ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

«Προτεινόμενες ερμηνείες για το φαινόμενο του φασισμού- ναζισμού από τη νεότερη και σύγχρονη ιστορική έρευνα» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

«Προτεινόμενες ερμηνείες για το φαινόμενο του φασισμού- ναζισμού από τη νεότερη και σύγχρονη ιστορική έρευνα»

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Η  αντίληψη  ότι  ο  φασισμός  θα  πρέπει  κατά  κύριο  λόγο  να  κατανοηθεί  ως  φορέας  «του  καπιταλισμού»  ή  των  «μεγάλων  επιχειρήσεων», του  «χρηματιστικού  καπιταλισμού», του  «κρατικομονοπωλιακού  καπιταλισμού», ή  οιουδήποτε  λογικού  συνδυασμού  των  παραπάνω, είναι  μια  από  τις  πιο  παλιές  και  πιο  διαδεδομένες  ερμηνείες, και  για  πολλές  δεκαετίες  χρησίμευσε  ως  η  επίσημη  θεωρία  του κομουνισμού  για  το  φασισμό.

Αν  και  αργότερα  οι  διαφωνούντες  ή  οι  πιο  κριτικοί  κομουνιστές  θα  προσέφεραν  διεξοδικότερες  και  πιο  επεξεργασμένες  θεωρίες, η  «θεωρία  του  φορέα»  υιοθετήθηκε  από  την  Τρίτη  Διεθνή  το  1924  ως  η  επίσημη  ερμηνεία  του  φασισμού (και  του  γερμανικού  εθνικοσοσιαλισμού) και  κωδικοποιήθηκε  επίσημα  το  1935  στον  ορισμό  του  φασισμού  ως  «ανοικτής  τρομοκρατικής  δικτατορίας  των  πιο  αντιδραστικών, πιο  σοβινιστικών  και  πιο  ιμπεριαλιστικών  στοιχείων  του  χρηματιστικού  κεφαλαίου». Οι  κυριότεροι  Δυτικοί  μαρξιστές  υποστηρικτές  αυτής  της  αντίληψης  στη  δεκαετία  του ’30  ήταν  ο  Ρ. Πάλμε  Ντατ  και  ο  Ντανιέλ  Γκερίν.

Άμεσα  συναρτημένη  με  την  κομουνιστική  αντίληψη  του  φορέα  ήταν  η  έννοια  ενός  είδους  «παν-φασισμού», που  θεωρούσε  ότι  αφότου  ο  φασισμός  παρουσιάστηκε  ως  όργανο  του  χρηματιστικού  κεφαλαίου, όλες  οι  άλλες  δυνάμεις  που  «υπηρετούν»  τον  καπιταλισμό  ήταν  επίσης  «αντικειμενικά  φασιστικές». Σ’ αυτές  φιγουράριζαν  όχι  μόνον  όλες  οι  δεξιές  αυταρχικές  δυνάμεις  και  καθεστώτα, αλλά  επίσης, περισσότερο  προεξάρχοντες  και  ύπουλοι, μάλιστα, αυτοί, οι  σοσιαλδημοκράτες  που  στα  δημοκρατικά  συστήματα  «συνεργάζονταν»  με  τις  καπιταλιστικές  δυνάμεις. Έτσι, ήδη  από  το  1924, οι  σοσιαλιστές  έγιναν  «σοσιαλφασίστες» – που  αντικειμενικά  ήταν  οι  πιο  επικίνδυνοι  «φασίστες»  από  όλους  διότι  υποτίθεται  ότι  αντιπροσώπευαν  τους  εργάτες.

Τα  δόγματα  του  «παν-φασισμού»  και  του  «σοσιαλφασιμού»  άλλαξαν  λίγο  το  1935, αφότου  η  σοβιετική  ηγεσία  άρχισε  να  αναγνωρίζει  τη  σοβαρότητα  του  κινδύνου  του  πραγματικού  φασισμού  και  να  αναζητά  με  πιο  αντικειμενικό  μάτι  τις  πιθανές  εναλλακτικές  λύσεις.

Ήταν  λογικό  η  κατάκτηση  της  εξουσίας  από  τον  ηγέτη  ενός  επαναστατικού  αυταρχικού  κινήματος  στην  Ιταλία  και  η  δυνατότητα  δημιουργίας  ενός  καινούργιου  είδους  ριζοσπαστικής  δικτατορίας  να  συγκριθεί  με  την  ακραία  επαναστατική  δικτατορία  που  κατείχε  ήδη  την  εξουσία  στη  Σοβιετική  Ένωση. Στα  1922-23, φιλελεύθεροι  κριτικοί  όπως  ο  Μάριο  Μισιρόλι  και  ο  Λουίτζι  Σαλβατορέλι  ήταν  οι  πρώτοι  που  σχολίασαν  τις  ομοιότητες  στα  επαναστατικά  χαρακτηριστικά  του  φασισμού  και  του  κομουνισμού, ενώ  στο  Il  Fascio: Sinn  und  Wirklichkeit  des  italienischen  Fascismus, που  δημοσίευσε  στα  1924  ο  Γερμανός  σοσιαλδημοκράτης  Φριτς  Σοτχόφερ, δήλωνε  ότι  ο  φασισμός  και  ο  μπολσεβικισμός  ήσαν  «αδέλφια  όσον  αφορά  το  πνεύμα  της  βίας», μοιάζοντας  ο  ένας  με  τον  άλλο  σαν  «δύο  αντίπαλοι  στρατοί». Επίσης, την  ίδια  χρονιά, ο  Ότο  Μπάουερ  τόνιζε  τις  ομοιότητες  μεταξύ  των  δύο  κινημάτων, το  ένα  έχοντας  ήδη  εγκαταστήσει  και  το  άλλο  προσπαθώντας  να  εγκαταστήσει  μια  ολοκληρωτική  δικτατορία  ανεξάρτητη  από  την  κυριαρχία  συγκεκριμένων  κοινωνικών  τάξεων. Πολύ  σύντομα, πολλοί  συγγραφείς  άρχισαν  να  τονίζουν  αυτή  τη  θέση, και  αργότερα  ο  Λέον  Τρότσκι, προχωρώντας  πέρα  από  την  πρώτη  του  ανάλυση  περί  φασισμού (μια  εκδοχή  της  θέσης  του  βοναπαρτισμού), διακήρυξε  τη  θεμελιακή  ομοιότητα  μεταξύ  του  «ολοκληρωτικού  κράτους»  του  Χίτλερ  και  του  σοβιετικού  κράτους. Τα  κοινά  τους  χαρακτηριστικά  ήταν: η  ολοκληρωτική  δικτατορία, η  τρομοκρατία, η  συγκεντρωποιημένη  γραφειοκρατία  και  η  εξάλειψη  της  προλεταριακής  ισχύος. Εντούτοις, ο  Τρότσκι  δεν  μπορούσε  να  υιοθετήσει  τη  θέση  περί  «γενικού  ολοκληρωτισμού»  επειδή  εξακολουθούσε  να  πιστεύει  με  σιγουριά  ότι  η  γερμανική  μπουρζουαζία  σε  μεγάλο  βαθμό  είχε  διατηρήσει  την  οικονομική  της  ισχύ.

Ακόμα  και  οι  σοσιαλδημοκράτες  αισθάνονταν  υποχρεωμένοι  να  τονίσουν  τον  υποτιθέμενο  καπιταλιστικό  χαρακτήρα  του  φασισμού, έτσι  ώστε  η  θεωρία  του  «γενικού  ολοκληρωτισμού»  αναπτύχθηκε  αρχικά  από  μη  μαρξιστές  φιλελεύθερους  και  συντηρητικούς, οι  οποίοι  δεν  είχαν  την  ανάγκη  εμπλοκής  με – και  αναγωγής  σε – οικονομικά  επιχειρήματα. Ο  πρώτος  φιλελεύθερος  σχολιαστής  που  προσπάθησε  συστηματικά  να  αποδείξει  τις  ειδολογικές  ομοιότητες  ήταν  ο  Φρανσέσκο  Νίτι  στο  Bolschewismus, Fascismus und  Demokratie, που  δημοσιεύτηκε  το  1923. Ο  Λουίτζι  Στούρτσο  ήταν  ακόμα  πιο  κατηγορηματικός, ορίζοντας  το  μπολσεβικισμό  ως  «αριστερό  φασισμό»  και  το  φασισμό  ως  «δεξιό  μπολσεβικισμό».

Μια  ολοκληρωμένη  και  συστηματική  θεωρία  του  ολοκληρωτισμού  δεν  θα  παρουσιαζόταν  παρά  μετά  το  1945, όταν  το  φάσμα  μιας  Ευρώπης  κυριαρχούμενης  από  το  χιτλερισμό  αντικαταστάθηκε  από  αυτό  του  σταλινισμού. Η  ερμηνεία  που  διαμορφώθηκε  από  κάποιους  Δυτικούς  πολιτικούς  θεωρητικούς  πρότεινε  ότι  γενικότερα  ο  φασισμός  και  ειδικότερα  ο  γερμανικός  εθνικοσοσιαλισμός  δεν  συνιστούσαν  μια  απόλυτα  ιδιαίτερη  κατηγορία  ή  είδος, αλλά  ήταν  απλώς  μια  τυπική  έκφραση  ενός  ευρύτερου  και  πιο  δυσοίωνου  φαινομένου, του  ολοκληρωτισμού  του  20ού  αιώνα. Το  φαινόμενο  αυτό  θα  διαρκούσε  για  αρκετό  καιρό  αφότου  τα  συγκεκριμένα  φασιστικά  κινήματα  και  καθεστώτα  θα  είχαν  εξαφανιστεί. Η  πιο  ακριβής  διατύπωση  αυτής  της  προσέγγισης  ήταν  το  Totalitarian  Dictatorship  and  Autocracy, που  δημοσιεύτηκε  το  1956  από  τους  Καρλ  Τ. Φρίντριχ  και  Ζμπίγκνιου  Μπρεζίνσκι. Ως  ιδιαίτερα  χαρακτηριστικά  του  ολοκληρωτισμού  θεωρούσαν: την  ολιστική  επαναστατική  ιδεολογία, το  μαζικό  κόμμα  που  αριθμούσε  κατά  προσέγγιση  το  10%  του  συνολικού  πληθυσμού, την  πολιτική  της  συνεχούς  μαζικής  τρομοκρατίας, το  μονοπώλιο  της  στρατιωτικής  και  της  ένοπλης  ισχύος, τη  συνεχή  χειραγώγηση  των  μέσων  μαζικής  επικοινωνίας  και  τον  κεντρικό  έλεγχο  της  οικονομίας.

Η  έννοια  του  ολοκληρωτισμού  ήταν  πολύ  της  μόδας  στη  διάρκεια  της  δεκαετίας  του  ’50, αν  και  μάλλον  ως  ερμηνεία  των  κομουνιστικών  καθεστώτων. Όμως  τα  επόμενα  χρόνια  αυξήθηκαν  οι  κριτικές  εναντίον  αυτής  της  θεωρίας. Το  The  Origins  of  Totalitarianism  (1915)  της  Χάνα  Άρεντ  εξαιρούσε  την  κυβέρνηση  του  Μουσολίνι  από  την  κατηγορία  των  πραγματικά  ολοκληρωτικών  συστημάτων, αποδυναμώνοντας  έτσι  την  αντίληψη  ότι  ο  φασισμός  ως  γενική  κατηγορία  έτεινε  προς  τον  ολοκληρωτισμό.

Ο  φασισμός  δεν  ήταν  απλώς  αντιδραστικός, αλλά  μάλλον  ένα  ιδιαίτερο  είδος  επανάστασης  από  τα  δεξιά  που  βασιζόταν  στη  φυλή  και  σ’ έναν  συνδυασμό  μυστικιστικών, ακόμα  και  ημιαπόκρυφων  αντιλήψεων  που  χρησιμοποιήθηκαν  για  να  εθνικοποιήσουν  και  να  κινητοποιήσουν  τις  μάζες. Η  φασιστική  κουλτούρα  προσέφευγε  συνεχώς  και  επικαλούνταν  το  παρελθόν, ενώ  ταυτοχρόνως  επεδίωκε  τη  δημιουργία  μιας  καινούργιας  φυλής  ηρώων, έστω  κι  αν  στην  πράξη  οι  περισσότερες  από  τις  εθνικές  και  φυλετικές  αρχές  της  βασίζονταν  στην  αστική  ή  την  παραδοσιακή  ηθική. Ένα  από  τα  κύρια  χαρακτηριστικά  της  φασιστικής  τεχνικής  ήταν  η  «εκπλήρωση»  αυτών  των  ιδανικών  μέσω  καινούργιων  μορφών  δημόσιας  αισθητικής  και  τελετουργιών. Όλα  τα  φασιστικά  κινήματα  προσπάθησαν  να  δημιουργήσουν  μια  καινούργια  αίσθηση  εκπλήρωσης  για  τις  μάζες  μέσω  της  κοινότητας  και  της  συντροφικότητας  και  μια  καινούργια  κοινωνική  ιεραρχία  που  βασιζόταν  στη  λειτουργικότητα  παρά  στην  κοινωνική  θέση.

Ο  Φασισμός  ως  Προϊόν  του  Αγώνα  για  Εκμοντερνισμό  ή  ως  Στάδιο  της  Κοινωνικοοικονομικής  Ανάπτυξης: Υπάρχει  δηλαδή  και  η  ακριβώς  αντίθετη  ερμηνεία  που  όχι  απλώς  τονίζει  τη  χρήση  της  σύγχρονης  τεχνολογίας  από  το  φασισμό  αλλά  τονίζει  επίσης  τις  θεμελιακά  εκμοντερνιστικές  του  λειτουργίες  και  σκοπούς. Αυτή  η  προσέγγιση  παρουσιάστηκε  πιθανόν  για  πρώτη  φορά  στα  δοκίμια  του  Φραντς  Μπόρκεναου, που  το  1933  ερμήνευσε  τον  ιταλικό  φασισμό  ως  ένα  είδος  «αναπτυξιακής  δικτατορίας».

Θα  πρέπει  να  σημειώσουμε  εδώ  ότι  καθώς  περνούσαν  τα  χρόνια  κάποιοι  από  τους  μαρξιστές  ερμηνευτές, όπως  οι  «Giulio  Acquila» (G. Sas), Mihaly  Vajda  και  Alexander  Galkin, έχουν  επίσης  αναγνωρίσει  ότι  ο  ιταλικός  φασισμός  ενθάρρυνε  τον  εκμοντερνισμό  και  την  οικονομική  ανάπτυξη. Ο  Vajda  έγραψε  ότι  ο  φασισμός  συνιστούσε  στην  πραγματικότητα  «τη  μόνη  προοδευτική  λύση»  για  την  Ιταλία  του  1922, ο  δε  σοσιαλισμός  είχε  γίνει  «αντιδραστικός», Vajda, «Crisis  and  the  Way  Out: The  Rise  of  Fascism  in  Italy  and  Germany», Telos, 12. (Καλοκαίρι  1972), 3-26. Ο  Galkin  συμφωνούσε  σε  γενικές  γραμμές  και  δήλωνε  ότι  ο  φασισμός  ήταν  «εγγενώς  επαναστατικός  στην  περίπτωση  της  Ιταλίας» («Capitalist  Society”).

Άλλοι  αναλυτές  είναι  πρόθυμοι  να  συμφωνήσουν  σ’ αυτό  το  σημείο, αν  και  κυρίως  σε  ό,τι  αφορά  την  Ιταλία, διαχωρίζοντας  τα  «δύο  πρόσωπα»  του  φασισμού. Το  πρώτο, σε  συγκεκριμένες  υπανάπτυκτες  χώρες, είχε  ως  στόχο  αλλά  και  ως  αποτέλεσμα  την  επιτάχυνση  του  εκμοντερνισμού, ενώ  το  δεύτερο, στη  Γερμανία  και  σε  μερικές  άλλες  χώρες, ήταν  αντιδραστικό  και  θεμελιακά  αντινεωτερικό. Ο  Otto-Ernst  Schuddekopf  αναγνώρισε  στον  ιταλικό  φασισμό  ένα  «αντι-αντιδραστικό  μαζικό  κίνημα»  που  παρήγαγε  αυτό  που  σε  ένα  βαθμό  ήταν  μια  «αναπτυξιακή  δικτατορία». Schuddekopf, Revolutions of Our  Time: Fascism  (Νέα  Υόρκη, 1973), 99, 112.

Ο  Α. Τζέιμς  Γκρέγκορ  έχει παρουσιάσει την τολμηρότερη θέση απ΄όλους , τουλάχιστον όσον αφορά τον ιταλικό φασισμό. Το  επιχείρημά του είναι ότι ο τελευταίος εξελίχτηκε σε μια συνεκτική ιδεολογία βασισμένη σε έναν σταθερό πυρήνα καινούριων κοινωνικών, πολιτικών και  φιλοσοφικών ιδεών, και ότι ο φασισμός, περισσότερο από τον κομμουνισμό, ήταν, σε  πολλές  από  τις  εκφάνσεις  του, η  τυπική  επανάσταση  του  20ού  αιώνα, όντας  ο  πρώτος  που  παρουσίασε  καινούργιες  συνεκτικές  αντιλήψεις  και  τεχνικές  εθνικής  επανάστασης, αυξανόμενους  ρυθμούς  ανάπτυξης  και  τη  συσσωματική  δικτατορία. Ο  ιταλικός  φασισμός, ιδιαίτερα, ορίζεται  ως  το  πρότυπο  της  αναπτυξιακής  δικτατορίας  που  βασίζεται  στην  κινητοποίηση  των  μαζών, σχεδιασμένης  να  επιτύχει  ένα  μεγάλο  εύρος  νεωτεριστικών  στόχων  και, άρα, ένα  μοντέλο  για  την  Ισπανία, την  Ελλάδα  και  ποικίλες  άλλες  «τριτοκοσμικές»  χώρες  που  πέτυχαν  σημαντικούς  ρυθμούς  ανάπτυξης  υπό  αυταρχικές  κυβερνήσεις.

Ο  Έρνστ  Νόλτε  διακρίνει  μεταξύ  αυτού  που  αποκαλεί  «κανονικό  φασισμό»  της  Ιταλίας  και  του  «ριζοσπαστικού  φασισμού»  της  Γερμανίας.

Κάποιοι  από  τους  πιο  εμβριθείς  μελετητές  του  φασισμού  έχουν  αρνηθεί  να  τον  κατηγοριοποιήσουν  με  απλούς  πολιτικούς, κοινωνικούς  ή  οικονομικούς  όρους, και  θεωρούν  ότι  ο  φασισμός  είναι  ένα  μοναδικό  ιστορικό  φαινόμενο  που  προσπάθησε  να  συνθέσει  ή  να  συμβολίσει  τα  ειδικά  χαρακτηριστικά  ενός  ιδιαίτερου  ιστορικού  ρεύματος  των  αρχών  του  20ού  αιώνα. Έτσι, ο  Έρνστ  Νόλτε  απέρριψε  τις  περισσότερες  από  τις  προηγούμενες  ερμηνείες  γιατί  ασχολούνταν  με  παράγοντες  που  ήταν  είτε  δευτερεύοντες  είτε  άσχετοι. Θεωρεί  ότι  ο  φασισμός  είναι  κυρίως  ένα  μεταπολεμικό  φαινόμενο, δηλαδή  προϊόν  συγκεκριμένων  πολιτικών, πολιτισμικών  και  ιδεολογικών  φιλοδοξιών  που  αναδύθηκαν  στο  γύρισμα  του  αιώνα  και  στόχευαν  στη  δημιουργία  μιας  ριζοσπαστικής  νέας  τάξης, με  καινούργιες  αξίες  και  δόγματα, μιας  τάξης  που  απέρριπτε  τα  συγκεκριμένα  προτάγματα  «υπερβατικότητας» και  ζητούσε  μια  εναλλακτική  επανάσταση  της  Δεξιάς. Γι’ αυτόν, ο  φασισμός  είναι  προϊόν  της  εποχής  των  παγκοσμίων  πολέμων  και   του   μπολσεβικισμού. Θέλησε  να  αντισταθμίσει  τον  τελευταίο  υιοθετώντας  κάποιες  από  τις  δομές  και  τις  τεχνικές  του. ( E. Nolte, Three  Faces  of  Fascism  (Νέα  Υόρκη, 1966). Αργότερα  ο  Νόλτε  αντέδρασε  θετικά  στην  κριτική  ότι  μπορεί  να  υπερέβαλε  την  κατηγορία  του  γενικού  φασισμού  και  να  την  παρουσίασε  ως  τον  βασικό  εχθρό  της  δημοκρατίας, τονίζοντας  σε  γραπτά  του  ’70 και  του  ’80  ότι  ο  φασισμός   ήταν  απλώς  μια  πλευρά  του  ολοκληρωτισμού, η  πιο  πρώιμη  και  η  πιο  καταστροφική  μορφή  του  οποίου  ήταν  ο  σοβιετικός  κομουνισμός, χωρίς  τον  οποίο, στην  πραγματικότητα, ο  φασισμός  μπορεί  να  μην  είχε  υπάρξει).

Υπάρχει  άλλη  μια  ερμηνεία, η  οποία  θεωρεί  το  φασισμό – και  μερικές  φορές  όλα  τα  σύγχρονα  ουτοπικά  επαναστατικά  κινήματα – ως  «πολιτική  θρησκεία», γνωστική, μυστικιστική  και  ολιστική, πέρα  από  κανονικές  πολιτικές  αντιλήψεις  και  επιχειρήματα. Ο  Αυστριακός  φιλόσοφος  Έρικ  Βέγκελιν  στο   Politische  Religionen  (1938), που  δημοσιεύτηκε  την  παραμονή  της  εισόδου  των  ναζί  στη  Βιέννη, πιστεύει  ότι  αυτό  ισχύει  ιδιαίτερα  για  τον  ιταλικό  φασισμό, τον  γερμανικό  εθνικοσοσιαλισμό  καθώς  επίσης  και  για  τον  σοβιετικό  κομουνισμό. Παρομοίως, ο  Τζέιμς  Ρόουντ  ερμήνευσε  τον  εθνικοσοσιαλισμό  ως  «μια  μοντέρνα  χιλιαστική  επανάσταση».

Μετά  το  1945, μερικοί  νεοφασίστες  επιχειρηματολογούσαν  λέγοντας  ότι  ο  φασισμός  ήταν  πάνω  απ’  όλα  ένας  «μύθος», ένα  καινούργιο  σύστημα  ιδεών  και  αξιών. Σίγουρα, στην  τελική  του  μορφή, ο  φασισμός  συνιστούσε  την  πιο  ακραία  ηθική  και  πολιτισμική  επανάσταση  του  20ού  αιώνα. Ήταν  η  μόνη  ιδεολογία  που  αντέστρεψε  τα  δόγματα  του  εξισωτισμού, λανθάνοντα  τόσο  στον  καπιταλισμό  όσο  και  στο  σοσιαλισμό.

Ορισμένοι  μελετητές  από  πολύ  νωρίς  αντιλήφθηκαν  ότι  ο  ευρωπαϊκός  φασισμός  δεν  ήταν  κάτι  το  ομοιογενές  αλλά  συμπεριλάμβανε  μια  σειρά  από  διακριτές  υποκατηγορίες. Υπάρχουν  ποικίλες  προσεγγίσεις  αυτού  του  προβλήματος. Ο  Γιουτζίν  Βέμπερ  διακρίνει  δύο  γενικές  υποκατηγορίες  ή  τάσεις  μεταξύ  των  φασιστικών  κινημάτων: τους  καθαυτό  «φασίστες», τον  ιταλικό  φασισμό  και  τους  «εθνικοσοσιαλιστές». Ο  Βέμπερ  διατείνεται  ότι  ο  ιταλικός  τύπος  ήταν  πραγματιστικός  (και  γι’ αυτό  πιο  μετριοπαθής, ακόμα  και  συντηρητικός)  και  ο  εθνικοσοσιαλιστικός  τύπος  πιο  φανατικός  και  με  κίνητρα  βασισμένα  σε  θεωρητικές  αρχές, άρα  πιο  ριζοσπαστικός  και  καταστροφικός. Προσφάτως, ο  Άλαν  Κάσελς, παίρνοντας  ως  βάση  τις  εκσυγχρονιστικές  και  αντιδραστικές  στάσεις  αυτών  των  κινημάτων, πρότεινε  το  διαχωρισμό  μεταξύ  των  φασιστών  της  Νοτιοδυτικής  Ευρώπης  και  των  κεντροευρωπαϊκών  εθνικοσοσιαλιστών. Ο  Βόλφγκανγκ  Σάουερ  διακρίνει  μεταξύ  τριών  διαφορετικών  «υποκατηγοριών  του  φασισμού»: τον  «αρχικό  μεσογειακό». Τα  «ποικίλα  βραχύβια  καθεστώτα»  της  Ανατολικής-Κεντρικής  Ευρώπης, που  συνιστούσαν  ένα  «μεικτό  ή  όχι  πλήρως  ανεπτυγμένο  είδος. Και  τον  γερμανικό  ναζισμό  ως  μια  ιδιαίτερη  μορφή».

Ας διακρίνουμε τον φασισμό, γιατί μπορούμε, σύμφωνα με τα δεδομένα της ιστορίας, σε πέντε  ή σε εφτά είδη:

1.Ο  παραδειγματικός  ιταλικός  φασισμός, πλουραλιστικός, ποικίλος  και  δυσπρόσιτος  σε  απλοϊκές  ερμηνείες. Κάποιες  μορφές  του, σε  μεγάλο  μέρος  παράγωγά  του, εμφανίστηκαν  στη  Γαλλία, την  Αγγλία, το  Βέλγιο, την  Αυστρία, την  Ουγγαρία, τη  Ρουμανία, και  πιθανόν  ακόμα  και  στη  Βραζιλία.

2.Ο  γερμανικός  εθνικοσοσιαλισμός, το  μοναδικό  φασιστικό  κίνημα  που  πέτυχε  να  επιβάλει  μια  ολοκληρωτική  δικτατορία  και, έτσι, να  αναπτύξει  το  δικό  του  σύστημα.  Κινήματα  κάπως  παράλληλα  με  αυτόν  ή  παράγωγά  του  αναδύθηκαν  στη  Σκανδιναβία, τις  Κάτω  Χώρες, τα  κράτη  της  Βαλτικής  και  την  Ουγγαρία, και, με  νόθο  τρόπο, σε  αρκετά  από  τα  κράτη-δορυφόρους  στη  διάρκεια  του  πολέμου. Ο  ιταλικός  και  ο  γερμανικός  τύπος  ήταν  οι  δύο  κυρίαρχες  μορφές  του  φασισμού.

3.Ο  ισπανικός  φαλαγγισμός. Αν  και  ως  ένα  βαθμό  παράγωγο  της  ιταλικής  μορφής, κατέστη  ένα  είδος  καθολικού  και  πολιτισμικά  πιο  παραδοσιοκρατικού  φασισμού  που  ήταν  πιο  περιθωριακός.

4.Το  ρουμανικό  κίνημα  της  Λεγεώνας  ή  της  Σιδηράς  Φρουράς, μια  μυστικιστική, κοινοτική  μορφή  ημιθρησκευόμενου  φασισμού  που  αντιπροσώπευε  το  μόνο  αξιοσημείωτο  κίνημα  αυτού  του  τύπου  σε  ορθόδοξη  χώρα. Και  αυτό  ήταν  περιθωριακό.

5.Οι  «ουγγριστές»  του  Ζαλάσι  ή  το  κίνημα  του  Σταυρού-Βέλους, κάπως  διαφορετικοί  από  τους  Ούγγρους  εθνικοσοσιαλιστές  ή  τους  Ούγγρους  υποστηρικτές  ενός  πιο  μετριοπαθούς  και  πραγματιστικού  κινήματος  ιταλικού  τύπου. Για  μια  μικρή  περίοδο  ήταν  ίσως  το δεύτερο  πιο  δημοφιλές  φασιστικό  κίνημα  στην  Ευρώπη.

 

Εφόσον  ο  φασισμός  ήταν  ένα  είδος  πολιτικής  με  νεοφανή  στοιχεία  που  άργησε  να  αναδυθεί, μεγάλο  μέρος  των  ηγετών  του  αλλά  ακόμα  και  των  απλών  ακτιβιστών  ξεκίνησαν  τις  πολιτικές  τους  καριέρες  συνεργαζόμενοι  με  μη  φασιστικές  ομάδες, συνήθως  της  ριζοσπαστικής  Αριστεράς  ή  της  καθολικής  και  αυταρχικής  Δεξιάς. Η  μεταστροφή  τους  προς  τη  φασιστική  πολιτική  και  οργάνωση  σπάνια  ήταν  άμεση  και  ολοκληρωτική. Μερικές  φορές  γι’ αυτή  τη  μεταστροφή  χρειάστηκε  μια  μακρά  περίοδος  πέντε ή  και  περισσοτέρων  ετών, και  κάποιες  φορές αυτή  η  μεταστροφή  δεν  ήταν  πλήρης, φτάνοντας  στα  όρια  ενός  ατελούς  πρωτοφασισμού. Έτσι, εν  μέσω  των  εντάσεων  της  δεκαετίας  του  ’30, πολλές  ομάδες  και  κινήματα  αποκηρύχθηκαν  ως  φασιστικά  παρόλο  που  δεν  παρουσίαζαν  τα  γενικά  χαρακτηριστικά  του  φασισμού  αλλά  απλώς  προσανατολίζονταν  προς  κάποιες  από  τις  ιδέες  του  φασιστικού  δόγματος  και  στιλ. Ή  μπορεί  απλώς  να  είχαν  αρχίσει  να  επιδεικνύουν  κάποια  από  τα  εξωτερικά  «στολίσματα» των  φασιστικών  οργανώσεων, όπως  συχνά  ήταν  η  περίπτωση  με  τις  δεξιές  ομάδες, χωρίς  στην  πραγματικότητα  να  υιοθετούν  το  ριζοσπαστικό  πνεύμα, τα  γενικά  δόγματα  και  τους  γενικούς  στόχους  του  φασισμού. Μέσα  στον  ίλιγγο  που  προκάλεσε  η  φασιστική  πολιτική  στη  διάρκεια  της  δεκαετίας  της  ύφεσης, πολλές  ομάδες  που  συνδέονταν  περιθωριακά  με  το  φασισμό  μεταμφιέστηκαν  σε  φασιστικές  και  πολλές  φορές  θεωρήθηκαν  φασιστικές. Τέτοιες  μεταμφιέσεις  προκάλεσαν  σύγχυση  όχι  μόνο  στους  αναλυτές  και  τους  ιστορικούς  των  επόμενων  γενεών  αλλά  και  στους  ίδιους  τους  αρχικούς  φασίστες  από  τη  στιγμή  που  το  καθεστώς  του  Μουσολίνι  προχώρησε  προς  το   διευρυμένο  δόγμα  του  «καθολικού  φασισμού»  κι  έτσι  αντιμετώπισε  το  πρόβλημα  του  προσδιορισμού  στοιχείων  συγγενικών  με  το  φασισμό, των  συμπαθούντων, καθώς  και  στοιχείων  που  προχωρούσαν  προς  το  φασισμό  ή  που  θα  μπορούσαν  να  μετατραπούν  σε  φασίστες.

Δεύτερη κατηγοριοποίηση:

1. Το  καθεστώς  του  Χίτλερ, η  πιο  ακραία  έκφραση  της  γενικής  κατηγορίας  του  φασισμού  και  το  μόνο  ολοκληρωμένο  φασιστικό  σύστημα-καθεστώς. Προσπάθησε  να  εξαλείψει  τον  πλουραλισμό, και  τον  τελευταίο  χρόνο  της  ζωής  του  το  είχε  σχεδόν  επιτύχει. Εντούτοις, το  γεγονός  ότι  το  χιτλερικό  καθεστώς  ήταν  η  μόνη  περίπτωση  πλήρως  ελεγχόμενου  από  τους  φασίστες  συστήματος  δεν  θα  πρέπει  να  μας  οδηγήσει  στο  συμπέρασμα  ότι  πραγματοποίησε  όλες  τις  εγγενείς  τάσεις  όλων  των  φασιστικών  κινημάτων, διότι  αντιπροσώπευε  απλώς  μια  συγκεκριμένη  έκφρασή  τους.

2. Το  μουσολινικό  καθεστώς, που  σε  μεγάλο  βαθμό  δημιουργήθηκε  πάνω  στη  βάση  του  αρχικού  φασιστικού  κινήματος  αλλά  στην  πραγματικότητα, όταν  στη  συνέχεια  ανέλαβε  την  εξουσία, εξελίχθηκε  ως  μια  περιορισμένη  και  ακόμα  ημι  πλουραλιστική  δικτατορία  στην  οποία  το  κόμμα  ήταν  σε  μεγάλο  βαθμό  υποταγμένο  στο  κράτος  και  στο  σύστημα  παρά  στην  κυριαρχία  του  ηγέτη. Όπως  έχουν  παρατηρήσει  πολλοί  αναλυτές, το  ίδιο  το  κράτος  απέτυχε  να  πραγματοποιήσει  τις  θεωρητικές  του  ολοκληρωτικές  φιλοδοξίες  (και, στην  πράξη, ο  όρος  ερμηνεύτηκε  πολύ  πιο  χαλαρά).

3. Δορυφορικά  φασιστικά  και  αυταρχικά  καθεστώτα  που  ιδρύθηκαν  στη  διάρκεια  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου  από  την  ή  λόγω  της  ναζιστικής  αυτοκρατορίας. Τα  μόνα  καθεστώτα  που  μπορούν  να  αποκληθούν  αυθεντικά  φασιστικά  ήταν  των  Ουστάσι  και  του  Σταυρού-Βέλους. Όμως  ακόμη  κι  αυτά  ήταν  μάλλον  καθεστώτα-μαριονέτες  παρά  αυθεντικά  δορυφορικά  συστήματα. Τα  δύο  καθεστώτα  που  εμπίπτουν  σ’ αυτή  την  κατηγορία  ήταν  στη  Γαλλία  του  Βισί  και  στη  Σλοβακία. Τα  πολιτικά  τους  συστήματα  δεν  ήταν  φασιστικά  αλλά  πιο  πολύ  παρόμοια  με  αυτά  των  κατηγοριών  5  και  6  παρακάτω.

4. Οι  συγκρητικές  δικτατορίες  που  βασίζονταν  σε  μια  μη  φασιστική  αρχή  του  ηγέτη. Ήταν  προϊόντα  της  στρατιωτικής  διοίκησης  ή  μερίδων  παραδοσιακά  νομιμοποιημένων  (ή  και  των  δύο)  και  ενός  ημιπλουραλιστικού  εθνικού  συνασπισμού, εμπεριείχαν  όμως  και  αρκετά  στοιχεία  φασιστικού  κόμματος. Τα  κυριότερα  παραδείγματα  είναι  η  Ισπανία  από  το  1937  έως  το  1945  και  η  Ρουμανία  από  το  1940  έως  το  1941 (ή  το  1944).

5.  Συγκρητικά  ημιπλουραλιστικά  αυταρχικά  καθεστώτα  των  οποίων  οι  κυβερνήσεις  δεν  είχαν  μαζική  υποστήριξη  ή  κάποιο  ιδιαίτερο  καινούργιο  κομματικό  σύστημα. Τα  καθεστώτα  αυτά  αγωνίζονταν  να  αναπτύξουν  ένα  ημιγραφειοκρατικό,  ημιφασιστικό  κίνημα  από  τα  πάνω  προς  τα  κάτω, αλλά  οι  προσπάθειές  τους  αποτύγχαναν. Τέτοια  παραδείγματα  είναι: η  Γιουγκοσλαβία, 1929-39, η  Πολωνία, 1937-39. Η  Ρουμανία, 1938-40. Η  Λιθουανία  στη  δεκαετία  του  ’30. Και  ως  ένα  βαθμό  η  Ελλάδα, 1936-41. Η  περίπτωση  της  Αργεντινής  του  Περόν  έχει  κάποιες  ελαφρές  ομοιότητες  μ’  αυτό  τον  τύπο.

6. Συντηρητικά  ή  πραιτοριανά  γραφειοκρατικά-εθνικά  καθεστώτα  που  ήταν  ημιπλουραλιστικά  και  δεν  κατέβαλλαν  ιδιαίτερες  προσπάθειες  κινητοποίησης  των  μαζών. Τέτοια  παραδείγματα  είναι:  η  Ισπανία, 1923-30 (και  ως  ένα  βαθμό  και  πάλι  μετά  το  1945). Η  Βραζιλία  υπό  τον  Βάργκας. Οι  καινούργιες  λατινοαμερικάνικες  δικτατορίες  των  δεκαετιών  του  ’60  και  του  ’70. Η  Ελλάδα  των  συνταγματαρχών, 1967-74. Και  διάφορα  τριτοκοσμικά  στρατιωτικά  καθεστώτα.

7. Μετριοπαθή  αυταρχικά  καθεστώτα  που  διατήρησαν  μέρος  των  φιλελεύθερων  και  κοινοβουλευτικών  λειτουργιών  των  συστημάτων  τους, όπως  η  Ουγγαρία  υπό  τον  Χόρθι, το  καθεστώς  του  Πιλσούντσκι  στην  Πολωνία  στην  πρώτη  του  φάση  (1926-35), το  Μεξικό  υπό  το  PRI, τα  καθεστώτα  της  Λετονίας  και  της  Εσθονίας  στα  μέσα  της  δεκαετίας  του  ’30, η  Βουλγαρία  από  το  1933  έως  το  1944, και  κάποιες  τριτοκοσμικές  «καθοδηγούμενες  δημοκρατίες».

Όλοι  αυτοί  οι  περιορισμοί  καθιστούν  αμφίβολο  έναν  γενικό  ορισμό  του  φασισμού  με  βάση  μια  καθεστωτική  δομή  που  θα  είναι  τυπικά  αλλά  και  ολοκληρωτικά  φασιστική. Ακόμα  και  το  χιτλερικό  καθεστώς – το  μοναδικό  καθεστώς  όπου  για  πάνω  από  μια  δεκαετία  κυριαρχούσαν  ένα  φασιστικού  τύπου  κόμμα  και  ο  ηγέτης  του – δεν  είχε  αρκετό  χρόνο  ώστε  να  αναπτύξει  μια  πλήρη  και  ολοκληρωμένη  δομή.

Μέσα  σε  δύο  χρόνια  ο  πρώιμος  φασισμός  έχασε  την  οιονεί  αριστερή  του  ταυτότητα, αλλά  η  μεταστροφή  του  για  να  εξυπηρετήσει  τη  Δεξιά  δεν  εμπεριείχε  κάποια  αντίθεση  με  τον  εκμοντερνισμό.  Αν  και  η  ακραία  εκκοσμίκευση  δεν  τονιζόταν  πια  με  την  ίδια  ένταση, εντούτοις  ο  φασισμός  παρέμενε  κοσμικός  και  θεμελιακά  αντικληρικός. Η  ανανεωμένη  έμφαση  στην  πολυταξική  συνεργασία  δεν  αντιτίθετο  στη  σύγχρονη  ανάπτυξη, αλλά  τονιζόταν  εμφατικά  ως  μια  απαραίτητη  προϋπόθεση  της. Σύμφωνα  με  τη  λογική  των  φασιστών, ο  Λένιν  αποκηρύχθηκε  όχι  γιατί  ήταν  επαναστάτης  αλλά  γιατί  εφάρμοζε  έναν  μονοταξικό  προλεταριακό  κρατικό  κολεκτιβισμό, που  ήταν  αδύνατο  να  προωθήσει  τη  σύγχρονη  ανάπτυξη  σε  όλες  της  τις  πλευρές. Ο  Ρέντσο  Ντε  Φελίτσε  τείνει  να  βλέπει  το  φασισμό  ως  μια  αυθεντικά  νεωτερική  και  εκμοντερνιστική  δύναμη, από  κάποιες  απόψεις  κληρονόμο  κεντρικών  στοιχείων  της  Γαλλικής  Επανάστασης. Ο  Ντε  Φελίτσε  θεωρεί  ότι  αυτά  τα  στοιχεία  ήταν  εντονότερα  στην  κινηματική  φάση  του  φασισμού, αν  και  παρουσιάζονταν  σε  διαφορετικούς  βαθμούς  στο  καθεστώς  του  Μουσολίνι  που  επακολούθησε.

Ήδη  από  το  δεύτερο  μισό  της  δεκαετίας  του  1920  έγινε  φανερό  ότι  αυτό  που  διέκρινε  τη  φασιστική  οικονομική  πολιτική  δεν  ήταν  η  αντίθεσή  της  στην  εκβιομηχάνιση  και  τον  εκμοντερνισμό  αλλά  ο  προσανατολισμός  προς  την  αυτάρκεια, την  ανεξαρτησία  και  την  ανάπτυξη  βιομηχανιών  όπως  οι  χημικές  και  η  μεταλλουργία  που  θα  ήταν  πιο  χρήσιμες  στη  στρατιωτική  ανάπτυξη  (όλες  αυτές  οι  τάσεις  είχαν  αντιστοιχίες  με  αυτές  της  Σοβιετικής  Ένωσης). Η  πολυδιαφημισμένη  επιβολή  της  Quota  Novanta  που  υποτίμησε  τη  λιρέτα  το  1926  ήταν  κατά  ένα  μέρος  ζήτημα  διεθνούς  κύρους, αλλά  ήταν  επίσης  η  πρώτη  δραματική  κατάδειξη  της  απομάκρυνσης  από  μια  εξαγωγικά  προσανατολισμένη  οικονομία  όπως  αυτή  που  πυροδότησε  τη  σχετικά  ταχεία  οικονομική  ανάπτυξη  του  πρώτου  μισού  της  δεκαετίας  του  ’20. Οι  κύριες  οικονομικές  προτεραιότητες  του  καθεστώτος  μπορούν  να  θεωρηθούν  «αντινεωτερικές»  αν  τις  συγκρίνουμε  με  αυτές  της  παγκόσμιας  οικονομίας  πριν  από  το  1914, στη  διάρκεια  της  δεκαετίας  του  ’20  και  μετά  το  1950. Αυτό  όμως  ήταν  ένα  θεμελιακό  χαρακτηριστικό  που  το  μοιραζόταν  όχι  μόνο  με  τη  ναζιστική  Γερμανία  αλλά  και  με  τη  Σοβιετική  Ένωση  και  πολλές  άλλες  εθνικιστικές  και  κομουνιστικές  δικτατορίες  του  αιώνα. Επιπλέον, η  φασιστική  Ιταλία  αύξαινε  συνεχώς  το  ρυθμό  εγχώριας  παραγωγής  τροφίμων  στη  δεκαετία  του  ’30, σε  αντίθεση  με  το  νεωτερικό  επαναστατικό  μοντέλο  της  Σοβιετικής  Ένωσης.

Η  εκβιομηχάνιση  δεν  είναι  παρά  ένας  από  τους  κύριους  δείκτες  του  εκμοντερνισμού. Ένα  από  τα  πιο  χαρακτηριστικά  γνωρίσματα  του  ιταλικού  καθεστώτος  στην  εποχή  του  ήταν  η  έμφαση  που  έδινε  στην  οικολογία, στο  ridimensionamento  της  εθνικής  κοινωνικοοικονομικής  δομής, που  στόχο  του  είχε  να  ελέγξει  την  αστικοποίηση, να  βελτιώσει  τις  περιβαλλοντικές  συνθήκες, να  προωθήσει  την  αναδάσωση  και  να  διατηρήσει  ένα  μεγάλο  ποσοστό  του  αγροτικού  πληθυσμού  στην  ύπαιθρο. Στη  δεκαετία  του  1980  τέτοιες  αντιλήψεις  αποτελούν  κοινό  τόπο, αλλά  για  κάποιο  λόγο, όταν  στη  δεκαετία  του  ’30  τις  προωθούσαν  οι  φασίστες, θεωρήθηκαν  μάλλον  «αντινεωτερικές»  παρά  διορατικές  και  προνοητικές.

Από  μια  άποψη, η  φασιστική  οικολογία  φαίνεται  ότι  ήταν  ένα  διορατικό  προαίσθημα  των  προβλημάτων  του  εξαστισμού  και  της  εκβιομηχάνισης κατά  τον  20ό  αιώνα, πολύ  πριν  οι  σοσιαλδημοκράτες   αρχίσουν  να  αναγνωρίζουν  αυτά  τα  προβλήματα.

Ακόμα, το  φασιστικό  καθεστώς  προχώρησε  στη  θεμελιακή  αναδιοργάνωση  του  ιταλικού  τραπεζικού  συστήματος  και  του  πολιτικού, εμπορικού  και  ποινικού  δικαίου  του  κράτους. Αυτές  οι  μεταρρυθμίσεις  έχουν  επιζήσει  του  φασισμού  και  αποτελούν  στοιχείο  των  βασικών  μεταπολεμικών  δομών. Όλα  αυτά  ήταν  θεμελιακά  επιτεύγματα  στην  προσπάθεια  θεσμικού  εκσυγχρονισμού  και  εκμοντερνισμού.

Η  φασιστική  εκπαιδευτική  μεταρρύθμιση  που  εισήγαγε  ο  Τζοβάνι  Τζεντίλε  ήταν  καθαρά  κλασικιστική  παρά  εκσυγχρονιστική, αφιερώνοντας  πολύ  περισσότερο  χρόνο  στις  ανθρωπιστικές  σπουδές  παρά  στις  επιστήμες.

Ο  Μουσολίνι  ανέπτυξε  την  αντίληψη  ότι  το  δημιουργικό  μέλλον  βασίζεται  στη  γενική  λιτότητα, στο  να  «τρώνε  οι  άνθρωποι  λιγότερο».  Το  καθεστώς  απόλαυσε  τον  μεγαλύτερο  βαθμό  επιτυχίας  στην  προώθηση  των  σπορ  και  των  δραστηριοτήτων  του  ελεύθερου  χρόνου.

Οι  δύο  πιο  γνωστοί  υποστηρικτές  της  αντίληψης  ότι  το  Τρίτο  Ράιχ  ήταν  σε  κοινωνικό  επίπεδο  εκμοντερνισμένο  είναι  ο  Ραλφ  Ντάρεντορφ  και  ο  Ντέιβιντ  Σονμπάουμ. Ο  Ντάρεντορφ   ισχυρίζεται  ότι  ο  εθνικοσοσιαλισμός  προώθησε  «την  κοινωνική  επανάσταση»  επιφέροντας  «τη  ρήξη  με  την  παράδοση, δίνοντας  έτσι  μια  ισχυρή  ώθηση  στη  νεωτερικότητα», καταστρέφοντας  τα  κοινωνικά  εμπόδια  που  κληρονόμησε  από  την  εποχή  του  Βίλχελμ. Ο  Σονμπάουμ  στο  Hitlers  Social  Revolution  παρουσιάζει  την  ίδια  άποψη, αν  και  επισημαίνει  ότι, μερικές  φορές, οι  κοινωνικές  αλλαγές  στόχευαν  πιο  πολύ  στη  δημιουργία  μιας  κοινωνικής  θέσης  ψυχολογικού  τύπου  παρά  προς  αυτές  καθαυτές  τις  κοινωνικές  δομές. Παρ’ όλ’ αυτά, καταλήγει  ότι  έλαβαν  χώρα  ταυτόχρονα  μια  «ταξική  επανάσταση  και  μια  επανάσταση  στην  κοινωνική  θέση» που, αναφορικά  τουλάχιστον  με  την  κοινωνική  θέση, ισοδυναμούσαν  με  «θρίαμβο  της  ισότητας»  μέσα  στο  εθνικό  Volksgemeinschaft. Αυτές  τις  απόψεις  απηχεί  και  η  πιο  πρόσφατη  μελέτη  των  Βέρνερ  Αμπελσχάουζερ  και  Άνσελμ  Φάουστ, που  βλέπουν  το  Τρίτο  Ράιχ  ως  «τον  καταλύτη  του  εκμοντερνισμού». Όλες  αυτές  οι  ερμηνείες  έρχονται  σε  πλήρη  αντίθεση  με  τις  μαρξιστικές  θεωρίες, καθώς  επίσης  και  με  την  εκτίμηση  των  Δυτικών  φιλελεύθερων  μελετητών  που  θεωρούν  τον  εθνικοσοσιαλισμό  ως  εγγενώς  αντινεωτερικό.

Μια  άλλη  όμως  πλευρά  των  επιδόσεων  των  ναζί  ήταν  ότι, ενώ  τα  προγράμματα  σπουδών  της  δευτεροβάθμιας  εκπαίδευσης  αλλά  και  του  πανεπιστημίου  περικόπτονταν, καταβάλλονταν  προσπάθειες  για  την  επέκταση  ενοποιημένων, κοσμικών  και  σύγχρονων  κρατικών  σχολείων  στην  πρωτοβάθμια  εκπαίδευση, ενώ  προωθήθηκαν  ιδιαίτερα  νέες  έρευνες  ειδικού  τύπου  στις  φυσικές  και  τις  κοινωνικές  επιστήμες. Η  διάδοση  της  κοινωνιολογίας  και  της  εφαρμοσμένης  κοινωνικής  έρευνας  ήταν  αξιοσημείωτη  και  κάποιες  από  αυτές  τις  καινούργιες  ερευνητικές  μονάδες  συνέχισαν  τη  λειτουργία  τους  στη  μεταπολεμική  Ομοσπονδιακή  Δημοκρατία. Οι  απαιτήσεις  του  πολέμου  γρήγορα  οδήγησαν  στην  αλλαγή  της  στάσης  απέναντι  στις  εργασίες  των  φυσικών  και  τη  «νέα  φυσική», και  η  βιολογική  έρευνα  ενθαρρύνθηκε  περαιτέρω. Το  ίδιο  δραστήριες  ήταν  οι  επιστήμες  της  ψυχολογίας  και  της  ψυχιατρικής, με  ιδιαίτερη  προσοχή  στις  προσεγγίσεις  της  κοινωνικής  ιστορίας  και  των  κοινωνικών  επιστημών, καθώς  επίσης  και  στη  νέα  εφαρμοσμένη  έρευνα  πάνω  στην  Ανατολική  Ευρώπη. Η  αντίληψη  ότι  ο  Χίτλερ  απλώς  άφησε  πίσω  του  μια  έρημο  στον  τομέα  των  σύγχρονων  επιστημών  είναι  στην  πραγματικότητα  πολύ  λανθασμένη.

Οι  ευαισθησίες  του  καθεστώτος  για  το  περιβάλλον  και  τον  περιβαλλοντικό  σχεδιασμό  μπορούν  να  θεωρηθούν  διορατικές  και  μεταμοντέρνες  μάλλον  παρά  αντινεωτερικές. Γενικά, ο  ναζιστικός  περιβαλλοντισμός  μπορεί  να  σχολιαστεί  με  τον  ίδιο  τρόπο  όπως  και  αυτός  της  φασιστικής  Ιταλίας. Το  περιβάλλον  εκτιμούνταν  πιο  πολύ  στη  θεωρία  παρά  στην  πράξη, αλλά  από  πολλές  απόψεις  οι  αντιλήψεις  αυτές  ήταν  εξαιρετικά  προωθημένες  για  την  εποχή  τους.

Όλα  τα  κοινωνικά  και  πολιτικά  ιδεώδη  του  Χίτλερ  είχαν  τις  ρίζες  τους  σε  εκδοχές  του  Διαφωτισμού  του  18ου  αιώνα – η  εξέγερση  εναντίον  της  παραδοσιακής  κουλτούρας  στο  όνομα  της  επαναστατικής  εκκοσμίκευσης, η  πίστη  σε  ένα  κοσμικό  φυσικό  δίκαιο  και  μια  φυσικιστική  ντεϊστική  αντίληψη  για  το  θείο, η  απόρριψη  της  παραδοσιακής  χριστιανικής  αντίληψης  της  ενότητας  του  ανθρώπινου  είδους  προς  χάριν  της  φυλετικής  διαίρεσης, η  έμφαση  σε  έναν  συνδυασμό  βιολογικής  ανισότητας  και  κοινωνικής  ισότητας, η  διάκριση  μεταξύ  παραγωγικού  και  αντιπαραγωγικού, η  έμφαση  στο  λαό  και  την  εθνική  ομάδα, η  ρουσοϊκή  γενική  βούληση  του  λαού, η  αισιόδοξη  πίστη  στην  πρόοδο  και  μια  ανώτερη  ανθρωπότητα  και  η  λατρεία  της  βούλησης. Όλα  τα  χιτλερικά  πιστεύω  αποτελούν  θεμελιακά  αξιώματα  της  σύγχρονης  φιλοσοφίας  και  κουλτούρας, χωρίς  αυτό  να  σημαίνει  ότι  όλοι  οι  σύγχρονοι  στοχαστές  συμφωνούν  με  αυτά. Ο  ίδιος  ο  Χίτλερ, άλλωστε, ήταν  ένα  άτεγκτο  παράγωγο  της  προνεωτερικής  «δεισιδαιμονίας». Οι  ιδέες  του  ριζοσπαστικοποιήθηκαν  από  τα  καινούργια  δόγματα  του  ακραίου  γερμανικού  εθνικισμού  του  19ου  αιώνα  και  της  πολιτιστικής  κρίσης  του  fin  de  siècle, αλλά  καμιά  από  αυτές  τις  ιδέες  δεν  εμπεριείχε  το  στόχο  της  μεταστροφής  προς  την  παραδοσιακή  προνεωτερική  σκέψη. Ο  ναζιστικός  ρατσισμός  μπορούσε  να  υπάρξει  μόνο  στις  αρχές  του  20ού  αιώνα  και  σε  καμιά  άλλη  περίοδο  της  ανθρώπινης  ιστορίας. Η  νατουραλιστική  φυλετική  ανθρωπολογία  του  Χίτλερ  ήταν  πέρα  ως  πέρα  μια  νεωτερική  αντίληψη  που  δεν  είχε  παράλληλό  της  στην  προνεωτερική  σκέψη.

Μεγάλο  μέρος  του  σύγχρονου  πολιτισμού  βασίζεται  στη  λατρεία  της  βούλησης, την  οποία  ο  Χίτλερ  οδήγησε  στα  απόλυτα  όριά  της. Η  ίδια  η  έννοια  του  εθνικοσοσιαλισμού  ως  «της  βούλησης  για  τη  δημιουργία  ενός  νέου  ανθρώπου»  ήταν  μια  τυπικά  νεωτερική, αντιπαραδοσιακή  ιδέα. Το  ίδιο  μπορεί  να  ειπωθεί  και  για  τη  ναζιστική  αναζήτηση  της  ακραίας  αυτονομίας, της  ριζοσπαστικής  ελευθερίας  για  τον  γερμανικό  λαό. Ο  Χίτλερ  έφερε  τον  νεωτερικό  στόχο  της  ρήξης  των  ορίων  και  της  στόχευσης  σε  υψηλότερες  επιδόσεις  σε  αδιανόητα  επίπεδα. Το  νεωτερικό  δόγμα
«παν  μέτρον  άνθρωπος»  δεν  πήρε  τέτοια  έκταση  σε  κανένα  άλλο  κίνημα.

Ο  George  L. Mosse  θεωρεί  ότι  αυτό  ήταν  μέρος  της  «νέας  πολιτικής» των  εθνικιστικών  μαζών  και  πήγαζε  από  τα  δόγματα  του  18ου  αιώνα  περί  λαϊκής  κυριαρχίας  στα  οποία  ο  λαός  λάτρευε  τον  εαυτό  του  ως  μια  εθνική  ομάδα  ή  φυλή  και, σε  τελική  ανάλυση, δεν  κατευθυνόταν  από  νόμους  ή  κοινοβούλια  αλλά  από  την  κοσμική  φυσική  θρησκεία. Mosse, The  Nationalization  of  the  Masses (Νέα  Υόρκη, 1975), 1-20.

Στην  πραγματικότητα, ο  εθνικοσοσιαλισμός  συνιστά  ένα  ιδιαίτερο  ριζοσπαστικό  είδος  νεωτερικού  «επαναστατισμού» με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

1.Υπερβολική  λατρεία  της  καινούργιας  ηγεσίας  του  Φύρερ  ως  «καλλιτεχνικής  ιδιοφυϊας».

2. Προσπάθεια  ανάπτυξης  μιας  καινούργιας  δομής  κοινωνικού  δαρβινισμού  στο  κράτος  και  την  κοινωνία.

3. Αντικατάσταση  του  παραδοσιακού  εθνικισμού  από  τη  φυλετική  επανάσταση.

4. Ανάπτυξη  ενός  νέου (υποτίθεται)  συστήματος  κρατικά  ελεγχόμενης  εθνικοσοσιαλιστικής  οικονομίας.

5. Εφαρμογή  της  επανάστασης  στην  οργανική  κοινωνική  θέση  για  ένα  καινούργιο  εθνικό  Volksgemeinschaft.

6. Στόχευση  σε  ένα  τελείως  καινούργιο  είδος  φυλετικού  ιμπεριαλισμού  σε  παγκόσμιο  επίπεδο.

7. Έμφαση  σε  νέες  μορφές  προωθημένης  τεχνολογίας  στη  χρήση  των  μέσων  μαζικής  επικοινωνίας  και  μαζικής  κινητοποίησης, λατρεία  της  καινούργιας  τεχνολογικής  αποτελεσματικότητας, των  νέων  στρατιωτικών  τακτικών  και  της  τεχνολογίας, και  ιδιαίτερη  έμφαση  στην  αεροπορική  και  στην  τεχνολογία  των  αυτοκινήτων.

Σ’  αυτούς  που  θεωρούν  τα  εθνικοαπελευθερωτικά  κινήματα  ως  δείκτη  νεωτερικότητας, θα  πρέπει  να  υπενθυμίσουμε  ότι  στη  διάρκεια  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου  η  ενθάρρυνση  των  εθνικοαπελευθερωτικών  κινημάτων  μεταξύ  των  αποικιοκρατούμενων   και  μειονοτικών  λαών  σε  όλο  τον  κόσμο  ήταν  σχεδόν  αποκλειστικά  έργο  των  δυνάμεων  της  Τριμερούς. (Γερμανίας-Ιαπωνίας-Ιταλίας).

Η  πιο  εκτεταμένη  επανεξέταση  είναι  αυτή  του  Ράινερ  Τσίτελμαν, ο  οποίος  δίνει  έμφαση  στον  πολυεκφρασμένο  τελικό  στόχο  του  Χίτλερ  για  την  ανατροπή  της  υλιστικής  καπιταλιστικής-αστικής  τάξης  και  τον  εκμοντερνιστικό  χαρακτήρα  της  ουτοπίας  του. Για  τον  Τσίτελμαν, ο  Χίτλερ  δεν  είχε  πραγματικό  ενδιαφέρον  για  την  υπεράσπιση  της  ατομικής  ιδιοκτησίας, και  στην  πορεία  σχεδίαζε  μια  σειρά  οικονομικών  εθνικοποιήσεων  που  θα  έδιναν  καινούργια  αξία  στη  θέση  της  εργατικής  τάξης  και, ακόμα  πιο  σημαντικό, θα  υπέτασσαν  την  οικονομία  στην  πολιτική. Το  ενδιαφέρον  του  για  την  αγροτική  και  προβιομηχανική  κοινωνία  ήταν  τακτικιστικό  και  περιστασιακό  και  ποτέ  δεν  επεδίωξε  μια  κυρίως  αγροτική  ουτοπία, όπως  πολλοί  του  έχουν  καταλογίσει. Ο  Τσίτελμαν  συμπεραίνει  ότι  ο  χαρακτήρας  του  καινούργιου  Lebensraum  στα  ανατολικά  στη  σκέψη  του  Χίτλερ  έχει  κατανοηθεί  στρεβλά, διότι  προοριζόταν  να  είναι  κυρίως  πηγή  τροφίμων  και  πρώτων  υλών, υπηρετώντας  την  ενίσχυση  του  βιομηχανικού  χαρακτήρα  της  γερμανικής  ενδοχώρας ( R. Zitelmann, Hitler: Selbstverstandnis  eines  Revolutionars (Αμβούργο, 1987). Prinz  &  Zitelmann, επιμ., Nationalsozialismus).

Ο  φασισμός  ήταν  κατά  κύριο  λόγο  νεωτερικός, παρόλο  που  εμπεριείχε  πολλά  αρχαϊκά  στοιχεία  καθώς  και  στοιχεία  αναχρονιστικής  πολεμικής  κουλτούρας. Το  κύριο  ενδιαφέρον  του  δεν  ήταν  ούτε  αντινεωτερικό  ούτε  εκσυγχρονισμός  per  se, γιατί  προώθησε  πολλές  νέες  εκσυγχρονιστικές  απόψεις  και  πολέμησε, ή  θέλησε  να  αναπροσαρμόσει  ριζικά, πολλές  άλλες. Πάνω  απ’  όλα  ο  φασισμός  ήταν  ένα  προϊόν  της  νέας  κουλτούρας  και  του  έντονου  διεθνούς  κοινωνικού  δαρβινισμού  των  αρχών  του  20ού  αιώνα, κανονικά (αν  και  όχι  σε  κάθε  περίπτωση)  προσηλωμένος  στον  πόλεμο  και  ένθερμος  υποστηρικτής  των  θεμελιακών  αλλαγών  στη  διεθνή  σκηνή.

Ο  φασισμός  δεν  μπορούσε  να  γίνει  μια  μεγάλη  δύναμη  σε  χώρες  όπου  δεν  προϋπήρξε  μια  σχετικά  σημαντική  εθνικιστική  ιδεολογία  ή  κίνημα, τουλάχιστον  κατά  μισή  γενιά  ή  και  περισσότερο. Ένα  τόσο  ριζοσπαστικό  και  έντονο  δόγμα  μπορούσε  να  αποκτήσει  δυναμική  μόνο  ως  το  δεύτερο  στάδιο  μιας  συνεχούς  εθνικής  εγρήγορσης  και  κινητοποίησης. Αυτό  ίσχυε  για  όλες  τις  περιπτώσεις  δυναμικών  φασιστικών  κινημάτων. Έτσι, η  πλήρης  απουσία  ενός  πρότερου  εθνικιστικού  κινήματος  στην  Ισπανία  αποτέλεσε  σημαντικό  πρόβλημα  για  τη  Φάλαγγα, που  δεν  μπορούσε  να  ξεπεραστεί  κάτω  από  τις  ημικανονικές  πολιτικές  συνθήκες.

Αυταρχικές  κυβερνήσεις  έκλεισαν  την  πόρτα  στο  φασισμό  σε  Αυστρία  και  Πορτογαλία, στη  Γαλλία  του  Βισί  και  σε  αρκετές  ανατολικοευρωπαϊκές  χώρες. Αυταρχικές  κυβερνήσεις, επίσης, ήλεγξαν  και  περιόρισαν  τη  συμμετοχή  των  φασιστών  στην  εξουσία  σε  Ρουμανία  και  Ισπανία, υποτάσσοντάς  τους  στην  τελευταία  και  σταδιακά  εξαλείφοντάς  τους  τελείως  στην  πρώτη.

Όσον  αφορά  την  οικονομική  δομή, την  επιρροή  ή  την  ανάπτυξη, δεν  μπορεί  να  βρεθεί  κάποιος  κοινός  παράγοντας  για  όλα  τα  σημαντικά  φασιστικά  κινήματα. Ένα  από  αυτά  τα  κινήματα  ήταν  ισχυρότερο  σε  μια  από  τις  πιο  «μορφωμένες»  και  ανεπτυγμένες  ευρωπαϊκές  χώρες  και  άλλο  στην  πιο  «αμόρφωτη»  και  οπισθοδρομική  χώρα. Αυτοί  που  επιζητούν  μια  εξήγηση  για  την  κοινωνική  και  οικονομική  βάση  του  χιτλερισμού  αναφέρονται  συχνά  στον  αρκετά  μεγάλο  αριθμό  ανέργων  στη  Γερμανία  του  1930-33, αλλά  το  ίδιο  υψηλά  ποσοστά  υπήρχαν  σε  διάφορες  άλλες  χώρες  που  δεν  ανέπτυξαν  σημαντικά  φασιστικά  κινήματα, και  το  ποσοστό  ήταν  περίπου  παρόμοιο  με  αυτό  της  δημοκρατικής  Αμερικής  του  Χούβερ  και  του  Ρούσβελτ.

Το  μόνο  κοινό  οικονομικό  στοιχείο  ήταν  ότι  σε  όποια  χώρα  υπήρξε  ένα  ισχυρό  κίνημα  υπήρχε  επίσης  έντονη  η  αντίληψη  ότι  η  τρέχουσα  οικονομική  κρίση  πήγαζε  όχι  απλώς  από  συνήθεις  εσωτερικές  αιτίες  αλλά  και  από  τη  στρατιωτική  ήττα  και /ή  την  ξένη  εκμετάλλευση. Όσο  πιο  χαμηλά  στην  κλίμακα  της  ανάπτυξης, τόσο  πιο  έντονο  το  οικονομικό  μίσος  για  την  «καπιταλιστική  πλουτοκρατία».

Ένας  παράγοντας  που  αφορούσε  το  επίπεδο  της  ανάπτυξης  και  ήταν  πιο  ξεκάθαρος  ήταν  η  ανάγκη  της  χώρας  να  επιτύχει  ένα  συγκεκριμένο  επίπεδο  οικονομικής  και  πολιτικής  ανάπτυξης, στην  οποία  ο  στρατός  δεν  έπαιζε  πια  τον  κύριο  ρόλο  στις  πολιτικές  αποφάσεις. Αλλιώς, εάν  ο  στρατός  κυριαρχούσε  πολιτικά, θα  μπορούσε  να  είχε  θέσει  βέτο  στις  κυβερνήσεις  του  Μουσολίνι  και  του  Χίτλερ  ως  άσχετες, ακόμα  και  ζημιογόνες. Ήταν  αυτές  οι  στρατιωτικές  δυνάμεις  που  κατά  κύριο  λόγο  κατέπνιξαν  το  φασισμό  στην  Ανατολική  Ευρώπη.

Ο  φασισμός  απέτυχε  να  γίνει  μια  από  τις  σημαντικότερες  κινητήριες  δυνάμεις  του  20ού  αιώνα, αλλά – όπως  είπε  νωρίτερα  στα  συμπεράσματά  του  ο  Νόλτε – απέκτησε  θεμελιακή  σημασία  για  την  Ευρώπη  στη  διάρκεια  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου. Εντούτοις, ακόμα  και  στην  Ευρώπη, στις  περισσότερες  χώρες  δεν  κατόρθωσε  να  αποκτήσει  ευρεία  λαϊκή  υποστήριξη. Η  ολοκληρωτική  του  ήττα  το  1945, που  τα  επόμενα  χρόνια  ακολουθήθηκε  από  σαρωτικές  αλλαγές, σήμαινε  ότι  οι  ίδιες  φασιστικές  μορφές  δεν  θα  μπορούσαν  να  αναγεννηθούν  αποτελεσματικότερα. Η  ολοκληρωτική  στρατιωτική  καταστροφή  έθεσε  τέλος  στις  ιμπεριαλιστικές  φιλοδοξίες  των  καινούργιων  κρατών  της  δεκαετίας  του  ’60, ενώ  ο  διπολισμός  του  Ψυχρού  Πολέμου  τερμάτισε  τη  «διεθνή  αναρχία»  των  αρχών  του  20ού  αιώνα  στην  Ευρώπη. Η  κατάπνιξη  των  πολιτικών  ελευθεριών  στην  Ανατολή  και  η  ανάπτυξη  μιας  σε  μεγάλο  βαθμό  σταθερής  δημοκρατίας  στη  Δύση  δεν  άφησε  πολιτικό  χώρο  σε  ριζοσπαστικές  εναλλακτικές  λύσεις, ενώ  η  μακρά  και  άνευ  προηγουμένου  ευημερία  στη  Δυτική  Ευρώπη  που  ξεκίνησε  γύρω  στο  1950  απεσόβησε  σε  μεγάλο  βαθμό  τις  κοινωνικές  εντάσεις. Στον  μεταπολεμικό  κόσμο  οι  μεγαλύτερες  ανταγωνιστικές  ιδεολογικές  δυνάμεις  μοιράζονταν  έναν  κοινό  ουμανιστικό  υλισμό, αποκλείοντας  έτσι  τόσο  τον  παλιό  ιδεαλισμό  όσο  και  το  βιταλισμό. Ο  θρίαμβος  του  ηδονιστικού  και  καταναλωτικού  υλισμού  αφαιρούσε  το  έδαφος  από  υπόγεια  καλέσματα  για  επαναστατικό  ασκητισμό  και  ιδεαλισμό – είτε  φασιστικό  είτε  κομουνιστικό. Η  γενική  κρίση  της  εξουσίας  στον  δυτικό  κόσμο, μαζί  με  τους  ευρέως  αποδεκτούς  κανόνες  ισότητας, τον  αυξανόμενο  κοινωνικό  ατομισμό  και  την  εξατομίκευση, ενέτειναν  αυτή  την  τάση.

Ο  φασισμός, εντέλει, ήταν  η  μόνη  μεγάλη  καινούργια  ιδεολογία  του  πρώιμου  20ού  αιώνα, και  δεν  αποτελεί  έκπληξη  ότι  μια  σειρά  χαρακτηριστικών  του  αναδύονται  και  πάλι  σε  ριζοσπαστικά  κινήματα  και  εθνικά  αυταρχικά  καθεστώτα  σε  ύστερους  καιρούς  και  άλλες  περιοχές, ακόμα  και  αν  το  προφίλ  των  νέων  δυνάμεων  είναι, στο  σύνολό  του, διαφορετικό. Πολλά  εθνικιστικά  αυταρχικά  καθεστώτα  φέρουν  κάποια  από  τα  γνωρίσματα  του  φασισμού, όπως  όλα  τα  κομουνιστικά  καθεστώτα  είχαν  και  έχουν  κάποια  από  τα  χαρακτηριστικά  του  φασισμού. Αυτά  τα  γνωρίσματα  είναι:

1.Σταθερός  εθνικιστικός  μονοκομματικός  αυταρχισμός, ούτε  προσωρινός  ούτε  ένα  πραγματικό  πρελούδιο  στο  διεθνισμό.

2.Η  αρχή  της  χαρισματικής  ηγεσίας, που  υιοθετήθηκε  από  διαφορετικά  είδη  καθεστώτων.

3. Η  αναζήτηση  μιας  συνθετικής  εθνικιστικής  ιδεολογίας, διακριτής  τόσο  από  το  φιλελευθερισμό  όσο  και  από  το  μαρξισμό.

4. Το  αυταρχικό  κρατικό  σύστημα  και  μια  κορπορατιστική  οικονομία  ή  μερικός  σοσιαλισμός, πιο  περιορισμένος  και  πιο  πλουραλιστικός  από  το  κομουνιστικό  μοντέλο.

5. Η  φιλοσοφική  αρχή  του  βολονταριστικού  ακτιβισμού, χωρίς  να  οροθετείται  από  οιονδήποτε  φιλοσοφικό  ντετερμινισμό.

Απ’ αυτή  την  άποψη, ο  φασισμός  αποτελούσε  ένα  θεμελιώδες  χαρακτηριστικό  της  επανάστασης, του  εθνικισμού  και  της  δικτατορίας  του  20ού  αιώνα. Γι’ αυτό  η  επιρροή  του  θα  συνεχίσει  να  γίνεται  αισθητή  και  στον  21ο  αιώνα.

Ο  ίδιος  ο  ιστορικός  φασισμός  δεν  θα  μπορέσει  ποτέ  να  αναδημιουργηθεί, αλλά  το  τέλος  του  20ού  αιώνα-αρχές  21ου  αι. μπορεί  να  γίνει  μάρτυρας  της  γέννησης  τόσο  μιας  καινούργιας  μορφής  αυταρχικού  εθνικισμού  όσο  και  κάποιων  παραπλήσιων  μορφών  του.

 

Δακτυλογράφηση: Βάσω  Κ.  Ηλιάδη.

Ενδεικτική βιβλιογραφία-Πηγές:

Στάνλεϊ Τζ. Πέϊν, Η  Ιστορία  του  Φασισμού  1914-1945, μετάφραση: Κώστας  Γεώρμας, πρόλογος: Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις  Φιλίστωρ, 2000.

http://www.el.wikipedia.org/wiki/ (Βικιπαίδεια,ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια–αναζήτησηλήμματος)
• http://www.matia.gr/library (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη) > e-book της Αμαλίας Ηλιάδη > Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

www.24grammata.com (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη) > e-book της Αμαλίας Ηλιάδη > Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

  • http://www1.ekebi.gr/fakeloi/fascism/index.htm (ψηφιακός φάκελος από την ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου με τίτλο Ο φασισμός και ο ναζισμός στην Ευρώπη)



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση