πολιτισμικών κατορθωμάτων και άντλησης νοήματος, ως συνεκτικός ιστός κοινωνικών συσσωματώσεων αλλά και αφορμή κοινωνικών εντάσεων.

Αναδιαμόρφωση του λόγου και του ρόλου των διδασκόντων, οι αυτοί δεν είναι πλέον καταδικασμένοι να μεταδίδουν πληροφορίες και γνώσεις απέναντι σε παθητικούς δέκτες αλλά καλούνται να εμψυχώνουν και να συνεργάζονται με τους μαθητές, εφαρμόζοντας καινοτόμες μεθόδους και ενορχηστρώνοντας μαζί με αυτούς τη διαδικασία και το περιεχόμενο του μαθήματος.

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου εναντίον του Προγράμματος πυροδότησαν μια μάλλον όψιμη (εφόσον το νέο Πρόγραμμα ήδη εφαρμόζεται δια νόμου σε όλα τα σχολεία της χώρας) αντιπαράθεση γύρω από τον χαρακτήρα και την αποστολή του Μαθήματος. Μια μερίδα των διαφωνούντων –κυρίως από τον χώρο της ιεραρχίας- επιμένουν στον κατηχητικό και ομολογιακό χαρακτήρα του Μαθήματος, αγνοώντας ότι ο θεολόγος καθηγητής δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί την τάξη ως ιεραποστολικό προορισμό ούτε βέβαια να αναπληρώνει το διδασκαλικό και κατηχητικό χρέος της θεσμικής Εκκλησίας απέναντι στους πιστούς. Από την πλευρά τους, αρκετοί θεολόγοι από υπερβάλλοντα ζήλο «αλλ’ ου κατ’ επίγνωσιν» ταυτίζουν το μάθημα με την ομολογία πίστης, ξεχνώντας μεταξύ άλλων πως η πίστη τουλάχιστον στον χώρο του σχολείου, δεν είναι επαγγελματικά εκμεταλλεύσιμη, κατά το βιβλικό «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». Άλλοι πάλι θέλουν να παρουσιάσουν το Πρόγραμμα ως ιδεολογικό προϊόν ενός αριστερής έμπνευσης εκπαιδευτικού προγράμματος προκαλώντας τεχνητές εντάσεις προφανώς για ιδιοτελείς λόγους καλυμμένους πίσω από μια κινδυνολογική ρητορεία περί «αφελληνισμού», «θρησκευτικού αποχρωματισμού» των παιδιών και άλλα ηχηρά παρόμοια. Γι’ αυτό και αποσιωπούν ότι το Πρόγραμμα είχε αμιγώς ξεκίνησε επί Υπουργίας Διαμαντοπούλου (ΠΑΣΟΚ), πέρασε σε ΦΕΚ επί Υπουργίας Αρβανιτόπουλου (ΝΔ) και αποφασίστηκε να εφαρμοστεί επί Υπουργίας Φίλη (ΣΥΡΙΖΑ), ο οποίος αναγνώρισε, όπως και οι προκάτοχοί του, την ανταποκρισιμότητα του Προγράμματος στις επιταγές του σύγχρονου σχολείου. Τέλος, υπάρχουν ορισμένοι καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης, οι οποίοι, έχοντας συνηθίσει στη χρήση ενός διδακτικού εγχειριδίου, απλώς αρνούνται να ξεβολευτούν αγνοώντας πεισματικά τις απέραντες δυνατότητες που τους προσφέρει το νέο Πρόγραμμα να προσαρμόσουν τον διδακτικό χειρισμό κάθε ενότητας και επιμέρους θέματος στην ζωντανή και πάντα μεταβλητή πραγματικότητα κάθε τάξης.

ΠΗΓΕΣ

εφ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης

Τα μυαλά είναι σαν τα αλεξίπτωτα: για να λειτουργήσουν πρέπει να είναι ανοικτά.

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ / Δρ. Θεολογίας / Θεολόγου Καθηγητή στο ΠΓΕΣΣ

Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε μια αντιπαράθεση ομάδων και προσώπων, μια σύγκρουση ιδεών αλλά και φυσικών οντοτήτων με κέντρο το θέμα διαχείρισης των προσφύγων. Σύλλογοι γονέων, όπως του Ωραιόκαστρου και της Φιλιππιάδας, υιοθετούν εθνικιστικές θέσεις που κινούνται στις παρυφές ακροδεξιάς απόχρωσης κομματικών τοποθετήσεων. Στο πλευρό τους και τοπικοί άρχοντες, πολιτικοί και θρησκευτικοί, αλλά   και «αγανακτισμένοι πολίτες» που καίνε hot spot στο όνομα της εθνικής μας ταυτότητας.

Από την άλλη πλευρά πιο ψύχραιμες φωνές επικαλούνται το φιλάνθρωπο και φιλάδελφο χαρακτήρα του Χριστιανισμού, κύριο συστατικό της εθνικής μας ταυτότητας, για τη φιλοξενία των εμπερίστατων συνανθρώπων μας. Και φυσικά θα ταχθούμε με αυτές, όπως του Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιγνάτιου, βασιζόμενοι όχι μόνο στη ρήση του Αποστόλου Παύλου στην επιστολή του προς Κολοσσαείς (3,11) : «Εδώ δεν υπάρχει πια Έλληνας και Ιουδαίος, περιτμημένος και απερίτμητος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος ή ελεύθερος, αλλά τα πάντα και μέσα σε όλους τα αναπληρώνει ο Χριστός.» αλλά και ενθυμούμενοι τη στάση της Συρίας προς τους χριστιανούς πρόσφυγες το 1922 καθώς και αναγνωρίζοντας τις συνέπειες από τη συμμετοχή μας με στρατεύματα στο μακρινό Αφγανιστάν στηρίζοντας τις Νατοϊκές επιλογές.

Ο κος Ιγνάτιος επεσήμανε ότι «χάσαμε την «κοινότητα». Είναι αυτό που έχει χάσει και η Εκκλησία πολλές φορές. Εκκλησία είναι η πρόσκληση γύρω από ένα τραπέζι να φάμε μαζί. Είναι ο Χριστός στην Αγία Τράπεζα. Παίρνω ένα ψίχουλο και μία σταγόνα, όχι για να ζήσω αλλά για να είμαι με τον Θεό. Η Εκκλησία ήταν αγάπη γύρω από μία τράπεζα, που γινόταν αγάπη σε ένα τραπέζι. Δεν γίνεται όταν κοινωνώ από ένα ποτήρι, να μην έχεις να φας εσύ και εγώ να τρώω. Στην κοινωνία γίνομαι ένα με τον συνάνθρωπό μου, που κοινωνούμε μαζί. Δεν γίνεται να είσαι ξένος και να παραμένεις ξένος για μένα. Στις μικρές εκκλησιαστικές κοινότητες, η μικρή ενορία, που συγκροτείται από τους ανθρώπους που έχουν συνείδηση, αναπληρώνει το κενό της κοινωνίας μας. Αν έχουμε χάσει την κοινωνία μεταξύ μας, ο ατομισμός κυριαρχεί και η μοναξιά οδηγεί στην κατάθλιψη».

Από την άλλη πλευρά ο κ. Άνθιμος δηλώνει: «Είμαι αντίθετος στη φιλοξενία των διαφόρων μεταναστών. Μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, για πλείστους όσους λόγους, εγώ προσωπικά σαν επίσκοπος και εκπρόσωπος τη τοπικής εκκλησίας που έχει ιστορία 2.000 χρόνων, δεν θα ήθελα να εγκατασταθούν, διότι δεν ξέρουμε τι ακριβώς στη συνέχεια θα επακολουθήσει». Εκτός από τη ξενοφοβία ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης εκφράζει και έντονα αντιχριστιανικά θέσεις αφού αντιπαλεύει το παραπάνω Παύλειο εδάφιο αλλά και αρνείται την πίστη «θα χτίσω την εκκλησία μου και οι πύλες του Άδη δε θα μπορέσουν να την κατανικήσουν» (Ματθ 16,18) στερώντας μας από την ευχαριστιακή και εσχατολογική θετικότητα.

Ο Έλληνας σήμερα ζει μεταξύ κλειστότητας του παρελθόντος και ανοικτότητας του παρόντος και πιθανόν του μέλλοντος. Εγκλωβισμένος σε παλιές τακτικές ενός κλειστού πολιτισμικού περιβάλλοντος όπως ήταν οι αγροτικές κοινότητες του περασμένου αιώνα όπου ξένος ήταν ακόμη και ο κάτοικος του διπλανού χωριού, τρέχει ασθμαίνοντας να προλάβει τις κοινωνικές εξελίξεις που πραγματοποιούνται στο παγκόσμιο γίγνεσθαι όπου μέσω του διαδικτύου, πλησίον έχει γίνει κάθε κάτοικος του πλανήτη μας.

Και καθώς λέει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (22,37-40), υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα της συνύπαρξης: «Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: Θ” αγαπήσεις τον Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου. Αυτή είναι η πρώτη και μεγαλύτερη εντολή. Και δεύτερη, όμοια μ” αυτή, είναι: Θ” αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ” αυτές τις δύο εντολές στηρίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες».

Στο ερώτημα πως θα επιτύχουμε τη μετάβαση στην ανοικτότητα και θα καταστήσουμε την κοινωνία μας μέτοχη στα πλανητικά πολιτισμικά δρώμενα, η απάντηση είναι μία : γνώση. Η γνώση και η εργαλειακή της χρήση, η σοφία, προσφέρεται σήμερα στα δημόσια σχολεία κι όχι στην τηλεόραση ή στο internet. Το παρεχόμενο αγαθό της εκπαίδευσης οφείλει να βασίζεται και παράλληλα να αναπτύσσει την κριτική και δημιουργική σκέψη των μαθητών και μαθητριών ώστε να επεξεργάζονται το πλήθος των πληροφοριών που μπορούν να φτάνουν ως αυτούς. Και μιας και ένα από τα στοιχεία διαμόρφωσης της πολιτισμικής και εθνοτικής ταυτότητας είναι η θρησκεία, το μάθημα των θρησκευτικών θα έπρεπε να έχει κύριο ρόλο στην ανάπτυξη του συναισθηματικού και λογικού κόσμου των παιδιών μας.

Ένα σύγχρονο σχολείο που ανταποκρίνεται στις παιδαγωγικές απαιτήσεις της κοινωνίας δεν μπορεί να εγκλωβίζεται σε μονολιθικές τάσεις και κατηχητικές πρακτικές, συγχέοντας τους ρόλους της εκκλησίας και του κράτους. Η παρεχόμενη Θρησκειακή Αγωγή στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οφείλει να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και να μη διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό αλλά να προάγει την ενότητα και την ομόνοια των πολιτών βασιζόμενη στην αρχή της ανεκτικότητας και το σεβασμό της ετερότητας κάτι που θα επιτυγχάνεται με τη διαθρησκειακή προσέγγιση των επιμέρους ζητημάτων και αξιών.

Το Μάθημα των Θρησκευτικών που περιγράφουμε και παράγεται με τα Νέα Προγράμματα Σπουδών, προάγει την ενότητα και όχι το διαχωρισμό. Μέσα από το θρησκειακό εγγραμματισμό καθιστούμε τη Θρησκειακή Αγωγή αναγκαία προϋπόθεση της εκπαιδευτικής διαδικασίας που καταδεικνύει το σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο όχι ως παράγοντα αναπαραγωγής ανισοτήτων και διαφορών, αλλά ως ανοικτό εργαστήριο αξιών όπως η ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο σεβασμός του περιβάλλοντος με κύριο στόχο τη συνύπαρξη.

Η θεολογία, αντί να λειτουργεί ως οπισθέλκουσα δύναμη και αδράνεια, καλείται σήμερα να προσδιορίσει και νοηματοδοτήσει θεολογικά τις δυο επικρατούσες έννοιες: την παγκοσμιοποίηση και τη μετα-νεωτερικότητα και να καταδείξει σύγχρονους τρόπους πορείας προς τη θρησκειακή γνώση. Ο συγκερασμός της παγκοσμιότητας και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων (glocal) είναι επιβεβλημένος και η θρησκευτική γνώση και άρα και αγωγή πρέπει να εστιάσει σε αυτή την προοπτική.

Το Μάθημα των Θρησκευτικών στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση, βασισμένο στη διαθεματικότητα και διεπιστημονικότητα και εργαλειακά χρησιμοποιώντας το Μοντέλο Διαδικασίας μόνο θετικά μπορεί να λειτουργήσει στην κοινωνικοποίηση των μαθητών και να πρωτοπορήσει στη διαμόρφωση της ταυτότητας των νέων και τελικά της ταυτότητας των νέων κοινωνιών βγάζοντάς μας από τη θρησκειακή αλλά και πολιτισμική απομόνωση.

Δημοσιεύθηκε στο περ. ΕΠΙΚΑΙΡΑ τχ. 358 (30/9/2016).

ΠΗΓΗ

…για το Μάθημα των Θρησκευτικών ΠΠ Γυμνασίου Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης