Στιλέτο φτιαγμένο απ’ όνειρα

Βίαια σού σκισαν τα ρούχα
κι άγρια-
Ακάλυπτο αφήσαν το κορμί σου,
αυλακωμένο καθώς ήταν
κι άσχημο
απ’ τις πληγές τ’ ανέμου του Βοριά
που βάναυσα τη γύμνια του χτυπούσε.
Σιωπηλά τα σκέλια σου άνοιξες
-ουρλιάζοντας βουβά κι απορημένα,
με μάτια ν’ αναβλύζουν δάκρυα
στο χρώμα της σκουριάς`
μ’ αξιοπρέπεια λαβωμένη κι άθλια
και με ψυχή
που κάποιος δήμιος της πέρασε θηλιά.
Έτσι γυμνή κι απόμακρη έμεινες ν’ αναμένεις`
προσμένοντας με μιαν απάθεια θλιβερή
κείνο το γιατρικό που σ’ αναγκάσαν
-μ’ οδυνηρές ενέσεις
να δεχτείς`
κείνο το γιατρικό που την ψυχή σου σάπιζε
κι ας είπαν πως θα σ’ έκανε καλά.
Μελιστάλαχτα σου ’παν ψέματα
κι εσύ τους πίστεψες –γελώντας,
μεθυσμένη καθώς ήσουν απ’ το γλυκό πιοτό τους
που με δηλητήριο το ’χαν ύπουλα νοθεύσει.
Και να ’σαι τώρα –αγνώριστη,
στέκεις μπροστά στο είδωλο σου
μ’ εβένινα μαλλιά -ξέπλεκα, ως τη μέση`
με πρόσωπο σκληρό
κι ωστόσο όμορφο.
Πια σε βαρέθηκαν
Σ’ ατίμασαν
Σε πρόδωσαν.
Σ’ ένα δρομάκι σ’ άφησαν –τυφλή, μαστιγωμένη
κρατώντας τριαντάφυλλο λευκό
και μαραμένο
που με τ’ αγκάθια του σου πλήγιαζε το χέρι.
Άσπρα κοράκια σ’ οδηγούν,
σε παίρνουν στους αιθέρες
κι ως δαίμονες φλεγόμενοι
κι αρχαίοι
σε σέρνουν στον παράλογο χορό της ηδονής,
και με στιλέτο απ’ όνειρα φτιαγμένο
σου κόβουν απ’ άκρη σ’ άκρη το λαιμό.

Φλουρή Δέσποινα, Α5

Κατηγορίες: Ποίηση. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.