ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

«Στα μονοπάτια της Ιστορίας, στο σταυροδρόμι πολιτισμών της Μακεδονίας: η βυζαντινή πόλη Βέροια και η αρχοντική Σιάτιστα»

«Στα μονοπάτια της Ιστορίας, στο σταυροδρόμι πολιτισμών της Μακεδονίας: η βυζαντινή πόλη Βέροια και η αρχοντική Σιάτιστα»

(Βλ. το σχετικό βίντεο-ταινιάκι της πολιτιστικής μας εξόρμησης: https://www.youtube.com/watch?v=u7G0DGOcKGs )

Γράφει η Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός

Η πόλη της Βέροιας , ένα κόσμημα στα μονοπάτια της Ιστορίας, ένας τόπος ευλογημένος, ξεχωριστός  στο σταυροδρόμι πολιτισμών της Μακεδονίας γεμάτος φυσικές ομορφιές και πολιτισμό, αιώνες τώρα,  συνεχίζει να ανθίζει, να γοητεύει τον επισκέπτη, που επιθυμεί με τις ψυχαγωγικές πολιτιστικές του εξορμήσεις να  μυείται συνεχώς στο Κάλλος, την Αρμονία στην έννοια της ιστορικότητας, ανθρώπων και μνημείων. Η πρωτεύουσα της Ερατεινής Ημαθίας είναι ένας τόπος ιστορικά αυθεντικός.  Αυτή αποτελεί και τη μαγεία της αναζήτησης  του κάθε ανήσυχου «οδοιπόρου» που θα την επισκεφτεί. Χειμώνα – καλοκαίρι το σεργιάνι στις παραδοσιακές γειτονιές της Κυριώτισσας και της Μπαρμπούτας,  που δείχνουν ανέγγιχτες από το χρόνο, αποτελεί μόνιμη απόλαυση για όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις. Ένας υπέροχος ιστορικός περίπατος ξεκινά από την Μπαρμπούτα, την πανέμορφη παλιά εβραϊκή συνοικία με την Συναγωγή των Ρωμαϊκών χρόνων. Επιβλητικά αρχοντικά με τα  σαχνισιά και τις κεραμιδένιες  στέγες,  πετρόχτιστα δρομάκια και στοές που βγάζουν στο κέντρο της πόλης. Ο εκπληκτικός ποταμός Τριπόταμος που διασχίζει το δυτικό μέρος της πόλης δημιουργεί μαγικές εικόνες με τα γεφυράκια και την κοίτη του, ενώ οι πάρα πολλές δημόσιες βρύσες αποδεικνύουν πως η ιστορία της Βέροιας συνδέεται με το νερό ακατάλυτα. Σχεδόν εξίσου ατμοσφαιρική με την Μπαρμπούτα –αλλά χωρίς ποτάμι– είναι και η Κυριώτισσα, η παλιά χριστιανική συνοικία, στην απέναντι πλευρά του κεντρικού δρόμου της πόλης, της οδού Μητροπόλεως. Οι χριστιανικές – βυζαντινές εκκλησίες και τα λιθόστρωτα σοκάκια της «ταξιδεύουν» τον επισκέπτη  σε άλλη εποχή. Ναι, υπάρχουν παντού  εκκλησίες στη Βέροια, σε κάθε στενό, σε κάθε γειτονιά,  για αυτό δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκε ως  «Μικρή Ιερουσαλήμ».

Κατηφορίζοντας την οδό Μητροπόλεως  η επιβλητική παρουσία του Δημαρχείου που διατηρεί την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του , δεν αφήνει αδιάφορο τον επισκέπτη. Ακριβώς απέναντι από το δημαρχείο  απλώνεται το σύγχρονο κέντρο της πόλης με  εμπορικά καταστήματα, φαρδείς   πεζόδρομους , καφέ και μαγαζιά εστίασης. Ο ιστορικός περίπατος ολοκληρώνεται στο «μπαλκόνι» της Βέροιας, το πάρκο της Εληάς. Εκεί ο επισκέπτης αποζημιώνεται από την υπέροχη θέα του εύφορου, αειφόρου κάμπου της Ημαθίας.

Η Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας , μνημείο- σύμβολο για την πόλη, συγκαταλέγεται στους μεγάλους επισκοπικούς ναούς, που οικοδομήθηκαν στη Μακεδονία κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, και ειδικότερα στον 11ο αιώνα. Στην κτητορική επιγραφή, που βρίσκεται χαραγμένη στο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου, αναφέρεται ο επίσκοπος Νικήτας, ο οποίος τοποθετείται χρονολογικά στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα.  Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με υποτυπώδες εγκάρσιο κλίτος. Στη σημερινή του μορφή δεν διασώζει το νότιο κλίτος, ωστόσο, ανασκαφική έρευνα κατά μήκος της νότιας πλευράς έχει αποκαλύψει τα θεμέλιά του, καθώς και τμήμα του νάρθηκα. Ο κυρίως ναός επικοινωνούσε μέσω τρίβηλου ανοίγματος με το νάρθηκα, που αναπτύσσεται στα δυτικά και καταλαμβάνει ολόκληρο το πλάτος του ναού. Στα ανατολικά προεξέχει η ημικυκλική αψίδα του ιερού βήματος, όπου ανοίγεται τρίλοβο παράθυρο, ενώ τα παραβλήματα είναι χωρίς κόγχες. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο σωζόμενος ζωγραφικός διάκοσμος του μνημείου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε σε διάφορες περιόδους. Με εξαίρεση την παράσταση του Χριστού Χαλκίτη στη δυτική πρόσοψη του βόρειου πεσσού του ιερού, που μπορεί να αποδοθεί στην υστεροκομνήνεια περίοδο, το μεγαλύτερο μέρος του διακόσμου χρονολογείται στο 13ο αιώνα και, ειδικότερα, στις περιόδους 1215/6-1224/5 και 1270-1290. Οι τοιχογραφίες, που κοσμούν τον ανατολικό τομέα του βόρειου κλίτους, ανάγονται στο 1320.

Κατά την οθωμανική περίοδο, ο ναός μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος και προσέλαβε την επωνυμία Χουνκιάρ Τζαμί. Στη φάση αυτή, το μνημείο απέκτησε μιναρέ και επιχρίσθηκε εσωτερικά και εξωτερικά. Τζαμιά με μιναρέδες επιβλητικούς, λουτρά με τρούλους που καμαρώνουνε στον ήλιο, μπεζεστένια  όπου αντηχούν φωνές πραματευτάδων, οξυκόρυφα γεφύρια  που βαστούν τους περαστικούς τους… πολύτιμα κομμάτια της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και ιστορίας αυτού του τόπου. Τρεις εκκλησίες οι Οθωμανοί μετέτρεψαν σε τζαμιά και άλλα, νέα, χτίσανε, στην πόλη της Βέροιας. Οι τοίχοι τους μιλάνε, και διηγούνται ιστορίες, Χριστιανών και Οθωμανών. Το τζαμί του Χουνκιάρ, δηλαδή του κατακτητή, το σπουδαιότερο τότε της πόλης, ήταν αποτέλεσμα της μετατροπής της Μητρόπολης της Βέροιας σε χώρο προσευχής των Οθωμανών. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, στο οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Κεντρικής, Αντωνίου Καμάρα, Περικλέους και Τρύφωνος. Η Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας, ναός αφιερωμένος στους Αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, είναι ένα από τα μεγαλύτερα σωζόμενα μεσοβυζαντινά κτίσματα στο χώρο των Βαλκανίων και από τους μεγαλύτερους επισκοπικούς ναούς που χτίστηκαν στη Μακεδονία στις αρχές του 11ου αιώνα, με μήκος 45 και πλάτος 21μ. Από αρχιτεκτονικής σκοπιάς, η Παλαιά Μητρόπολη ήταν τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με υποτυπώδες εγκάρσιο κλίτος και νάρθηκα. Ο διαχωρισμός των κλιτών γινόταν με διαδοχή πεσών και κιόνων, τα οποία φέρουν επίστεψη ιωνικών κιονοκράνων, ανόμοιων μεταξύ τους, καθώς αποτελούν σπόλια. Σε άγνωστη εποχή, ολόκληρο το νότιο κλίτος κατέρρευσε. Κατά τη μετατροπή του χριστιανικού ναού σε τζαμί, έλαβαν χώρα μετατροπές και καταστροφές, τόσο των δομικών του στοιχείων, όσο και της αγιογραφικής του διακόσμησης, προκειμένου αυτό να καλύψει τις λειτουργικές ανάγκες και την πίστη των κατακτητών. Ημικυκλικά τόξα παραθύρων μετατράπηκαν σε οξυκόρυφα, ενώ το βόρειο τμήμα του εγκάρσιου κλίτους αντικαταστάθηκε από ένα ραδινό μιναρέ. Οι Οθωμανοί κατακτητές κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό και επίχρισαν τον εσωτερικό τοιχογραφικό διάκοσμο που αποτελούνταν από τοιχογραφίες του 13ου κυρίως αιώνα. Επρόκειτο για μια ζωγραφική παράγωγη από διαφορετικά χέρια ζωγράφων, η προέλευση των οποίων θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο κράτος της Ηπείρου. Μετά την απελευθέρωση της Βέροιας, ο ναός επαναλειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα. Αργότερα μετατράπηκε σε κτήριο της Χριστιανικής Ένωσης Ορθοδόξων Βέροιας «Απόστολος Παύλος», ενώ κατά τη διάρκεια των πολέμων στέγασε κρατικές υπηρεσίες. Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, η Παλαιά Μητρόπολη χρησιμοποιήθηκε ως στάβλος. Η κήρυξη της Παλαιάς Μητρόπολης Βέροιας (Χουνκιάρ Τζαμί) ως προέχον βυζαντινό μνημείο έγινε το 1924 (Π.Δ.3-11-1924). Σήμερα, στα πλαίσια του ΕΣΠΑ 2007-2013, και του έργου «Αποκατάσταση της Παλαιάς Μητρόπολης Βέροιας» ολοκληρώνεται η αποκατάστασή της, με αυτεπιστασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας.

Το Βυζαντινό Μουσείο της Βέροιας στεγάζεται στον Μύλο του Μάρκου, ένα πρόσφατα ανακαινισμένο βιομηχανικό κτίριο των αρχών του αιώνα, το οποίο βρίσκεται στη γειτονιά της διατηρητέας συνοικίας της Κυριώτισσας. Περιλαμβάνει τρεις ορόφους, συνολικού εμβαδού 720 τ.μ. καθένας από τους οποίους  φιλοξενεί μια εννοιολογικά αυτοτελή ενότητα της μόνιμης έκθεσης. Το υλικό της μόνιμης έκθεσης περιλαμβάνει μέρος της πλούσιας συλλογής φορητών εικόνων, τοιχογραφίες από ναούς και κοσμικά κτίρια, ψηφιδωτά δάπεδα, χειρόγραφα και παλαίτυπα, έργα αγγειοπλαστικής και μικροτεχνίας, νομίσματα και ξυλόγλυπτα, ταφικά ευρήματα, αρχιτεκτονικά γλυπτά και μαρμάρινες επιγραφές.

Οι στόχοι που φιλοδοξεί να πετύχει το νέο μουσείο καθορίστηκαν με γνώμονα τη φυσιογνωμία της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία επιβάλλει σ’ αυτό να συνδυάσει όλες τις παραδοσιακές αξίες του μουσείου ως οργανισμού, με το ενδιαφέρον για την ενεργό και αμφίδρομη συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς φορείς. Το μουσειολογικό πρόγραμμα είναι βασισμένο στην ιδέα ενός μουσείου με περιφερειακό χαρακτήρα, το οποίο θα παραπέμπει στον πολιτισμό όλης της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, συμπληρώνοντας παράλληλα τις συλλογές της Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα η Έκθεση του πρώτου ορόφου με την οποία εγκαινιάστηκε το μουσείο, παρουσιάζει τα κύρια στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού μέσα από το παράδειγμα της Βέροιας, μιας πόλης της περιφέρειας της αυτοκατορίας με σημαντική ιστορία και αξιόλογο μνημειακό πλούτο. Κύριος άξονας της οργάνωσης του εκτιθέμενου υλικού είναι οι ποικίλες πολιτισμικές σχέσεις μεταξύ της Βέροιας και των μεγάλων κέντρων του βυζαντινού κόσμου, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη, αλλά και με τις πόλεις του εγγύτερου μακεδονικού χώρου. Η επικοινωνία των πόλεων ανιχνεύεται πολύπλευρα: στη λατρεία, στην τέχνη, στις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές, αλλά και στο ανθρώπινο δυναμικό, το βασικό φορέα διάδοσης των κυρίαρχων ιδεών. Με κριτήριο την πληροφορία που το ίδιο το αντικείμενο εμπεριέχει, καταρτίστηκαν πέντε ενότητες οι περισσότερες από τις οποίες φέρουν το συμβατικό τίτλο της πόλης με την οποία σχετίζεται η Βέροια. Πεδία μελέτης αυτής της επικοινωνίας είναι η Κωνσταντινούπολη που εκφράζει την παραγωγή του κέντρου, η Θεσσαλονίκη που αντανακλά την πρωτεύουσα και η Καστοριά, ως παράλληλο παράδειγμα πόλης της περιφέρειας. Πτυχές από την “κοινή γλώσσα” παρουσιάζονται ενδεικτικά μέσα από τα μνημεία της Βέροιας σε όλη τη μακρά ιστορία του Βυζαντίου, αλλά και στο μετα-Βυζάντιο, ιδιαίτερα μέσα από έργα ζωγραφικής, μιας τέχνης που εκπροσωπήθηκε πλουσιοπάροχα στην περιοχή. Τέλος, και σύμφωνα με τον συντάκτη αρχαιολόγο του ενημερωτικού  αυτού σημειώματος Αντώνιο Πέτκο, έμφαση δίνεται στη συμβολή του ανθρώπινου δυναμικού, των καλλιτεχνών, οι μετακινήσεις των οποίων συνέβαλαν στην διάδοση των ιδεών, των αισθητικών αξιών και των ιδεολογικών ρευμάτων της αυτοκρατορίας.

 

 

Το αρχαιολογικό Μουσείο της Βέροιας φιλοξενεί ευρήματα από αρχαιολογικούς χώρους του νομού Ημαθίας που χρονολογούνται στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Η εικόνα όμως αυτή δεν είναι αντιπροσωπευτική, καθώς στις αποθήκες υπάρχει πλήθος σημαντικών ευρημάτων και από τους προϊστορικούς χρόνους (π.χ. Νέα Νικομήδεια), αλλά και από την εποχή του Σιδήρου (Νεκροταφείο Τύμβων Βεργίνας). Στον κήπο επίσης του Μουσείου υπάρχει μεγάλος αριθμός επιτύμβιων και τιμητικών βωμών, καθώς και διαφόρων τύπων επιγραφές. Σημαντικότερο έκθεμα του Μουσείου είναι η επιγραφή με το “Γυμνασιαρχικό” Νόμο της Βέροιας (κανονιστικό κείμενο της λειτουργίας του Γυμνασίου της αρχαίας πόλης). Το κτίριο του Μουσείου είναι ισόγειο και περιλαμβάνει τρεις αίθουσες εκθεμάτων. Στην πρώτη εκτίθενται ευρήματα από ταφικά σύνολα των ελληνιστικών χρόνων (αγγεία, όπλα, κοσμήματα) και μια μακέτα θαλαμωτού τάφου της Βέροιας. Η δεύτερη αίθουσα περιλαμβάνει γλυπτά, επιγραφές, αγγεία και ειδώλια των ελληνιστικών χρόνων, ενώ η τρίτη γλυπτά έργα, πορτραίτα, ειδώλια και κοσμήματα της ρωμαϊκής περιόδου. Το Μουσείο υπάγεται υπηρεσιακά στη ΙΖ’ ΕΠΚΑ Εφορία Αρχαιοτήτων.

Κολυμπήθρα και χωνευτήρι επιδρομέων, φύλων, σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, η Βέροια ενσωμάτωσε ήθη και έθιμα, παραδόσεις και θρησκείες στον καμβά ενός πλούσιου πολιτισμικού παρελθόντος. Μια πόλη κόσμημα στην οποία ο ταξιδιώτης μπορεί να ζήσει μοναδικές εμπειρίες και να επιστρέψει ξανά για να συνεχίσει να ζει το γοητευτικό του όνειρο.

Στη συνέχεια του πολιτιστικού μας δρομολογίου, οι δυο φιλόλογοι καθηγήτριες Ηλιάδη Αμαλία και Αγναντή Μαρία που σχεδιάσαμε και βιώσαμε αυτή την αξέχαστη πολιτιστική διαδρομή, άξια σήμερα νοσταλγικής αναπόλησης, ανηφορίσαμε στην αρχοντική Σιάτιστα. Η Σιάτιστα αν και κατέχει μια απομονωμένη θέση  στη Δυτική Μακεδονία, αποτελεί, από το 1600 περίπου, ένα αξιόλογο βιοτεχνικό κέντρο. Οι κάτοικοί της ασχολούνται κυρίως με την υφαντική, τη γουνοποιία, τη βαφική τέχνη και την αμπελοκαλλιέργεια. Αρχίζει ταυτόχρονα μια εμπορο-αγωγιάτικη δραστηριότητα των Σιατιστινών προς τα Γιάννενα, που με τον καιρό επεκτείνεται προς τα βόρεια, τη Βενετία, τη Ρωσία και περισσότερο στην Κεντρική Ευρώπη, τη Βουδαπέστη και τη Βιέννη. Έτσι φτάνει να γνωρίσει κατά το 18ο και 19ο αιώνα τεράστια οικονομική ακμή, που υπέστη κάποια κάμψη στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η Αυστρία, μετά τον ατυχή πόλεμο με τη Γαλλία, καταστράφηκε οικονομικά και παρέσυρε στην πτώχευση και πολλούς εμπορικούς οίκους της Σιάτιστας. Η επαφή αυτή των Σιατιστινών με τον πολιτισμό της ελεύθερης Ευρώπης είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική και κοινωνική ανάπτυξή τους και την άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου. Όλα σχεδόν τα αρχοντικά της είναι οικοδομημένα πάνω στο ίδιο περίπου σχέδιο και με την ίδια διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων. Εξωτερικά πρόκειται για διώροφα σπίτια, που επιβάλλονται με τον όγκο τους, τους ψηλούς, πέτρινους κι απόρθητους τοίχους της αυλής και τις πολεμίστρες που ανοίγονται σε διάφορα σημεία για την προστασία τους από τις αλβανικές επιδρομές. Εκείνο που χαρακτηρίζει το εσωτερικό τους είναι οι άνετοι και πλούσια διακοσμημένοι χώροι οι οποίοι χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια, αλλά διατηρείται και η εσωτερική επικοινωνία μεταξύ τους, με την ύπαρξη ενός πυρήνα, γύρω από τον οποίο γίνεται η διάταξη των χώρων. Τον πυρήνα αυτόν τον συναντάμε μπαίνοντας από τη χαμηλή πόρτα της εισόδου στο ισόγειο. Πρόκειται για μια πλακοστρωμένη αυλή, τη μεσιά ή εμπατή από την οποία ξεκινούν δυο σκάλες. Η δεξιά οδηγεί στον πρώτο όροφο και η αριστερή στο δεύτερο, το ανώι. Όλος ο υπόλοιπος χώρος του ισογείου καταλαμβάνεται από αποθήκες (μαγαζιά), το κατώι, όπου φύλαγαν τα βαρέλια του κρασιού και το πουστάβι, το πατητήρι δηλαδή των σταφυλιών. Ανεβαίνοντας τη δεξιά πέτρινη σκάλα βρισκόμαστε σε έναν ανοιχτό διάδρομο, που περιβάλλει από τρεις πλευρές τη μεσιά, σαν εσωτερικός εξώστης, και φέρει προστατευτικά κάγκελα. Στο διάδρομο αυτό βγάζουν τα δωμάτια του πρώτου ορόφου, τα οποία καταλαμβάνουν τις τέσσερις γωνίες του. Είναι οι χειμωνιάτικοι οντάδες, όπου έμεναν οι οικογένειες το χειμώνα. Ανάμεσα στα δωμάτια της βορινής πλευράς μένει ένας ελεύθερος χώρος, που φωτίζεται από μια σειρά δύο ή τριών παραθύρων, ο ντηλιακός. Το επίπεδο του ντηλιακού βρίσκεται ένα σκαλοπάτι ψηλότερα από το διάδρομο, από τον οποίο συχνά χωρίζεται με ωραία σκαλιστά κάγκελα και λεπτές κολόνες, που συνδέονται στο πάνω μέρος τους με ελαφρά τόξα. Οι τοίχοι του είναι επενδυμένοι με ξύλο, ζωγραφισμένα με πολύχρωμα σχέδια και η οροφή είναι στολισμένη με ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις. Είναι λοιπόν ο ωραιότερος χώρος του ορόφου αυτού και χρησιμεύει σαν χώρος υποδοχής στις γιορτές.

Την εποχή της ακμής της η Σιάτιστα αριθμούσε πάνω από 12.000 κατοίκους. Αυτό το μαρτυρεί τόσο η έκτασή της όσο και ο αριθμός των σπιτιών, των ενοριών κ.λ.π. τον καιρό εκείνο. Ένας τέτοιος πληθυσμός δεν μπορούσε φυσικά να εξυπηρετηθεί οικονομικά με τα λίγα και φτωχά χωράφια, αλλά ούτε η αμπελουργία και η κτηνοτροφία στάθηκαν ικανές να απορροφήσουν όλο το εργατικό τους δυναμικό. Γι’ αυτό οι κάτοικοί της αναζήτησαν άλλους τρόπους για να ζήσουν, τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Κάτω από τους όρους αυτούς η κοινωνική και οικονομική διάρθρωση της Σιάτιστας διαμορφώθηκε σιγά- σιγά σε αστική. Η αμπελουργία ήταν τότε ο κυριότερος κλάδος της γεωργίας, αλλά οι περισσότεροι αμπελουργοί ήταν συγχρόνως και κατά κύριο λόγο έμποροι ή βιοτέχνες. Όσο για την κτηνοτροφία περιοριζόταν πάντοτε, όπως και στις μέρες μας, στη συντήρηση αιγοπροβάτων.

Ο αστικός χαρακτήρας της Σιάτιστας, λοιπόν, την χαρακτηρίζει από πολύ παλιά ως πόλη. Στην εποχή ακόμη της Τουρκοκρατίας την ώθησε στο εμπόριο και τη βιοτεχνία. Αργότερα και μέχρι το 1940 την ανάγκασε να αναπτύξει την επεξεργασία των φύλλων του καπνού. Ο αστικός αυτός χαρακτήρας είχε σαν συνέπεια το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού της υποαπασχολούνταν πάντοτε και αναγκαζόταν να ζητά διέξοδο στη μετανάστευση, επί τουρκοκρατίας στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, στις αρχές του αιώνα μας την Αμερική και αργότερα στην Αυστραλία και μεταπολεμικά στην Αμερική, την Αυστραλία και τη Γερμανία.

Όψεις  Αρχαίου,  Βυζαντινού  και Νεότερου πολιτισμού, Μνημεία  και  Προσωπογραφίες της κοινωνίας της αρχαιότητος και της βυζαντινής περιόδου περιδιαβαίνουμε ως φιλέρευνοι περιηγητές στις ελληνικές πολιτείες… Η επίσκεψή μας εκεί είναι μια αποκάλυψη ζωής μέσα στα χαλάσματα: οι αρχαίες πέτρες, τα παλιά σπίτια, τα ξεχασμένα παλάτια των αρχόντων μας μιλούν για το μεγαλείο της αρχαιότητος, του Βυζαντίου, της χαμένης μας ελληνικής αυτοκρατορίας, μα και της νεότερης ελληνικής κοινωνίας της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Θαυμάσαμε  τόσα και σημαντικά μνημεία… που μας κατέκλυσε η ρομαντική διάθεση μιας άλλης εποχής, με αργούς ρυθμούς, με στενή επαφή με το φυσικό περιβάλλον… έτσι, η Βυζαντινή εκκλησία, τα αρχοντικά παρεκκλήσια, τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια που επιτυχώς αναστηλώνονται και ανακατασκευάζονται, μας γέμισαν με πολύτιμες πολιτισμικές γνώσεις και εμπειρίες.

Εξάλλου, ο τουρισμός δηλώνει την προσωρινή μετακίνηση ανθρώπων από τον τόπο διαμονής του σε άλλους τόπους για ψυχολογικούς, ψυχαγωγικούς και μορφωτικούς λόγους. Συνιστά πραγματική ψυχαγωγία που ωθεί την ανθρώπινη ύπαρξη να συνδυάζει τη γνώση με την ψυχαγωγία. Το σχολείο προσφέρει στους μαθητές τη δυνατότητα της πολιτισμικής-τουριστικής αγωγής μέσω της εκπαιδευτικής τουριστικής κίνησης που υλοποιείται από τις εκδρομές των σχολείων στο εσωτερικό. Κατά τη διάρκεια του διδακτικού έτους και κυρίως την  άνοιξη η εκπαιδευτική κοινότητα πραγματοποιεί μονοήμερες και πολυήμερες εκδρομές και εκπαιδευτικές επισκέψεις. Οι μαθητές γίνονται κοινωνοί της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, μυούνται στην κουλτούρα μας, κοινωνικοποιούνται, αναπτύσσουν διανθρώπινες σχέσεις, αλλάζουν παραστάσεις και αναζωογονούν την ψυχή και το πνεύμα τους. Όλα αυτά θα ήταν ανέφικτα, εάν το  σχολείο και οι λειτουργοί του ήταν απρόθυμοι, παρόντες δημόσιοι υπάλληλοι. Όμως, ακούραστοι, πρόθυμοι και δημιουργικοί παιδαγωγοί αναλαμβάνουν με κάθε κόστος  να οργανώσουν και να υλοποιήσουν  μετακινήσεις μαθητών.

Ακόμα, λοιπόν, και οι ιδιωτικές εκπαιδευτικές μας εξορμήσεις, ουσιαστικού περιπατητικού-περιηγητικού χαρακτήρα, μας εφοδιάζουν με πλήθος μορφωτικά ερεθίσματα και πάμπολλα κίνητρα μελέτης: για τις ποικίλες διαστάσεις και όψεις  του   πολιτισμού μας, για τα πρόσωπα, την Τέχνη, τον Υλικό  βίο, τον πνευματικό  πολιτισμό,  τα Μνημεία που τον σφράγισαν ανεξίτηλα, για τους μεγάλους του Σταθμούς – Κόμβους, για την  Ιδεολογία και τη  ζωή  στην Αρχαία,  Βυζαντινή  και Νεότερη Ελληνική Κοινωνία  μέσα  από  την  εικονογραφία, η οποία αποκαλύπτει  πτυχές  της  καθημερινότητας. Προσεγγίζουμε με τον τρόπο αυτό γνωστικά, βιωματικά, συναισθηματικά τον  Ελληνικό  πολιτισμό  με  στόχο  τη  βαθύτερη  κατανόησή  του, «διαγράφουμε» προσωπικότητες  στην  ιστορική του εξέλιξη  με  στόχο  τη  συνειδητοποίηση  εκ  μέρους  τους του  ρόλου  του  προσώπου  στην  Ιστορία, διαπιστώνουμε  τη  σημασία  του   πολιτισμού  ως  μέσου  «ταυτότητας», εντοπίζουμε   ιστορικές  πηγές, συλλέγουμε   εικονογραφικό  υλικό  και το κατατάσσουμε  σε  κατηγορίες, επισκεφθήκαμε και ξεναγηθήκαμε σε   μουσεία  και  εκθέσεις  με  σχετικά  εκθέματα  για  τον αρχαίο ελληνικό και  βυζαντινό  πολιτισμό. Εμπεδώνουμε με τον τρόπο αυτό τη διαθεματικότητα  ως προς τα πεδία  σύνδεσης  με  τα  προγράμματα  σπουδών  των  αντίστοιχων  γνωστικών  αντικειμένων της Ιστορίας, των  Εικαστικών – Ιστορίας  της  Τέχνης – Αρχαιολογίας, της  Έκθεσης – Έκφραση  Ιδεών, της Πολιτικής  και  Κοινωνικής  Αγωγής.

Με το πλούσιο εκπαιδευτικό και μορφωτικό υλικό που συγκεντρώνουμε ως ιδιώτες ταξιδευτές-εκπαιδευτικοί  στη διάρκεια της επιμορφωτικής μας εκδρομής, αφού η συνεχής ενημέρωση, αναζήτηση και  επί της ουσίας  επαγγελματική μας εξέλιξη αποτελεί για μας τρόπο ζωής, καταγράφοντας παράλληλα υπό μορφή σημειώσεων και σκαριφημάτων, φωτογραφίζοντας και αποτυπώνοντας στοιχεία ελληνικού  πολιτισμού,   αισθανόμαστε έτοιμοι να επεξεργαστούμε στο άμεσο μέλλον  της επόμενης σχολικής χρονιάς  τα επιμέρους θέματά μας,   σύμφωνα με το  χρονοδιάγραμμα-προγραμματισμό μας, δημιουργώντας  θεματικές  ενότητες  και  προβάλλοντάς τες  σε  ψηφιακή  μορφή , συσχετίζοντας  Τέχνη, Μνημεία  και  Πρόσωπα, μετά, φυσικά, από συζήτηση και εξαγωγή  συμπερασμάτων. Γιατί για ορισμένους εκπαιδευτικούς το επάγγελμα-λειτούργημά είναι ένα από τα πιο ικανοποιητικά, δημιουργικά και ενδιαφέροντα επαγγέλματα. Το γεγονός αυτό δεν  έχει αναγνωρισθεί στις πραγματικές του διαστάσεις ακόμα και από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Γιατί  οι εκπαιδευτικοί συνήθως δεν αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους  ως ενήλικες διανοούμενοι. Οι θέσεις και οι απόψεις τους   που έχουν ως επίκεντρο τον εκπαιδευτικό τους ρόλο, συνήθως, πάσχουν από την πρακτική της καθημερινότητάς τους: ότι δηλαδή βιώνουν «λύσεις» εκπαιδευτικών προβλημάτων  σε κοινωνικοπολιτικό και ιδεολογικό κενό, καθώς «αποσιωπούν», ως προς την πρακτική τους αξιοποίηση,  τις κοινωνικές- διαπροσωπικές δημιουργικές-επιμορφωτικές σχέσεις στην κοινωνία και στο σχολείο, με αποτέλεσμα τα βιώματά τους να μην έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα στις καθημερινές συνθήκες εργασίας και στο έργο τους και να μη δημιουργούν προϋποθέσεις για μετασχηματιστική παρέμβαση και αλλαγή.

(Βλ. το σχετικό βίντεο-ταινιάκι της πολιτιστικής μας εξόρμησης: https://www.youtube.com/watch?v=u7G0DGOcKGs )

 

 

 

 

 

 

 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση