ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

«Περί κρίσης»

Κάτω από: ΓενικάΑΜΑΛΙΑ ΗΛΙΑΔΗ στις 5:04 μμ στις 30 Σεπτεμβρίου, 2015

«Περί κρίσης»

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Φιλόλογος-Ιστορικός, Μεταπτυχιακό δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.

Η εκτενής, συστηματική φοροδιαφυγή, συνήθως νομιμοφανής, είναι πολλαπλό πλήγμα για τα κράτη: τα κράτη προσφέρουν διευκολύνσεις υποδομών και βεβαίως αγορές, χωρίς να έχουν ανταποδοτικά οφέλη, ώστε να μπορούν να τροφοδοτούν τις κρατικές λειτουργίες και τις δράσεις της κοινωνικής πρόνοιας. Το σημαντικότερο όμως είναι η απομείωση της κρατικής και κατ’ επέκτασιν της λαϊκής κυριαρχίας. Ένα κράτος που αδυνατεί να συλλέξει φόρους, δίκαια και αναλογικά, χάνει ουσιαστικά τα κυριαρχικά του δικαιώματα και δείχνει τη δημοκρατία ανίσχυρη να εγγυηθεί ισονομία και ισοπολιτεία για όλους.

Αναζητώντας τα αίτια αυτής της καταγεγραμμένης αδυναμίας, φτάνουμε στην έλλειψη βούλησης των πολιτικών ηγεσιών να περιορίσουν δραστικά τη φοροδιαφυγή. Με το σχετικά ουδέτερο «έλλειψη βούλησης» περιγράφεται βέβαια μια μεγάλη μετατόπιση ισχύος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, μια τεράστια μόχλευση του δημοκρατικού κράτους. Έχει περάσει μισός αιώνας από την ανησυχητική διαπίστωση του προέδρου των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ για την ανεξέλεγκτη υπερεξουσία του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος. Στα χρόνια που ακολούθησαν άλλαξαν όχι μόνο οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί αλλά και τα συμπλέγματα απέκτησαν άλλες μορφές, έγιναν χρηματοπιστωτικά συμπλέγματα, με νέα εργαλεία και κυρίως ασύμμετρα μεγάλη ισχύ, πολλαπλάσια από την εποχή της προφητικής περιγραφής του ρεπουμπλικανού Αϊκ. Στην καρδιά της δημοκρατικής Ευρώπης, είδαμε πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, πολιτικούς ηγέτες να ολιγωρούν σε ζητήματα ρύθμισης και ελέγχου, και αργότερα να προσλαμβάνονται ως σύμβουλοι από οικονομικούς κολοσσούς. Αρκεί να δούμε την πορεία των Μπλερ και Σρέντερ.

Όπως έχουν τονίσει πολλοί επιστήμονες, αναλυτές και πολιτικοί, αυτός ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, με τα κρυμμένα αφορολόγητα κέρδη, με τη γιγάντωση του κερδοσκοπικού κεφαλαίου εις βάρος του παραγωγικού κεφαλαίου, με την περιφρόνηση των κρατών, είναι μη συμβατός με τη δημοκρατία, δεν τη χρειάζεται τη δημοκρατία και δεν την ανέχεται πια. Συνάγεται από όσα λένε οι επικεφαλής του ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ. Και από την πρόσκληση που απευθύνουν για συντονισμένη διεθνή δράση.

Είναι η στιγμή κατά την οποία οι αποφάσεις θα γείρουν αποφασιστικά την πλάστιγγα προς την αναπαραγωγή της κρίσης ή προς την οριστική έξοδο από αυτή. Γι’ αυτό, οι αποφάσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται με γνώμονα τις πρόσκαιρες διαθέσεις διαφόρων θιγόμενων αλλά από τα μακροπρόθεσμα, θετικά αποτελέσματα για το σύνολο των κοινωνικών μας δυνάμεων.

Γιατί όμως, θεωρούμε ότι η στιγμή είναι κρίσιμη; Πώς μπορούμε λοιπόν, αντίθετα από τον Σίσυφο, να ολοκληρώσουμε το ανέβασμα του τρομερού βράχου στην κορυφή του λόφου και να μην τον αφήσουμε να κυλήσει πάλι πίσω;

Ένα πρώτο και άμεσο θέμα είναι η αποκλιμάκωση της υπερβολικής φορολόγησης που έχει βαρύνει κάθε Έλληνα –μισθωτό, επιχειρηματία, οικογενειάρχη. Η επιπόλαιη και ασύμμετρη φορολογική πολιτική της χώρας μας, λειτουργεί ως ένα από τα μεγαλύτερα αντικίνητρα για τις παραγωγικές επενδύσεις και την αύξηση της απασχόλησης. Η απίστευτη ελληνική γραφειοκρατία, το υψηλό ενεργειακό κόστος, η υπερφορολόγηση και το αυξημένο μη μισθολογικό κόστος της εργασίας αποτελούν τροχοπέδη για τη βιομηχανική μας ανάπτυξη, ιδιαίτερα στον μεταποιητικό τομέα.

Σήμερα, ίσως είναι η στιγμή να υιοθετήσουμε αποφασιστικά αυτό που πολλοί λένε, ακόμα και υψηλόβαθμα στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ότι πλέον βρισκόμαστε σε μία οικονομική φάση όπου η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης είναι πιο σημαντική για την ανάκαμψη από την περαιτέρω διευκόλυνση της χρηματοδότησης από τις τράπεζες.

Προφανώς, είναι σημαντικό και οι ελληνικές τράπεζες να παίξουν τον δικό τους ρόλο για την ενίσχυση της Ανάπτυξης – ρόλος όχι εύκολος αλλά πάντως επιτεύξιμος μετά τις επιτυχείς ανακεφαλαιοποιήσεις, τα τεστ αντοχής και την πρόβλεψη επιστροφής σε κερδοφορία.

Ας κλείσουμε με τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν στο ζήτημα της μεταρρύθμισης στον δημόσιο τομέα. Αν εξαιρέσουμε τις μειώσεις μισθών (που δεν είναι μεταρρύθμιση), πολύ λίγα πράγματα έχουν γίνει για την ανασυγκρότηση και εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης στον τόπο μας. Παρωχημένη συνδικαλιστική νοοτροπία, παλαιοκομματικές αγκυλώσεις, χαμηλή παραγωγικότητα, ισοπεδωτική μισθολογική πολιτική και αρκετή διαφθορά είναι ορισμένες μόνον από τις παθογένειες που εξακολουθούν να δυναστεύουν τη δημόσια διοίκηση. Κι όμως, χωρίς πολύ καλό δημόσιο τομέα δύσκολα αναπτύσσεται η οικονομία μιας χώρας.

Είναι η στιγμή λοιπόν να δούμε τις βαθύτερες αλλαγές που έχει ανάγκη ο δημόσιος τομέας. Οι περικοπές μισθών και οι αλόγιστες υπερφορολογήσεις δεν δίνουν καμία προοπτική. Οι μεταρρυθμίσεις που θα ωθήσουν τη δημόσια διοίκηση κοντά στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές είναι αυτές που θα υποστηρίξουν μία γενικότερη αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Είναι χαρακτηριστικές οι συγκρούσεις γύρω από το πρόβλημα του κράτους. Χωρίς ισχυρό κράτος καμία πολιτική δεν μπορεί να εφαρμοστεί αποτελεσματικά, κάθε ανεπτυγμένη οικονομία στηρίζεται σε ένα ισχυρό κράτος – αυτά και άλλα είναι κοινός τόπος, πασίγνωστα. Το «δικό μας» κράτος ήταν διαλυμένο στο απέραντο τέλμα των πελατειακών σχέσεων, εχθρικό προς τον πολίτη και την ανάπτυξη, περίσσευε εκεί όπου ήταν άχρηστο και απουσίαζε όπου κι όποτε το χρειαζόσουν. Ήταν χρήσιμο μόνο για να αναλαμβάνει το ρίσκο ενός συνεχούς υπέρογκου δανεισμού και να διανέμει το προϊόν αυτού του δανεισμού (με δημοκρατικές και συναινετικές διαδικασίες…) ώστε να αναπαράγεται το μοντέλο του παρασιτικού καπιταλισμού. Με το ξέσπασμα της κρίσης, η μεταρρύθμιση του κράτους θα ήταν, λογικά, πρώτο θέμα στην ημερήσια διάταξη. Θα έπρεπε δηλαδή να τεθούν και να απαντηθούν τρία θεμελιώδη ερωτήματα: (α) Τι τύπο κράτους χρειαζόμαστε, τι κράτος θέλουμε; (β) Ποια θα είναι η δομή του, ώστε να υπηρετεί τους στόχους που του θέτουμε; (γ) Ποιες προδιαγραφές πρέπει να έχουν όσοι θα εργάζονται σε αυτό, με ποια κριτήρια θα γίνεται η στελέχωσή του και η αξιολόγηση; Αυτά, τα θεμελιώδη και αυτονόητα, δεν τέθηκαν και δεν απαντήθηκαν.

Πόση απόσταση έχουμε διανύσει από τότε που βίαια ξέσπασε η κρίση, στην κατεύθυνση της ανασυγκρότησης της οικονομίας και της χώρας; Οι θεσμοί είναι εξουθενωμένοι, η διαπλοκή, το πολιτικό χρήμα, τα συμφέροντα της φοροδιαφυγής και της ανομίας είναι ισχυρά – λες, έμειναν άθικτα ή ενισχύθηκαν μέσα στην κρίση που ταλανίζει όλη την άλλη Ελλάδα. Η οικονομία είναι εξασθενημένη, η παραγωγική δυναμικότητα συρρικνωμένη, η αποεπένδυση είναι σε ιστορικά υψηλό σημείο (οι αποσβέσεις υπερβαίνουν τις επενδύσεις…), τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα (π.χ. ασφαλιστικό) παραμένουν άλυτα. Ως εκ τούτου, η δημοσιονομική ισορροπία πόρρω απέχει από το να καταστεί διατηρήσιμη, τα πρωτογενή πλεονάσματα που είχαν τεθεί ως στόχοι δεν είναι επιτεύξιμα, η εξωτερική ισορροπία της οικονομίας είναι εύθραυστη στο πρώτο φύσημα μιας έστω ασθενικής ανάκαμψης, η μεγάλη ανεργία είναι η βάση της πρωτοφανούς ανθρωπιστικής κρίσης που καταγράφεται και επίσημα από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: 2,5 εκατ. άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας κι άλλοι 3,8 εκατ. αντιμετωπίζουν το ίδιο κίνδυνο. Η χώρα ασθμαίνει οπισθοδρομώντας ή, στην καλύτερη περίπτωση, τρέχοντας επιτόπου.

(Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη).



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση