ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

“Τα χρόνια της ανοιχτής καρδιάς” Ενότητα 14η. Αμαλίας Κ. Ηλιάδη

Κάτω από: ΓενικάΑΜΑΛΙΑ ΗΛΙΑΔΗ στις 11:55 μμ στις 27 Απριλίου, 2012

«Σιωπηλή Εκδίκηση»  

Τα χρέη κάποτε πληρώνονται.

Κι οι ψυχές που μας πλήγωσαν

θα πονέσουν φοβερά, βαθιά,

απ’ το χέρι του Θεού τιμωρημένες.

Όλοι αυτοί που δε λυπήθηκαν

στη θλίψη μας, στη μεγάλη μας ταπείνωση,

που δε μας μίλησαν με ειλικρίνεια

που δεν άπλωσαν μιαν, έστω, αδελφική φτερούγα

να μας προστατέψει απ’ το αγιάζι της απόρριψης,

της χάσης του έρωτά τους,

κάποτε θα ξεχρεώσουν τις μεγάλες οφειλές τους

στο θυσιαστήριο της ζωής.

Αυτό το Μαγιάτικο, ζεστό Σαββατοκύριακο ζωγράφισα τρία υπέροχα έργα. Ειδικά το τελευταίο, που θα τ’ ονομάσω «Αγιορείτικη εντύπωση», είναι πραγματικά εξαίσιο στη σύνθεση των χρωμάτων.

«Εναλλαγές»

Οι μέρες είναι φωτεινές

γεμάτες κελαηδίσματα πουλιών

γεμάτες μουσικές και χρώματα…

Οι νύχτες πέφτουν σαν πέπλα

στον μαύρο κάμπο της ανησυχίας μου

Στιγμές-στιγμές λιποψυχώ

Η απουσία του έρωτα με σκοτώνει

Με σέρνει σε κακοτοπιές.

Μα η ζωή κι η θέλησή μου

ξανά σε ξέφωτο με βγάζουν.

Τι να πει κανείς… Τέλειωσε κι αυτό το παραμύθι. Αισθήματα και βαρύγδουπες κουβέντες προσπεράστηκαν πολύ εύκολα. Εφήμερες καταστάσεις. Η ζωή μου όμως απαιτεί μονιμότερους έρωτες, πιο πραγματικούς και δυνατούς στην καθημερινότητα. Κι έτσι χαίρομαι αυτά που τώρα έχω. Ολιγάρκεια: το μυστικό της ευτυχίας.

Κατά βάθος μιαν ανησυχία υφέρπει στην ψυχή μου. Η Άνοιξη, η ζέστη, με ξεσηκώνουν. Μιαν υποψία έρωτα πλανάται στην ατμόσφαιρα, που παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Κάτι επιζητώ, κάτι που δε βρίσκω, και δεν με χωρούν οι τοίχοι του σπιτιού μου, όπως το χειμώνα. Μπορεί να κάνω τα καθιερωμένα, μπορεί η καθημερινότητά μου να κυλά κανονικά, μα κάτι μου λείπει. Ξέρω πως είναι ο έρωτας, η πλήρωση που σου προσφέρει το άλλο φύλο.

Ω Θεέ μου, άλλη μιαν  Άνοιξη πέρασε μέσα στη μοναξιά, μέσα στη μόνωση και τη μονοτονία (κατά κάποιον τρόπο).

Θα ήθελα να ήμουν πουλί, να πετάξω μακριά προς τη θάλασσα. Μα μου αρκεί που μεθαύριο θα πετάξω κοντά στην αδερφούλα μου και στους δικούς μου. Η αγάπη, ο έρωτας, πόσο μακρινά μου φαντάζουν…

Νιώθω πικραμένη, αδικημένη, ξεχασμένη. Ξέρω όμως πως δεν είναι έτσι. Δεν είναι καθόλου έτσι, γιατί πολλοί «ασχολούνται» κακότροπα μαζί μου: από κόμπλεξ και μικροπρέπεια. Όμως αυτό, πια, δεν με καλύπτει όπως άλλοτε. Χρειάζομαι αγάπη αληθινή, αποδοχή χωρίς όρους, ενδόμυχους ανταγωνισμούς και άκαιρους εγωισμούς. Κι όλα αυτά δεν τα έχω βρει πουθενά. Κανείς άνδρας δεν μου τα έχει προσφέρει. (Τουλάχιστον, προς το παρόν). Να ελπίζω στο μέλλον; Δεν ξέρω πια. Τίποτα δεν ξέρω.

Είναι τόσο θλιβερό και σκοτεινό αυτό το κρύο βράδυ, γιατί ξαφνικά έπαυσε η καλοκαιρία κι έπεσε συννεφιά και ψύχρα. Λες και το καλοκαίρι έφυγε προτού καν έρθει. Δεν θέλω, δεν θέλω κάτι τέτοιο. Το θεωρώ αποτρόπαιο.

«Σκληρή αναμονή»

Άνεμος πνέει

Η φύση σαλεύει.

Μια καρδιά που γυρεύει χαρά

κρύβεται μέσα στα πυκνά φυλλώματα

μην την βρει το σκληρό καμάκι

του κόσμου, του άπονου ψαρά.

Δεν ψαρεύει στις θάλασσες

αλλά στα δέντρα των βουνών.

Κι εγώ γυρίζω, άγριο περιστέρι,

πάνω απ’ τις βουνοπλαγιές.

Ψάχνω νά ’βρω τη θάλασσα

Εκείνη την απέραντη, γαλάζια αγκαλιά.

Τα μάτια μου θαμπώνουν απ’ το φως

Ανοιγοκλείνουν κουρασμένα.

Δακρύζουν στη θέα του ορίζοντα…

Οι φίλοι μου οι γλάροι

αργούνε να φανούν.

Αργεί το καλοκαίρι νά ’ρθει.

Κι έτσι, βρίσκω καταφύγιο και παρηγοριά στην τέχνη, όπου πλέω στα πελάγη της ευαισθησίας μου και της μοναδικότητάς μου, δημιουργώντας μορφές βγαλμένες απ’ την ψυχή μου, υποκειμενικά ωραίες, γι’ αυτό και με ηρεμούν, με αποφορτίζουν.

Ήρθε κι ο Οικουμενικός Πατριάρχης στα ολιγάνθρωπα Γρεβενά. Πάει κι αυτή η τελετουργική υποδοχή. Σκόνη στον άνεμο οι φανφάρες κι οι επιδειξιομανίες… Ματαιότης ματαιοτήτων και «The Great Church in Captivity»… Βαριά κληρονομιά που χάνεται μέσα σε κούφια λόγια… κι αυτές οι βασιλείες «dust in the wind…». Κι οι εφήμερες αγάπες dust in the wind… Τί είμαστε οι άνθρωποι… ζωάκια σε κλουβιά. Μικρές ψυχές δεμένες στην ανάγκη.

Τελικά έχω αποκομίσει πολλή γνώση απ’ τη ζωή μου, μα η τραγική της τροπή δεν μπορεί ν’ αλλάξει απ’ τη γνώση, μόνο, και τη λογική… Γιατί στην καλλιτεχνική μου φύση, το κυρίαρχο στοιχείο είναι ο ρομαντισμός, το συναίσθημα, ο παρορμητισμός. Αυτά με σέρνουν στις «κακοτοπιές» κι όσο κι αν λέω: «τώρα θα τις αποφύγω», ορμώ στην «περιπέτεια», όπως μετά από αφόρητη ζέστη ρίχνομαι στην αγκαλιά της θάλασσας… όπως μετά από κουραστική πορεία, ιδρωμένη και κατάκοπη, βουτώ στη δροσιά του Αιγαίου…

Ο ζήλος της Βασουλίνας μου για την Ιστορία της Τέχνης με γέμισε κι εμένα πολλές καινούργιες γνώσεις. Νιώθω να γύρισα πιο πλούσια εδώ στα γκρίζα Γρεβενά. Η γλυκιά μου Θεά, με την έξυπνη, φρέσκια σκέψη της, φώτισε ξανά τα μονοπάτια μου. Μ’ έκανε να νιώθω δυνατή, μοναδική, δίκαιη.

Κι έτσι η δημιουργική μοναξιά μου, που μόνο τα ουσιώδη πράγματα είναι ικανά να τη συγκινήσουν, εξελίσσεται, προχωρά, ευτυχεί… Cheers, μοναξιά μου…

Η αδερφή μου είναι το επίκεντρο της ζωής μου. Πώς με συγκίνησε ο τρόπος που περιέγραφε τη φωτογραφία μου, όταν ήμουν μικρή… Κάποτε όλοι είμαστε παιδιά… Πιάνω τον εαυτό μου, σε ανύποπτο χρόνο, να παλεύει για τη χαμένη αθωότητα… να πασχίζει να μη χάσει την παιδικότητά του… Γυρνώ πίσω στο χρόνο νοερά κι ανακαλύπτω πως μας λυπάται: δεν μας αλλάζει, δεν μας αλλοιώνει, κι οι εκφράσεις μας παραμένουν ίδιες, κι οι ανάγκες μας είναι ακόμη τόσο απλές, τόσο πρωτόγονες… Χρειάζομαι έρωτα. Έναν έρωτα που θα με κανακεύει σαν παιδούλα.. Μέσα μου είμαι ακόμη τόσο μικρή, παρ’ όλη την ωριμότητά μου…

Η τελευταία μέρα του Ιούνη μοιάζει φθινοπωρινή. Ψιλοβρέχει και μια αδιόρατη μελαγχολία φωλιάζει στην καρδιά μου. Όμως η προσδοκία των καλοκαιρινών διακοπών με στηρίζει.

Απ’ τα φουρτουνιασμένα πέλαγα έφτασα στα απόμερα βουνά… Άφησα πίσω μου τη Σάμο, την Ικαρία, τους Φούρνους και μαζί τους και το καλοκαίρι… Η πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη είναι μουντή και θλιβερή. Χωρίς την αδερφή μου, φαντάζω ορφανή εδώ πάνω. Τη νοσταλγώ ήδη ανέκφραστα πολύ. Πώς θα ήθελα να περνώ πάντα τη ζωή μου κοντά της… Όμως πρέπει να παλέψω με τις ευτελείς συνθήκες που μας χωρίζουν. Να είμαστε καλά, και θα βρεθώ γρήγορα κοντά της… κοντά της Θεέ μου… η θεϊκή, χωρίς όρια αγάπη της με θρέφει. Η συγκίνηση που μου προκάλεσε η στάση της, τα λόγια της, τη στιγμή της τρικυμίας στο Ικάριο πέλαγος, στο δρόμο απ’ τους Φούρνους προς την Ικαρία, σημάδεψε ανεξίτηλα, για πάντα, την καρδιά μου… Η αδερφή μου είναι ο άνθρωπος για τον οποίο αξίζει να ζω. Χωρίς αυτή είμαι ένα τίποτα, μια ξερή ψυχή χωρίς αγάπη. Κι όσο κι αν η έλλειψη του έρωτα με βασανίζει, μπορώ και χωρίς αυτόν, χάρη στην αδερφή μου.

Νιώθω ευλογημένη, σχεδόν ευνοημένη που έχω την μεγάλη της αγάπη. Ακόμη κι αν δεν ξανασυναντήσω τον έρωτα στη ζωή μου, θα είμαι ευτυχισμένη με την αγάπη της αδερφής μου.

Είναι κρίμα να μη χαίρομαι το κορμί ενός ποθητού άνδρα κι αυτός να μη χαίρεται το δικό μου… Κρίμα… αυτή είναι η πιο κατάλληλη λέξη για το κορμί μου, το ηλιοκαμένο, που μοσχομυρίζει αρώματα…

Παρατηρώ ότι δε γράφω πια στο ημερολόγιό μου για πρόσωπα που θεωρώ ανάξια λόγου, μικροπρεπή κι ασήμαντα… Κάποτε παρα-ασχολιόμουν με την «ανεξήγητη» συμπεριφορά ανθρώπων που με πλήγωναν χωρίς βάσιμη αιτία. Τώρα όμως που έφυγε το σκοτεινό πέπλο απ’ τα μάτια μου και αποκαλύφθηκε, ηλίου φαεινότερον, η ζήλεια τους και το κόμπλεξ κατωτερότητας απέναντί μου, αισθάνομαι απλώς λύπη και οίκτο για λόγου τους. Θεέ μου τί ατελείς κι ανολοκλήρωτοι άνθρωποι υπάρχουν… αναλογίζομαι πόσο δυστυχισμένοι πρέπει να είναι, αν έχουν συνείδηση της κατάστασής τους… Είμαι πολύ περήφανη για τον εαυτό μου και την πανώρια αδερφή μου! Είμαστε τόσο ισορροπημένες όσο λίγοι άνθρωποι γύρω μας. Γι’ αυτό κι η μοναξιά μας επιτείνεται με τον καιρό. Μα επίσης με τον καιρό αρχίζουν να κραυγάζουν και οι ελλείψεις, τα κενά της προσωπικότητας των άλλων.

Οι πίνακές μου έχουν αυτοτέλεια όπως οι μέρες της ζωής μου. Θα έλεγα, πως κάθε πίνακας αντιστοιχεί και σε μια ψυχική μου ενότητα. Αυτή την εποχή δουλεύω συνέχεια μια σειρά από νησιώτικά τοπία, λες και δε θέλω να εγκαταλείψω την ιδέα του καλοκαιριού μες το Σεπτέμβρη, λες και η αύρα του Αιγαίου πνέει ακόμη μέσα μου. Πάντως, το φθινόπωρο είν’ εδώ, μελαγχολικό μα όχι νωχελικό. Μέσα σ’ αυτή τη συγκρατημένη θλίψη γεννιέται μια ορμητική ενεργητικότητα, μια δίψα για καινούργιες πνευματικές εμπειρίες (αφού, προς το παρόν, δεν μπορώ να έχω και σωματικές, καινούργιες). Όμως δε νιώθω δυστυχισμένη. Αντίθετα, νιώθω γενναία και ευνοημένη, αφού μπορώ να βασίζομαι στον εαυτό μου και στους ανθρώπους που μ’ αγαπούν πραγματικά. Μια καινούργια, βυζαντινή χρονιά ανατέλλει και η αρχή της με βρίσκει ορεξάτη, βαθιά φιλοσοφημένη και περήφανη για τα, ως τώρα, επιτεύγματά μου.

Τα τραίνα,

Τα καράβια

τ’ αυτοκίνητα

προσπέρασαν και μ’ άφησαν εδώ.

Στον προορισμό μου.

Πόσο παράξενα νιώθω όταν ο χρόνος που περνά με δικαιώνει. Η περηφάνια και η επιβεβαίωση που οφείλεται στη σωστή μου εκτίμηση, ανακατεύονται με μια αδιόρατη θλίψη για την αργοπορημένη αναγνώρισή μου απ’ τους κοντόφθαλμους… Γι’ αυτούς πλέον είναι πολύ αργά. Έχουν χάσει για πάντα την ευκαιρία της φιλίας μου, της αδιάπτωτης και ειλικρινούς φιλίας μου.

Όλα κυλούν ήρεμα και αναμενόμενα. Με σώζει η φιλοσοφική μου στάση απέναντι στη ζωή.

Πρώτη μου φορά γράφω με πένα και καθώς το μελάνι ποτίζει το χαρτί νιώθω σαν σπουδαία συγγραφέας ρομαντικών μυθιστορημάτων! Ταξιδεύω νοερά, με το ευφάνταστο μυαλό μου, σ’ άλλες εποχές, και καθετί το παλιό με «εξιτάρει»! Αναλογίζομαι πώς τα ξεθωριασμένα χρώματα εγκαταλειμμένων σπιτιών εισχωρούν στους πίνακές μου και ονειροπολώ… Είναι σα να βρίσκομαι στο Αϊβαλί και να πετάγομαι για μια σύντομη περιήγηση στα Μοσχονήσια απέναντι… Παλιές εστίες ελληνισμού, αστικού πολιτισμού που οι τελευταίες του σπίθες χάνονται στις αρχές του αιώνα… Κι ο αιώνας κλείνει μαζί με τη χιλιετία το 2000… Έχει ο καιρός γυρίσματα…

Κάποτε ήξερα γιατί ζωγράφιζα. Είχα σαφή σκοπό: να περνώ τον καιρό μου δημιουργικά, να «κατασκευάζω» καινούργιες, απροσδόκητες μορφές που εξέπλησσαν κι εμένα την ίδια, να περιπλανιέμαι σε κόσμους άγνωστους, ονειρικούς, να εξιχνιάζω κρυμμένα μονοπάτια στη σκέψη μου… Συνειδητό και ασυνείδητο έστηναν χορό στ’ άσπρο χαρτί κι η εικόνα που αποτυπωνόταν πάνω του είχε κάτι απ’ την προσωπικότητά μου… Και τώρα συμβαίνει το ίδιο, μόνο που η διαδικασία δεν είναι πια και τόσο μαγική όσο παλιότερα… Τώρα όλα είναι πιο απλά, πιο φωτεινά. Γνωρίζω ακριβώς τί μου συμβαίνει την κάθε στιγμή. Αυτός είναι ο καρπός της πείρας, της χρόνιας ενασχόλησης. Ίσως τώρα να έχει υπεισέλθει στη σκέψη μου κι ένα στοιχείο χρησιμοθηρικό: το ενδεχόμενο να πουλήσω πίνακές μου σε πιθανές και δυνατές μελλοντικές εκθέσεις.

Πάντως και στους επιμορφωτές, εννοώ στην ποιότητά τους ως προς την κατάρτιση και το ήθος τους, παρατηρώ τεράστιες διαρροές. Κι αυτές βασικά καθορίζουν τη στάθμη της επιμόρφωσης (υψηλή ή χαμηλή). Πάντως το θετικό μ’ όλη αυτή την κατάσταση των Σεμιναρίων είναι πως ταράζονται τα λιμνάζοντα ύδατα και πως ξοδεύω αρκετή φαιά ουσία. Και συνεχώς διαπιστώνω πως παρά την έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής και σύγχρονων τεχνολογικών μέσων στην συγκρότησή μου ως εκπαιδευτικού, απέχω παρασάγγας στην ευρεία σκέψη απ’ το «φτωχό» μέσο όρο. Τί μιζέρια Θεέ μου, τί στενότητα σκέψης επικρατεί!..

Η αδερφή μου είναι για μένα αξεπέραστο ηθικό πρότυπο. Με τις ελεύθερες επιλογές της, απαλλαγμένες από κάθε είδος ιδιοτέλειας και με τη σθεναρή της στάση, απέναντι σε βρωμερά, συμφεροντολόγα σκουλήκια, μου φωτίζει το δύσκολο, μοναχικό δρόμο της ξεχωριστής αρετής. Είναι τόσο σκληρό να πορεύεσαι μόνος, μες σ’ ένα συρφετό από ανθρώπους που έχουν μεταλλαχτεί σε μπαμπουίνους. Αλλά ας μην είμαι ακραία και τόσο απαισιόδοξη. Γιατί υπάρχουν και οι μετρημένες αλλά φαεινές κι ελπιδοφόρες εξαιρέσεις. Πάντα ήμουν άνθρωπος της ουσίας. Γι’ αυτό και οι σχέσεις μου με μικροπρεπείς ανθρώπους ναυάγησαν. Έτσι νιώθω να προστατεύομαι απ’ την κακία και τη ζήλεια του κόσμου. Τα τείχη γύρω μου είν’ αρκετά γερά. Οι οχυρώσεις αντιστέκονται εδώ και πολύ-πολύ καιρό στην πολιορκία. Κλεισμένη μες το κάστρο μου πλάθω την εσωτερική ζωή μου… Κάπως προσεγγίζω μιαν ευτυχία αγνή χωρίς στολίδια περιττά και άχαρα. Μες τη λιτότητά μου χλευάζω γύρω μου την απληστία… Οι περισσότεροι γύρω μου ασχολούνται με το χρηματιστήριο, με μετοχές, ομόλογα κι άλλα τέτοια μα εγώ απέχω απ’ όλα αυτά… Σαν να ανήκω σ’ άλλους καιρούς…

Ω Θεέ μου, αν πιστεύω πια στην ύπαρξή Σου, αν υπάρχεις κάπου και για μένα, τί είμαι, πού πάω; Νιώθω τόσο χαμένη μπροστά στο φάσμα της τρομερής αρρώστιας. Θεέ μου, υπήρξες και για μένα, τότε που σε είδα στοργικό μέσ’ απ’ τα πανώρια μάτια της αδερφής μου, τότε που σ’ αντίκρισα στην απλή ευτυχία της μόνωσής μου της δημιουργικής…

Πέρυσι σ’ εκείνες τις στιγμές της έκστασης, της αποκάλυψης του ποιητικού οράματος του κόσμου… Μα και φέτος, όταν γύριζα απ’ το σχολείο κι έσφυζα από υγεία και ευεξία και σ’ ευγνωμονούσα για την ήρεμη ζωή μου…

Δεν μπορώ να πιστέψω πως συμβαίνει αυτό σε μένα. Σε μένα που αγαπώ τόσο δυνατά τη ζωή. Ω αδερφή μου, μου λείπεις ανείπωτα πολύ… Κρύψε με κάτω απ’ τις φτερούγες σου… πάρε με μακριά απ’ την αρρώστια και το θάνατο… Δεν θέλω να πεθάνω και να σ’ αφήσω πίσω μου. Δεν θέλω να φύγω απ’ τη ζωή τόσο νέα. Διψώ αδερφή μου απ’ την απουσία σου. Πεινώ για τη μεγάλη σου αγάπη. Μόνο αυτή μπορεί να με σώσει, να με βγάλει απ’ την άβυσσο που βρίσκομαι.

Φαντάζομαι τον τάφο μου, τ’ ατέλειωτα όνειρά μου να χορεύουν γύρω του, τις προσδοκίες μου μετέωρες σαν σύννεφα γκρίζα.

Η αλλοτινή, απλή χαρά μου έχει πετάξει. Μουντή η θλίψη μ’ έχει καταβάλλει. Θέλω να παλέψω, ν’ αγωνιστώ για τη ζωή μου, μα πώς να ομολογήσω πως η αρρώστια μέσα μου επιτελεί το φρικτό της έργο; Την ακούω να σκάβει τα λαγούμια της και η εμμονή του θανάτου δε λέει να μ’ αφήσει. Απεχθάνομαι τόσο και τους γιατρούς που θα με «περιτριγυρίσουν…».

Προσπαθώ να θυμάμαι τη ζωντανή αγάπη της αδερφής μου και των γονιών μου. Μόνο αυτή με στηρίζει. Ας αρπαχτώ, όπως άλλωστε κάνω πάντα, απ’ αυτή τη θεϊκή αγάπη τους κι ας αφήσω τις υστερίες και τις υπερβολές. Στο κάτω-κάτω απλώς υποθέτω κι υποπτεύομαι. Ακόμη δεν ξέρω σίγουρα. Κι η γνώση είναι δύναμη. Αχ, αδερφή μου πολύτιμη…

Έπεσα να κοιμηθώ κι όλο σκεφτόμουν. Οι λέξεις ξεπηδούσαν απ’ το μυαλό μου σαν σαΐτες και με κεντούσαν. Μπερδεύονταν μέσα μου σαν αξεδιάλυτο κουβάρι και με τρόμαζαν. Όμως σιγά-σιγά έβρισκα την άκρη… Το πρωί συναντούσα γνωστούς μου κι αναρωτιόμουν αν θα τους ξαναδώ. Για μια στιγμή ένιωσα πως στο μάταιο τούτο κόσμο όλα είναι περαστικά, κουραστικά και πάντα αναζητούμε τη γαλήνη. Μήπως ο ύπνος είναι μια πρόβα θανάτου; Μήπως η αληθινή ευτυχία είναι η λήθη; Όμως δε θέλω να ξεχάσω την αγάπη της αδερφής μου, των γονιών μου… Θέλω να συνεχίσω να ζω μ’ αυτή. Γι’ αυτό πρέπει να συμφιλιωθώ με την ιδέα του όγκου μου. Πρέπει να τον αγαπήσω για να τον αντιμετωπίσω. Πρέπει να πειστώ πως είναι δικός μου κι όχι ξένο σώμα που με απειλεί, που υποσκάπτει την ύπαρξή μου. Πρέπει να γίνω δυνατή. Θα κάνω ό,τι πρέπει. Αύριο κιόλας θα πάω στο νοσοκομείο. Όμως κάποια πράγματα είναι πέρα απ’ τη δύναμή μου. Όπως το να εκμυστηρεύομαι το πρόβλημά μου με τρόπο σοβαρό, ανησυχητικό. Δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό, παρά μόνο ανέμελα, αφρόντιστα. Δεν θέλω να προκαλώ τον οίκτο σε απλούς γνωστούς.

Αναπολώ τις ξέγνοιαστες, ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου, που τις σφράγισε με τη δροσερή της αύρα, με τη θερμή της αγκαλιά η αδερφή μου. Γεμάτη υγεία, τότε, παρασυρόμουν απ’ τη ζωτικότητά μου και, ανήσυχη σαν τη σβούρα, δε σταματούσα να κινούμαι και να «κελαηδώ». Τί υπέροχες, τί ανεπανάληπτες συζητήσεις έχω κάνει με τη Βασουλίνα μου. Σ’ αυτές οφείλω την ψυχική μου ισορροπία. Ω Θεέ μου, θέλω να ξέρω. Αν είναι να πεθάνω σύντομα, θέλω το χρόνο που μου απομένει να τον περάσω με την αδερφή μου, με τους γονείς μου. Όχι εδώ, μόνη κι έρημη.

Το καλοκαίρι τριγυρνούσαμε αμέριμνες στα νησιά. Τώρα, έφτασε ο δύσκολος καιρός. Τότε βιαζόμουν να προφτάσω να δω όλα τα μνημεία, όλα τα’ αξιοθέατα των νησιών και παράλληλα να προφτάσω να βουτήξω και στην αγαπημένη μου θάλασσα. Κι αφού τελειώνουν οι διακοπές μας σχεδίαζα μ’ απληστία τις επόμενες. Ήθελα φαίνεται να προφτάσω να ζήσω όσο το δυνατόν περισσότερο. Γι’ αυτό και συνεχώς δημιουργούσα πίνακες ζωγραφικής και ποιήματα. Ασταμάτητα, πυρετωδώς «μπογιάτιζα» τις επιφάνειες… Αποτύπωνα με μανία τις σκέψεις μου στο χαρτί όπως και τώρα… Διάβαζα με υπερένταση πολλά, πολλά βιβλία… Βυθιζόμουν στα μυθιστορήματα, με συνέπαιρνε η ποίηση… Και σ’ όλα αυτά με φώτιζε μια μεγάλη αγάπη: η αγάπη η θεϊκή της αδερφής μου.

Τη χρειάζομαι, τώρα που ζω ακόμη. Ζω, νιώθω δυνατή, μα μια σκοτεινή σκιά περνά απ’ τα μάτια μου. Θέλω να συνεχίσω να κάνω αυτά που έκανα κοντά στην αδερφή μου, στους γονείς μου. Δεν θέλω να φύγω από κοντά τους.

Ξέρω πως το «πεπρωμένον φυγείν αδύνατον». Ωστόσο μπορώ να τροποποιήσω την πορεία. Μπορώ να καθυστερήσω πολύ τον ερχομό του μοιραίου. Στην προσπάθειά μου αυτή θα με συνδράμει η ιατρική και οι λειτουργίες της. Να δούμε.

Δεν πρέπει να είμαι άπληστη και εγωκεντρική. Όσο κι αν θέλω το νήμα της ζωής μου να παραταθεί, να τυλίξει πολλά μα πολλά έτη ακόμη στο αδράχτι, οφείλω να παραδεχτώ πως έζησα γεμάτα. Πλούτισα από εμπειρίες και εικόνες. Αν είναι να πετάξει η ψυχή μου στους αιθέρες δεν θα συγχρωτιστεί μ’ άλλες ψυχές αλλά θα περιφέρεται μόνη της, αναζητώντας μ’ απέραντη δίψα την ψυχή της Βασουλίνας μου. Που θέλω ν’ αργήσει να έρθει κοντά μου, εκεί που θα είμαι, για να μαζέψει εμπειρίες, για να πλουτίσει από ζωή, η μικρή μου Θεά.

Στο κάτω-κάτω, όσο σοβαρή κι αν είναι η κατάστασή μου, πρέπει ν’ αναθαρρώ. Ας συγκρίνω την περίπτωσή μου μ’ εκείνες των ανθρώπων που βρήκαν αιφνίδιο θάνατο στους σεισμούς, στα τρομερά βουητά της γης… Πόσο φοβερός ήταν ο δικός τους θάνατος… Έξω κανονικά, μπροστά σ’ όλες αυτές τις συμφορές, πρέπει κανονικά να νιώθω ευνοημένη που έχω τον καιρό να συνειδητοποιήσω την κατάστασή μου και να προετοιμαστώ κατάλληλα, αν πρόκειται να κάνω σύντομα το μεγάλο ταξίδι.

Και μόνο η καθησυχαστική φωνή της αδερφής μου και τα γλυκά της λόγια, στάθηκαν το καλύτερο φάρμακο για την υπέρμετρη ανησυχία μου. Λειτούργησαν κατευναστικά, σαν βάλσαμο στην πονεμένη μου καρδιά και αναπτέρωσαν τις ελπίδες μου. Τόσο που θεωρώ πολύ πιθανό και πολύ λογικό ταυτόχρονα, αυτό που θεωρώ όγκο να είναι κάποιος πρησμένος αδένας λόγω περιόδου. Γι’ αυτό ο γιατρός στο νοσοκομείο μου είπε να περάσω για μαστογραφία μετά την περίοδο και αφού παρέλθουν καμιά δωδεκαριά μέρες (μετά) απ’ την πρώτη της μέρα. Και ο γιατρός μου έκανε καλή εντύπωση, καθησυχαστική.

Σε τελική ανάλυση, δεν μπορώ να ξέρω τίποτε ακόμη. Μα η πρωτινή μου ζωτικότητα επανέρχεται σιγά-σιγά. Σ’ αυτό βοηθά και το σχολείο που με κάνει να νιώθω ξεχωριστή και σπουδαία, προσφέροντας, μ’ ευαισθησία, γνώσεις και δεξιότητες στα παιδιά. Ξεφεύγω κιόλας έτσι απ’ τις μελαγχολικές σκέψεις και το προσωπικό μου αδιέξοδο. Ω Θεέ μου, έχω στενοχωρήσει τόσο τους γονείς μου. Φαντάζομαι πόσο θα τους έχω ανησυχήσει! Έχω τύψεις γι’ αυτό. Ίσως δεν έπρεπε να τους το πω. Μα δεν άντεχα να το κρατώ μέσα μου τόσο βάρος. Ελπίζω να μην έχω τίποτα κακό, κυρίως γι’ αυτούς, τους πολυαγαπημένους μου…

Μα ο όγκος μου είναι εκεί και με περιμένει. Κάθε φορά που τον ψηλαφώ νιώθω πως έχω μέσα μου το «κακό». Προσπαθώ να τον εξαφανίσω πιέζοντάς τον, μα… μάταια. Είναι πάντα εκεί και με περιμένει. Φοβάμαι πως αυτό το «χρονικό» θα πάρει σε μάκρος. Κι ως τότε πρέπει να ζήσω. Πώς νοσταλγώ την παλιά μου ζωτικότητα… Πέρασε η ευεργετική επίδραση της αδερφούλας μου και την έχασα ξανά. Αισθάνομαι πως κατρακυλώ στο βάραθρο της απελπισίας… Πρέπει να συγκρατηθώ για χάρη της αγάπης των γονιών μου και της Βασουλίνας μου. Μην με πιάνει πανικός. Ας σταθώ επιτέλους ψύχραιμη, μια φορά κι εγώ στη ζωή μου, όπως με συμβουλεύει η γλυκιά μου ζουζουνέλα.

Είναι γλυκιά η ζωή με υγεία.

Μα τώρα που την έχασα

χλωμιάζω, παγώνω, τουρτουρίζω…

Μόνο με υγεία λάμπει το πρόσωπο,

σπιθίζουν τα μάτια απέναντι στο φως,

αντανακλώντας γαλήνη και ταυτόχρονα ζωντάνια.

Πώς νοσταλγώ αυτή μου την κατάσταση…

Όταν γυρνούσα μεσημέρι στο σπίτι κατάκοπη

κι η ζωτικότητά μου ξεχείλιζε ασυγκράτητη

σαν χείμαρρος να πνίξει τα μικροπροβλήματα της μέρας…

Τώρα μια σκιά με συντροφεύει

Γέρνω θλιμμένη στο κρεβάτι μου…

Νιώθω σαν πουλάκι πληγωμένο στη στήθος… Σαν να έχει καρφωθεί στο αριστερό μου μέρος ένα αιμάτινο τριαντάφυλλο… «Τριαντάφυλλο στο στήθος»…

Σήμερα, στο σχολείο, πονούσε λιγάκι το στήθος μου. Όμως η γκρίζα σκιά μετακινήθηκε λίγο απ’ τα βλέφαρά μου.

Θέλω το απογευματάκι, όταν πιάνει το δειλινό, να πίνω έξω τον καφέ μου μ’ άλλους ανθρώπους, κατά προτίμηση λίγο γνωστούς…

Η μέρα είναι συννεφιασμένη και μουντή. Οι σκόρπιες σκέψεις μου δε συμμαζεύονται.

Δεν ξέρω αν έχω πάρει τη χλωμάδα του θανάτου, πάντως ο ενθουσιασμός για κάποια πράγματα δεν μ’ έχει εγκαταλείψει ακόμη. Η όμορφη μουσική με ξεσηκώνει. Η τέχνη μ’ εξιλεώνει. Το διάβασμα κρατά το μυαλό μου σε εγρήγορση. Ζω κανονικά. Το στήθος μου όμως πονά. Με τσιμπά επικίνδυνα. Αναμένω με ανυπομονησία την περίοδό μου. Να δω που θα καταλήξει αυτή η ιστορία…

Αχ Θεέ μου, πώς μ’ αρέσει η ζωή… Μ’ όλα τα στραβά κι ανάποδά της… Μ’ όλες τις δυσκολίες της…

Τελικά κατορθώνω και φαίνομαι δυνατή. Μήπως όμως είμαι δυνατή; Θαρρώ, πολύ περισσότερο από κάποιους άλλους ανθρώπους, που η απληστία τους και η ζήλεια τους, τους κάνει αδύναμους και δυστυχισμένους.

Χριστέ μου, ας μου φύγει σύντομα η αμφιβολία. Ας μπορέσω να ξαναζήσω ξέγνοιαστα κι απλά. Χαϊδεύω το στήθος μου… Σαν τρυφερό μωρό μοιάζει…

Ήταν και είναι το καμάρι μου. Πώς θα το αποχωριστώ, αν πρέπει, αν είναι αδήριτη η ανάγκη; Πώς θα επιβιώσω ακρωτηριασμένη στο πιο θηλυκό σημείο του κορμιού μου; Πώς θα βγει αλώβητος ο ψυχισμός μου από μια τέτοια δοκιμασία; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως η ζωή είναι πολύτιμη από μόνη της, πως η ολιγάρκειά μου είναι ικανή να σαρώσει όλες τις ατέλειες, όλες τις ατυχείς λεπτομέρειες… Το μόνο που ξέρω είναι πως στο τέλος μένει μόνο η αγάπη… Κι αυτή μας δυναμώνει και μας συντροφεύει…

Σκέψεις, λόγια γραμμένα στο χαρτί, που με λυτρώνουν από μιαν αβέβαιη αγωνία… Δεν θα ήθελα ποτέ ν’ αποδειχθεί βάσιμη, βέβαιη… Ας εισακουστεί η δέησή μου.

Ωστόσο ζω ακόμη φυσιολογικά κι αυτό είναι που προέχει. Πρέπει να το χαρώ όσο είναι καιρός. Πονεμένε μου εαυτέ, αναθάρρησε!… Μην βυθίζεσαι, μην καταθέτεις τα όπλα.

Γύρισα ανανεωμένη. Καμπάνες χαράς αντηχούν στ’ αυτιά μου, γιατί η διάγνωση του γιατρού μ’ «επανέφερε στη ζωή»! Δεν έχω τίποτε το σοβαρό, το ανησυχητικό: απλώς έναν πρησμένο αδένα στο στήθος, που, με την αποφυγή ορισμένων τροφών, θα καταλαγιάσει, σταδιακά… Εξοικειώθηκα και με τις ιατρικές εξετάσεις παράλληλα. Ξεπέρασα και τις αναστολές μου. Τις κρυφές «ντροπές» μου για τα ιδιαίτερα μέρη του σώματός μου. Αυτό βέβαια οφείλεται και στο ότι ο γιατρός ήταν νέος και συμπαθητικός. Μετά, μάλιστα, απ’ την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια που κατόρθωσε να μου εμπνεύσει, τον βρήκα έως και ελκυστικό.

Είμαι, πραγματικά, πολύ χαρούμενη. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο απ’ την υγεία και την «καλή καρδιά»… Ο κόσμος όλος, η φύση γύρω μου, μου έγνεφε χαμογελώντας, καθώς το αυτοκίνητο κυλούσε σαν το χέλι στο δρόμο. Και παρ’ όλο που σήμερα ήμουν ολόκληρες ώρες στο δρόμο (Τρίκαλα-Γρεβενά, Γρεβενά-Κιβωτός και μετά ένα σωρό άλλα χωριά), δε νιώθω εξαντλημένη. Αντίθετα, μια δροσερή, ανανεωτική αύρα με συνεπαίρνει. Η ζωτικότητά μου είναι στα ύψη της και η ευγνωμοσύνη μου προς το Θεό ξεχειλίζει…

Σε λίγο θα πάω στο σινεμά να δω την «Πόλη των Αγγέλων»… (City of Angels). Η ταινία με συγκίνησε πολύ και με μελαγχόλησε κάπως… Μου θύμισε τον έρωτα που μου λείπει… Καθώς γύριζα, ένιωσα, για πρώτη φορά φέτος, την κρύα ανάσα του χειμώνα να με παγώνει. Πλησιάζει πια με βήματα γοργά.

Η χαρά και η ψυχαγωγία μου εδώ είναι ο κινηματογράφος. Ανυπομονώ να δω και το «γητευτή των αλόγων», αύριο. Χάνομαι στη μαγεία του σινεμά και ταξιδεύω, φεύγω… Έχω τόση ανάγκη τη φυγή…

Οι Βίοι Αγίων είναι τρομερά ενδιαφέροντες και ανεκμετάλλευτοι σαν ιστορικές πηγές… Οι Βυζαντινές μου μελέτες με ξεσηκώνουν, σχεδόν ανατριχιάζω από ενθουσιασμό και αγαλλίαση, όταν βυθίζομαι στα διαβάσματά μου. Είμαι ξεχωριστή, το νιώθω. Πολλοί λίγοι άνθρωποι το παθαίνουν αυτό με κάτι. Δεν παθιάζονται.

Είναι που εύκολα χθες κατρακύλησα στη θλίψη, κι έκλαψα κι απλώθηκε μέσα μου παγωνιά… Τόσο που δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Κι ο σύντομος ύπνος μου, το πρωί, ήταν γεμάτος εφιάλτες. Ξύπνησα τυλιγμένη σ’ ένα μαύρο πέπλο, αραχνοΰφαντο. Αισθανόμουν τόσο κουρασμένη…

Δεν νοιάζομαι που απέρριψε την προσφορά της αγάπης μου, γιατί δεν ήταν ικανός να την εκτιμήσει. Τώρα πια, ακόμη και να ήθελα ή να προσπαθούσα να του μιλήσω φιλικά, δεν θα μπορούσα. Τα λόγια που ίσως, άλλοτε, να μου ερχόντουσαν αυθόρμητα (όταν ακόμη ο χωρισμός μου ήταν νωπός, κι όταν προσπαθούσα να τον δω φιλικά κι ανθρώπινα), τα πήρε, σαν φύλλα φθινοπωρινά, ο άνεμος της απομόνωσης, της αποξένωσης… Πόσο ο χρόνος που μεσολάβησε, τράβηξε μακριά το σκίρτημα, τη ζεστασιά, τη συγκίνηση… Πόσο πάγωσε τις καρδιές και τα βλέμματα… Πόσο ξένους, απρόσιτους, μακρινούς, έκανε τους αλλοτινούς εραστές… Και πόσο η καλοσύνη μου πονάει, όταν τ’ αναλογίζομαι όλ’ αυτά…

Η ολιγάρκειά μου όμως, έρχονται στιγμές που επαναστατεί. Χάνει τη νηφαλιότητα και την υπομονή της και «σφαδάζει» απ’ την απουσία του έρωτα, της αληθινής αγάπης. Έτσι ένιωσα να υποφέρω και προχθές, κι ίσως και χθες, όταν τον είδα και θυμήθηκα… Τότε, όμως, ήταν καλοκαίρι και το σινεμά θερινό… Τώρα έρχεται χειμώνας ξανά. Θα ήθελα να γνώριζα κάποιον να με συνεπάρει, να μ’ απορροφήσει, να με ρουφήξει ολόκληρη ξανά… Θα ήθελα να ξαναερωτευτώ. Όχι όμως με λάθος πρόσωπο. Όχι με άτομο ακατάλληλο για μένα πάλι. Πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική. Και νομίζω πως, τώρα πια, μετά από τόσα στραπάτσα, έχω ωριμάσει, πολύ περισσότερο. Τώρα πια, καταλαβαίνω, ψυχανεμίζομαι απ’ την αρχή την απαιδευσιά, την χονδροκοπιά, τη γαϊδουριά και την ακαταλληλότητα… Μα μήπως τότε δεν καταλάβαινα; Όμως ο έρωτας είναι ανάγκη κι είναι, συνάμα, τυφλός και παράξενος Θεός… Κι η ζωή η ίδια είναι ένα αίνιγμα αξεδιάλυτο μα τόσο γοητευτικό…

 

«Παράπονο»

Αυτός ο ρεαλισμός μου

φαντάζει στους ανίδεους σαν απαισιοδοξία

Μα δε βλέπουν

ότι η άλλη όψη της ζωής

ζυμώνεται με τη μελαγχολία;

Δεν με καταλαβαίνουν, κι ώρες-ώρες

νιώθω τόσο μόνη…

Το δάκρυ μου κυλά,

δροσοσταλίδα της αυγής, στο μάγουλό μου…

Τα δειλινά βουρκώνω

και βρίσκω τη χαμένη μου χαρά

στη θλίψη, στη σιωπή…

Το σκληρό φως της μέρας με σκοτώνει…

Οι μεγάλες αγάπες-μανίες της ζωής μου είναι οι βυζαντινές σπουδές, οι διακοπές στα νησιά, η ζωγραφική, κι η ποίηση. Όταν μιλώ γι’ αυτά, ζωντανεύω. Μια γλυκιά έξαψη με φωτίζει και γελούν τα μάτια μου, λαμπυρίζουν… Είναι απ’ τις μεγάλες χαρές της ζωής μου αυτά, πώς να το κάνουμε… όπως κι ο αυριανός ερχομός της αδερφής μου, της υπέροχης ζουβέλιάς μου… που μ’ αγαπά και μ’ αποδέχεται όπως είμαι. Όχι σαν εκείνον τον ακατανόμαστο, που τα «αισθήματά» του για μένα ήταν τόσο λειψά κι ακρωτηριασμένα… Χρειάζομαι κάτι δυνατό, κάτι αληθινό.

Έχω πράγματα να κάνω, κι αυτό πυροδοτεί την ενεργητικότητά μου και με κρατάει σε ένα γλυκό παροξυσμό, μια ζώσα διέγερση. Κάτι τέτοιες μέρες, η έλλειψη ενός έρωτα προβληματικού καθόλου δεν μ’ απασχολεί.

Αυτό το Σαββατοκύριακο ήταν γεμάτο απ’ την παρουσία της αδερφής μου. Οι μυρωδιές της ζέσταναν το χώρο μου, η φρέσκια και δυναμική σκέψη της με στήριξε στις δυσκολίες μου, το θεϊκό της πρόσωπο φώτισε σα φεγγάρι τη νύχτα μου, το πλατύ της χαμόγελο δυνάμωσε την καρδιά μου. Και τώρα που πλησιάζει η ώρα να μ’ αφήσει, με πιάνει νοσταλγία για όλ’ αυτά που ζήσαμε απ’ την Παρασκευή: για τις ατέλειωτες και δαιδαλώδεις συζητήσεις μας για το θέμα των σχέσεων, για τα νόστιμα εδέσματα που συμφάγαμε, για τα αδιέξοδα της προσωπικής μας ζωής, που τα κατά-αναλύσαμε. Ω Βασουλίνα, χαρά μου μεγάλη, μη φύγεις… μη φύγεις απ’ την άνυδρη, χωρίς αγάπη, ζωή μου… Έτσι κι αλλιώς, όμως, σ’ έχω πάντα μέσα μου, ακόμη κι όταν είσαι στα Τρίκαλα.

Το πρωί έγινα «παπί» απ’ την ξαφνική νεροποντή που ξέσπασε. Ο ουρανός σκοτείνιασε μέρα-μεσημέρι κι οι δρόμοι γίνηκαν ποτάμια… Τσαλαβουτούσα να φτάσω στον προορισμό μου και έλεγα πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Ευτυχώς, τελικά, η φύση ηρέμησε.

Προς στιγμήν ένιωσα δυστυχισμένη καθώς γύριζα μόνη στο σπίτι, μα γρήγορα συνήλθα με τη μελέτη της τέχνης. Το διάβασμα για μένα είναι μεγάλο καταφύγιο. Είναι ικανό να μου διώξει ως και την παροδική «δυστυχία».

Οι γονείς να μου δείχνουν τη στοργή τους με υλικά αγαθά, συγκρατημένα, κι η αδερφή μου να γεμίζει, στο έπακρο, τα ψυχικά μου κενά, αυθόρμητη και ανεπιτήδευτη… Με το αμίμητο χιούμορ της να με ζωντανεύει… Πώς νοσταλγώ κάθε ώρα και στιγμή… Πώς πονώ να βρίσκομαι μακριά της… Η λατρεμένη μου μιμόζα είναι άνεργη και συναντά δυσκολίες στη συμβίωσή της με τους γονείς.

«Μυστική Συνάντηση»

Το βράδυ έρχεται

να με σκεπάσει στοργικά

να με κρύψει απ’ τους αδιάκριτους…

Καλοδεχούμενο είναι

σαν χάδι, σαν μαγνάδι…

Πλέκω στον ίσκιο του υφάδι

με φρούτα, σπίτια και λουλούδια…

Τρυφερά πράγματα

σαν την καρδιά μου…

Αχ και να μην ξημέρωνε!

να διαρκούσε περισσότερο

αυτή η νυχτερινή μου περιπλάνηση,

αυτή η σιωπηλή συνομιλία

με το βράδυ που έρχεται,

όλο έρχεται, κι εγώ όλο το προσμένω…

Αχ Θεέ μου, πόσο ξένο νιώθω τον έρωτα… Πόσο μακρινό, πόσο μελαγχολικό… Είναι σαν να έχουν περάσει αιώνες από τότε που αγάπησα… που σκίρτησα σ’ ένα βλέμμα… που πετάρισε η καρδιά μου απ’ την προσμονή..

Ο καιρός δάκρυσε και στάζει ο ουρανός ασταμάτητα. Διανύουμε το Νοέμβρη κι αυτή η φθινοπωρινή μελαγχολία ταιριάζει με την παρατεινόμενη μοναξιά μου.

Καθώς διαβάζω το ημερολόγιό μου, αναλογίζομαι πόσο σημαντικό είναι να καταγράφω την καθημερινότητά μου. Και για την διατήρηση της ψυχικής μου ισορροπίας και για το ρυθμό της ίδιας της καθημερινότητας… Μήπως αυτός δεν καθορίζει τελικά όλη μας τη ζωή; «La vie quotidienne…». Αυτός ο ρεαλισμός μου είναι που με ξεχωρίζει απ’ τους πολλούς. Όπως κι ο αέρινος ρομαντισμός μου, παράλληλα. Τα αντιφατικά χαρακτηριστικά μου συνθέτουν μιαν αρμονία, σκέτο αίνιγμα για τους ανίδεους…

Όμως εγώ έτσι πορεύομαι: μοναχική, ακατανόητη ύπαρξη. Συνήθως αυτό μ’ ανεβάζει στα σύννεφα απ’ τη χαρά μου, τώρα που πατώ γερά στα πόδια μου. Κι αυτό μου συμβαίνει κυρίως από πέρυσι: οι δύσκολες καταστάσεις με σκλήρυναν, με δυνάμωσαν. Μ’ έκαναν να μην πολυβασίζομαι σ’ άλλους, να μην τους εμπιστεύομαι και να περιμένω το χρόνο να αποδείξει το «ποιόν» τους.

Σήμερα θα δω στον κινηματογράφο το «message in the bottle». Επειδή το φαντάζομαι τρυφερό και συγκινητικό, χαίρομαι προκαταβολικά για την αισθητική απόλαυση που θα αποκομίσω. Πόσο προνομιούχα νιώθω που μπορώ και «εισπράττω» τόσες «αξίες» απ’ την τέχνη, τη στιγμή που άλλοι δεν μπορούν να ξεκλειδώσουν τα μυστικά της… ούτε καν να την κατανοήσουν.

«Για την αδερφή μου»

Σαν τοξωτά παράθυρα

ανοίγουν τα μάτια της.

Σαν κύματα γαλάζια

απ’ την αντάρα του βυθού

απλώνονται τα χέρια της.

Σαν αλαβάστρινο κομψοτέχνημα

το δέρμα της. Φοβάμαι να τ’ αγγίξω.

Εκεί, απέναντί μου,

ζωγραφίζει σαν νεράιδα.

Όμορφο παραμύθι, ζεστή απαντοχή

η ζωή μας η κοινή.

Μόνο εγώ ξέρω γιατί μιλώ.

Γιατί είμαι τόσο ευτυχισμένη.

Έχω πολύ πικραθεί, τελευταία, με την κακία και τη βρωμιά των ανθρώπων. Γιατί να με «κυνηγάνε» έτσι «κάποιοι» απ’ τους «συναδέλφους» μου, χωρίς να τους έχω προκαλέσει ζημιά; Γιατί να επιβουλεύονται τη θέση που μπορώ να διεκδικήσω στη βιβλιοθήκη με βάση τα προσόντα μου; Με βάση τους κανόνες δικαίου που ισχύουν; Εμένα που ποτέ δε χρησιμοποίησα «μέσο» αθέμιτο, που ποτέ δεν έβλαψα έμμεσα κάποιον για ν’ αποκτήσω μια θέση; Που ότι έχω αποκτήσει το έχω κερδίσει με την αξία μου, με προσωπικό αγώνα και με το «σπαθί» μου; Αυτά τα «γιατί» με πικραίνουν και με πιάνει το παράπονο. Σκέφτομαι πόσο λίγοι είναι οι άνθρωποι με προσωπική αξία και ηθικό σθένος και συμπεραίνω πως εγώ κι η αδελφή μου δεν είμαστε «του κόσμου τούτου» με τη δυσωδία, την ψευτιά και την προσποίηση. Γι’ αυτό χθες το βράδυ βρήκα καταφύγιο στις ραδινές μορφές των μοναχών του Αγίου Όρους, καθώς τα δάκρυά μου κυλούσαν χοντρά και θάμπωναν την όρασή μου… Κοίταζα εικόνες απ’ το «Περιβόλι της Παναγίας» και αναζητούσα τη θεία δικαιοσύνη. Δε θέλησα να βλάψω κανέναν. Όμως δε θέλω και να ελέγχομαι από κανέναν, δεν ανέχομαι να ποδηγετούμαι, προκειμένου ν’ αποκομίσω προσωπικό όφελος. Κι αυτή την ελευθερία μου την πληρώνω κάποτε πολύ ακριβά. Το «κάποτε» είναι σχήμα λόγου, γιατί την ελευθερία μου, την ανεξαρτησία μου, την πληρώνω πάντα… Όμως δεν μετανιώνω. Αρκεί που έχω υγεία, εγώ κι οι δικοί μου. Κι όλες οι μικρότητες του κόσμου δεν είναι ικανές να μ’ αγγίξουν. Πετώ μακριά τους σαν πουλί και χάνομαι στους δικούς μου αιθέρες. Την ελεύθερη και ηθική ζωή μου δεν την αλλάζω με τίποτα. Είναι πολύ μικρή η ζωή για να κάνω συμβιβασμούς. Τη ζω στα γεμάτα και με τα δικά μου κριτήρια.

Ω Θεέ μου, από τί ανδρείκελα περιτριγυρίζομαι, κι από τί αισχρή μικροπολιτική βάλλομαι αδιάκοπα…

 

«Η ψυχή μου»

Η ψυχή μου είναι ένα βαθύ πηγάδι.

Πόσα μυστικά κρύβω μέσα μου;

Πόσες νύχτες έμεινα άγρυπνη για την αγάπη;

Πόσα δάκρυα έχυσα για τη δικαιοσύνη;

Πόση δύναμη μάζεψα για να παλέψω το ψέμα;

Όσα είναι τ’ αστέρια στον ουρανό.

Όσες είναι οι σταγόνες της βροχής.

Όσα είναι τα σύννεφα που ταξιδεύουν.

Όσοι είναι οι πόνοι στη γη.

Τόσα μυστικά κρύβω μέσα μου

Τόσες νύχτες έμεινα άγρυπνη για την αγάπη.

Τόσα δάκρυα έχυσα για τη δικαιοσύνη.

Τόση δύναμη μάζεψα για να παλέψω το ψέμα.

Η ψυχή μου είναι άβυσσος.

Χωρά το σύμπαν.

Η καρδιά μου είναι βαριά από θλίψη κι απογοήτευση για τα «χάλια» και τη μεροληπτική στάση του Υπουργείου Παιδείας πάνω στη ζήτημα της Καταγγελίας μου… Δεν προσδοκούσα το σύστημα να είναι τόσο σάπιο και να λειτουργεί με τόσο άτεγκτους κομματικούς όρους, χωρίς ίχνος δικαιοσύνης… Το σύνθημα του ΠΑΣΟΚ και του Σημίτη, στην ουσία, «όλα για τον πολίτη», πέφτει στο κενό, μένει κενό γράμμα, όταν η νοοτροπία των περισσοτέρων είναι, στην ουσία, τόσο παλαιοκομματική…

Κι εγώ, που ήμουν πάντα άνθρωπος της ουσίας παλεύω μόνη ενάντια σε θεριά, εφιάλτες και θεόρατα κύματα… Μου έρχονται δάκρυα στα μάτια για την αδικία και την υποκρισία του Υπουργείου, στο οποίο, απ’ την αρχή, είχα επενδύσει τόσα πολλά… Πίστευα πως θα πορευόταν, σύμφωνα με τους νόμους που ψηφίζονται απ’ τους εκπροσώπους του ελληνικού λαού (δηλ. και εμού), όμως, δυστυχώς, αποδείχτηκε πως η λογική του είναι καθαρά κομματική. Και τώρα νιώθω προδομένη, σαν πληγωμένη από «ανάξιο» εραστή, γιατί πίστεψα σ’ αυτό το δήθεν εκσυγχρονισμένο ΠΑΣΟΚ… Φαίνεται, όμως, πως ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη, όπως μου είπε και η πολυαγαπημένη μου αδερφή… Τώρα, που ένιωσα στο πετσί μου την απάνθρωπη κομματική λογική (μα μήπως και στο παρελθόν δε σκόνταψα τόσες φορές πάνω της- πόσο εύκολα ξεχνά ο άνθρωπος τις πικρές παλιές εικόνες, όταν νιώθει ευτυχισμένος στο παρόν,,,) αναλογίζομαι αν έχω λόγους να ψηφίζω κάποιο συγκεκριμένο κόμμα στις εκλογές: όχι, σίγουρα όχι. Όπως είμαι έξω απ’ το παιχνίδι των κομμάτων στην κοινωνία, έτσι θα παραμείνω έξω απ’ το παιχνίδι τους και τότε που θα έχουν ανάγκη την ψήφο μου. Το «καινούργιο» ΠΑΣΟΚ έχασε την ψήφο μου με τη στάση του, στο ζήτημά μου. Το χρώμα της ψυχικής αγνότητας, το λευκό, με κέρδισε.

(Όμως κατάλαβα πια, στα 32 μου χρόνια πως απ’ τη ζωή μου αυτό που λείπει δεν είναι ο έρωτας, είναι η δικαιοσύνη…).

Λιγότερο φαγητό και περισσότερη εσωτερική ενατένιση. Κι ίσως, επιστροφή στην ποίηση και την εσωτερική καλλιέργεια. Γιατί είναι γεγονός πως τελευταία εξώκειλα επικινδύνως… Ας «συμμαζευτώ» λοιπόν στη φωλιά μου. Χρειάζομαι σκέψεις και μοναξιά. Και προπαντός χρόνο. Ελεύθερο, πολύτιμο χρόνο, για να τον αξιοποιώ δημιουργικά: να γεννώ μορφές παντοειδείς που θ’ αντέξουν. Στη φθορά ενάντια. Στη φθήνια ενάντια. Στο φθόνο ενάντια. Ενάντια στους ενάντιους ανέμους της ζωής. Είθε η δύναμή μου να με στηρίζει. Μακάρι η αγάπη να με φωτίζει.

«Λογοπαίγνιο»

Ο ουρανός μοιάζει με πίνακα του Greco

Το ποτάμι κυλά σαν το ρυάκι.

Οι αναστεναγμοί μου αντιλαλούν στα τοιχώματα

του σώματός μου.

Ο ήλιος καθρεφτίζεται στο ποτάμι.

Οι αντανακλάσεις του θυμίζουν πίνακα ιμπρεσσιονιστών.

Η ζωή μου κυλά σαν το ρυάκι.

Ο ουρανός μοιάζει με μολυβένιο σύννεφο.

Η Άνοιξη, που μετατράπηκε ξαφνικά σε χειμώνα, με καθήλωσε στις εσωτερικές μου αναδιπλώσεις… Μα η θέλησή μου ξέρω πως στο τέλος θα νικήσει τις παροδικές αποκλίσεις απ’ το σκοπό μου.

Νιώθω να με παρασύρει η Άνοιξη σε «απονενοημένες κινήσεις»…

Σαν άνθρωπος ανώτερος, πρέπει να διατηρήσω την πυγμή μου και την επιβολή μου στις δύσκολες καταστάσεις που μου επιφυλάσσει η ζωή.

Σκέτος σαρκικός έρωτας χωρίς ψυχικό σκίρτημα, χωρίς ρομαντισμό και φλογερή αγάπη, είναι άχαρος, είναι σαν να μην είναι… Το διαπίστωσα γι’ ακόμη μια φορά, σήμερα, που έκανα έρωτα «προφυλαγμένο» με τον εραστή μου. Και τώρα μ’ έπιασε η νοσταλγία… Μου έρχονται δάκρυα στα μάτια που θυμάμαι. Όμως είναι όλα τόσο μάταια, γιατί αποδείχτηκαν φτηνά κι αυτά που πίστευα μεγάλα.

Θα ήθελα κάποιος να νιώσει τη μοναδικότητά μου και να μ’ αγαπήσει γι’ αυτό που είμαι. Το θέλω τόσο απελπισμένα αυτό, μα δεν έρχεται. Η καρδιά μου, ερμητικά κλειστή, κουρνιάζει σαν φοβισμένο περιστέρι στη σκεπή του κόσμου… Κάτω εκεί βλέπω τους ανθρώπους σαν κουκίδες αδύναμες… Κατεβαίνω και περπατώ κι εγώ ανάμεσά τους… Μας λείπει η αγάπη του Θεού και μας περισσεύει ο εγωισμός. Νιώθω θλίψη για όλους τους ανθρώπους και για μένα… Τραγική που είναι η μοίρα μας… Να έχουμε τόσα κοινά και να μην νιώθουμε ο ένας τον άλλον… Μόνωση, απελπισία, μα καταφέρνω και αίρω την ψυχή μου στα σύννεφα… Εκεί, μόνη, ξεκουράζομαι απ’ την ερημία των πόλεων στην κοινωνία της ερήμου…

Δε γράφει το χέρι μου στο χαρτί. Γράφει η ψυχή μου.

Μ’ αγαπούν πολύ. Αυτό μόνο να θυμάμαι και θ’ αντέξω τον πόνο, τη συμφορά, την αγωνία (τον θάνατο, φοβάμαι να το πω).



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση