ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

“Με έμπνευση απ’ την Ιστορία” (Αμαλίας Ηλιάδη)

Κάτω από: ΓενικάΑΜΑΛΙΑ ΗΛΙΑΔΗ στις 6:16 μμ στις 26 Ιουνίου, 2008  Με ετικέτα ,

“Όταν η Ιστορία με διασχίζει κι εγώ από μέσα της περνώ”

Από δω και μπρος μια νέα αρχή θα κάνω

Στις Απαρχές του κόσμου, στην άκρη της ψυχής

Ακροβατώντας στο κενό

Την άβυσσο περιφρονώντας

Συμφιλιώνομαι με το θάνατο γιατί

Δεν υπάρχουν “αν” στην Ιστορία

Όλες οι υποθέσεις είναι ανύπαρκτες

Δεν στέκουν.

Τις κατασκευάζει το μυαλό για να παρηγοριέται.

Όμως εγώ δεν χρειάζομαι παρηγοριές.

Χρειάζομαι πράξεις, γεγονότα αληθινά.

Ελεύθερα από ¨αν” και υποθέσεις.

Την Ιστορία τη σπούδασα παλιά

Στο τώρα τη βιώνω.

Κι η Ιστορία πολύ απέχει από μύθους και παρηγοριές.

Η Ιστορία είναι αδυσώπητα σκληρή.

Ανελέητα ανθρώπινη και γήινη

Η Ιστορία φτιάχνεται με πράξεις

Πλάθεται με αίμα, κόκκαλα και σάρκες

Τα “αν” κι οι υποθέσεις σ’ αυτή δεν έχουν θέση.

5/2/1998

 

“Είναι καιρός”

Είναι καιρός τα ποιήματά μου να μετρήσω

και θα τα βρω ισάριθμα των κόμπων της ψυχής μου.

Χρειάστηκαν δάκρυα πολλά και πόνος

για να γίνουν ποιήματα οι κραυγές κι οι σκιές της νύχτας.

 

Τα άρθρα του νόμου που δεν τηρούνται

μοιάζουν κι αυτά με ποιήματα.

amalia3

 

“Με συντροφιά τους μεγάλους νεκρούς”

Το βιβλίο είν’ ανοιχτό στη σελίδα 32.

Θυμάμαι, το χάρισα κάποια Χριστούγεννα

στον πολύτιμο εαυτό μου.

Τα δώρα που λαμβάνω στις γιορτές

προέρχονται συνήθως από μένα την ίδια.

Αυτό είναι το τίμημα της μοναξιάς.

Όμως καλύτερα έτσι.

Εγώ ξέρω καλύτερα απ’ τον καθένα τα γούστα μου.

Και αυτοικανοποιούμαι θαυμάσια.

Όλο και κλείνομαι πιο ερμητικά στον εαυτό μου.

Γίνομαι σιγά-σιγά αυτάρκης.

Όπως ήταν οι οικονομίες των πόλεων-κρατών στην αρχαιότητα

μα και οι οικονομίες των φασιστικών κρατών επίσης.

Όταν γυρνώ απ’ έξω, μπαίνοντας στο σπίτι μου,

αναστενάζω ανακουφισμένη.

Μανταλώνω πόρτες και παράθυρα

όταν νιώθω να μ’ απειλεί το σούρουπο

και ταξιδεύω με τη βάρκα της ψυχής μου

στα σκοτεινά νερά του Αχέροντα…

Μιλώ με τις μεγάλες τις ψυχές

που ευφραίνουν με τα έργα τους τη δικιά μου τη μικρή…

Μιλώ με τους αθάνατους της μουσικής:

το BACH, το BEETHOVEN, το VIVALDI

Ακούω με το δέος του άπραγου διαβάτη

τους μεγάλους ποιητές και συγγραφείς

που άφησαν πίσω τους αμίμητες δημιουργίες…

Κι αν έφυγαν απ΄τη ζωή

μας σημαδεύουν πάντα στην καρδιά…

Η αυτάρκειά μου αυτή εικονική φαντάζει.

Συνομιλώ με τους μεγάλους νεκρούς.

Αυτοί με συντοφεύουν.

Ποτέ δεν είμαι μόνη.

Γρεβενά, 8/1/1998

 

“Ο Ποσειδώνας κι η Αφροδίτη μέσα μου”

Στους τοίχους γύρω ζωγραφιές

Ανασεμιές της ύπαρξής μου της ανήσυχης

σαν αναδεύεται σ’ ώρες αργίας το σαράκι της

Ένα σαράκι που της τρώει τη σκέψη και τα σωθικά.

Μιαν έγνοια που την ηρεμία της ταράζει

και σ’ άγριους, γαλάζιους πόντους τη βυθίζει…

που πότε συναντά την Αφροδίτη

και πότε συναντά τον Ποσειδώνα.

Γλυκιά Αφροδίτη, έλα, πάρε την

και στο ασημένιο το κοχύλι κάθισέ την

αντίκρυ από της Πάφου τον αφρό

ή στων Κυθήρων μιας πανώριας ακρογιαλιάς το κύμα…

Και συ, οργισμένε Ποσειδώνα, πλήγωσέ την

με της γαλάζιας τρίαινάς σου το κεντρί

κάτω απ΄της θάλασσας των Σαργασσών τα φύκια

ή στου Αιγαίου τον ολόφωτο βυθό…

Ελάτε Ποσειδώνα κι Αφροδίτη,

σεις οι θαλάσσιοι δαίμονες των προγόνων μου

και ζωντανέψτε τις ψυχές αγαπημένων μου νεκρών

που κείτονται στον πάτο του βυθού μου…

Το Αιγαίο στέκει εδώ και μ’ αφουγκράζεται.

Αφουγκράζομαι κι εγώ τα κύματά του.

Ο Ποσειδώνας κι η Αφροδίτη είναι εδώ.

amalia1

 

“Αθηναική πολιτεία” (5ος αι. π.Χ.)

Σκεύη πολιτισμού παραταγμένα:

πιθάρια, κιούπια, στάμνες, κανατάκια.

Φυλούν με τρυφερότητα στο βάθος τους καρπούς:

λάδια, κρασιά, φρούτα, κεριά.

Πραμάτειες πλουμιστές γοργών τριήρων

οργώνουν τη Μεσόγειο, την ήρεμη τη λίμνη

που στα νερά της πλέουνε, όρθιες γοργόνες

οι ιδέες: δημοκρατία, νόμος, αρετή.

Πατρίδα είν’ αυτές για μας και τους καρπούς μας.

 

“Οι γενναίοι”

Η καταιγίδα μαίνεται για χρόνια.

Χρόνια σκοτεινά και κοσμογόνα.

Χρόνια σταθμοί, χρόνια ορόσημα.

Κι οι άνθρωποί τους γεύτηκαν την καταιγίδα.

Έζησαν με τον κεραυνό και το χαλάζι.

Πέθαναν κρατώντας στα χέρια τους τους ανέμους.

Θάφτηκαν απ’ το χώμα που ξεσήκωσε το ξεροβόρι.

Κι η βροχή θέριεψε τα χορτάρια στο μνήμα τους

γιατί αγάπησαν τη ζωή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση