Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Μεγάλη Παρασκευή: Η Εκκλησία θυμίζει και βιώνει την πορεία του Ιησού προς τον Σταυρό και τον θάνατο, την ταφή του και, εν τέλει, την πλήρη επικράτηση του κακού επί του καλού, μέχρι το δεύτερο να θριαμβεύσει ξανά με την Ανάσταση.

Τα 12 Ευαγγέλια που διαβάζονται την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ και τα 5 την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί μας παρουσιάζουν τα δραματικά γεγονότα από όλους τους Ευαγγελιστές.

Με τον τρόπο αυτό ζούμε την προδοσία και τη σύλληψη, την ανάκριση και τους εξευτελισμούς, την θανατική καταδίκη από τους Αρχιερείς και τον Πιλάτο, την άρνηση και τη μετάνοια του Πέτρου, την πορεία προς το Γολγοθά, τη Σταύρωση, το Θάνατο, την Αποκαθήλωση, την ταφή και τη σφράγιση του μνημείου.

Σύμφωνα με τις ευαγγελικές περικοπές, ο Ιησούς σταυρώθηκε στις 9 το πρωί. Το μαρτύριό του κράτησε 6 ώρες, ώσπου, στις 3 το μεσημέρι, παρέδωσε το πνεύμα λέγοντας «τετέλεσται».

Κατά την δύση του ηλίου, ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος -και οι δύο κρυφοί μαθητές του Ιησού- αποκαθηλώνουν το Σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν σε καθαρό σεντόνι, το θάβουν σε καινούργιο τάφο και τον σφραγίζουν με μεγάλο λίθο.

Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί διαβάζονται οι Ώρες στη θέση της Θείας Λειτουργίας,το μεσημέρι γίνεται η Αποκαθήλωση και το βράδυ βγαίνει στο κέντρο των ναών ο επιτάφιος και διαβάζονται τα Εγκώμια, ενώ ακολουθεί η περιφορά.

Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής είναι αφιερωμένο στους νεκρούς. Όλοι όσοι έχουν νεκρούς, και είναι σχεδόν όλοι, πηγαίνουν στο νεκροταφείο κρατώντας λουλούδια. Ξαφνικά το νεκροταφείο παύει να είναι νεκροταφείο και αποκτά έντονη ζωή. Σε κάθε μνήμα υπάρχει κάποιος που θα το καθαρίσει, θα το στολίσει με λουλούδια, θα του ανάψει το καντήλι, θα του βάλει λιβάνι.

Τη Μεγάλη Παρασκευή απαγορεύεται η χρησιμοποίηση φωτιάς και μαχαιριού, γι’ αυτό το αρνί δεν σφάζεται ποτέ την Μεγάλη Παρασκευή, και γενικά δεν επιτρέπεται να κάνουν δουλειές αυτή την ημέρα.

“Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ” , Πέτρος Γαϊτάνος

Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται,
ο των αγγέλων βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται,
ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.

Άξιον εστί, Πέτρος Γαϊτάνος

Άξιον εστί, μεγαλύνειν Σε τον ζωοδότην,
τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα
και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.
Άξιον εστί, μεγαλύνειν Σε των πάντων κτίστην,
σοις γαρ τοις παθήμασιν έχομεν την απάθειαν,
ρυσθέντες της φθοράς.
Όμμα το γλυκύ και τα χείλη σου πώς μύσσω, Λόγε;
Πώς νεκροπρεπώς δέ κηδεύσω Σε; Ανεβόα, μετά φρίκης, Ιωσήφ!
Ώσπερ πελεκάν, τετρωμένος την πλευράν σου, Λόγε,
σους θανόντας παίδας εζώωσας, επιστάξας ζωτικοίς αυτοίς κρουνούς.
Έκλαιε πικρώς η πανάφθορος μήτηρ σου, Λόγε,
ότε εν τω τάφω εώρακε Σε, τον άφραστον και άναρχον Θεόν.
Ύμνοις σου, Χριστέ, νυν την σταύρωσιν και την ταφήν σου,
άπαντες πιστοί εκθειάζομεν, οι θανάτου λυτρωθέντες Ση ταφή.

“Η ζωή εν τάφω ” , Πέτρος Γαϊτάνος

Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.

Η ζωή πώς θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.

Μεγαλύνομέν σε,
Ιησού Βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι’ ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.

Μέτρα γής ο στήσας,
εν σμικρώ κατοικείς,
Ιησού Παμβασιλεύ, τάφω σήμερον,
εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.

Ο Δεσπότης πάντων
καθοράται νεκρός,
και εν μνήματι κενώ κατατίθεται,
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.

Ως εκ κρήνης μίας,
τον διπλούν ποταμόν,
της πλευράς σου προχεούσης, αρδόμενοι,
την αθάνατον καρπούμεθα Ζωήν.

Ο ωραίος κάλλει
παρά πάντας βροτούς,
ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.

Ιησού, γλυκύ μοι,
και σωτήριον φως,
τάφω πώς εν σκοτεινώ κατακέκρυψαι,
ο αφάτου και αρρήτου ανοχής!

Ως βροτός μεν θνήσκεις,
εκουσίως, Σωτήρ,
ως Θεός δε τους νεκρούς εξανέστησας,
εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών.

Απορεί και φύσις,
νοερά και πληθύς,
η ασώματος, Χριστέ, το μυστήριον
της αφράστου και αρρήτου σου ταφής.

Ώ θαυμάτων ξένων!
Ω πραγμάτων καινών!
Ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται,
κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.

Εκ φθοράς ανέβη η ζωή μου, Σωτήρ,
σου θανόντας και νεκροίς
προσφοιτήσαντος και συνθλάσαντος
του Άδου τους μοχλούς.

Ως φωτός λυχνία
νυν η σάρξ του Θεού,
υπό γην ως υπό μόδιον κρύπτεται
και διώκει τον εν Άδη σκοτασμόν.

Υπό γην εκρύβης,
ώσπερ ήλιος νυν,
και νυκτί τη του θανάτου κεκάλυψαι,
αλλ’ ανάτειλον φαιδρότερον, Σωτήρ.

Επί γης κατήλθες,
ίνα σώσης Αδάμ,
και εν γη μή ευρηκώς τούτον, Δέσποτα,
μέχρις Άδου κατελήλυθας ζητών.

Ώσπερ σίτου κόκκος,
υποδύς κόλπους γης,
τον πολύχουν αποδέδωκας άσταχυν,
αναστήσας τους βροτούς τους εξ Αδάμ.

Ως ηλίου δίσκον
η σελήνη, Σωτήρ,
αποκρύπτει, και Σε τάφος νυν έκρυψεν,
εκλιπόντα τω θανάτω σαρκικώς.

“Μεγάλη Παρασκευή”, Βίκυ Μοσχολιού

Στο περιβολάκι
μπρος στην εκκλησιά
έμοιαζες πουλάκι
σ΄άγρια φυλλωσιά
δυόσμο κι αγιοκέρι
κράταγες στο χέρι
κι έλεγες: “Ραβί
σώσε μας και πάλι”!
Ητανε Μεγάλη
Παρασκευή

Νύχτες κι άλλες νύχτες
γύρισε η χρονιά
του πολέμου οι δείχτες
σήμαναν εννιά
κι είδαμε να βγαίνει
μ΄όψη κολασμένη
μέσα απ΄το κλουβί
το φριχτό τσακάλι
Ητανε Μεγάλη
Παρασκευή

Τα παιδιά φευγάτα
έρμα τα χωριά
πάλευαν τα νειάτα
για τη λευτεριά
κι όταν ήρθα λίγο
να σε δω πριν φύγω
έκλαιγες βουβή με
σκυφτό κεφάλι
Ητανε Μεγάλη
Παρασκευή.

“Το μοιρολόι της Παναγιάς”

Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον εσταυρώσανε,
τον πάντων βασιλέα.
Σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
οι τρισκαταραμένοι.
Σαν κλέφη τον επιάσανε
και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές
εκεί τον τυραγνάνε.
Κι’ η Παναγιά η δέσποινα
κ’ οι άλλες οι γυναίκες
έπιασαν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τς’ έβγαλε
μεσ’ στου ληστή την πόρτα.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηρά και δεξιώτερα
βλέπει τον Άγιο Γιάννη
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε
και βαπτιστή του γυιού μου
μην είδες τον υιγιόκα μου
και σένα δάσκαλό σου;
-Δεν έχω γλώσσα να σου πω
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο,
για να σού τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό,
τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτημένο;
Οπούναι τα ματάκια του
ραμμένα με μετάξι,
κι οπού φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γυιόκας σου
και μένα δάσκαλός μου.