Ιστορική επιστήμη, ιστορική μνήμη και πολιτική. Για τη γενοκτονία των Ποντίων

Της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ / Ομότιμης Καθηγήτριας Φιλοσοφίας· Συγγραφέα

Θέμα αυτού του άρθρου δεν είναι οι εντάσεις που προκάλεσε η δήλωση με την οποία ο υπουργός Παιδείας κ. Φίλης επανέλαβε την άποψή του περί εθνοκαθάρσεως των Ποντίων, αλλά το επιχείρημα της επιστημονικότητας που επικαλέστηκε για την υποστήριξή της.

Το θέμα της επιστημονικότητας απόψεων που άπτονται της ιστορικής μνήμης αξίζει να μας απασχολεί, γιατί ακόμη και αν, υπό την πίεση των αντιδράσεων της κοινής γνώμης, αποσύρονται προς στιγμήν, μπορούν και αξιώνουν την ισχύ τους, ενώ, την ίδια στιγμή, η κοινή γνώμη ελέγχεται ως υπερασπιζόμενη μύθους που ναι μεν εκφράζουν επώδυνες ιστορικές εμπειρίες, αλλά είναι άσχετοι με τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας.

Το ζήτημα, επομένως, πότε και υπό ποιους όρους μια ιστορική άποψη είναι επιστημονική έχει τη σημασία του, αφού ο ρόλος της ιστορικής επιστήμης δεν είναι να κατασκευάζει μυθεύματα ή ιδεολογήματα, αλλά να περιορίζει την παρέμβασή τους όχι μόνο στην έρευνα αλλά και στον επηρεασμό της κοινής γνώμης, όταν μάλιστα η τελευταία παρεμποδίζει τη χάραξη μιας φωτισμένης και επωφελούς για την κοινωνία πολιτικής.

Το ζήτημα της επιστημονικότητας των ιστορικών απόψεων, αν και καθαρά επιστημολογικό, έχει σχέση με την πολιτική διαχείριση της ιστορικής μνήμης, πράγμα που γνωρίζουν οι πολιτικοί, αρκεί να διαθέτουν ευρύτερη μόρφωση, βαθύτερη παιδεία και στέρεη πολιτική συγκρότηση. Πορτογάλος συνάδελφος, το 2011, μου έλεγε εν προκειμένω ότι, παράλληλα με τις υποχρεώσεις του στο Νέο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, δίδασκε φιλοσοφία και ρητορική σε σχολή πολιτικής∙ αντικείμενα άχρηστα για τον επαγγελματία πολιτικό, αλλά απαραίτητα για το λειτούργημα του πολιτικού που τον βοηθούν να αποφεύγει, μεταξύ άλλων, ολισθήματα που θίγουν την ιστορική αλήθεια και τη διερεύνησή της στο πλαίσιο της ιστορικής επιστήμης. Όταν, λοιπόν, ο πολιτικός επικαλείται την επιστημονικότητα της άποψης που υπερασπίζεται, εννοείται ότι γνωρίζει υπό ποιους όρους διαμορφώθηκε.

Κι εδώ ακριβώς κρίνεται αναγκαία η περιήγηση στην επιστημολογία, όπου διαπιστώνουμε ότι στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών τρία διαφορετικά επιστημονικά παραδείγματα, με τη δική του λογική και τις δικές του εννοιολογικές κατηγορίες το καθένα, ερίζουν περί του τι ορίζει την επιστήμη, την απόβλεψή της και τα όρια των γνωστικών της δυνατοτήτων: Το θετικιστικό/εμπειρικό επιστημονικό παράδειγμα αποβλέπει στην πρόβλεψη (έλεγχο) των κοινωνικών φαινομένων, βάσει των νόμων που διέπουν τη λειτουργία τους. Διαφέρει, επομένως, από το ερμηνευτικό επιστημονικό παράδειγμα που αποβλέπει στην κατανόηση της ιδιαιτερότητας των κοινωνικών φαινομένων και από το διαλεκτικό επιστημονικό παράδειγμα που συνδυάζει την εξήγηση της λειτουργίας των κοινωνικών φαινομένων με την κατανόηση της δυναμικής τους και της ιδιαιτερότητας που αυτή συνεπάγεται.* Είναι λογικό, επομένως, να διίστανται οι απόψεις τους περί επιστημονικότητας.

Στο πεδίο της ιστορικής επιστήμης, που εδώ μας ενδιαφέρει, αναπτύχθηκαν πολλαπλές ιστορικές σχολές, οι οποίες, αντίθετες με ιστορικιστικές και τελεολογικές φιλοσοφίες της Ιστορίας, δεν αμφισβητούν το επιστημονικό στάτους της Ιστορίας και της ιστοριογραφίας. Σε όποια σχολή και αν ανήκουν, οι ιστορικοί επιστήμονες μελετούν είτε τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές δομές κοινωνιών του πρόσφατου ή απώτερου παρελθόντος είτε κρίσιμα ιστορικά συμβάντα και γεγονότα, για την αυστηρή τεκμηρίωση των οποίων ερευνούν το διαθέσιμο αρχειακό και άλλο υλικό. Με τη μελέτη δομών, συμβάντων και γεγονότων, η ιστορική επιστήμη διασώζει την Ιστορία ως τη μακροβιότερη επένδυση του ανθρώπου και εναντιώνεται στη λήθη ή στη σκόπιμη ιστορική αμνησία την οποία καλλιεργούν αντιδραστικές κατά κανόνα και αντιδημοκρατικές πολιτικές.

Η παρείσφρηση στην ιστορική έρευνα ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων, η απόκρυψη αρχειακού υλικού, η παραποίηση ή η εξαφάνιση των ιστορικών μαρτυριών ως μέσο άσκησης εθνικής ή κοινωνικής πολιτικής που παρατηρείται σε καθεστώτα υπανάπτυκτων και πολιτικά εύθραυστων χωρών έδωσε λαβή ώστε στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, πέραν των τριών επιστημονικών παραδειγμάτων, να κάνει την εμφάνισή της, στη δεκαετία του 1970, στο πλαίσιο του μεταδομισμού, και του μεταμαρξισμού που τον ενστερνίσθηκε, η λεγόμενη μεταδομιστική κριτική.

Η μεταδομιστική κριτική επιδόθηκε στην αποδόμηση του λόγου που εκφέρει η ιστορική επιστήμη, και μέσω αυτής οδηγήθηκε στη θέση ότι η ιστορία με γνώμονα σκοπιμότητες, συμφέροντα ή ιδεολογίες κατασκευάζει αφηγήματα ανάλογα με εκείνα της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας. Είχε προηγηθεί, στα χρόνια του ’60, η ευρεία απήχηση του δομισμού στο πεδίο της εθνολογίας, που, σε συνεργασία με τη δομική γλωσσολογία και τη λακανική ψυχανάλυση, εγκαινίασε τη στροφή της επιστημονικής έρευνας από την τάξη πραγμάτων που καθόριζαν οι οικονομικές δομές μιας κοινωνίας στην τάξη του λόγου. Κι αυτό γιατί ο λόγος, μέσω της γλωσσικής συμβολοποίησης, μπορεί και επικαθορίζει όσα διαμείβονταν όχι μόνο στην υπερδομή (θεσμοί, ιδεολογικοί μηχανισμοί, πολιτικές πρακτικές κ.λπ.) αλλά και στην υποδομή της κοινωνίας (οικονομία).

Επικεντρωμένος στην τάξη του λόγου και στον γλωσσικό συμβολικό επικαθορισμό του πραγματικού, ο μεταδομισμός καθιέρωσε ως όργανο ανάλυσης την ντεριντιανή μέθοδο της αποδόμησης, που βρήκε απήχηση και στο πεδίο της ιστορίας και έστρεψε τους θιασώτες της ιστορικής αποδόμησης στη διεπιστημονική μελέτη της τάξης του λόγου. Την ίδια περίοδο, είχε αρχίσει να συγκροτείται ένα νέο επιστημονικό παράδειγμα, η λεγόμενη επιστήμη της πολυπλοκότητας, η οποία, με βάση τη μη αναγώγιμη πολυπλοκότητα των γνωστικών αντικειμένων, σωστά υποστήριζε ως αναγκαία τη διεπιστημονική συνεργασία πολλαπλών και διαφορετικών επιστημονικών κλάδων. Πράγμα που ώθησε τον μεταδομισμό να επιμείνει στο άνοιγμα της ιστορικής επιστήμης όχι τόσο στην κοινωνιολογία, όπως υποστήριξαν μαρξιστές και μη θεωρητικοί –από τον G. Gurvitch τη δεκαετία του ’60 έως τον Im. Wallertsein αργότερα–, αλλά στην πολιτισμική ανθρωπολογία και στην εθνογραφία, ως κατεξοχήν πεδία μελέτης της τάξης του λόγου. Ειδικά η εθνογραφία, ενώ στο παρελθόν μελετούσε τις λεγόμενες μη προμηθεϊκές κοινωνίες που λανθασμένα θεωρήθηκαν ανιστορικές επειδή δεν διέθεταν γραπτό λόγο, μπορούσε τώρα, σε συνεργασία με την ιστορία και την ιστοριογραφία, να μελετήσει το εθνογραφικό υλικό που έμενε εκτός έρευνας ως μη ενσωματώσιμο στους κυρίαρχους λόγους της κοινωνίας ή του συστήματος οργάνωσής της.

Οι μεταδομιστές ιστορικοί της αποδόμησης επέμεναν στη συνεργασία της ιστορίας και της ιστοριογραφίας με την πολιτισμική ανθρωπολογία και την εθνογραφία προκειμένου να αποφύγουν τη μέθοδο της διαλεκτικής άρνησης και το ρόλο που έπαιζε ως μοχλός μετασχηματισμού παραδεδομένων συστημάτων σκέψης. Στο σημείο αυτό, ακολούθησαν το εγχείρημα του Ζ. Ντεριντά να ενσωματώσει τον δομισμό στην Κριτική, καθιστώντας την όργανο αποδιάρθρωσης κυρίαρχων λόγων. Παραμερίζοντας τη μέθοδο της διαλεκτικής άρνησης, η ντεριντιανή κριτική αποδιάρθρωνε τα ήδη ισχύοντα μοντέλα ερμηνευτικής και διαλεκτικής προσέγγισης, χωρίς να αναδεικνύει νέους τρόπους ερμηνείας και εξήγησης.

Το κενό θετικότητας που δημιούργησε η αποδομητική κριτική προκαλούσε περισσότερα προβλήματα από όσα έλυνε, καθώς επέτρεπε τον εντοπισμό λανθασμένων τρόπων ερμηνείας και εξήγησης, αλλά δεν άνοιγε δρόμους για άλλους, αξιόπιστους και έγκυρους. Με την αποδόμηση, οι κοινωνικοί επιστήμονες μάθαιναν τι να μην κάνουν, αλλά όχι τι να κάνουν στο πλαίσιο της έρευνας. Αυτό το κενό θετικότητας ο Ντεριντά επιχείρησε να το καλύψει, στην ύστερη φάση του έργου του, με τα κείμενά του για τον ρατσισμό, τη φιλία, τη φιλοξενία, την επανάσταση κ.ά.

Την ίδια περίοδο, ο Μ. Φουκώ άσκησε κριτική στο ρόλο που παίζει η γνώση στην εδραίωση μιας τάξης λόγου, πράγμα που έθεσε εκ νέου το ζήτημα της εγκυρότητας και της ιστορικής επιστήμης, και κατ’ επέκταση της αξιοπιστίας της επίσημης ιστορίας που επέβαλε, αποσιωπώντας ή παραποιώντας εκείνες τις αθέατες όψεις της ιστορικής πραγματικότητας που μια εδραιωμένη τάξη του λόγου θεωρεί ασύμφορες ή και επικίνδυνες, επειδή ακριβώς αποκαλύπτουν τους μηχανισμούς εξουσίας που την επέβαλαν.

Ο Φουκώ, όπως και ο Ντεριντά, θεώρησε αναγκαία την κριτική της εξουσιαστικής γνώσης και των επιστημών που την παράγουν, διαμορφώνοντας, με τη μεσολάβησή της, πεδία μάθησης σε συμφωνία με τον κυρίαρχο λόγο και τους μηχανισμούς. Διακρίνοντας την εξουσιαστική γνώση από την αληθινή γνώση, ο Φουκώ απέδωσε την αληθινή γνώση στον ποιητικό λόγο, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι τα επιστημονικά παραδείγματα που κατορθώνουν να ισχύσουν έχουν περισσότερο σχέση με την άσκηση και την επιβολή της εξουσίας παρά με την αναζήτηση της αλήθειας∙ πράγμα που πίστευαν όχι μόνο οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι αλλά και ο Μαρξ και η Κριτική Θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης, που όριζαν υπό ποιους όρους η γνώση, αντί να εξουσιάζει, χειραφετεί.

Ο Φουκώ, αποδίδοντας στην εν γένει επιστημονική γνώση καθαρά εξουσιαστικό χαρακτήρα, άφηνε να εννοηθεί ότι, μέσω της κριτικής, μπορούμε να ξέρουμε τι είναι ψευδές, αλλά για το τι είναι αληθές, πιο σωστό είναι να ανατρέχουμε στις ποιητικές δημιουργίες της τέχνης, είτε αυτή είναι η τέχνη του λόγου είτε η ζωγραφική. Κι ενώ φάνηκε να στρέφεται εναντίον του θετικιστικού επιστημονικού παραδείγματος που προτάσσει τον έλεγχο, δεν απέφυγε, ακολουθώντας τον θετικισμό, να αναγνωρίσει ως αδιαμφισβήτητο το επιστημονικό στάτους των θετικών επιστημών ως των μόνων ικανών, με βάση τη μαθηματικοποίηση των δεδομένων τους, να περάσουν το κατώφλι της επιστημονικότητας. Δυνατότητα που αποκλειόταν εξ ορισμού στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες.

Αυτήν τη σαφώς θετικιστική άποψη ο Φουκώ την ενέταξε στο πλαίσιο ενός «χαρούμενου», όπως τον απεκάλεσε, θετικισμού, σύμφωνα με τον οποίο οι μη επιστημονικές κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες δεν θα είχαν άλλον λόγο ύπαρξης από την αυτοαποδόμησή τους.

Συνδέοντας την επιστημονική γνώση, αποκλειστικά και μόνο, με την άσκηση εξουσίας, ανεξαρτήτως του επιστημονικού παραδείγματος που την παράγει και μεταθέτοντας τη δυνατότητα αληθούς και χειραφετητικού λόγου αποκλειστικά στην ποίηση, ο Φουκώ άφηνε –και σωστά, άλλωστε– να καταρρεύσει το θετικιστικό αξίωμα περί της ουδετερότητας του επιστήμονα, χωρίς όμως να διασώζει το κύρος της ερμηνευτικής ή της διαλεκτικής επιστήμης από τις βολές που ο ίδιος εκτόξευε εναντίον της επιστήμης εν γένει για μη αντικειμενικότητα και μεροληψία. Αν όμως όλες οι θεωρίες σε οποιοδήποτε επιστημονικό παράδειγμα και αν υπάγονται, και ανεξαρτήτως των εννοιολογικών και μεθοδολογικών κατηγοριών τους, είναι εξουσιαστικές, τότε από την παραγωγή γνώσης κρίνεται παραγωγικότερη η κριτική αποδόμησή της.

Με αυτόν τον ριζικό σκεπτικισμό, ο Φουκώ απέφυγε να υιοθετήσει το πρίσμα της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης, γιατί, αν το έκανε, θα ήταν υποχρεωμένος να πάρει θέση ως προς την εγκυρότητα ή μη των επιστημονικών παραδειγμάτων που υπερασπίστηκαν οι θεωρητικοί και κοινωνικοί επιστήμονες της Σχολής της Φρανκφούρτης. Ο Φουκώ εγκαινίασε, έτσι, μια νέα παράδοση Κριτικής, που απέκλειε από την επιστήμη τη δυνατότητα αναζήτησης της αλήθειας, συνδέοντάς την εξ ορισμού με την άσκηση και την επιβολή εξουσίας.

Αυτή η νέα αρνητική Κριτική, αντί να κλείσει, άνοιγε πολλαπλά μέτωπα διαμάχης και έριδας μεταξύ των επιστημονικών θεωριών που, αποδομώντας η μια την άλλη, οδηγούνταν σε μιαν αμοιβαία αμφισβήτηση της επιστημονικότητας εαυτών και αλλήλων. Αποτέλεσμα ήταν να αποκαθηλώνονται τα ήδη διαμορφωμένα κριτήρια επιστημονικότητας, χωρίς όμως να επαναπροσδιορίζονται οι προϋποθέσεις για την παραγωγή αληθούς γνώσης και για την επεξεργασία αυστηρότερων κριτηρίων αποτίμησης και αξιοθέτισής της. Με τον τρόπο αυτόν, η αποδομητική Κριτική έσυρε τις κοινωνικές επιστήμες και τις Σχολές που αναπτύχθηκαν στο πεδίο τους σε μια γενική ανυποληψία, μηδενίζοντας το ρόλο που έπαιζαν μέχρι τότε η επιστημολογία και η φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών ως το μόνο αρμόδιο δικαστήριο εκδίκασης των υποθέσεων μη αληθούς γνώσης και των επιστημονικών παραδειγμάτων που ευθύνονταν για την παραγωγή της.

Το ζήτημα της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας των ιστορικών απόψεων μετατέθηκε από το πεδίο της επιστημολογίας και της φιλοσοφίας της επιστήμης στο πεδίο της πολιτισμικής ανθρωπολογίας και της εθνογραφίας, όπου τα γνωστικά αντικείμενα (μύθοι, συναισθήματα, φαντασιώσεις, τραύματα, αφηγηματικές θεραπείες τους) λειτούργησαν τα ίδια ως κριτήρια αποτίμησης της γνώσης που παρήγαγε η προσέγγισή τους. Είναι όμως φαεινότερο του ηλίου ότι οι μέθοδοι που συγκροτούνται για τη μελέτη συναισθημάτων, τραυματικών βιωμάτων, φαντασιώσεων, υποκειμενικών προβολών κ.λπ. δεν μπορούν, ούτε θα είχε νόημα, να είναι συναισθηματικές, μια και δουλειά της επιστήμης είναι να προσδιορίζει τα αντικείμενα που μελετά με τρόπο κατά το δυνατόν αντικειμενικότερο, ακριβέστερο και πληρέστερο, αντίθετα με τη δουλειά της τέχνης και της λογοτεχνίας που είναι να συγκινεί, μεταδίδοντας το ξένο βίωμα και λυτρώνοντας τον αναγνώστη διά της καθάρσεως.

Τέτοιοι ισχυροί τριγμοί όσον αφορά την επιστημονικότητα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, και ειδικότερα της ιστορικής επιστήμης και της ιστοριογραφίας που εδώ μας ενδιαφέρει, είχαν ως αποτέλεσμα οι ιστορικές γνώσεις να εμφανίζονται ως ιδεολογικά, μυθοποιητικά ή φαντασιωτικά αφηγήματα, και το αντίστροφο, τα μυθοποιητικά και φαντασιωτικά αφηγήματα να περνούν ως γνώσεις.

Στο γνωσιοθεωρητικό χάος που προέκυψε, είναι φυσικό να ξανατεθεί το ερώτημα περί του τι είναι η ιστορική επιστήμη και με ποιες μεθόδους διασώζει την ιστορική μνήμη και διαχειρίζεται τη λήθη, όποτε κρίνεται αναγκαίο ή πολιτικά σκόπιμο. Γιατί η αποδόμηση της ιστορικής επιστήμης, χωρίς αναδόμηση, αν δεν αποσκοπεί, έχει πάντως σαν αποτέλεσμα να κλονιστεί η εγκυρότητα και επομένως και η βαρύτητα των πορισμάτων των ιστορικών ερευνών, αφού αυτά δεν μπορούν να κριθούν ως αξιόπιστα και έγκυρα παρά μόνο στο σύστημα αναφοράς τους και στα συγκείμενά τους, κάθε φορά. Παρ’ όλα αυτά, τη νομιμότητά της η αποδομητική κριτική την εξασφάλιζε από τις δημοκρατικές αρχές του πλουραλισμού και της διαφοράς εννοούμενες ως προεκτάσεις των θεμελιωδών για τη δημοκρατία αρχών της ελευθερίας και της ισότητας.

Σε αυτό το μεταμοντέρνο υπερσχετικιστικό νοηματικό πλαίσιο, η εγκυρότητα των ιστορικών πορισμάτων δεν ελεγχόταν πλέον ως προς τις μεθόδους ανάλυσης και τεκμηρίωσής τους, αλλά ως προς την απήχηση που είχαν στην επιστημονική κοινότητα και, στη συνέχεια, στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα τα αφηγήματα που συγκροτούσαν, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση του δημόσιου συλλογίζεσθαι, και μέσω αυτού στη στήριξη ή στη χάραξη μιας διαφορετικής εσωτερικής ή εξωτερικής πολιτικής.

Τη δεκαετία του 1990, και εν μέσω των εντάσεων που προκάλεσε το σκοπιανό ζήτημα, ένα ρεύμα Ελλήνων ιστορικών είχε ήδη ασπαστεί τη μεταμοντέρνα αποδομητική κριτική της Ιστορίας που ανήγε την ιστορική επιστήμη σε ένα corpus αφηγηματικών κατασκευών, παρά το γεγονός ότι έπληττε το κύρος της επιστημονικής ιστοριογραφίας, πράγμα που δεν είχαν διανοηθεί να κάνουν μέχρι τότε φωτισμένοι ιστορικοί, όπως λ.χ. ο Ν. Σβορώνος, κ.ά. Του λόγου το αληθές ότι η Ιστορία κατασκευάζεται επιβεβαίωναν τα μυθεύματα περί σκοπιανού Μεγάλου Αλεξάνδρου, περί Μακεδονίας των Σκοπίων, και άλλα ανάλογα, με βάση τα οποία καθυστερημένες παρά προηγμένες χώρες χαράζουν την πολιτική τους.

Με την ίδια λογική, ωστόσο, δεν άργησαν να διατυπωθούν και ελληνικά ιστορικά αφηγήματα που σχετικοποιούσαν την αλήθεια των ιστορικών γεγονότων, με την πρόθεση να επουλώσουν ιστορικά τραύματα ή να απαλύνουν το βάρος του τουρκικού ζυγού στην Τουρκοκρατία, και άλλα ανάλογα περί συνωστισμού στην καιγόμενη Σμύρνη, περί μη γενοκτονίας των Ποντίων, κ.λπ. Τα αφηγήματα αυτά εναντιώνονταν στο πνεύμα του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού και στον εθνικισμό που υπέθαλψαν γεγονότα του παρελθόντος που παρεμπόδιζαν την αποκατάσταση σχέσεων ειρήνης και φιλίας με τις γειτονικές χώρες, και κυρίως με την Τουρκία. Η πρόθεση ήταν να συμβάλουν στη χάραξη μιας εξωτερικής πολιτικής που θα βοηθούσε τη χώρα να μειώσει τις στρατιωτικές της δαπάνες, επενδύοντας σε άλλους νευραλγικότερους για την κοινωνία τομείς. Ωστόσο, φαίνονταν να παραβλέπουν ότι οι πολιτικές καλής γειτονίας και συνεργασίας των χωρών, για να ευοδωθούν και να καρποφορήσουν, προϋποθέτουν ως αναγκαία την αμοιβαία αναγνώριση των κοινών συμφερόντων τους. Κι αυτή την αμοιβαιότητα καμιά κριτική αποδόμηση δεν είναι σε θέση να την εξασφαλίσει.

Τέτοια αφηγήματα αναντίστοιχα με την αλήθεια των ιστορικών γεγονότων, κάνοντας την εμφάνισή τους στη δημόσια σφαίρα ούτε είκοσι χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο, ξεσήκωσαν και ξεσηκώνουν ακόμη αντιδράσεις της κοινής γνώμης, αφού, χωρίς να έχουν τα θετικά αποτελέσματα που επιδιώκουν ή προσδοκούν, βοηθούν την προσπάθεια της Τουρκίας να σβήσει τα ίχνη των εγκλημάτων που διέπραξε για την εξόντωση Αρμενίων, Ποντίων και άλλων αλλοεθνών ή αλλόθρησκων μειονοτήτων και την υφαρπαγή των περιουσιών τους.

Ο Νίτσε έλεγε ότι όσα έχουν ιστορία δεν επιδέχονται ορισμό. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΗΕ η γενοκτονία είναι ένα μέσο εθνοκάθαρσης, ένα έγκλημα, δηλαδή, στην υπηρεσία ενός ευρύτερου εγκληματικού εγχειρήματος, με την ολοκλήρωση του οποίου αυταρχικά καθεστώτα επιδιώκουν και πετυχαίνουν την κυριάρχισή τους. Αυτό έγινε με τη γενοκτονία των Αρμενίων και των Εβραίων τον 20ό αιώνα, που αναγνωρίστηκαν διεθνώς.

Πώς είναι δυνατόν να μη γίνει το ίδιο και με τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, που διασώζουν μαρτυρίες, χρονικά, μελέτες, έγγραφα, επιστολές, ακόμη και πρακτικά της τουρκικής βουλής, που επιδέχονται αυστηρή επιστημονική τεκμηρίωση;

Η Χάνα Άρεντ, έχοντας κατά νου τη δυνατότητα φαλκίδευσης των ιστορικών γεγονότων, είχε διακρίνει την αλήθεια των ιστορικών γεγονότων από την αλήθεια αξιωμάτων, ορθολογικών προτάσεων, επιστημονικών ανακαλύψεων ή θεωριών και υποστήριξε ότι οι αλήθειες των γεγονότων είναι πολύ πιο εύθραυστες, αφού, αντίθετα με τις αλήθειες του θεωρείν που εναντιώνονται στην άγνοια και την νικούν εντέλει, οι αλήθειες των ιστορικών γεγονότων έχουν να αντιπαλέψουν το ψέμα και την εσκεμμένη σφαλερότητα (H. Arendt, Verité et politique, σς. 293-295).

Αυτός ίσως είναι ο πλέον ουσιαστικός λόγος που, ασχέτως εάν η επίσημη ή η ανεπίσημη ιστορία κατασκευάζεται, η ιστορική επιστήμη οφείλει, αν θέλει να συνεχίσει να διασώζει την αλήθεια των ιστορικών γεγονότων, να βελτιώνει τις μεθόδους και τις τεχνικές τεκμηρίωσης του υλικού που μελετά και να επεξεργάζεται όσο το δυνατόν αντικειμενικότερα κριτήρια ικανά να εγγυηθούν την αμερόληπτη εξαγωγή των πορισμάτων της.

Μόνο με αυτούς τους όρους θετικότητας, η ιστορική επιστήμη μπορεί να υπάρξει ώστε σε θέματα ιστορικής μνήμης των λαών να έχει τον πρώτο λόγο, όπως θα όφειλε, άλλωστε, αφού η επιστημονική γνώση αναγνωρίζεται ως η κατεξοχήν παραγωγική και πολιτική δύναμη ικανή να αποτρέψει τη βία πολέμων, διώξεων και τρομοκρατίας.

Και πράγματι, η ιστορική επιστήμη, με βάση το αίτημα της αντικειμενικότητας και της ευρύτερης δυνατής απήχησης του δημόσιου συλλογίζεσθαι που υπηρετεί μπορεί, σε θέματα ιστορικής μνήμης, να έχει τον πρώτο λόγο, αφού τα ενθυμήματα που διασώζει με τρόπο αποδεικτικό μπορούν να γίνουν οδηγός πλεύσης και για τη χάραξη μιας δίκαιης και επωφελούς πολιτικής.

Έτσι, όσον αφορά την άποψη για τη μη γενοκτονία των Ποντίων που υπερασπίστηκε ο κ. Φίλης, το ερώτημα είναι αν πρόκειται για αποδεικτικό ενθύμημα που συμφωνεί με την αλήθεια των ιστορικών γεγονότων ή για απλό μύθευμα που γέννησαν οι διώξεις και η προσφυγιά του μικρασιατικού ελληνισμού.

Με γενικότερους όρους, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η ιστορία κατασκευάζει μνημονικά αφηγήματα, οπότε παύει να είναι επιστήμη, ή αν διασώζει την αλήθεια των ιστορικών γεγονότων, οπότε είναι επιστήμη. Μας ενδιαφέρει να υπάρχει επιστήμη ως διερεύνηση της αλήθειας στο μέτρο που μπορεί να διασφαλίζει τη δημοκρατία∙ πολίτευμα που είναι αδύνατο να υπάρξει και να ενισχυθεί χωρίς τη σύγκλιση θεωρίας και πράξης.

Πώς όμως η ιστορική επιστήμη και η πολιτική μπορούν να συγκλίνουν, τη στιγμή που η εποχή μας και η ιστορική εμπειρία της επιβεβαιώνει με τον σκληρότερο τρόπο το χάσμα θεωρίας και πράξης; Τόσο η συντηρητική φιλελεύθερη και νεοφιλελεύθερη πολιτική όσο και η λεγόμενη παραδοσιακή θεωρία που την νομιμοποιεί, στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, δεν προτάσσουν ως ευκταία και εφικτή τη σύζευξη θεωρίας και πράξης. Αντίθετα, την αποκλείουν εξ ορισμού, υποτιμώντας συστηματικά τον αναγκαίο κρίκο που διαμεσολαβεί για τη γεφύρωσή τους.

Ο αναγκαίος κρίκος που διαμεσολαβεί για τη σύζευξη επιστήμης και πολιτικής, θεωρίας και πράξης, είναι το κρίναι λόγω, που καμία σχέση, βέβαια, δεν έχει με τη γνωστή μας λογοκρισία. Το κρίναι λόγω έχει σχέση με την απαξιωμένη ορθοκρισία που διαμεσολαβεί ώστε τα αποδεικτικά ενθυμήματα που συγκροτεί η ιστορική επιστήμη να μπορούν να γίνονται βάση ή σύμβουλος για τις επιλογές και τις αποφάσεις στο πεδίο της πολιτικής.

Αν το κρίναι λόγω διαμεσολαβεί ώστε η κατεύθυνση και η προοπτική της πολιτικής να μπορεί να συνδεθεί με τη θεωρητική και την επιστημονική γνώση είναι γιατί αποτελεί τον ίδιο εγγενή όρο του πράττειν και του πάσχειν που κάνουν να προκύψει η Ιστορία. Και αν η αλήθεια των ιστορικών γεγονότων που διασώζει η Ιστορία έχει κεφαλαιώδη σημασία είναι γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να κρίνουμε ορθά για το τι μπορεί να γίνει στο παρόν και στο μέλλον. Ούτε καν να πράξουμε μπορούμε, αφού δεν πράττουμε με το ένστικτο, αλλά με τη φρόνηση ή με την ακρισία που επιβάλλει η ωμή και άνευ όρων επιδίωξη του συμφέροντος. Το ίδιο ισχύει όχι μόνο για όσα έπραξε αλλά και για όσα υπέστη ένας λαός, που είναι αποτέλεσμα των όσων αποφασίζουν και πράττουν άλλοι εις βάρος του, για δικούς τους λόγους, βλέψεις, συμφέροντα.

Αν λοιπόν το κρίναι λόγω, βασισμένο στην αλήθεια των ιστορικών γεγονότων που διασώζει η ιστορική επιστήμη, έχει κεφαλαιώδη σημασία είναι γιατί χωρίς κρίση βασισμένη σε αυτήν δεν μπορούμε να έχουμε συναίσθηση των όσων έγιναν στο παρελθόν, ούτε συνείδηση των όσων χρειάζεται να γίνουν τώρα ή στο μέλλον. Αφού η Ιστορία δεν τελειώνει, ούτε εξαντλείται στη γνώση του παρελθόντος, παρά μόνο αν τελειώσουν μια για πάντα πράξεις και παθήματα, πράγμα που προϋποθέτει και συνεπάγεται την εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους και το τέλος του ανθρώπου.

Παρά τη σημασία που έχουν και για την πράξη και για τη μνήμη που την διασώζει, αποφεύγουμε τη διαμεσολάβηση στοχαστικών κρίσεων που γεφυρώνουν θεωρία και πολιτική με το πρόσχημα ότι, αντίθετα με τις επιστημονικές κρίσεις που είναι αντικειμενικές, οι κρίσεις που εκφέρουν οι λαοί για όσα έκαναν ή έπαθαν είναι υποκειμενικές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι τυχαίες, μεροληπτικές, και επομένως αστήρικτες. Γατί; Γιατί αντλούν τη βασιμότητα και την αμεροληψία τους από την αντικειμενικότητα της επιστημονικά τεκμηριωμένης αλήθειας των ιστορικών γεγονότων. Γι’ αυτό μπορούν και απηχούν το κοινό αίσθημα δικαίου που η ιστορική μνήμη τους βοηθά να διαμορφώσουν.

Βέβαια, το κοινό αίσθημα δικαίου, κατά κανόνα, παραβιάζεται από το δίκαιο του ισχυρότερου, που δεν έπαψε να υπηρετεί η πολιτική της dominatio αιώνες τώρα. Γι’ αυτό και μια δημοκρατική, και πολύ περισσότερο μια αριστερή δημοκρατική πολιτική που υπερασπίζεται το κοινό αίσθημα δικαίου έχει λόγο ύπαρξης σε μια κοινωνία που επενδύει ελπίδες στην άσκησή της.

Το κοινό αίσθημα δικαίου υπερασπίζονται οι ποντιακές κοινότητες διεκδικώντας την αναγνώριση της γενοκτονίας των πατέρων τους. Και αν η αναγνώριση των γενοκτονιών στην Ιστορία δεν έχει τη σημασία που αξιώνει να έχει, δεν θα αντιδρούσαν τόσο έντονα όσοι τις διέπραξαν.

Υ.Γ.: Το άρθρο αφιερώνεται στον κερασούντιο προπάππου μου Ιωάννη, που φυλακίστηκε και απαγχονίστηκε το 1915, και στον κερασούντιο παππού μου Αλέξανδρο, που σύρθηκε στις πορείες του λευκού θανάτου λίγα χρόνια μετά.

*Βλ. J. Habermas, Knowledge and Human Interests, Heinemann, Λονδίνο 1972, Α. Δεληγιώργη, Φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών θετικιστικού, ερμηνευτικού και διαλεκτικού τύπου, Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2011.

ΠΗΓΗ

ΧΡΟΝΟΣ online περιοδικό με αφετηρία την Ελλάδα