ailiadi's blog

"Ποίηση, ζωγραφική, ιστορία, πολιτισμός ως έννοιες αδιαπραγμάτευτες"

Ταξίδι νοερό, μετάληψη ψυχής…Αμαλίας Ηλιάδη

Κάτω από: ΓενικάΑΜΑΛΙΑ ΗΛΙΑΔΗ στις 11:30 πμ στις 21 Ιουνίου, 2008

“Θα βάλω άσπρο πουκάμισο”

Θα βάλω άσπρο πουκάμισο

σαν πανί ο άνεμος να το φουσκώνει

να ταξιδέψω μέσα του σε ξένες πολιτείες

να φύγω από πλατείες μίζερες

να φύγω από δω που η θέα τους με πνίγει

σαν αγχόνη.

Θα βάλω άσπρο πουκάμισο.

Πάνω του θα κεντήσω περιστέρια γκρίζα

σαν αυτά που στο μπαλκόνι μου σκαλώνουν

και τα ματωμένα μάτια τους

για την αγάπη με ρωτούν

κι εγώ δεν ξέρω να τους απαντήσω.

Θα βάλω άσπρο πουκάμισο.

Κι όταν το βγάλω,

στο μέρος της καρδιάς,

θά’ χει ένα στίγμα κόκκινο,

απλωμένο σαν φύλλο τρυφερό

να σκεπάσει την ορφάνια του κόσμου.

Μα δεν μπορεί ένα τόσο δα κόκκινο φύλλο

απ’ το αίμα της καρδιάς μου

ν’απαλύνει τόση ορφάνια.

Ο κόσμος όλος μιαν απέραντη, κρύα πεδιάδα

κι ένα φύλλο η καρδιά μου  που τρέμει στο  ανεμόβροχο.

30/05/1998

                                                                                                                                                                                                           amalia3


 

“Τα προσωπεία των ανθρώπων”

Σαν έντεχνος μου μοιάζει ο μορφασμός σου.

Χαμένη αθωότητα η αυθεντικότητα στις μέρες μας.

Όλα τα πρόσωπα, λίγο-πολύ, καλύπτονται από προσωπεία.

Μικρή η διαφορά θα πεις

αφού η “ολιγάρκεια” είν’ ευτυχία.

Μα δεν μπορούν τα προσωπεία αγάπη να σου δώσουν

κι ούτε για χάρη σου δακρύζουν.

Ξέρω μια μάγισσα από κείνες τις παλιές,

που με γητειές αρχαίες υπόσχονταν πολλά…

Τεχνάσματα φτηνά οι γητειές της

μοιράζουν, στους λιγόμυαλους, ψεύτικες υποσχέσεις.

Γιατί τα προσωπεία των ανθρώπων

είν’ από γρανίτη, μέταλλο σκληρό

που αντέχει στον καιρό και σ’ όσα φίλτρα μαγικά…

Γρεβενά, 29/5/1998


 

 

 

 

“Άμμος και θάλασσα”

Θα ξαπλώσω στην άμμο

Το δέρμα μου θ’ ανατριχιάσει απ’ τους κόκκους.

Κιτρινωποί και γκρίζοι κόκκοι

κολλούν στο υγρό μου σώμα, εδώ κι εκεί,

μπαλώματα στο χάρτη του κορμιού μου.

Άγνωστες χώρες, μυστικά περάσματα¨

ήρεμοι λόφοι, γαλήνιες θάλασσες

και στην καρδιά οι Κυκλάδες

έρημα νησιά, θλίψη σιωπηλή.

Στην άμμο χτίζω την πόλη μου

για να έρθει η θάλασσα να την γκρεμίσει.

Πόσο αγαπώ τη θάλασσα

δε λέγεται με λόγια

Τα σημάδια της τ’ αρμυρά

φέρνω μέσα μου:

πότε-πότε τα γλύφω για να ξεδιψάσω.

Το στόμα μου φρύαξε απ’ τ’ αλάτι.

Όμως εγώ δεν σταματώ να τρώω αρμύρα

Δροσίζομαι ύστερα, ρουφώντας

σταλακτίτες παγωμένους από σπηλιές υπόγειες

Γιατρεύω τη μεγάλη νοσταλγία μου

τρώγοντας ξανά αρμύρα…

22/1/1998

amalia1

  

 

“Θαλασσινό ηλιοβασίλεμα”

Ηλιοβασίλεμα φωτιά

κίτρινο φως που απλώνεται στη θάλασσα

θάμπος καραβοφάναρου

Φωτιά στο ακρογιάλι μου

Εκείνο με τ’ αγκάθια και τις λιγαριές

που ο άνεμος σφυρίζει ανάμεσά τους

Κι εγώ με βότσαλα στα χέρια,

χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά μου,

πατώ αχινούς

τ’ αγκάθια με πληγώνουν

με ματώνουν

ηλιοβασίλεμα, αίμα μου

πορτοκαλί, και μπλε μου, και γαλάζιο μου,

πνίξτε με στις γητειές σας

Με τις σαίτες σημαδέψτε με

μπροστά στα πόδια σας να σωριαστώ

θύμα θαλασσινής φωτιάς, αθώο.

Κι η θάλασσα, πρασινογάλαζο φύλλο,

να σκεπάσει τη γύμνια μου

να με ζεστάνει στο βυθό της…

Τώρα που καίγεται…

Τώρα που η φωτιά της

ερωτικά χαιδεύει τον ορίζοντα.

Τρίκαλα, 16/5/1998

 

 

 

“Καληνύχτα έρωτα”

Καληνύχτα έρωτα

Τώρα άνοιξα την πόρτα μου στη μοναξιά

Απ’ το παράθυρό μου μπαίνει αγιάζι

Ο ήλιος κλαίει τ’ απομεσήμερο

οι ακτίνες σαν αγκάθια με τρυπούνε.

Είναι μεσούρανο το άρμα του Φαέθοντα

μα, καληνύχτα έρωτα

όλα είναι νύχτα

κι ο ήλιος, κι οι ακτίνες, και το μεσημέρι

Πολύ νωρίς νυχτώνει πια

Οι ταχυδρόμοι δεν προφταίνουν

να μοιράσουν γράμματα

ποτέ δεν φτάνουν στον προορισμό τους

Τα χελιδόνια απ’ τις φωλιές γκρεμίζονται

κι είν’ ένας θρήνος οι φωνές τους

Οι μαργαρίτες δεν ανθίζουν πια

Γιατί άλλωστε ν’ ανθίσουν;

Κανείς μ’ αμφιβολία δε θα τις μαδήσει,

αφού όλοι ξέρουν πως ο έρωτας

κοιμήθηκε μες στη γωνιά της λησμονιάς,

αφού η μέρα χωνεύεται στη νύχτα ανύποπτα

κι όλα είναι νύχτα σκοτεινή

κι όλα είναι κρύα, μισερά και γκρίζα.

Καληνύχτα έρωτα.

Στη μοναξιά μου ας γείρω.

27/5/1998

 

 

“Το πλοίο-δέντρο”

Τα ταξίδια στα νησιά σιγά-σιγά τελειώνουν.

Βλέπω το καράβι ν’ αράζει για πάντα στο λιμάνι.

Οι ναύτες ρίχνουν την άγκυρα.

Δένουν τα παλαμάρια στους κάβους.

Ακινησία και θάνατος κυκλώνουν το καράβι.

Τώρα λικνίζεται απαλά στων κυμάτων τους παφλασμούς

για να θυμάται τα πολλά ταξίδια του.

Τώρα ο ήλιος παίζει ανάμεσα στα ξάρτια του

όπως παίζει με τις φυλλωσιές των δέντρων του δάσους.

Το πλοίο τώρα ρίζωσε στην άκρη του λιμανιού

Μοιάζει πολύ με τους προγόνους του τους μακρινούς,

τα δέντρα, που θανατώθηκαν για να σχηματιστεί.

 

Μόνο όταν έφτασε στο θάνατο κι αυτό

κι ακίνητο σαπίζει στο λιμάνι,

αγάπησε τους μακρινούς προγόνους του

ένιωσε γόνος τους επάξιος,

αφού μια εκλεκτική συγγένεια πια

μαζί τους το ενώνει.

Τρίκαλα, 6 Ιανουαρίου 1998

 

 

 

 

 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση