«Τα θεοτικά γράμματα και τα άθεα γράμματα»

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Ευθύς εξ αρχής οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι τα παρακάτω γραφόμενά μου, κατά κύριο λόγο, συνιστούν μια απλή καταγραφή της νεότερης ιστορίας της ελληνικής εκπαίδευσης, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην αμέσως την Επανάσταση του 1821 περίοδο, κυρίως την Οθωνική. Τις τελευταίες ημέρες, για δεύτερη φορά έχω καταπιαστεί με το διάβασμα ενός λογοτεχνήματος, το οποίο από την χρονιά που εκδόθηκε (1951· μετέπειτα γνώρισε πολλές επανεκδόσεις), αποδίδει και ερμηνεύει σωστά την παραπάνω εποχή. Πρόκειται για το μυθιστόρημα Ο Παπουλάκος του Κωστή Μπαστιά, γνωστού στο χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων λογοτέχνη, δημοσιογράφου, εκδότη και αρχισυντάκτη μαχητικών λογοτεχνικών περιοδικών, όπως ήταν τα Ελληνικά Γράμματα.

Σκεπτόμενος εδώ και μέρες, τί θα μπορούσα να δημοσιεύσω σ’ αυτήν τη στήλη «Δράξασθε παιδείας», την οποία τα ΠΟΛΙΤΙΚΑ: http://www.politikalesvos.gr/  φιλόξενα μου προσφέρουν ανά δεκαπενθήμερο, κατέληξα τελικά στη σκέψη να καταγράψω κάποιους προβληματισμούς μου, για αν το σχετικό με την εκπαίδευση πύρινο κήρυγμα του Παπουλάκου, περί τα μέσα του 19ου αιώνα, μπορεί να επηρεάσει τα σημερινά εκπαιδευτικά μας πράγματα.

Ποιος, όμως, ήταν ο Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, ο επονομαζόμενος Παπουλάκος; Ολίγα τινά, πιστεύω ότι θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τη σπουδαιότητα του κινήματός του, και πώς αυτό συνεπήρε ολάκερο σχεδόν τον Ελληνισμό στα δύσκολα χρόνια συγκρότησης του νεοελληνικού κρατιδίου. Γι’ αυτόν τον φλογερό πατριώτη και κήρυκα επιστροφής στο πατροπαράδοτον, έχουν γραφεί πολλά· μέχρι και διδακτορικές διατριβές έχουν εκπονηθεί σε πανεπιστημιακές σχολές της Ελλάδας. Φρονώ ότι ο Παπουλάκος ανήκει σ’ εκείνη τη γενιά των Ελλήνων του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, ο οποίος επάξια συνέχισε το έργο του Πατροκοσμά του Αιτωλού. Θεωρήσεις που στα μαθητικά μας χρόνια συχνά – πυκνά έρχονταν στο φως, ότι δηλαδή, ήταν ένας αμαθής και θρησκόληπτος καλόγερος, σε καμιά περίπτωση σήμερα δεν ευσταθούν, αφού η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει το ακριβώς αντίθετο: το έργο του Παπουλάκου υπήρξε εγερτήριο σάλπισμα, ενάντια στην υπό το καθεστώς της Βαυαροκρατίας επιχειρούμενης τότε πνευματικής αλλοτρίωσης του Ελληνισμού. Στην προκειμένη περίπτωση, χαρακτηριστικό υπήρξε το εκπληκτικό του χάρισμα να συνεπαίρνει τον απλό λαό, μιλώντας στη γλώσσα του, παρακινώντας τον σε αγαθοεργίες και κοινωνική αλληλεγγύη. Ωστόσο, εκείνο που γοητεύει τον σημερινό ερευνητή της προσωπικότητας του Παπουλάκου είναι ο καταγγελτικός του λόγος ενάντια στον υπαλληλοποιημένο κλήρο, αλλά και στην κρατικοποιημένη την εποχή του εκπαίδευση, βασικοί δηλαδή πόλοι που συγκρότησαν το ελλαδικό κρατίδιο μετά το 1833.

Η καλύτερη απόδοση της δράσης του Παπουλάκου, πέραν των μελετών και των άρθρων που κατά καιρούς έχουν γραφεί, πιστεύω πως είναι το μυθιστόρημα του Κ. Μπαστιά. Αρκετοί από τους κριτικούς της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας – ενδεικτικά αναφέρω τους Κ. Θ. Δημαρά, Π. Χάρη, Β. Λαούρδα και Δ. Ρώμα – είδαν σ’ αυτό το μυθιστόρημα κάτι πολύ σημαντικό: το ζωντάνεμα της νεότερης ιστορίας μας.

Στο λογοτέχνημα του Μπαστιά στάθηκα κι εγώ πρόσφατα, ξαναδιαβάζοντάς το και διαβλέποντας σ’ αυτό το αριστούργημα τολμώ να πω, αρκετά στρεβλά που συμβαίνουν στη σημερινή εκπαίδευσή μας. Απ’ αυτό, βέβαια, το μυθιστόρημα άντλησα και τον τίτλο του σημερινού σημειώματός μου: «τα θεοτικά γράμματα και τα άθεα γράμματα». Όμως, προς αποφυγήν κάποιων παρεξηγήσεων, θα ήθελα να επισημάνω το εξής: τα λεγόμενα του Παπουλάκου για να έχουν τύχη και να επηρεάσουν θετικά το σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα, οφείλουμε να τα δούμε και να τα κρίνουμε υπό το φως της εποχής που ειπώθηκαν. Σ’ αυτήν την προοπτική, μπορούν και σήμερα να ωφελήσουν και γόνιμα να προβληματίσουν πολλούς από εμάς που διακονούμε την εκπαίδευση, μιας και τα τελευταία χρόνια ζούμε σε καιρούς ραγδαίων εκπαιδευτικών αλλαγών, παρόμοιων θα ‘λεγα με την περίοδο δράσης του Παπουλάκου.

Ο Κ. Μπαστιάς στο λογοτέχνημά του Ο Παπουλάκος, με ρέουσα λογοτεχνική γλώσσα περιγράφει ένα γεγονός εξαιρετικής σημασίας. Σ’ ένα από τα πολλά χωριά της Πελοποννήσου που περιόδευε ο φωτισμένος κήρυκας της λαϊκής ευσέβειας και θρησκευτικότητας, λέγει τα εξής καταπληκτικά: «χριστιανοί είμαι το ίδιο αμαρτωλός σαν και σας και κανένας δεν είναι άγιος. Τα κρίματά μας ξεπερνάνε και την άμμο της θάλασσας κι ούτε καν υποψιαζόμαστε κάθε φορά που θα κολαστούμε. Για τούτο ένας δρόμος μας μένει προς σωτηρία. Ο λόγος του Χριστού. Τα Βαγγέλια, οι Ψαλμοί, το Χτοήχι. Σε τούτα τα βιβλία είναι μαζωμένη όλη σοφία του κόσμου, όλη η αλάθευτη γνώση, κι αυτά μονάχα μπορούν ν’ αποκριθούν στον άνθρωπο, που ρωτά και που διψά να μάθει. Όξω απ’ αυτά, γνώση κι αλήθεια δεν υπάρχουν. Να τα μάθετε λοιπόν γράμματα τα παιδιά σας, αλλά να τα μάθετε γράμματα του Θεού κι όχι γράμματα του διαβόλου. Υπάρχουν δυο λογιώ γράμματα, αδέρφια μου συνέχισε ο Παπουλάκος. Τα θεοτικά γράμματα και τα άθεα γράμματα».

Είναι προφανές ότι εδώ ο Παπουλάκος, δια της πένας του Κ. Μπαστιά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αντιλαμβάνεται τον καημό προγενέστερων μεγάλων διδασκάλων του Γένους (Παχώμιου Ρουσάνου, Ευγένιου Βούλγαρη, Νικηφόρου Θεοτόκη, Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, για να αναφέρω μερικούς), που στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς στον Οθωμανό κατακτητή, πάλευαν να κρατήσουν ζωντανή τη γλώσσα και τη μακρόσυρτη ελληνορθόδοξη παράδοση του λαού μας. Επιφανειακή ανάγνωση των λεγομένων του Παπουλάκου σήμερα – και ομιλώ για κείνους που αρέσκονται σε θεωρήσεις του τύπου: όλα αυτά τυφλή θρησκοληψία είναι και άρνηση επιστημονικών επιτευγμάτων που η Δύση μας χάρισε τους τέσσερεις τελευταίους αιώνες – δεν μπορεί να γίνει. Για τον εξής απλό λόγο: στη σκέψη του Παπουλάκου, αλλά και κάθε αντίστοιχου σήμερα ανθρώπου που αγωνιά για την παρεχόμενη στα ελληνόπουλα εκπαίδευση, δεν διαβλέπουμε κανένα αντιδυτικισμό. Απεναντίας, ένας καλός γνώστης των ιστορικών δεδομένων και παραμέτρων της εποχής του, και της δικής μας βέβαια, ως ιστορικά παράλληλης, μιας και ακόμη ως λαός ψαχνόμαστε να βρούμε την ταυτότητά μας, άνετα θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι καθετί που σήμερα θυμίζει ελληνορθόδοξη παράδοση, συνεχώς το υποβαθμίζουμε και το θέτουμε στην άκρη, ωσάν να είναι ξεπερασμένο, ωσάν να μην ταιριάζει στην ευρωληγούρικη κουλτούρα μας, ως καλοί μεταπράτες που είμαστε, όπως θα ‘λεγε κι ο αξέχαστος Κωστής Μοσκώφ.

Για να συνταιριάξω τα λεγόμενα του Παπουλάκου με τα σημερινά εκπαιδευτικά μας πράγματα, από την πλευρά του εκπαιδευτικού θα πω και τούτο: θεϊκή και κοσμική σοφία, σ’ ένα λαό όπως ο δικός μας, που η κληρονομιά του στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες, είναι απαραίτητες να διδάσκονται, υπό την προϋπόθεση ότι η μια δεν θα μηδενίζει την άλλη. Τίμιος και ειλικρινής διάλογος και των δύο, στο σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα, μόνο μορφωτικά αγαθά μπορεί να προσφέρει στους νέους. Άλλωστε έτσι αποκτά βαρύνουσα σημασία και η θεώρηση σημερινού κορυφαίου διανοούμενου. Την αντιγράφω αυτούσια, όπως ακριβώς την παραθέτει σ’ ένα περισπούδαστο βιβλίο του: «Δίνοντας νόημα στην ιστορία, ορίζω τις προοπτικές της υπάρξεώς μου. Κάθε ερμηνεία του παρελθόντος, είναι μια πρόταση για το μέλλον. Αναφέρθηκα στην Ιστορία ωσάν σε χώρο όπου λειτουργούν ταυτοχρόνως αναγκαιότητες και υπερβάσεις. Επέμεινα, μάλιστα, στην οικουμενική διάσταση του χώρου. Συνεπώς, ζητώ να κατανοήσουμε πώς συνιστούμε ένα κόσμο με τη Δύση αλλά που δεν εκφράζουμε το ίδιο κέντρο μ’ αυτήν. Και πως, ακριβώς γι’ αυτό, όσο προσεγγίζουμε τη Δύση, τόσο πρέπει να ενισχύουμε την ιδιαιτερότητά μας. Πως εμείς δεν είμαστε ένας ακόμη από τους 10 ή 15 ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά ο ένας και ο μοναδικός – δυστυχώς – φορέας του άλλου κέντρου της οικουμένης μας». Κάπου εδώ, σ’ αυτό το άλλο κέντρο της οικουμένης, προσωπικά τοποθετώ τον Παπουλάκο και την ιδιαίτερα καυστική γλώσσα του για τα θεοτικά κι άθεα γράμματα.