ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

«Φασισμός-Κομμουνισμός στην Ευρώπη κατά το Μεσοπόλεμο: Η περίπτωση της Ελλάδος και άλλων ευρωπαϊκών και βαλκανικών κρατών» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

«Φασισμός-Κομμουνισμός στην Ευρώπη κατά το Μεσοπόλεμο: Η περίπτωση της Ελλάδος και άλλων ευρωπαϊκών και βαλκανικών κρατών»

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Η ανταλλαγή αλληλοκατηγοριών και αλληλοαπορρίψεων δεν  απέτρεψαν  τη  σύσφιξη  των  σχέσεων  μεταξύ  Ιταλίας  και  Σοβιετικής  Ένωσης. Οι  επαφές  τους  ήταν  γενικά   φιλικές, και  ο  Μουσολίνι  προσέβλεπε  στο  να  πατρονάρει  τη  Ρωσία  για  να  προωθήσει  αναθεωρήσεις  στα  ευρωπαϊκά  ζητήματα, αν  και  την  ίδια  στιγμή  ανησυχούσε  μήπως  η  Κομιντέρν  γίνει  ο  επαναστατικός  ανταγωνιστής  του  φασισμού. Αν  και  η  προπαγάνδα  της  Κομιντέρν  από  πολύ  καιρό  χρησιμοποιούσε  τη  λέξη  φασισμός  προσβλητικά, η  σοβιετική  κυβέρνηση  δεν  έβλεπε  την  Ιταλία  ως  απειλή, και  το  εμπόριο  μεταξύ  των  δύο  δυνάμεων  αυξήθηκε  την  περίοδο  1930-32. Μετά  την  εμφάνιση  του  Χίτλερ, ο  Στάλιν  ήλπιζε  να  χρησιμοποιήσει  την  Ιταλία  ως  μοχλό  πίεσης  εναντίον  της  Γερμανίας.  Ένα  καινούργιο  οικονομικό  σύμφωνο  υπογράφτηκε  το  1933, κι  έπειτα  από  τέσσερις  μήνες  ακολούθησε  το  Ιταλοσοβιετικό  Σύμφωνο  Φιλίας, Ουδετερότητας  και  μη  Επίθεσης (ένα  παρόμοιο  σύμφωνο  υπογράφτηκε  τον  προηγούμενο  χρόνο  μεταξύ  Γαλλίας  και  Σοβιετικής  Ένωσης).

Καθώς  η  πολιτική  του  Μουσολίνι  γινόταν  όλο  και  πιο  επεκτατική, στη  Ρώμη  διεξάγονταν  πολλές  συζητήσεις  για  την  «επαναστατική  συγγένεια»  μεταξύ  των  δύο  καθεστώτων  και  για  τη  σοβιετική  «σύγκλιση»  με  το  φασισμό, ακόμα  και  αν  οι  καλύτεροι  Ιταλοί  θεωρητικοί  κατανοούσαν  τις  βαθιές  διαφορές  που  υπήρχαν  μεταξύ  των  δύο. Το  1933-34  τα  ιταλικά  ναυπηγεία  κατασκεύασαν  πλοία  για  τον  σοβιετικό  στόλο, πριν  η  εισβολή  στην  Αιθιοπία  απομακρύνει  και  πάλι  τα  δύο  καθεστώτα. Όμως  ακόμα  και  το  1938  ο  Μουσολίνι  αποκαλούσε  τον  Στάλιν  «κρυπτοφασίστα», και  τον  επόμενο  χρόνο ο  κυριότερος  ιδεολογικός  εκπρόσωπος  του  φασισμού, ο  Σέρτζιο  Πανούντσιο, δήλωνε  ότι  η  Σοβιετική  Ένωση  άρχισε  να  αποκτά  όλο  και  περισσότερα  φασιστικά  χαρακτηριστικά: «Η  Μόσχα  υποκλίνεται  μπροστά  στο  ακτινοβόλο  φως  της  Ρώμης. Η  Κομουνιστική  Διεθνής  δεν  μιλά  πια  στο  πνεύμα. Είναι  νεκρή». Αργότερα  ο  Μουσολίνι  έγραψε  μια  συμπαθητική  κριτική  για  το  βιβλίο  του  Renzo  Bertoni, Il  trionfo  del  fascism  nellURSS (Μιλάνο, 1937), στο  οποίο  ο  Renzo   επιχειρηματολογούσε  ότι  αν  και  τα  δύο  καθεστώτα  αρχικά  ακολούθησαν  διαφορετικού  τύπου  πολιτικές, οι  σοβιετικές  στρατηγικές  είχαν  καταστρέψει  την  οικονομία  και  την  οικογενειακή  ζωή, και  η  Σοβιετική  Ένωση  θα  εξαναγκαζόταν  τώρα  να  υιοθετήσει  φασιστικού  τύπου  πολιτικές.

Η περίπτωση της Ελλάδας

Η  Ελλάδα, μια  μικρή  νοτιοευρωπαϊκή  χώρα, που  για  πολύ  καιρό  ήταν  πιο  ασθενική  από  την  Πορτογαλία, χαρακτηριζόταν, παρ’ όλα  αυτά, από  τα  πιο  σοβαρά  αλυτρωτικά  προβλήματα  της  Ευρώπης. Η  αποκαλούμενη  Μεγάλη  Ιδέα  της  εδαφικής  επέκτασης  ήταν  ένα  σταθερό  γνώρισμα  της  ελληνικής  ζωής  από  την  αρχή  της  απελευθέρωσης  της  Νότιας  Ελλάδας  από  την  οθωμανική  κυριαρχία  στις  αρχές  του  19ου αιώνα. Επιπλέον, η  ήττα  της  Ελλάδας  στον  πόλεμο  με  την  Τουρκία  το  1921-23, και  η  συνεπακόλουθη  εισροή  εξαθλιωμένων  προσφύγων, δημιούργησαν  τεράστια  εθνικά  προβλήματα  και  μια  έντονη  αίσθηση  αποστέρησης  του  status  της.

Έτσι, ενώ  στην  Ελλάδα  φαινόταν  να  υπάρχουν  κάποιες  από  τις  κύριες  αναγκαίες  μεταβλητές  για  την  ανάπτυξη  του  φασισμού, έλειπαν  όμως  άλλες  πολιτικές, πολιτισμικές  και  κοινωνικές  συνιστώσες. Στο  επίπεδο  της  καθημερινής  κοινωνικής  ζωής, η  σταθερότητα  της  ελληνικής  πολιτικής  οργάνωσης  ήταν  αξιοσημείωτη, και  βασιζόταν  γερά – παρά  τη  μεγάλη  προσφυγική  μειονότητα – σε  δύο  μεγάλες  μετριοπαθείς  πολιτικές  δυνάμεις: την  Αριστερά  και  τη  Δεξιά. Το  μεγαλύτερο  μέρος  της  πολιτισμικής  ζωής  ήταν  είτε  φιλελεύθερο-προοδευτικό  είτε  ημιπαραδοσιακό, έτσι  που  οι  αληθινά  καινούργιες  ριζοσπαστικές  ιδέες  έβρισκαν  μικρό  ακροατήριο. Ο  εθνικιστικός  ριζοσπαστισμός  παρέμεινε  σε  μεγάλο  βαθμό  στα  χέρια  των  φιλελευθέρων. Παρά  τη  μεγάλη  αγροτική  μεταρρύθμιση  που  ολοκληρώθηκε  στα  μέσα  της  δεκαετίας  του  ’20, το  κοινωνικό  περιβάλλον  της  πλειονότητας  των  αγροτών, που  αποτελούσαν  την  πλειοψηφία  του  έθνους, δεν  είχε  αλλάξει  ακόμη  δραστικά. Τα  παλιά  σχήματα  των  πελατειακών  σχέσεων  επιβίωσαν  για  ένα  μεγάλο  μέρος  του  20ού  αιώνα. Ακόμα  και  οι  φιλελεύθεροι  βασίζονταν  σε  αυτές. Έτσι, η  άμεση  κινητοποίηση  των  μαζών  δεν  ήταν  ακόμα  ένα  κυρίαρχο  στοιχείο  της  πολιτικής  ζωής. Συνεπώς, παρά  τις  καλειδοσκοπικές  αλλαγές  κυβερνήσεων, η  επίμονη  παρουσία  τέτοιων  παραγόντων  απέτρεπε  το  άνοιγμα  καινούργιου  χώρου  για  ένα  φασιστικό  κίνημα.

Τελικά, η  καταστροφή  του  1922-23  είχε  ένα  ιδιαίτερο  καθαρτήριο  αποτέλεσμα, ενώ  ο  στόχος  του  να  συμπεριληφθούν  όλοι  σχεδόν  οι  Έλληνες  σε  μια  ανεξάρτητη  πατρίδα  είχε  πραγματοποιηθεί. Η  Τουρκία  ήταν  ένας  πολύ  μεγάλο  αντίπαλος  για  να  αμφισβητηθεί  και  πάλι, ιδιαίτερα  αφότου  οι  μεγάλες  δυνάμεις  έκαναν  εμφανή  την  έλλειψη  υποστήριξης  εκ  μέρους  τους. Δεν  υπήρχαν  πια  εναπομείνασες  ελληνοκατοικημένες  αλύτρωτες  περιοχές  για  την  υπόθαλψη  περαιτέρω  φιλοδοξιών, κι  έτσι  ένας  καινούργιος  φασιστικός  εθνικισμός  μπορούσε  να  αναπτυχθεί  μόνο  μέσα  από  μια  σχέση  εξάρτησης  με  άλλες  δυνάμεις. Έτσι, μετά  το  1923, η  Ελλάδα  δεν  αντιμετώπιζε  τόσο  πολλές  προκλήσεις  από  την  ύπαρξη  αλύτρωτων  εδαφών  και  είχε  πολύ  μικρή  ενθάρρυνση  από  άλλες  δυνάμεις  για  πιθανές  αλλαγές  συνόρων  ή  φιλοδοξίες  απ’ ό,τι  σε  οποιαδήποτε  άλλη  εποχή  μετά  το  1830. Μέχρι  την  εμφάνιση  της  απειλής  από  την  Ιταλία  στα  τέλη  της  δεκαετίας  του  ’30, οι  πιέσεις  της  Ελλάδας  όσον  αφορά  τη  διεθνή  της  θέση  είχαν  εκτονωθεί  σε  πολύ  μεγαλύτερο  βαθμό  απ’ ό,τι  στη  διάρκεια  του  προηγούμενου  αιώνα.

Ωστόσο, οι  πολιτικές  εξελίξεις  στην  Ελλάδα  ήταν  από  τις  πιο  ασταθείς  στην  Ευρώπη. Πριν  το  1926, η  μόνη  κοινοβουλευτική  δημοκρατία  που  την  ξεπερνούσε  σε  αστάθεια  ήταν  αυτή  της  Πορτογαλίας, ενώ  η  Ελλάδα  πήρε  τα  σκήπτρα  στη  δεκαετία  που  ακολούθησε. Αυτή  η  έντονη  αστάθεια  πήγαζε  από  πολλούς  παράγοντες. Καταρχάς  υπήρχε  η  οξεία  πόλωση  μεταξύ  των  φιλελεύθερων  δημοκρατικών  και  των  συντηρητικών  μοναρχικών, που  ήταν  πολύ  πιο  επίμονη  από  κάθε  παρόμοια  πόλωση  σε  οποιαδήποτε  νοτιοευρωπαϊκή  ή  βαλκανική  χώρα.  Ένας  δεύτερος  παράγοντας  ήταν  η  επίμονη  κυριαρχία  στην  πολιτική  σκηνή  της  πελατειακής  δομής, η  οποία  περιόρισε  τα  αποτελέσματα  της, υποτιθέμενης, καθολικής  ψηφοφορίας  των  ανδρών  που  άρχισε  να  εφαρμόζεται  από  το  1864. Ο  συνδυασμός  αυτών  των  παραγόντων  εξηγεί  ως  ένα  βαθμό  ένα  «κυκλικό»  φαινόμενο  της  ελληνικής  πολιτικής  σκηνής  μεταξύ  του  1917  και  του  1936, τη  γρήγορη  εναλλαγή  μεταξύ  βραχύβιων  πολιτικών  και  προσωρινών  στρατιωτικών  κυβερνήσεων, με  έναν  τρόπο  που  ήταν  πολύ  πιο  ακραίος  από  αυτόν  της  Πορτογαλίας  και  παρόμοιος  με  αυτόν  μιας  λατινοαμερικάνικης  χώρας, και  που  δεν  προσομοίαζε  με  οτιδήποτε  άλλο  στην  Ευρώπη. Ένας  άλλος  παράγοντας, που  έπαιξε  μικρότερο  ρόλο  στη  Νοτιοδυτική  Ευρώπη, ήταν  η  κατά  περιόδους  αποφασιστική  επιρροή  των  εξωτερικών  σχέσεων  και  της  στρατιωτικής  εμπλοκής, όπως  το  1917-23.

Η  ελληνική  κρίση  στη  διάρκεια  της  ύφεσης  είχε  κυρίως  πολιτικό  χαρακτήρα, επειδή  μετά  το  1932  ο  αντίκτυπος  της  ύφεσης  αφομοιώθηκε  πολύ  γρήγορα, καθώς  η  κυβέρνηση  σταμάτησε  τις  πληρωμές  του  εξωτερικού  χρέους  και  η  βιομηχανική  παραγωγή  προχωρούσε  με  ραγδαίους  ρυθμούς. Όμως  ο  εθνικός  διχασμός  βάθυνε  γι’ άλλη  μια  φορά. Αφότου  οι  μοναρχικοί-συντηρητικοί  κέρδισαν  και  πάλι  την  εξουσία, οι  φιλελεύθεροι  μποϊκοτάρισαν  τις  εκλογές  του  1935. Ο  στρατηγός  Γεώργιος  Κονδύλης, ένας  από  τους  ανώτερους  αξιωματικούς  που  πριν  από  μια  δεκαετία  είχε  δραστηριοποιηθεί  για  την  εξάλειψη  της  μοναρχίας, μπήκε  τότε  επικεφαλής  ενός  πραξικοπήματος  για  την  παλινόρθωσή  της. Αυτή  την  περίοδο, η  απειθαρχία  του  στρατού  ήταν  εντονότερη  από  οπουδήποτε  άλλου  στην  Ευρώπη, και  πολλαπλασιάζονταν  οι  συζητήσεις  για  την  αποτυχία  του  κοινοβουλευτικού  συστήματος  ακόμα  και  μέσα  στους  φιλελεύθερους.

Τον  Απρίλιο  του  1936, μετά  από  την  αποτυχία  των  δύο  κυριοτέρων  κομμάτων  να  φτάσουν  σε  συμφωνία, υπήρξε  η  ανάγκη  για  μια  άλλη  προσωρινή  κυβέρνηση, και  ο  βασιλιάς  Γεώργιος  διόρισε  μια  κυβέρνηση  για  την  επίβλεψη  της  τρέχουσας  κατάστασης  υπό  τον  δεξιό  εθνικιστή  στρατηγό  Ιωάννη  Μεταξά, αν  και  το  κόμμα  του  στις  εθνικές  εκλογές  τρεις  μήνες  νωρίτερα  δεν  είχε  κερδίσει  πάνω  από  το  4%  των  ψήφων. Μετά  από  μια  σειρά  μεγάλων  απεργιών, ο  Μεταξάς  κήρυξε  κατάσταση  εκτάκτου  ανάγκης, ανέλαβε  όλες  τις  κυβερνητικές  εξουσίες  και  παρέκαμψε  το  Κοινοβούλιο. Πρώτα  θέσπισε  ένα  υπουργείο  που  συνίστατο  από  «επιχειρηματίες, τραπεζίτες  και  τεχνοκράτες […], ένα  συνασπισμό  ειδημόνων  και  καθηγητών».

Τον  επόμενο  μήνα  όμως  κήρυξε  την  αντικατάσταση  του  κοινοβουλευτικού  συστήματος  από  το  «Νέο  Κράτος». Στη  συνέχεια  ανακοινώθηκε  ότι  η  κρατική  ρύθμιση  της  οικονομίας  θα  γινόταν  μέσα  από  ένα  κορπορατιστικό  πλαίσιο, αν  και  η  εφαρμογή  αυτών  των  διακηρύξεων  ήταν  ελλιπής. Το  κράτος  ανέλαβε  η  διαχείριση  των  συνδικάτων, ενώ  μέσα  από  τις  εκτεταμένες  κυβερνητικές  ρυθμίσεις, που  έβριθαν  από  ελέγχους  τιμών, έγινε  μια  προσπάθεια  ελέγχου  της  οικονομίας, με  αποτέλεσμα  τη  διατάραξή  της. Η  κοινωνική  ασφάλιση  επεκτάθηκε  κάπως. Ανακοινώθηκε  η  ανακούφιση  των  αγροτών  από  τα  μεγάλα  χρέη, αν  και  στην  πραγματικότητα  η  βιομηχανία  και  ο  χρηματικός  τομέας  ευημερούσαν  πολύ  περισσότερο  απ’ ό,τι  οι  αγρότες. Όλα  τα  πολιτικά  κόμματα  διαλύθηκαν, αν  και  ο  Μεταξάς  δεν  κατέβαλε  καμιά  προσπάθεια  για  να  δημιουργήσει  ένα  δικό  του. Η  μοναδική  μαζική  οργάνωση  που  σχημάτισε  ήταν  η  Εθνική  Οργάνωση  Νεολαίας (ΕΟΝ), που  δημιουργήθηκε  τον  Νοέμβριο  του  1936. Μέσα  σε  δύο  χρόνια  υποτίθεται  ότι  έφτασε  το  ένα  εκατομμύριο  μέλη, περιλαμβάνοντας  έτσι  τη  μεγάλη  πλειοψηφία  της  ελληνικής  νεολαίας. Η  ΕΟΝ  είχε  μόνο  ένα  μικρό  παραστρατιωτικό  παρακλάδι, αν  κι  έγιναν  κάποιες  προσπάθειες  για  τη  δημιουργία  Εργατικών  Ταγμάτων. Καθώς  περνούσαν οι μήνες, προχωρούσε  η  αντικατάσταση  των  παλιών  γραφειοκρατών από  καινούργιο  και  πιο  ριζοσπαστικό  προσωπικό.

Στις  4  Αυγούστου  του  1938, τη  δεύτερη  επέτειο  της  εγκαθίδρυσης  της  δικτατορίας, ο  Μεταξάς  «κήρυξε  τον  εαυτό  του  πολιτικό  δικτάτορα  εφ’ όρου  ζωής  με  την  έγκριση  του  στέμματος. Το  “Νέο  Κράτος”  του  διακήρυττε  το  ευαγγέλιο  του  “Ελληνισμού”  που  θα  ανύψωνε  την  Ελλάδα  μετά  από  αιώνες  παρακμής  σε  έναν “Τρίτο  Πολιτισμό” (μετά  την  κλασική  Ελλάδα  και  τη  Βυζαντινή  Αυτοκρατορία)», αν  και  η  ελληνική  φυλή  οριζόταν  περισσότερο  μέσα  από  την  κουλτούρα  και  την  ιστορία  παρά  από  τη  βιολογία.  Δεν  αναζήτησε  την  ιδεολογική  του  βάση  στον  σύγχρονο  βιταλισμό, αλλά  στη  Σπάρτη  και  το  ελληνικό  παρελθόν, δηλώνοντας  ότι  «είμαστε  υποχρεωμένοι  λοιπόν  να  πισωγυρίσουμε  για  να  επανανακαλύψουμε  τους  εαυτούς  μας», μια  διαδικασία  που  απαιτούσε  την  ηγεσία  μιας  καινούργιας  ελίτ.

Αν  και  το  καθεστώς  χρησιμοποίησε  τον  φασιστικό  χαιρετισμό  και  μερικές  φορές  τον  όρο  ολοκληρωτικός, δεν  ήταν  ούτε  τυπικά  φασιστικό  ούτε  δομικά  ολοκληρωτικό. Η  απουσία  μιας  θεωρίας  περί  επικείμενης  επανάστασης, ενός  επαναστατικού  δόγματος  ή  πολιτικής  κινητοποίησης  των  μαζών  το  καθιστούσαν  μάλλον  ένα  γραφειοκρατικό  αυταρχικό  καθεστώς  που  ιδεολογικά  βασίζονταν  σε  μεγάλο  βαθμό  στη  θρησκεία. Υπήρχαν  ελάχιστες  ενδείξεις  λαϊκής  υποστήριξης, αλλά  δεν  υπήρξε  κι  έντονη  ανοιχτή  αντιπολίτευση. Η  μεγαλύτερη  επιτυχία  του  Μεταξά  έγκειτο  στην  ενδυνάμωση  του  στρατού  και  την  ανάπτυξη  ενός  αποτελεσματικού  αστυνομικού  ελέγχου, δημιουργώντας  ένα  μάλλον  ωμό  σύστημα  στρατοπέδων  συγκέντρωσης  που  πολύ  σύντομα  περιελάμβανε  αρκετές  χιλιάδες  φυλακισμένους.

Αυτό  το  ουσιαστικά  δεξιό  ριζοσπαστικό  αυταρχικό  σύστημα  έγινε  αποδεκτό  από  το  βασιλιά, από  τη  βρετανική  κυβέρνηση (τον  παραδοσιακό  σύμμαχο  της  Ελλάδας), και  ακόμα  από  σημαίνοντες  φιλελεύθερους  εμιγκρέδες, ως  το  πιο  αποτελεσματικό  σύστημα  που  μπορούσαν  να  ελπίζουν, καθώς  η  Ευρώπη  βάδιζε  προς  έναν  καινούργιο  μεγάλο  πόλεμο. Ο  Μεταξάς  πίστευε  ότι  η  Ευρώπη  είχε  την  ανάγκη  μιας  καινούργιας  εθνικιστικής  και  αντιφιλελεύθερης  τάξης, και  προσπάθησε  να  προσεγγίσει  τόσο  τη  Γερμανία  όσο  και  την  Ιταλία, ενώ  χαλάρωσε  τους  δεσμούς  με  τη  Βρετανία. Παρ’  όλα αυτά, δεν  αποδέχθηκε  την  ετικέτα  του  φασισμού, λέγοντας  σε  Βρετανούς  αξιωματούχους  ότι  «την  εγγύτερη  αναλογία  δεν  παρείχε  ούτε  η  Γερμανία  του  Χίτλερ  ούτε  η  Ιταλία  του  Μουσολίνι  αλλά  η  Πορτογαλία  υπό  τον  Δρ. Σαλαζάρ». Αν  και  ήταν  πιο  μιλιταριστής  αλλά  πιο  ριζοσπάστης  από  τον  Σαλαζάρ, αυτή  η  δήλωση  δεν  ήταν  παραπλανητική. Το  καθεστώς  του  Μεταξά  και  η  χώρα  αντιμετώπισαν  την  άμεση  εισβολή  της  Ιταλίας  το  1940. Εάν  δεν  είχε  πεθάνει  από  αρρώστια  τον  Ιανουάριο  του  1941  και  η  χώρα  του  δεν  είχε  υπερφαλαγγιστεί  από  τη  Βέρμαχτ  τρεις  μήνες  αργότερα, το  καθεστώς  του  είχε  κάποιες  ελπίδες  να  διατηρηθεί  για  κάμποσο  καιρό.

Το  Ελληνικό  Εθνικοσοσιαλιστικό  Κόμμα  του  Γεωργίου  Μερκούρη  ήταν  η  μόνη  δύναμη  στην  Ελλάδα  που  εμπίπτει  στην  κατηγορία  του  φασισμού. Ο  Μερκούρης  ακολούθησε  κατά  κάποιο  τρόπο  την  ίδια  σταδιοδρομία  με  τον  Βαλουά  και  τον  Πρέτο, εκτός  από  το  ότι  η  πρώην  πολιτική  του  δράση   ήταν  πιο  σημαντική, αφού  είχε  καταλάβει  δύο  φορές  υπουργική  θέση  με  τους  συντηρητικούς  μοναρχικούς  κι  ήταν  επίσης  μέλος  της  αντιπροσωπείας  στην  Ένωση  των  Εθνών. Κατελήφθη  από  τον  φασιστικό  ίλιγγο  στα  μέσα  της  δεκαετίας  του  ’30, και  η  προσπάθειά  του  για  πολιτική  μίμησης  του  φασισμού  δεν  έτυχε  σημαντικής  υποστήριξης. Ένα  από  τα  πιο  ονομαστά  μέλη  στην  ιστορική  διαδρομή  της  οικογένειας  Μερκούρη  υπήρξε  η  Μελίνα  Μερκούρη, γνωστή  ηθοποιός  και  πολιτικός, η  οποία  διετέλεσε  επί  σειρά  ετών  υπουργός  Πολιτισμού  σε  κυβερνήσεις  του  ΠΑΣΟΚ.

Ο  φασισμός  ήταν  η  πιο  ανοιχτά  μιλιταριστική  απ’ όλες  τις  σύγχρονες  επαναστατικές  ιδεολογίες  στο  στιλ, τη  ρητορική  και  τους  στόχους. Στην  πράξη  δεν  ήταν  πιο  βίαιος  από  το  μαρξισμό-λενινισμό, και  στην  πραγματικότητα  δεν  προώθησε  έναν  τόσο  υψηλό  βαθμό  δομικού  μιλιταρισμού  όπως  τα  σύγχρονά  του  και  τα  μετέπειτα  κομουνιστικά  καθεστώτα, αλλά  τα  φασιστικά  κινήματα  και  καθεστώτα  (με  μερικές  μικρές  εξαιρέσεις) είχαν  μια  πολύ  μεγάλη  θετική  εκτίμηση  για  τη  βία, τονίζοντας  τον  αναγκαία  δημιουργικό  της  ρόλο  ως  εγγενή  στο  δόγμα  για  τον  «καινούργιο  άνθρωπο», και  συχνά  θεωρούσαν  τον  εθνικό  πόλεμο  ως  την  υψηλότερη  δέσμευση  και  δοκιμή  για  ένα  έθνος. Παρομοίως, ο  ναζισμός  διαχώρισε  τη  θέση  του  από  την  παράδοση  της  εθνικιστικής  «γεωπολιτικής»  πριν  το  1933. Η  τελευταία  είχε  βασιστεί  περισσότερο  σε  πολιτιστικά, ιστορικά  και  περιβαλλοντικά  δόγματα  μάλλον  παρά  στο  ρατσισμό. M. Bassin, “Race  contra  Space: The  Conflict  between  German  Geopolitik  and  National  Socialism”, Political  Geography  Quarterly, 6:2 (Απρίλιος  1987), 115-34.

Αντιθέτως, τα  μαρξιστικά-λενινιστικά  καθεστώτα  θεωρούσαν  τη  βία  ως  ένα  απαραίτητο  μέσο  για  έναν  σκοπό – ενώ  τη  χρησιμοποιούσαν  μαζικά  χωρίς  λόγο –,και  πάντοτε  διακήρυτταν  την  ειρήνη  ως  ένα  ιδεώδες  και  στόχο, ενώ  στην  πράξη  στρατιωτικοποιούσαν  σε  υψηλό  βαθμό  τα  συστήματά  τους. Όμως  ο  βαθμός  βιαιότητας  και  επιθετικότητας  του  κάθε  φασιστικού  κινήματος  και  καθεστώτος  συχνά  εξαρτιόταν  από  τις  περιστάσεις. Τα  πιο  αδύναμα  δεν  χρησιμοποίησαν  τη  βία  σε  μεγάλο  βαθμό, ενώ  αυτά  σε  αδύναμες  ή  «κορεσμένες»  χώρες  δεν  προωθούσαν  κατ’  ανάγκην  τον  πόλεμο  ως  μια  πρακτική  πολιτική. Για  μια  σχεδόν  δεκαετία, ο  Μουσολίνι  ήταν  ένας  σχετικά  καλός  πολίτης, κι  άρχισε  να  γίνεται  επιθετικός  το  1935, και  τότε  στην  Αφρική, όχι  στην  Ευρώπη.

Οι  αιτίες  για  τον  Β΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  ήταν  βασικά  δύο: ο  αμοιβαίος  ανταγωνισμός  των  πολιτικών  ισχύος  και  τα  ιμπεριαλιστικά  συμφέροντα, που  οξύνθηκαν  από  την  επίδραση  των  επαναστατικών  ιδεολογιών  σε  Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία  και  Σοβιετική  Ένωση. Οι  επιτιθέμενοι  ήταν  κυρίως  τα  «καινούργια  έθνη  της  δεκαετίας  του  1860», που  ήρθαν  καθυστερημένα  και  απέτυχαν  να  αποκτήσουν  το  status  της  ιμπεριαλιστικής  δύναμης  ισότιμο  με  τις  κύριες  δυνάμεις  της  Δυτικής  Ευρώπης, ή  με  τις  Ηνωμένες  Πολιτείες  και  τη  Σοβιετική  Ένωση. Παρ’ όλα  αυτά, οι  φιλοδοξίες  της  Γερμανίας, της  Ιταλίας  και  της  Ιαπωνίας  δεν  θα  είχαν  προκαλέσει  έναν  τέτοιο  πόλεμο  εάν  δεν  ερχόταν  στην  εξουσία  ο  Χίτλερ, ο  Μουσολίνι  και  ο  ιαπωνικός  στρατός, που  αισθάνονταν  υποχρεωμένοι  να  προχωρήσουν  σε  μεγαλειώδη  ιστορικά  επιτεύγματα  και  στην εφαρμογή  των  επαναστατικών  τους  στόχων  μέσω  της  εξωτερικής  κατάκτησης. Ο  πόλεμος  αποτελούσε  επίσης  προαπαιτούμενο  της  μαρξιστικής-λενινιστικής  ιδεολογίας, η  οποία  θεωρούσε  ότι  ο  δρόμος  για  την  επέκταση  του  κομουνισμού  περνούσε  από  τα  αποτελέσματα  ενός  «δευτέρου  ιμπεριαλιστικού  πολέμου» που  θα  κατέστρεφε  τον  καπιταλιστικό  κόσμο.

Η  έναρξη  του  ευρωπαϊκού  πολέμου  διευκολύνθηκε  ιδιαίτερα  από  τη  σοβιετική  πολιτική, η  οποία  θεωρούσε  ότι  δεν  υπήρχε  τίποτα  το  απεχθές  στη  μυστική  συμφωνία  με  τον  Χίτλερ  για  την  εξάλειψη  των  ανεξαρτήτων  κρατών. Για  τον  Στάλιν, το  σύμφωνο  θεωρούνταν  μια  μεγαλοφυής  ενέργεια, εφόσον  ήταν  ιδιαίτερα  χρήσιμο  για  τους  δύο  άμεσους  στόχους  του: την  άμεση  εξασφάλιση  της  σοβιετικής  ασφάλειας  και  τη  γενική  αποσταθεροποίηση  της  Ευρώπης. Αντιθέτως, η  Βρετανία  και  η  Γαλλία  επεδίωκαν  να  διατηρήσουν  απλώς  το  status  quo, και  δημιούργησαν  σοβαρά  εμπόδια  στα  όνειρα  της  Σοβιετικής  Ένωσης  για  εύκολες  κατακτήσεις. Αν  και  ο  Στάλιν  ίσως  να  μην  έτρεφε  ψευδαισθήσεις  για  τη  διάρκεια  αυτής  της  καινούργιας  σχέσης, η  σοβιετική  κυβέρνηση  έκανε  σαφές  στο  ανακοινωθέν  της  στην  Κομιντέρν  τον  Σεπτέμβριο  του  1939  ότι  η  παρακίνηση  ενός  «δεύτερου  ιμπεριαλιστικού  πολέμου  και  όχι  η  διατήρηση  της  ειρήνης  ήταν  προς  το  συμφέρον  της  Σοβιετικής  Ένωσης. Το  σύμφωνο  με  τη  Γερμανία  όχι  μόνο  προσέφερε  στη  Σοβιετική  Ένωση  εδάφη  και  τυπική  ασφάλεια, αλλά  θα  αποσταθεροποιούσε  γενικότερα  την  κατάσταση  με  το  να  ενδυναμώσει  την  αδύνατη  πλευρά, όπως  θεωρούσε  ο  Στάλιν  τη  Γερμανία. Η  υποστήριξη  του  Στάλιν  προς  τον  Χίτλερ  θα  μπορούσε  να  αποδυναμώσει  τις  κυρίαρχες  ιμπεριαλιστικές  δυνάμεις, τη  Βρετανία  και  τη  Γαλλία, και  να  εξαπολύσει  τον  πόλεμο  εναντίον  τους  διαμέσου  του  Χίτλερ. Ο  πόλεμος  αυτός  θα  εξισορροπούσε  τις  πιθανότητες  και  θα  καλυτέρευε  τη  στρατηγική  θέση  της  Σοβιετικής  Ένωσης.

Το  σύμφωνο, αν  και  σοκάρισε  τον  κόσμο, από  κάποιες  απόψεις  είχε  περισσότερο  νόημα  από  την  πλευρά  των  Σοβιετικών. Σίγουρα  δεν  υπήρχε  κάποιο  ηθικό  πρόβλημα  σ’ αυτή  τη  σχέση, αφού  τώρα  το  σοβιετικό  καθεστώς  ήταν  υπεύθυνο  για  πολύ  μεγαλύτερο  αριθμό  θανάτων  απ’ ό,τι  η  ναζιστική  Γερμανία – στην  πραγματικότητα, για  τη  μεγαλύτερη  εξολόθρευση  πολιτών  ενός  κράτους  σ’ ολόκληρη  την  ιστορία, περίπου  30  εκατομμύρια  ή  και  παραπάνω, ως  αποτέλεσμα  της  κρατικής  πολιτικής, που  συμπεριελάμβαναν  και  την  εμφάνιση  μικρών  κινητών  φορτηγών  αερίων  για  τη  θανάτωση  των  κουλάκων. Η  σοβιετική  υποστήριξη  ήταν  κρίσιμη  για  τα  σχέδια  του  Χίτλερ  στη  διάρκεια  του  1939-40, και  πήρε  πολλές  μορφές, παρόλο  που  και  ο  Στάλιν, με  τη  σειρά  του, ετοιμαζόταν  πυρετωδώς  για  ραγδαία  σοβιετική  στρατιωτική  επέκταση, δυνητικά  εναντίον  της  Γερμανίας.

Η  μαρξιστική  ιστοριογραφία  προσπάθησε  στη  συνέχεια  να  εξηγήσει  πως  η  απόφαση  για  την  έναρξη  του  πολέμου  ελήφθη  κατά  κύριο  λόγο  εξαιτίας  των  οικονομικών  πιέσεων  και  της  επιθυμίας  για  αύξηση  των  κερδών, υποστηρίζοντας  ότι  η  εξάντληση  των  πόρων  το  1938-39  απαιτούσε  έναν  κατακτητικό  πόλεμο  για  την  εξεύρεση  καινούργιων. Κάποιοι  αναλυτές  έχουν  επίσης  ισχυριστεί  ότι  η  συμμετοχή  γερμανικών  βιομηχανιών  και  καρτέλ  στην  οικονομική  εκμετάλλευση  των  κατακτημένων  περιοχών  καταδεικνύει  την  κυριαρχία  τους  στο  Τρίτο  Ράιχ. Το  πρώτο  επιχείρημα  μπερδεύει  το  αποτέλεσμα  με  την  αιτία. Η  κατάσταση  της  οικονομίας  της  Γερμανίας  από  μόνη  της  δεν  παρακινούσε  σε  πόλεμο – σ’ αυτό  το  σημείο  δεν  υπήρχε  μια  αυτόνομη  γερμανική  οικονομία – , αλλά  μάλλον  η  οικονομία  βρισκόταν  υπό  πίεση  λόγω  των  τριών  χρόνων  κατά  τους  οποίους  ο  Χίτλερ  υπέταξε  τα  συμφέροντα  της  κανονικής  οικονομίας  στις  έντονες  πολεμικές  προετοιμασίες. Παρ’ όλ’ αυτά, «η  γερμανική  οικονομία  το  1939  δεν  ήταν  εκτός  ελέγχου»  αλλά  απλώς  ήταν υπό  πίεση, ο  βαθμός  της  οποίας  έχει  μεγαλοποιηθεί. Κάποιοι  τομείς  της  γερμανικής  βιομηχανίας  συμμετείχαν  αργότερα  στην  εκμετάλλευση  των  κατακτημένων  περιοχών  πάνω  στην  ίδια  βάση  όπως  και  στην  ίδια  τη  Γερμανία, ως  υποταγμένες  οικονομικές  μονάδες (αν  και  με  σημαντικά  προνόμια  μέσα  σ’ αυτή  την  κατηγορία), όχι  όμως  ως  κυρίαρχες  ή  πλήρως  αυτόνομες.

Αντ’ αυτού, ο  Χίτλερ  αποφάσισε  ότι  είχε  έρθει  η  ώρα  για  την  πιο  αποφασιστική  στρατιωτική  επιχείρηση, την  καταστροφή  της  Σοβιετικής  Ένωσης. Ως  «φίλη», αν  και  όχι  επίσημη  σύμμαχος, της  ναζιστικής  Γερμανίας  κατά  το  1939-40, η  Σοβιετική  Ένωση  επωφελήθηκε  από  τον  «παγοθραυστικό»  ρόλο  του  Χίτλερ  για  να  καταλάβει  το  ανατολικό  μισό  της  Πολωνίας, όλες  τις  Βαλτικές  Δημοκρατίες, τη  νοτιοανατολική  γωνία  της  Φινλανδίας  και  τη  Βορειοανατολική  Ρουμανία. (Επιπλέον, στη  διάρκεια  της  δίχρονης  κατοχής  της  Ανατολικής  Πολωνίας, οι  Σοβιετικοί  κατόρθωσαν  να  σκοτώσουν  τον  εξαπλάσιο  αριθμό  Πολωνών  πολιτών  απ’ ό,τι  οι  ναζί   στη  Δυτική  Πολωνία). Στα  δύο  πρώτα  χρόνια  της  κατοχής  της  Πολωνίας (πριν  από  τις  μεγάλες  και  μαζικές  εκκαθαρίσεις), οι  Γερμανοί  σκότωσαν  περίπου  120.000  ανθρώπους  και  οι  Σοβιετικοί  τουλάχιστον  400.000. Αφού  ο  πληθυσμός  της  σοβιετοκρατούμενης  πλευράς  μετά  βίας  έφτανε  τον  μισό  από  αυτόν  της  γερμανοκρατούμενης, η  διαφοροποίηση  στην  αναλογία  των  σφαγών  ήταν  περίπου  600%. J.T.Gross, Revolution  from  Abroad: The  Soviet  Conquest  of  Poland’s  Western  Ukraine  and  Western  Belorussia  (Πρίνστον, 1988), 228-29.

Αυτή  την  εποχή  ο  Μουσολίνι  αρεσκόταν  να  πείθει  τον  εαυτό  του  ότι  το  σοβιετικό  καθεστώς  είχε  γίνει  «εθνικιστικό»  και  «σοσιαλιστικό», στην  πραγματικότητα  «φασιστικό», ενώ  το  ίδιο  έλεγαν  και  κάποιοι  ναζί. Αντιστρόφως, για  τους  Σοβιετικούς  ήταν  πάντα  δύσκολο  να  αναγνωρίσουν  τους  ναζί  ως  «εθνικοσοσιαλιστές», που  θεωρητικά  ήταν  τόσο  κοντά  στη  σοβιετική  νομενκλατούρα. Σοβιετικοί  σχολιαστές  και  η  σοβιετική  προπαγάνδα  τόνιζαν  πάντα  τον  γενικό  όρο  φασίστες  για  τους  ναζιστές, εκτός  από  τα  χρόνια  της  φιλίας  μεταξύ  1939  και  1941, οπότε  ο  όρος  αυτός  απαγορεύτηκε.

Όπως  και  να ’ναι, το  σοβιετικό  καθεστώς  κατελάμβανε  εκτεταμένες  εκτάσεις  στα  ανατολικά  σύνορα, και  καθ’ όλη  τη  διάρκεια  του  φθινοπώρου  του  1940  πίεζε  τον  Χίτλερ  για  περισσότερες  παραχωρήσεις. Φαινόταν  να  γίνεται  ισχυρότερο  μέσα  από  την  επιταχυνόμενη  στρατιωτική  επέκταση, ενώ  ο  Χίτλερ  είχε  βαλτώσει  σε  μια  σύγκρουση  με  τη  Βρετανία, παράλογη  σύμφωνα  με  την  οπτική  του. Τελικά  ο  Χίτλερ  έπεισε  τον  εαυτό  του  ότι  ήταν  η  πιθανότητα  της  μελλοντικής  βοήθειας  από  τη  Σοβιετική  Ένωση  που  απέτρεπε  τη  βρετανική  κυβέρνηση  από  του  να  προχωρήσει  σε  ειρήνη. Παρ’ όλ’ αυτά, η  επίθεση  έπρεπε  να  καθυστερήσει  για  έξι  εβδομάδες, ώστε  να  μπορέσει  η  Γερμανία  να  επιχειρήσει  το  βαλκανικό  της  Blitzkrieg  τον  Απρίλιο  του  1941, που  σάρωσε  τη  Γιουγκοσλαβία  και  την  Ελλάδα, με  στόχο  να  σώσει  τις  στρατιωτικές  δυνάμεις  του  Μουσολίνι  και  να  προστατεύσει  τη  νοτιοανατολική  της  πλευρά.

Όταν, στις  22  Ιουνίου  του  1941, ξεκίνησε  η  μεγάλη  εισβολή  στη  Σοβιετική  Ένωση, πολλές  μονάδες  του  Κόκκινου  Στρατού  βρέθηκαν  παγιδευμένες  σε  επιθετικούς  σχηματισμούς  στα  σύνορα, τελείως  εκτός  θέσεως  για  την  αμυντική  διάταξη  που  θα  έπρεπε  να  έχουν  προκειμένου  ν’ αντιμετωπίσουν  την  επίθεση  του  Χίτλερ. Όταν  ανακοίνωσε  την  εκστρατεία  στους  στρατηγούς  του, μιλούσε  όχι  απλώς  για  μια  ακόμα  σύρραξη  μεγάλων  δυνάμεων, αλλά  για  έναν  «πόλεμο  φυλετικής  εξολόθρευσης» που  θα  αποδέσμευε  «το  πιο  αδηφάγο  σαρκοφάγο  ζώο  που  είχε  δει  ποτέ  ο  κόσμος». Ωστόσο, οι  ανθρώπινοι  και  στρατιωτικοί  πόροι  της  Σοβιετικής  Ένωσης  ήταν  μεγαλύτεροι  από  αυτούς  της  Γερμανίας, κι  αν  υπολογίσουμε  και  τη  σύγχυση  όσον  αφορά  στους  στόχους  της  γερμανικής  επέλασης, αποδείχθηκε  αδύνατο  να  δοθεί  η  χαριστική  βολή  στον  Κόκκινο  Στρατό  με  μια  πεντάμηνη  εκστρατεία  στη  διάρκεια  του  1941, αν  και  οι  απώλειες  ήταν  οι  μεγαλύτερες  από  οποιονδήποτε  άλλο  στρατό  στην  ιστορία  για  όμοιο  χρονικό  διάστημα.

Από  τώρα  και  στο  εξής  το  Τρίτο  Ράιχ  θα  αντιμετώπιζε  έναν  απεγνωσμένο  αγώνα  φθοράς  σε  πολλαπλά  μέτωπα  εναντίον  εχθρών  που  ήταν  ανώτεροι  σε  οικονομικούς  και  ανθρώπινους  πόρους. Πολύ  σύντομα  οι  ελπίδες  για  μια  γερμανική  νίκη  εξανεμίστηκαν, αλλά  ο  Χίτλερ  διατηρούσε  την  ατσάλινη  αποφασιστικότητά  του. Ήλπιζε  να  διαιρέσει  τους  αντιπάλους  του  και  να  επιτύχει  ειρήνη  σε  κάποιο  από  τα  μέτωπα, διεξάγοντας  μυστικές  συνομιλίες  με  τον  Στάλιν  στη  διάρκεια  του  1943-44. Όμως  αυτή  φορά  ο  Χίτλερ  αρνιόταν  πεισματικά  να  πληρώσει  το  τίμημα  που  του  ζητούσε  ο  Στάλιν, κι  έτσι  η  αφύσικη  συμμαχία  των  δυτικών  δημοκρατών  και  της  Σοβιετικής  Ένωσης  διατηρήθηκε  σταθερή  και  μοιραία  οδήγησε  το  Τρίτο  Ράιχ  στην  ήττα. Το  ότι  επέζησε  μέχρι  τον  Μάιο  του  1945  μέσα  σε  τόσο  αντίξοες  συνθήκες  οφειλόταν  στην  αποφασιστικότητα  του  Χίτλερ, τη  σιδηρά  επιβολή  της  ναζιστικής  δικτατορίας, την  ικανότητα  του  καθεστώτος  να  εμπνέει  την  αυτοθυσία, την  ωμή  καταλήστευση  των  πόρων  της  κατειλημμένης  Ευρώπης  και  τις  ανώτερες  στρατιωτικές  επιδεξιότητες  του  γερμανικού  στρατού, που  μπορεί  να  υπερκεραζόταν  αριθμητικά  αλλά  όχι  και  ποιοτικά.

Λόγω  της  αποφασιστικότητας  και  της  πειθαρχίας  που  ο  γερμανικός στρατός  έδειξε  στις  μάχες  και  του  θεσμικού  του  διαχωρισμού  από  το  NSDAP, υπάρχει  πάντα  μια  τάση  να  τραβιέται  μια  διαχωριστική  γραμμή, μερικές  φορές  σωστά, μεταξύ  των  ναζί  και  των  στρατιωτών  μέσα  στο  Τρίτο  Ράιχ. Όμως  πρόσφατες  έρευνες  έχουν  δείξει  ότι  ο  διαχωρισμός  ήταν  υπερβολικός. Η  πλειονότητα  των  Γερμανών  στρατιωτών  δεν  ήταν  ναζί, όμως  οι  λειτουργίες  του  γερμανικού  στρατού  επηρεάζονταν  όλο  και  πιο  πολύ  από  τη  ναζιστική  ωμότητα  και  το  ρατσισμό.  Η  πειθαρχία  ήταν  πολύ  πιο  σκληρή  απ’  ό,τι  στον  Α΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο. Σ’ αυτή  τη  σύγκρουση, ο  γερμανικός  στρατός  εκτέλεσε  μόνο  48  από  τους  στρατιώτες  του  για  πειθαρχικά  παραπτώματα – η  χαμηλότερη  αναλογία  από  οποιονδήποτε  άλλο  μεγάλο  ευρωπαϊκό  στρατό. Ωστόσο, στον  Β΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  εκτελέστηκαν  περίπου  13.000  με  15.000  στρατιώτες, που  ισοδυναμούσε  με  την  απώλεια  δύο  μεραρχιών: μια  αναλογία  που  εξισούτο  μόνο  μ’ αυτή  του  Κόκκινου  Στρατού, εξίσου  ωμού  και  με  κλίση  προς  τη  διάπραξη  φρικαλεοτήτων. Στον  «πόλεμο  της  φυλετικής  εξόντωσης»  του  Χίτλερ, η  συμπεριφορά  των  στρατιωτών  προς  τους  πολίτες  στην  Ανατολή  ήταν  συχνά  ακραία  και  βίαιη, το  ίδιο άσχημη  μ’ αυτή  των  μονάδων  του  Κόκκινου  Στρατού  στην  Ανατολική  Ευρώπη  και  την  Ανατολική  Γερμανία. Καθώς  συνεχιζόταν  ο  πόλεμος, ο  γερμανικός  στρατός  ωθούνταν  σε  όλο  και  πιο  πρωτόγονες  συνθήκες, λόγω  της  έλλειψης  κατάλληλων  μεταφορικών  μέσων  και  προμηθειών. Αυτή  η  μιζέρια  και  ο  πρωτογονισμός  αντανακλούνταν  στην  ωμή  συμπεριφορά  ιδιαίτερα  των  Waffen-SS, αλλά  και  άλλων  τμημάτων. Η  ναζιστικοποίηση  του  γερμανικού  στρατού  δεν  ολοκληρώθηκε  ποτέ, αλλά  στις  τελευταίες  φάσεις  η  διαδικασία  επισπεύσθηκε  με  τη  μίμηση  ενός  βασικού  χαρακτηριστικού  της  σοβιετικής  πρακτικής, όταν  «αξιωματικοί  εθνικοσοσιαλιστικής   καθοδήγησης», ένα  ναζιστικό  ισοδύναμο  των  Σοβιετικών  κομισάριων, άρχισαν  να  τοποθετούνται  στις  διάφορες  μονάδες.

Γενικά, ο  γερμανικός  λαός  συνέχισε  να  δουλεύει  και  να  πολεμά  με  πειθαρχία, αποφασιστικότητα  και  κουράγιο  που  θα  άξιζαν  για  έναν  καλύτερο  σκοπό. Είναι  αμφίβολο  το  κατά  πόσο  η  ναζιστική  ιδεολογία  αυτή  καθεαυτή  είχε  να  κάνει  μ’ αυτό. Το  χιτλερικό  καθεστώς  κατόρθωσε  να  απολαμβάνει  αυτή  την  ανώτερη  υπόληψη  λόγω  των  επιτυχιών  του  στην  οικονομία, στις  διεθνείς  υποθέσεις  και  στα  στρατιωτικά  ζητήματα. Αυτό  που  κράτησε  τους  Γερμανούς  στις  θέσεις  τους  δεν  ήταν  τόσο  η  αποτελεσματικότητα  της  εθνικοσοσιαλιστικής  ιδεολογικής  προπαγάνδας, όσο  ο  πατριωτισμός, η  αυστηρότητα  ενός  όλο  και  πιο  σκληρού  αστυνομικού  κράτους  και  ο  καθαρός  φόβος  του  τι  θα  συνέβαινε  αν η  Γερμανία  έχανε  έναν  τέτοιο  ολοκληρωτικό  και  καταστροφικό  πόλεμο. Ο  μύθος  του  Φύρερ  φαίνεται  ότι  επιβίωνε  σχετικά  άθικτος  μέσα  σ’ ένα  μεγάλο  ποσοστό  του  πληθυσμού, αν  και  το  ίδιο  το  ναζιστικό  κόμμα  γινόταν  όλο  και  περισσότερο  απεχθές.

Η  ναζιστική  διοίκηση  ενδιαφερόταν  άμεσα  να  βρίσκει  συνεργάτες  και  ανδρείκελα, αλλά  δεν  τους  έψαχνε  κυρίως  μεταξύ  των  εγχώριων  φασιστών. Όταν  αυτοί  χρησιμοποιούνταν, συνήθως  δεν  είχαν  μεγάλες  εξουσίες, ακόμα  και  σε  καταστάσεις  που  ήταν  απολύτως  ελέγξιμες. Προτιμούνταν  οι  σταθεροί  συντηρητικοί  και  οι  δεξιοί. Ήταν  πιο  εύκολο  να  συναλλάσσονται  μαζί  τους  και  απολάμβαναν  μεγαλύτερης  αξιοπιστίας  από  τους  κατακτημένους  λαούς. Μόνο  στη  Νορβηγία, και  σε  μικρότερο  βαθμό  στην  Ολλανδία, η  τυπική  (και  όχι  η  πραγματική) εξουσία  δόθηκε  σ’ έναν  φασίστα  ηγέτη-μαριονέτα  σε  μια  άμεσα  κατεχόμενη  χώρα. Στα  δορυφορικά  κράτη  όπως  η  Ρουμανία  και  η  Σλοβακία  ο  Χίτλερ  προωθούσε  σταθερά  τους  δεξιούς  αυταρχικούς  αντί  των  ντόπιων  φασιστών. Στην  Κροατία  η  εξουσία  δόθηκε  στους  ντόπιους  Ουστάζι  μόνο  αφότου  ένας  από  τους  ηγετικούς  συντηρητικούς  πολιτικούς  είχε  απορρίψει  την  πρόταση  για  την  ανάληψη  αυτού  του  ρόλου. Κάπως  ακραία, αν  και  αντιπροσωπευτική  της  κατάστασης, ήταν  η  πολιτική  της  τσεχικής  κυβέρνησης-μαριονέτας  που  εγκαταστάθηκε  στην  Πράγα  το  1939, μια  από  τις  πρώτες  πράξεις  της  οποίας  ήταν  η  απαγόρευση  της  Τσεχικής  Φασιστικής  Κοινότητας  του  στρατηγού  Γκάζντα  διότι  θεωρήθηκε  δυνητικά  ανατρεπτική.

Το  προπαγανδιστικό  πλαίσιο  της  επέκτασης  του  Άξονα  σε  όλη  την  πορεία  του  πολέμου  ποίκιλλε  σημαντικά  και  αντανακλούσε  τις  ασάφειες  της  ιδεολογίας  του  ιταλικού  φασισμού  και  του  εθνικοσοσιαλισμού, καθώς  επίσης  και  της  αντιθετικής  σχέσης  ανάμεσα  στους  δύο. Στο  μεγαλύτερο  μέρος  της  δεκαετίας  του  ’30  οι  στόχοι  και  η  γλώσσα  τόσο  της  ιταλικής  όσο  και  της  γερμανικής  επεκτατικότητας  διατυπώνονταν  συνήθως  με  μετριοπαθείς  όρους – η  συνήθης  ιμπεριαλιστική  επέκταση  για  τη  μία, ζωτικά  εθνικά  συμφέροντα  των  γερμανοφώνων  λαών  για  την  άλλη. Τόσο  ο  Μουσολίνι  όσο  και  ο  Χίτλερ  θεωρούσαν  ότι  η  στρατιωτική  επέκταση  αποτελούσε  κομμάτι  μιας  ευρύτερης  επαναστατικής  διαδικασίας, και  στη  Γερμανία  η  εξήγηση  αυτή  κυριάρχησε  με  τη  δυτική  εκστρατεία  του  1940, που  πολλές  φορές  περιγράφεται  ως  μια  εκστρατεία  του  νεανικού  και  επαναστατικού  εθνικοσοσιαλισμού  εναντίον της παρακμιακής, ατομικιστικής, πλουτοκρατικής-καπιταλιστικής  Δύσης. Για  τον  Χίτλερ, ο  επαναστατικός  φυλετικός  πόλεμος  που  εξαπολύθηκε  με  την  επίθεση  εναντίον  της  Σοβιετικής  Ένωσης  έκανε  ακόμα  πιο  σημαντικό  το  ζήτημα  της  επανάστασης, αν  και  στην  υπό  κατοχή  Ευρώπη  αυτό  παρουσιάστηκε  ως  μια  σταυροφορία  του  ευρωπαϊκού  πολιτισμού  εναντίον  του  ασιατικού  μπολσεβικισμού. Τέτοιες  θεματολογίες  κυριάρχησαν  περισσότερο  αργότερα  στον  πόλεμο, και  παράλληλη  έκφρασή  τους  ήταν  η  παρουσίαση  στη  Ρώμη  της  Romanita  ως  της  ηγετικής  κουλτούρας  εναντίον  του  βάρβαρου  εξωτερικού  κόσμου.

Η  στάση  του   Μουσολίνι  απέναντι  στον  Χίτλερ  ήταν  ένα  διφορούμενο  μείγμα  από  φόβο  και  ζηλοφθονία. Ήταν  εντυπωσιασμένος  από  τη  γερμανική  στρατιωτική  ισχύ, αλλά  η  επιμονή  του  για  την  υπογραφή  της  στρατιωτικής  συμμαχίας  τον  Μάιο  του  1939 (το  Σύμφωνο  του  Ατσαλιού)  κατέδειξε  ότι  επεδίωκε  περισσότερο  πολιτικούς  παρά  στρατιωτικούς  στόχους. Ήλπιζε  να  γίνει  ο  κυριότερος  σύμμαχος  της  ισχυρότερης  στρατιωτικής  δύναμης  στον  κόσμο, κι  όχι  να  εμπλακεί  άμεσα  σ’ έναν  μεγάλο  πόλεμο. Ο  Μουσολίνι  είχε  βοηθήσει  στην  έναρξη  των  διαπραγματεύσεων  στο  Μόναχο  τον  Σεπτέμβρη  του  1938  που  διατήρησαν  μια  εύθραυστη  ειρήνη  (πράγμα  που  αύξησε  υπέρμετρα  τη  δημοτικότητά  του  στην  Ιταλία), και  τον  Μάιο  του  1939  οι  Γερμανοί  ηγέτες  τον  διαβεβαίωσαν  ότι  η  Γερμανία  για  τα  επόμενα  τέσσερα  χρόνια  δεν  θα  ήταν  έτοιμη  για  έναν  μεγάλο  πόλεμο. Φαινόταν  ακόμα  πως  φλέρταρε  με  την  προσδοκία  ότι  η  συμμαχία  θα  του  προσέδιδε  αρκετή  βαρύτητα  ώστε  να  περιορίσει  τον  Χίτλερ.

Αν  και  ο  ιταλικός  στρατός  διέπραξε  πολυάριθμες  φρικαλεότητες  στην  Αφρική, και  σε  μικρότερο  βαθμό  στη  Γιουγκοσλαβία, οι  ιταλικές  αρχές  δεν  συνέχισαν  την  προηγούμενη  αντισημιτική  νομοθεσία  του  Μουσολίνι  κι  ούτε  συνέπραξαν  στο  ναζιστικό  κυνήγι  των  Εβραίων. Ως  ένα  βαθμό  μάλλον  συνέβη  το  αντίθετο, αφού  γενικά  οι  Εβραίοι  έβρισκαν  καταφύγιο  στην  Ιταλία, καθώς  επίσης  και  στις  περιοχές  που  είχε  καταλάβει  στη  Γιουγκοσλαβία  και  τη  Νοτιοανατολική  Γαλλία. Ο  ιταλικός  στρατός  ήταν  ιδιαίτερα  γνωστός  για  την  προστασία  που  παρείχε  στους  Εβραίους, αλλά  και  πολλά  μέλη  του  Φασιστικού  Κόμματος  έκαναν  το  ίδιο. Από  τους  περίπου  47.000  Εβραίους  της  Ιταλίας, οι  44.500  υπάγονταν  στη  φασιστική  αντισημιτική  νομοθεσία. Από  αυτούς, 7.682  σκοτώθηκαν  από  τους  Γερμανούς  μετά  την  απώλεια  της  ιταλικής  ανεξαρτησίας,  αλλά  οι  υπόλοιπο  προστατεύτηκαν, συχνά  κάτω  από  αντίξοες  συνθήκες, από  Ιταλούς  διαφόρων  κοινωνικών  κατηγοριών  και  σε  ποικίλες  περιπτώσεις. Το  τελικό  ποσοστό  επιβίωσης  των  Εβραίων  της  Ιταλίας (83%) ξεπεράστηκε  μόνο  στη  Δανία, όπου  οι  περισσότεροι  Εβραίοι  απλά  φυγαδεύτηκαν  έξω  από  τη  χώρα  σε  ασφαλή  μέρη. Επιπλέον, το  ποσοστό  επιβίωσης  των  Εβραίων  που  κατέφυγαν  σε  άλλες  ιταλοκρατούμενες  περιοχές  βρισκόταν  σε  παρόμοια  επίπεδα.

Ο  ρουμανικός στρατός,  από την άλλη μεριά,  πολέμησε  καλύτερα  στον  Β΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  απ’ ό,τι  στον  Α΄, αλλά  η  πιο  φρικαλέα  πράξη  του  ήταν  η  ολοκληρωτική  σφαγή  των  Εβραίων  στις  καινούργιες  υπό  κατοχή  περιοχές – μια  γενοκτονία  που  επιχειρησιακά  δεν  συνδεόταν  με  τη  ναζιστική  Τελική  Λύση.  Αυτό  το  μη  συστηματοποιημένο  ολοκαύτωμα – που  πραγματοποιήθηκε  από  τους  Ρουμάνους  στρατιώτες  και  την  αστυνομία – είχε  ως  αποτέλεσμα  το  θάνατο  διακοσίων  έως  τριακοσίων  χιλιάδων  Εβραίων, και  ήταν  με  μεγάλη  διαφορά  η  μεγαλύτερη  εκκαθάριση  Εβραίων  από  μη  γερμανικές  δυνάμεις.  Εντούτοις, λίγο  αργότερα  μέσα  στο  1942, ο  Αντονέσκου  άρχιζε  να  αλλάζει  αυτές  τις  φρικαλέες  πολιτικές. Στράφηκε  προς  μια  νέα  στρατηγική  απελευθέρωσης  κάποιων  Εβραίων  με  λύτρα  και  έδειξε  κάποιο  βαθμό  μεταμέλειας. Εβραίοι  από  τη  Ρουμανία  στέλνονταν  συχνά  σε  στρατόπεδα  εργασίας, αλλά  ο  Αντονέσκου  αρνήθηκε  να  παραδώσει  τους  περισσότερους  από  αυτούς  στα  SS. Μετά  την  ήττα  της  Ρουμανίας  εκτελέστηκε, το  1946, ως  εγκληματίας  πολέμου, ενώ  πολλά  εκατομμύρια  λεγεωνάριων  έγιναν  δεκτά  μαζικά  μέσα  στο  ρουμανικό  Κομουνιστικό  Κόμμα, πράγμα  που  ίσως  να  αποτελεί  τη  μεγαλύτερη  και  πιο  μαζική  μετανάστευση  πρώην  φασιστών  σε  κομουνιστική  ομάδα  οπουδήποτε  στην  Ανατολική  Ευρώπη.

Αργότερα, το  μεταπολεμικό  κομουνιστικό  καθεστώς  αναβίωσε  τον  ακραίο  εθνικισμό, και  επανέφερε  αυτάρεσκα  το  παλιό  σύνθημα  των  λεγεωνάριων  «Totul  pentru  Tara»  (Όλα  για  την  Πατρίδα). Όπως  αποδείχθηκε, ο  ρουμανικός  εθνικισμός  επιβίωσε  του  κομουνισμού. Τον  Απρίλιο  του  1991, το  καινούργιο  δημοκρατικό  ρουμανικό  Κοινοβούλιο  κράτησε  ενός  λεπτού  σιγή  στη  μνήμη  της  45ης  επετείου  από  την  εκτέλεση  του  Αντονέσκου. Δύο  μήνες  αργότερα, στην  50ή  επέτειο  της  εισβολής  στη  Σοβιετική  Ένωση, όπου  συμμετείχαν  και  οι  δυνάμεις  του  Αντονέσκου, μεγάλο  μέρος  των  ρουμανικών  μέσων  μαζικής  επικοινωνίας  χαιρέτισε  τη  μνήμη  «του  μεγαλύτερου  αντικομουνιστή  της  Ρουμανίας», τον  οποίο  κάποιοι  θεωρούσαν  ως  τον  μεγαλύτερο  Ρουμάνο  του  αιώνα.

Το  καλοκαίρι  του  1944, κατά  τη  διάρκεια  της  απελευθέρωσης  της  Γαλλίας  από  τους  συμμάχους, η  κυβέρνηση  του  Βισί  και  η  ελίτ  των  συνεργατών, με  λίγες  χιλιάδες  οπαδούς, κινήθηκαν  προς  το  Ζιγκμαρίγκεν  στη  Νοτιοδυτική  Γερμανία. Εκεί  δημιουργήθηκαν  δύο  διαφορετικά  κέντρα  εξουσίας: η  Κυβερνητική  Επιτροπή, με  ηγέτη  τον  Ντέα  και  μερικές  άλλες  προσωπικότητες, και  η  Επιτροπή  της  Γαλλικής  Απελευθέρωσης, που  ο  Ντοριό  εξουσιοδοτήθηκε  να  οργανώσει  τον  Ιανουάριο  του  1945. Εκείνο  τον  καιρό  ο  Ντοριό, έχοντας  την  ξεκάθαρη  υποστήριξη  της  γερμανικής  κυβέρνησης  και  των  SS, ήταν  απασχολημένος  με  την  αποστολή  κατασκόπων  και  τις  προετοιμασίες  για  ανταρτοπόλεμο  στην  απελευθερωμένη  Γαλλία. Καθώς  βρισκόταν  στη  διαδικασία  του  να  πείσει  κάποια   απομεινάρια  του  καθεστώτος  του  Βισί  να  υποστηρίξουν  τη  δική  του  επιτροπή, σκοτώθηκε  ξαφνικά  σε  συμμαχικό  βομβαρδισμό  σε  έναν  γερμανικό  δρόμο  τον  Φεβρουάριο  του  1945.

Η  ήττα  της  Γιουγκοσλαβίας  από  τον  γερμανικό  Blitzkrieg  τον  Απρίλιο  του  1941  άνοιξε  το  δρόμο  για  την  τυπική  κροατική  ανεξαρτησία. Ο  Χίτλερ  και  ο  Μουσολίνι  συμφώνησαν  στη  διάλυση  του  γιουγκοσλαβικού  κράτους. Ο  Χίτλερ  όμως, που  προτιμούσε  να  παραδίδει  τη  διακυβέρνηση  σε  αξιόπιστους  συντηρητικούς  ή  δεξιούς, προσέφερε  την  ηγεσία  του  νέου  κροατικού  κράτους  στον  Βλάντκο  Μάσεκ, ηγέτη  του  πλειοψηφικού  Κροατικού  Αγροτικού  Κόμματος. Η  άρνηση  όμως  του  Μάσεκ  να  παίξει  το  ρόλο  του  Κουίσλινγκ, υποχρέωσε  τον  Χίτλερ  να  παραδώσει  την  εξουσία  στον  Πάβελιτς  και  τους  Ουστάσι. Ακόμα  κι  έτσι  όμως, μεγάλο  μέρος  της  Δαλματίας  προσαρτήθηκε  στην  Ιταλία  και  το  υπόλοιπο  της  Κροατίας  μοιράστηκε  σε  γερμανική  και  ιταλική  ζώνη  στρατιωτικής  κατοχής. Έτσι, το  κράτος  των  Ουστάσι  δεν  απόλαυσε  ποτέ  τον  ίδιο  βαθμό  αυτονομίας  και  τυπικής  εδαφικής  κυριαρχίας  όπως  η  δορυφόρος  Σλοβακία, παρόλο  που  συμμετείχε  και  στο  Τριμερές  Σύμφωνο  και  στην  εισβολή  στη  Σοβιετική  Ένωση. Με  μια  ξεχωριστή  συμφωνία, ο  Μουσολίνι  εγγυήθηκε  επίσημα  την  ανεξαρτησία  και  την  εδαφική  ακεραιότητα  του  νέου  κράτους, αν  και  πολύ  σύντομα  ο  Χίτλερ  κατέστησε  σαφές  ότι  σκόπευε  να  διατηρήσει  τον  πλήρη  έλεγχο  της  Κροατίας.

Δεν  θα  μπορέσουμε  να  εξακριβώσουμε  ποτέ  τον  ακριβή  αριθμό  των  Σέρβων  και  των  άλλων (συμπεριλαμβανομένων  των  Εβραίων  και  των  Τσιγγάνων)  που  σκοτώθηκαν  στη  μοναδική  περίπτωση  φασιστικής  βίας  που  κατόρθωσε  να  συναγωνιστεί  τους  ίδιους  τους  ναζί. Αναλογικά, ο  αριθμός  των  ανθρώπων  που  έχασαν  τη  ζωή  τους  στη  Γιουγκοσλαβία  κατά  τον  Β΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  ήταν  ο  τρίτος  υψηλότερος  σε  χώρα  της  Ευρώπης  μετά  την  Πολωνία  και  τη  Σοβιετική  Ένωση. Όμως  ο  επίσημος  αριθμός  που  παρουσίασε  η  μεταπολεμική  κυβέρνηση  της  Γιουγκοσλαβίας (1,7  εκατομμύρια  θάνατοι  από  μη  φυσικά  αίτια, ή  12%  του  συνολικού  πληθυσμού)  είναι  μάλλον  υπερβολικός, και  το  σύνολο  των  νεκρών  πλησιάζει  μάλλον  το  ένα  εκατομμύριο. Η  πλειοψηφία  των  θυμάτων  συνιστούν  το  φόρο  αίματος  ενός  απίστευτα  μεγάλου  συνόλου  γεγονότων  που  περιλαμβάνει  εμφυλίους, αντάρτικα, αντιαντάρτικες  εκστρατείες, που  κατέστρεψαν  τις  περιοχές  της  Γιουγκοσλαβίας  στη  διάρκεια  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου.

Το  συμπέρασμα  κάποιων  μελετητών  είναι  ότι  οι  Ουστάσι  ήταν  εξαιρετικά  διαιρεμένοι  και  ιδεολογικά  ανώριμοι  για  να  γίνουν  κάτι  περισσότερο  από  πρωτοφασίστες, και   πράγματι  δεν  έχει  ξεκαθαριστεί  εάν  καλλιεργούσαν  το  όραμα  μιας  φασιστικού  τύπου  επανάστασης  ή  του  «καινούργιου  ανθρώπου». Το  όραμά  τους  ήταν  αυτό  των  αφοσιωμένων  καθολικών  αγροτών  εθνικιστών, αν  και  ποιοτικά  αιμοδιψών  και  ακραίων. Η  δολοφονική  μανία  των  Ουστάσι  δεν  αρκεί  από  μόνη  της  για  να  τους  τοποθετήσει  στη  γενική  κατηγορία  των  φασιστών, αφού  η  μεγάλη  πλειοψηφία  των  κινημάτων  και  των  καθεστώτων  αυτού  του  αιώνα  που  ενεπλάκησαν  σε  μεγάλης  έκτασης  δολοφονίες  ήταν  είτε  μαρξιστικά-λενινιστικά  είτε  μη  φασίστες  εθνικιστές. Το  ιδιαίτερο  γνώρισμά  τους, που  προκαλεί  φρίκη, είναι  ότι  υπήρξαν  το  μοναδικό  καθεστώς  στην  κατεχόμενη  Ευρώπη  που  ανταγωνίστηκε  τους  ίδιους  τους  ναζί  στο  επίπεδο  των  μαζικών  δολοφονιών.

Η  αντίσταση  των  Τσέχων  στη  γερμανική  κατοχή  ήταν  πολύ  ασθενική. Η  κατοχή, αν  και  σκληρή, ήταν  πιο  ελαφριά  απ’ ό,τι  σε  άλλες  χώρες  της  Κεντροανατολικής  Ευρώπης. Τον  Σεπτέμβριο  του  1940  ο  Χίτλερ  απεφάνθη  ότι  το  «μεγαλύτερο  μέρος  του  τσεχικού  λαού»  μπορούσε  να  λυτρωθεί  φυλετικά  και  να  αφομοιωθεί. Τον  επόμενο  μήνα, μια  αναφορά  από  το  Ναζιστικό  Κεντρικό   Γραφείο  Φυλής  και  Αποικισμού  ισχυριζόταν  ότι  «η  φυλετική  εικόνα  του  τσέχικου  λαού  είναι  αξιοσημείωτα  πιο  ευνοϊκή  σήμερα  απ’ ό,τι  αυτή  του  σουδητικού  γερμανικού  πληθυσμού».

Στην  Ελλάδα, η  κατοχική  κυβέρνηση-μαριονέτα  συνέχισε  να  χρησιμοποιεί  σε  μεγάλο  βαθμό  για  την  εσωτερική  διοίκηση  το  προηγούμενο  δεξιό  ριζοσπαστικό  σύστημα  του  δικτάτορα  Μεταξά. Το  ελληνικό  Εθνικοσοσιαλιστικό  Κόμμα  του  Γεωργίου  Μερκούρη, που  μετά  βίας  έφτασε  τα  10.000  μέλη  το  1936, απέτυχε  να  αναπτυχθεί, και  σύντομα  ήρθε  αντιμέτωπο  με  τον  ανταγωνισμό  ενός  ακόμα πιο  ριζοσπαστικού  παρακλαδιού  της  Εθνικοσοσιαλιστικής  Πολιτικής  Οργάνωσης. Με  την  Κατοχή  συνεργάστηκαν  επίσης  αρκετές  μικρές  δεξιές  ριζοσπαστικές  εθνικιστικές  ομάδες, και  μερικές  φορές  σχημάτισαν  αντικομουνιστικές  αστυνομικές  μονάδες.

Η  ελληνική  κομουνιστική  εξέγερση (ΕΛΑΣ) ενδυναμωνόταν  όλο  και πιο  πολύ, και  πέτυχε  να  εξαφανίσει  τις  περισσότερες  από  τις  ανταγωνιστικές  συντηρητικές  ομάδες  της  αντίστασης. Κατόρθωσε  επίσης  να  καρατομήσει  αρκετές  από  τις  δεξιές  ριζοσπαστικές  εθνικιστικές  οργανώσεις  με  επιθέσεις  και  ενέδρες  εναντίον  των  κεντρικών  τους  γραφείων  και  των  ηγετών  τους. Το  πιο  εντυπωσιακό  της  χτύπημα  εναντίον  των  Ελλήνων  αντιπάλων  ήταν  η  βομβιστική  ενέργεια  εναντίον  των  γραφείων  της  ΕΣΠΟ στην  Αθήνα  τον  Σεπτέμβριο  του  1942, στην  οποία  σκοτώθηκαν  43  Γερμανοί  και  29  μέλη  της  ΕΣΠΟ, μεταξύ  των  οποίων  και  ο  ιδρυτής  της  Δρ. Στεροδήμος. Η  ΕΣΠΟ  δραστηριοποιούνταν  στην  προσπάθεια  στρατολόγησης  πρώην  δεξιών  αξιωματικών  και  στρατιωτών  για  τη  δημιουργία  μιας  Ελληνικής  Λεγεώνας  των  Waffen-SS, αλλά  αυτός  ο  φιλόδοξος  στόχος  δεν  πραγματοποιήθηκε  ποτέ. Η  ίδια  η  ΕΣΠΟ  σύντομα  διαλύθηκε  λόγω  έλλειψης  υποστήριξης.

Ο  φασισμός  και  ο  εθνικοσοσιαλισμός, όπως  όλα  τα  θεσμοποιημένα  σύγχρονα  αυταρχικά  συστήματα  της  Ευρώπης  εκείνου  του  καιρού, δεν  ανατράπηκαν  από  τα  μέσα  ούτε  διαβρώθηκε  η   εξουσία  τους – αλλά  καταστράφηκαν  λόγω  της  εξωτερικής  στρατιωτικής  ήττας. Η  μοίρα  όλων  σχεδόν  των  ευρωπαϊκών  φασιστικών  κινημάτων  είχε  συνδεθεί  υπέρμετρα  μ’ αυτήν  της  ναζιστικής  Γερμανίας. Η  τελευταία  απέκτησε  τέτοιο  έλεγχο  ή  ηγεμονία  πάνω  σ’ αυτά, ώστε  οι  φασίστες – οι  πιο  ακραίοι  εθνικιστές  της  ευρωπαϊκής  ιστορίας – στην  πορεία, παραδόξως, έχασαν  στις  περισσότερες  περιπτώσεις  την  ίδια  την  εθνική  τους  ανεξαρτησία. Στην  πραγματικότητα, η  οικτρή  θέση  του  ανδρείκελου  στην  οποία  κατέληξε  ο  Μουσολίνι  ήταν  ενδεικτική  μιας  κοινής  μοίρας. Είναι  γεγονός  ότι  ο  φασισμός, το  πιο  αντιφατικό  απ’ όλα  τα  σύγχρονα  επαναστατικά  και  ουτοπικά  κινήματα, έφτασε  στην  αυτοαναίρεση, και  σε  στρατιωτικό  επίπεδο  στην  αυτοκαταστροφή, με  τη  μορφή  της  φόρμουλας  του  Χίτλερ: «Όλα  ή  τίποτα». Σχεδόν  όλα  τα  φασιστικά  κινήματα, με  μικρές  μόνο  εξαιρέσεις, θεωρούσαν  τον  πόλεμο  ως  τον  υπέρτατο  κριτή, την  πιο  έγκυρη  αποστολή  του  έθνους. Η  αποτυχία  στην  ύστατη  δοκιμασία  αυτού  που  σε  μεγάλο  βαθμό – αν  και  όχι  αποκλειστικά – ήταν  ένας  φασιστικός  πόλεμος, κατέδειξε  με  τον  πιο  έκδηλο  τρόπο  τη  μη  βιωσιμότητα  και  την  αυτοκαταστροφική  φύση  του  φασιστικού  εγχειρήματος. Ήταν  ίσως  αναμενόμενο  ότι  το  πιο  μιλιταριστικό  σε  φιλοσοφικό  επίπεδο  απ’  όλα  τα  σύγχρονα  κινήματα  θα  γνώριζε  την  ολοκληρωτική  στρατιωτική  καταστροφή, κι  ότι  ένας  αγώνας  που  πήρε  τη  μορφή  ενός  τόσο  ολοκληρωτικού  και  ακραίου  πολέμου  θα  υφίστατο  μια  σχεδόν  εξίσου  ολοκληρωτική  καταστροφή:  Το  φασιστικό  δόγμα  και  η  θέληση  να  προχωρήσει  σε  πόλεμο, όχι  στις  πιο  εκτεταμένες  θεσμικές  δομές  στρατιωτικοποίησης, οι  οποίες  φυσικά  αναπτύχθηκαν  στα  κομουνιστικά  καθεστώτα.

 

Αν  και  όλα  σχεδόν  τα  φασιστικά  κινήματα  απέτυχαν  πλήρως  και  κατά  τη  διάρκεια  της  ειρηνικής  περιόδου, η  τελική  ήττα  ήταν  τόσο  βαριά  και  άνευ  όρων, ώστε  ο  ίδιος  ο  φασισμός  κατέστη  ανυπόληπτος  σε  τέτοιο  βαθμό, που  δεν  είχε  προηγούμενο  μεταξύ  των  μεγάλων  σύγχρονων  πολιτικών  κινημάτων. Οι  διαδικασίες  αποφασιστικοποίησης, αποναζιστικοποίησης  και  δίωξης  των  συνεργατών, που  πραγματοποιήθηκαν  με  διαφορετική  ένταση  σε  όλη  την  Ευρώπη, δεν  είχαν  ως  αποτέλεσμα  τόσο  την  τιμωρία  ή  την  προγραφή  της  πλειονότητας  των  φασιστών, τουλάχιστον  των  απλών  φασιστών, όσο  τον  πολιτικό  εξευτελισμό  του  κινήματος  και  της  ιδεολογίας  του. Αυτά  ήταν  τόσο  απόλυτα, που  τόσο  η  διευθέτηση  όσο  και  η  επόμενη  μέρα  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου  θα  ήταν  πολύ  διαφορετικές  από  αυτές  του  Α΄ Παγκοσμίου  Πολέμου. Ακόμα  και  αν  τα  χρόνια  μετά  το  1945  φαίνεται  ότι  ήταν  μάρτυρες  μιας  ακόμα  ένοπλης  ανακωχής, διαφορετικής  από  αυτής  της  μεσοπολεμικής  Ευρώπης, στην  πραγματικότητα  θα  αποτελέσουν  ένα  μοναδικό  και  διακριτό  είδος  μιας  ιστορικής  μετάβασης  σε  μια  διαφορετική  εποχή.

Επίσημα, η  πιο  ακραία  και  πιο  βαθιά, θεωρητικά, αποφασιστικοποίηση  ήταν  οι  μαζικές  σταλινικές  εκκαθαρίσεις  στις  ανακατειλημμένες  περιοχές  της  Σοβιετικής  Ένωσης. Εκατομμύρια  άνθρωποι  στάλθηκαν  στα  γκουλάγκ, με  συνέπεια  πολλές  εκατοντάδες  χιλιάδες  να  πεθάνουν. Πολλοί  λίγοι  απ’ αυτούς  ήταν  αυθεντικοί  φασίστες. Η  αποφασιστικοποίηση  ήταν  ένα  τυχαίο  παραπροϊόν  της  σαρωτικής  εκκαθάρισης, που  σκοπό  είχε  την  εξάλειψη  κάθε  ενδεχόμενου  ίχνους  διαφωνίας. Σ’ ολόκληρη  την  υπό  σοβιετική  κατοχή  Ανατολική  Ευρώπη, τα  περισσότερα  χαμηλόβαθμα  πρώην  μέλη  των  φασιστικών  κομμάτων, μαζί  με  αρκετά  μικρομεσαία  ηγετικά  στελέχη, ήταν  καλοδεχούμενα  για  να  στελεχώσουν  τις  τάξεις  των  αρχικά  αναιμικών  τοπικών  κομουνιστικών  κομμάτων.

(Η  ψυχολογική  μετάβαση  φαίνεται  ότι  ήταν  εύκολη, για  προφανείς  λόγους. Για  την  αποναζιστικοποίηση  στη  Δυτική  Γερμανία, βλ. E.Davidson, The  Trial  of  Germans (Νέα  Υόρκη, 1966). B.F. Smith, The  Road  to  Nuremberg (Νέα  Υόρκη, 1981).  A. Tusa, The  Nuremberg  Trial  (Νέα  Υόρκη, 1984).

Αναλογικά, οι  πιο  εκτεταμένες  διώξεις  συνεργατών  στη  Δυτική  Ευρώπη  έλαβαν  χώρα  στην  Ολλανδία  και  το  Βέλγιο. Εντούτοις, ο  μεγαλύτερος  αριθμός  εκτελέσεων, έξω  από  τη  Σοβιετική  Ένωση, έλαβε  χώρα  στην  Ιταλία  και  τη  Γαλλία, όπου  ήταν  χιλιάδες  οι  φασίστες  και  οι  συνεργάτες  που  θανατώθηκαν  με  συνοπτικές  διαδικασίες  από  πολιτικές  ομάδες  επαγρύπνησης  και  κομουνιστικά  αποσπάσματα. Οι  εκτιμήσεις  για  το  σύνολο  των  ατόμων  που  σκοτώθηκαν  στη  Γαλλία  ποικίλλουν  από  40.000  το  ανώτερο  μέχρι  7.306  το  κατώτερο.

 

Δακτυλογράφηση: Βάσω  Κ.  Ηλιάδη.

Ενδεικτική βιβλιογραφία-Πηγές:

Στάνλεϊ Τζ. Πέϊν, Η  Ιστορία  του  Φασισμού  1914-1945, μετάφραση: Κώστας  Γεώρμας, πρόλογος: Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις  Φιλίστωρ, 2000.

http://www.el.wikipedia.org/wiki/ (Βικιπαίδεια,ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια–αναζήτησηλήμματος)
• http://www.matia.gr/library (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη) > e-book της Αμαλίας Ηλιάδη > Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

www.24grammata.com (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη) > e-book της Αμαλίας Ηλιάδη > Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

  • http://www1.ekebi.gr/fakeloi/fascism/index.htm (ψηφιακός φάκελος από την ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου με τίτλο Ο φασισμός και ο ναζισμός στην Ευρώπη)

 

 

 

 

 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση