ΛΟΓΙΟΙ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, Επίσκοπος Εφέσου (1392-1444)

 

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

 

Προλογικό Σημείωμα

 

Την ιστορική Μητρόπολη Εφέσου[1], αποστολική έδρα και σημαντικότατο κέντρο διάδοσης Χριστιανισμού – σ’ αυτήν το 431 έγινε η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος που καταδίκασε τον Νεστοριανισμό – της οποίας πολλοί μητροπολίτες ενεργά αναμείχθηκαν στα εκκλησιαστικά ζητήματα της καθ’ ημάς Ανατολής, εποίμανε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός από το 1437 μέχρι την κοίμησή του, στις 23 Ιουνίου 1444 (μονή του Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων[2] στην Κωνσταντινούπολη).

 

Σκιαγράφηση του βίου[3]

 

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1392. Ο πατέρας του Γεώργιος, διάκονος και σακελλίωνας της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και η μητέρα του Μαρία, κόρη ευσεβή ιατρού της Πόλης, ανέθρεψαν το νεαρό κατά κόσμο Εμμανουήλ με εκκλησιαστική παιδεία. Σπούδασε κοντά σε δύο φημισμένους διδασκάλους, τον Ιωάννη Χορτασμένο, μετέπειτα Μητροπολίτη Σηλυβρίας (Ιγνάτιο), και τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, γνωστό πλατωνιστή φιλόσοφο του Μυστρά. Μεταξύ των συμμαθητών του ήταν και ο μετέπειτα αντίπαλός του Καρδινάλιος Βησσαρίων. Το 1417 σε ηλικία 25 ετών εκάρη μοναχός στη μονή του Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων της Κωνσταντινούπολης και ολίγα χρόνια αργότερα, στα 1437 έγινε επίσκοπος Εφέσου, στην οποία όμως μητρόπολη παρέμεινε ελάχιστα, λόγω της συμμετοχής του στη Σύνοδο Φεράρας – Φλωρεντίας (1438-1439) και των μετέπειτα περιπετειών και αγώνων του για διάσωση της ορθόδοξης πίστης από τον κίνδυνο του Παπισμού.

Μετά το πέρας των σπουδών του, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση της σχολής του πατέρα του, σε σύντομο χρονικό διάστημα αναγνωρίσθηκε ως ένας από τους πιο λαμπρούς διδασκάλους της εποχής του, με μαθητές τέσσερα διακεκριμένα στελέχη της παράταξης των ανθενωτικών, που παρέμειναν πιστοί στον αγώνα του διδασκάλου τους κατά της ψευδούς ενώσεως των Εκκλησιών στη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, τον Γεώργιο – Γεννάδιο Σχολάριο Β΄, πρώτο μετά την Άλωση Οικουμενικό Πατριάρχη, τον Θεόδωρο Αγαλλιανό[4], τον αδελφό του Ιωάννη Ευγενικό[5] και τον Μητροπολίτη Μηδείας Θεοφάνη. Η κλίση του όμως προς το μοναχικό βίο και την άσκηση τον έφεραν στην μονή του Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων, όπου και συνέγραψε τα περισσότερα έργα του, πολλά εκ των οποίων έχουν αντιπαπικό χαρακτήρα και σφοδρά ελέγχουν τους λατινόφιλους αντιπάλους του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, του οποίου υπήρξε επάξιος συνεχιστής. Εξού και η προσωνυμία Αντίπαπας, που του αποδόθηκε κατά τον 18ο αιώνα από τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο, κορυφαίο λόγιο ιεράρχη και ηγέτη του κινήματος των Κολλυβάδων, όπου στο ομώνυμο βιβλίο του, με ιδιαίτερο ζήλο καταγράφει και προβάλλει την ηρωική αντίσταση του Αγίου Μάρκου στις εργασίες της Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας[6].

Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, για την άρνησή του να υπογράψει τον Όρο της παραπάνω ψευδενώσεως των Εκκλησιών, επιδοκιμάστηκε και τιμήθηκε εν ζωή ως άγιος από το λαό της αιμορραγούσης Πόλεως. Γεγονός που ανάγκασε τον Ιωσήφ Πλουσιαδηνό, μετέπειτα επίσκοπο Μεθώνης, ένθερμο οπαδό της ένωσης των Εκκλησιών και σφοδρό αντίπαλό του να πει: «ο Εφέσου είδε το πλήθος δοξάζων αυτόν ως μη υπογράψαντα και προσεκύνουν αυτώ οι όχλοι καθάπερ Μωϋσεί και Ααρών και ευφήμουν αυτόν και άγιον απεκάλουν»[7].

Η φυλάκισή του για δύο χρόνια στη Λήμνο και ο ανθενωτικός αγώνας του, εν μέσω μάλιστα σφοδρού πολέμου εναντίον του από θιασώτες του Όρου της Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας, τον εξασθένησαν σωματικά, για να κοιμηθεί σε ηλικία 52 ετών, αφήνοντας πίσω του ισχυρότατα ερείσματα διάσωσης της ακεραιότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του λαού της.

 

Το έργο του

 

Η Κυριακή Μαμώνη στην πολύ καλή μελέτη της[8] για τον Άγιο Εφέσου χωρίζει το έργο του σε εκδεδόμενο και ανέκδοτο. Στην πρώτη κατηγορία καταγράφει μια σειρά από Στιχηρά  και Κανόνες, μια σειρά από Θεολογικά Κεφάλαια, μια σειρά από Φιλοσοφικά και Ηθικά Έργα, Επιστολές, Μονωδίες και Συναξάρια. Το ανέκδοτο έργο του, απόκειται σε διαφορές βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού, όπως του Μιλάνου, της Ρώμης, της Μαδρίτης, της Κωνσταντινούπολης, της Ρουμανικής Ακαδημίας, των Ιεροσολύμων και του Αγίου Όρους.

 

Η Σύνοδος Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439)  

 

Στην Εκκλησιαστική και στη Μεσαιωνική εν γένει Ιστορία, η Σύνοδος Φερράρας – Φλωρεντίας[9] αποτελεί την πιο σοβαρή προσπάθεια για ένωση της αποσχισθείσης Δυτικής Εκκλησίας από την Ορθόδοξη Ανατολική, μετά το οριστικό Σχίσμα (1054). Μολονότι χαρακτηρίστηκε ως «Ενωτική Σύνοδος», η αποστολή της τελικά απέτυχε διότι κάθε απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών ήταν καταδικασμένη, μιας και προσέκρουε στην έλλειψη του λαϊκού θρησκευτικού αισθήματος στην καθ’ ημάς Ανατολή. Και δικαίως, εφόσον κάθε προσπάθεια για διάλογο των δύο Εκκλησιών και από τους Πάπες και από τους Αυτοκράτορες, κινούνταν στα πλαίσια πραγμάτωσης μόνον πολιτικών σκοπών. Αντιθέτως, από εκκλησιαστικής πλευράς, η αποτυχία οφειλόταν στις δύο διαφορετικές αντιλήψεις περί Εκκλησίας που εξέφραζαν η Λατινική Δύση και η Βυζαντινή Ανατολή. Η μια, η παπική, ήθελε τον Πάπα σε Δύση και Ανατολή να έχει την ανώτερη εκκλησιαστική δικαιοδοσία, ενώ η άλλη, η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία έδινε έμφαση στο κύρος της Πενταρχίας και στους Κανόνες των επτά Οικουμενικών Συνόδων[10].

 

Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός στη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας

 

Αποτελεί βασικό άξονα αντικειμενικής θεώρησης της προσωπικότητας του Αγίου Μάρκου, το γεγονός ότι ο ανθενωτικός του αγώνας σκόπευε στην επιβίωση του Γένους στην επερχόμενη οθωμανική δουλεία. Επάξιοι συνεχιστές του έργου του υπήρξαν, τέσσερις σχεδόν αιώνες αργότερα, οι Κολλυβάδες Πατέρες του Αγίου Όρους, που κι αυτοί κινήθηκαν στη διαφύλαξη της ρωμαίικης ελληνορθόδοξης παράδοσης και στην άρνηση του δυτικού ορθολογισμού. Ηγετική φυσιογνωμία καθώς ήταν, στις εργασίες της Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας, ο Άγιος Μάρκος πήγε με τις καλύτερες θα λέγαμε προθέσεις. Τούτο ιδιαίτερα φάνηκε από τις συνομιλίες του με τον επίσημο και βασικότερο παπικό εκπρόσωπο Καρδινάλιο Cesarini, αλλά και με τον ένθερμο υποστηρικτή της ένωσης των Εκκλησιών Έλληνα λόγιο Βησσαρίωνα, Μητροπολίτη τότε Νικαίας και μετέπειτα Καρδινάλιο. Οι απαιτήσεις όμως των παπικών αντιπροσώπων για υπαναχώρηση των Ορθοδόξων σε δογματικά ζητήματα, όπως το καθαρτήριο πυρ και η προσθήκη του filiogue στο Σύμβολο της Πίστεως, από την αρχή των εργασιών της Συνόδου, κατέστησαν αδύνατη την προσέγγιση των δύο αντιπροσωπιών. Επί παραδείγματι, σ’ ότι αφορά στο ζήτημα του καθαρτηρίου πυρός, η συνεισφορά του Αγίου Μάρκου στις συζητήσεις υπήρξε καίρια, ξεκάθαρη, κρυστάλλινη, δίνοντας στο ζήτημα αυτό την ορθή εσχατολογική διάσταση της διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Η προσπάθεια όμως επιβολής της παπικής κυριαρχίας – αξίζει εδώ να υπογραμμισθεί ότι από τις πρώτες ημέρες των εργασιών της Συνόδου διαφάνηκαν οι προθέσεις της παπικής νοοτροπίας, ο Πάπας απαίτησε οι Ορθόδοξοι να του φιλήσουν το πόδι και ο θρόνος του να τοποθετηθεί στο κέντρο των συνοδικών συζητήσεων, κάτι που φυσικά η ορθόδοξη αντιπροσωπία αρνήθηκε[11] – έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Στη Σύνοδο, τελικά, επιτεύχθηκε μια ένωση, στην ουσία και στη βάση της ψευδής, μακριά από το πνεύμα αγάπης και ειρήνης, όπως την ήθελε η Ορθόδοξη Ανατολή και ρητά μας διασώζει ο Μεγάλος Εκκλησιάρχης και Δικαιοφύλακας Σίλβεστρος Συρόπουλος στα Απομνημονεύματά του: «χρη μετά αγάπης τους λόγους ποιείσθαι, επεί και περί ειρήνης εστίν ο λόγος και ταύτην κατέλιπεν ο Κύριος ημίν ώσπερ τινα κλήρον. Χρη ουν ημάς ταύτην αεί πραγματεύεσθαι και μάλιστα εν τη παρούση των λόγων ύλη, και απ’ αρχής μέχρι τέλους των λόγων την αγάπην τηρείν»[12].

Η αγιότητα και η συνεισφορά του Αγίου Μάρκου στη διάσωση της ορθόδοξης πίστης, φάνηκε στους επόμενους δύσκολους αιώνες της δουλείας του Γένους στους Οθωμανούς. Στα 1785 ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος τιμώντας την αγιότητα του Μάρκου, εξέδωσε το έργο του Ο Αντίπαπας. Το έργο αυτό γράφτηκε σε μια εποχή όπου η ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα ανέπτυσσε πλούσια δράση στην Ανατολή, ιδιαίτερα στο νησιώτικο χώρο (Χίο, Νάξο) και ο κίνδυνος προσηλυτισμού των Ορθοδόξων από τους Λατίνους μισσιονάριους ήταν υπαρκτός. Έτσι, η έκδοση ενός έργου σαν τον Αντίπαπα, που εξυμνούσε τους αγώνες και τα παλαίσματα εναντίον των παπικών, ενός από τους κυριότερους λατινομάχους του 14ου αιώνα, του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, λειτουργούσε ευεργετικά στον υπόδουλο Ελληνισμό, μη αφήνοντας περιθώρια λατινοφροσύνης. Εκπλήσσει κυριολεκτικά τον αναγνώστη το εύρος των γνώσεων του Αγίου Αθανασίου του Παρίου σε ζητήματα της εκκλησιαστικής ιστορίας και ιδιαίτερα των περιστατικών της συγκλήσεως της Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας. Βάση του έργου πάνω στην οποία στηρίζεται ο  Πάριος για να βιογραφήσει τον Άγιο Εφέσου, αποτελούν τα απομνημονεύματα Σίλβεστρου Συρόπουλου.  Αξιοσημείωτη, όμως, είναι και η αναφορά του στα διάφορα συγγράμματα, του Γενναδίου Σχολαρίου και του Γεωργίου Κορεσσίου.

Κατά τον Πάριο, ο Άγιος Εφέσου υπήρξε η προσωπικότητα εκείνη που εναντιώθηκε στον εκλατινισμό της Ανατολικής Εκκλησίας. Αποτελώντας το σκληρό πυρήνα της ορθόδοξης αντιπροσωπείας και έχοντας συμπαραστάτες τον Γεννάδιο Σχολάριο, ο Άγιος Μάρκος σθεναρά αντέκρουσε τους παπικούς, ιδιαίτερα δε την επιχειρηματολογία τους για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, η οποία βασιζόταν στην κοσμική σοφία. Ο επίμονος ανθενωτικός αγώνας του και η μη υπογραφή του Όρου της Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας, έδειξε ότι η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία ακολουθούσε πιστά τα κείμενα των Γραφών, των Επτά Οικουμενικών Συνόδων και των Πατέρων της Εκκλησίας[13].

 

Επιλογικό ερμηνευτικό σχόλιο

 

Αμέσως μετά την κοίμησή του ο Μάρκος ο Ευγενικός τιμήθηκε ως Άγιος. Η Σύνοδος που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1484, καταδίκασε την ψευδοσύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας και κατέγραψε το όνομά του στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. Παρά ταύτα όμως, αν και το Βυζάντιο στις τελευταίες στιγμές της ζωής του, εναγωνίως επιζητούσε τη βοήθεια της Δύσης για να σωθεί από τους Οθωμανούς, θυσιάζοντας έτσι την πατροπαράδοτη ορθόδοξη πίστη στον παπισμό, εκείνο που οφείλουμε να επισημαίνουμε είναι το γεγονός ότι ακόμη και στη Λατινική Δύση, η ένωση των Εκκλησιών δεν φάνηκε να ήταν οριστική και αποδεκτή[14]. Κι αυτό διότι ούτε στη Δύση υπήρξε συσπείρωση και αλληλεγγύη για αντιμετώπιση του κινδύνου των Οθωμανών Τούρκων. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στους κατοπινούς αιώνες, με το μεγάλο θρησκευτικό διχασμό της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης, με αποτέλεσμα η Ευρώπη να γνωρίσει κι αυτή την οθωμανική απειλή στη Βιέννη το 1683.

 

[1] Για τη Μητρόπολη Εφέσου σημαντικές είναι οι πληροφορίες που μας δίνει ο Ν. Τωμαδάκης, «Μητρόπολις Εφέσου, επαρχία Ασίας κατά την Τουρκοκρατίαν», ΕΕΒΣ, 43(1977/1978)5-119.

[2] Για τη μονή βλ. R. Demanger – E. Mamboury, Le guartier de Manganes et la premiere region de Constantinople, Paris 1939.

[3] Η βιβλιογραφία για τον Άγιο Μάρκο Ευγενικό είναι πλούσια. Ενδεικτικά, εδώ, παραπέμπω στα παλαιά καλά βιογραφικά σχεδιάσματα του Νικηφόρου Καλογερά, Μάρκος ο Ευγενικός και Βησσαρίων ο Καρδινάλις, [Αθήνα 1893], της Κυριακής Μαμώνη, «Μάρκος ο Ευγενικός. Βίος και έργον», Θεολογία, 25(1954)377-404, 498-575, και του Ι. Καρμίρη, «Μάρκος ο Ευγενικός», ΘΗΕ, τ. 8, 761-763.

[4] Ο Θεόδωρος Αγαλλιανός μαζί με τον Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο, μετά την Άλωση προσπάθησαν να ανασυντάξουν τα εναπομείναντα λείψανα του Βυζαντίου. Στο σχέδιο αυτό σημαντικός υπήρξε ο ρόλος των ανθενωτικών Βλ. Δ. Γ. Αποστολόπουλος, Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή Χορν, Αθήνα 1995, 18-21. Για τον Θεόδωρο Αγαλλιανό κλασική παραμένει η μελέτη του Χρ. Πατρινέλη, Ο Θεόδωρος Αγαλλιανός ταυτιζόμενος προς τον Θεοφάνην Μηδείας και οι ανέκδοτοι λόγοι του. Μια νέα ιστορική πηγή περί του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τους πρώτους μετά την Άλωσιν χρόνους, Αθήνα 1966.

[5] Για τον Ιωάννη Ευγενικό σημαντική είναι η διδακτορική διατριβή του Ηρ. Ρεράκη, Ο Διάλογος Ανατολής και Δύσεως για την Ένωση των Εκκλησιών τον ΙΕ΄ αιώνα κατά τον Ιωάννη Ευγενικό, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1986.

[6] Αθανάσιος ο Πάριος, Ο Αντίπαπας, [Βενετία 1785].

[7] PG 159, 992C. Ο Ιωσήφ Πλουσιαδηνός εκτός της ένθερμης προσπάθειάς του για ένωση των Εκκλησιών, βαρύνεται και με την πλαστογράφηση έργων του Γενναδίου Β΄ Σχολαρίου, γνωστά ως «νόθα», που δήθεν εκφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας. Βλ. Πρωτοπρ. Θ. Ζήσης, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος. Βίος – Συγγράμματα – Διδασκαλία, εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1980, 28-51, 394-431. Επιφυλάξεις εκφράζει ο G. Podskalsky, Η Ελληνική Θεολογία επί Τουρκοκρατίας 1454-1821. Η Ορθοδοξία στη σφαίρα επιρροής των δυτικών δογμάτων μετά τη Μεταρρύθμιση, μτφρ. Πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνός, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 126-128. Γενικότερα για τον Πλουσιαδηνό βλ. M. Manousakas, «Recherché sur la vie de Jean Plousiadenos (Joseph de Methone)», Revue des Etudes Byzantines, 17(1959)28-51.

[8] «Μάρκος ο Ευγενικός. Βίος και έργον», 553-571.

[9] Γι’ αυτή βλ. J. Gill, Η Σύνοδος της Φλωρεντίας, Αθήναι 1962. Σχετική βιβλιοκρισία της εν λόγω μελέτης βλ. Χρ. Πατρινέλης: ΕΕΒΣ, 29(1959)494-499. Ακόμη βλ. D. J. Geanakoplos Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση. Δύο κόσμοι της Χριστιανοσύνης στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση, μτφρ. Κ. Κυριαζής, εκδ. Εστία, Αθήνα 1966, 131-170, όπου και αντικειμενική χρήση των πρωτογενών πηγών και της σχετικής βιβλιογραφίας. Πρβλ. Πρωτοπρ. Θ. Ζήσης, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, passim. Ακόμη, βλ. Γρ. Λαρεντζάκης, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1999. Σημαντική ακόμη είναι και η συνεισφορά της νεότερης έρευνας. Βλ. Δ. Ν. Μόσχος, Συνοπτική Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας. Από το Σχίσμα έως τους Νεότερους Χρόνους, τ. Β΄, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2010, 54-63. Αποτελεί βασική συνιστώσα η άποψη του συγγραφέα (σ. 60), ότι η υποτιθέμενη στρατιωτικοπολιτική βοήθεια που ανέμεναν οι βυζαντινοί από τη Δύση, για άμεση ανάσχεση του οθωμανικού κινδύνου πριν την Άλωση της Πόλης (1453), «φαλκίδευε την ελευθερία της συνοδικής διαδικασίας και καθιστούσε την πίεση πάνω στους Ορθοδόξους ασφυκτική», εξαναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν σε σημαντικά δογματικά ζητήματα, όπως το filiogue και το παπικό πρωτείο.

[10] Κ. Γιαννακόπουλος, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, 133-134.

[11] Ορθότατα αυτό ερμηνεύεται όχι ως «βυζαντινή ματαιοδοξία ή έστω ισχυρογνωμοσύνη», αλλά ως προσέγγιση πλήρους αντίθεσης στον παπικό θεσμό, μιας κι αυτός καταστρατηγούσε τη βασική αρχή της συνοδικότητας της Ανατολικής Εκκλησίας. Βλ. Δ. Ν. Μόσχος, Συνοπτική Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, 58.

[12] Απομνημονεύματα VI, 27. Γι’ αυτά βλ. Α. Διαμαντόπουλος, Ο Σίλβεστρος Συρόπουλος και τα Απομνημονεύματά του, Ιεροσόλυμα 1923, (ανάτυπο από το περ. Νέα Σιών). Πλήρη ανασκευή των Απομνημονευμάτων επεχείρησε ο εκ Χίου καταγόμενος λόγιος, Καθολικός στο θρήσκευμα, Λέων Αλλάτιος το 1665. Βλ. G. Podskalsky, Η Ελληνική Θεολογία επί Τουρκοκρατίας 1454-1821, 219, σημ. 178.

[13] Βλ. Α. Ι. Καλαμάτας, Αθανάσιος ο Πάριος (1721-1813). Βίος – Δράση – Συγγράμματα. Συμβολή στην Εκκλησιαστική Ιστορία του 18ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1994, 75-78. Πρωτοπρ. Θ. Ζήσης, Κολλυβαδικά. Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης. Άγιος Αθανάσιος Πάριος, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2004, 37κέ.

[14] Ακόμη και η σύγχρονη έρευνα θεωρεί ότι εγείρεται πρόβλημα του «οικουμενικού χαρακτήρα» της Συνόδου, διότι έντονα αμφισβητήθηκε η εξουσία των Παπών. Βλ. J. P. Moisset, Ιστορία του Καθολικισμού, μτφρ. Μ. Ρούσσος, Αι. Βαλασιάδης, Γ. Κώστας, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2011, 240, σημ. 5.

 

Δημοσιεύθηκε στο περ. Ο ΠΟΙΜΗΝ, Έτος ΟΗ΄, τχ. 6-7 (Ιούνιος – Ιούλιος 2013)140-143, τχ. 8-9 (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2013)163-167.