Αρχική » Ανακοινώσεις » « Ο Εκπαιδευτικός ως ηγέτης ενός αποτελεσματικού και ανοικτού σχολείου>.

« Ο Εκπαιδευτικός ως ηγέτης ενός αποτελεσματικού και ανοικτού σχολείου>.

Άρθρο: Λεουτσάκου Ευγενία Δ/ντριας του 6ου Γυμνασίου- Καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής Ms.

 « Ο Εκπαιδευτικός ως ηγέτης ενός αποτελεσματικού και ανοικτού σχολείου ».

Το σχολείο, ως θεσμικό στοιχείο της κοινωνίας, αντανακλά την ίδια την ιδεολογία της, και είναι ένα σύστημα ανοικτό, γιατί υπάρχει και λειτουργεί μέσα σ’ ένα ευρύτερο περιβάλλον. Ως ανοικτό σύστημα δέχεται την επίδραση του εξωτερικού περιβάλλοντος και εν συνεχεία ασκεί τη δική του επίδραση πάνω σε αυτό, εμπλεκόμενοι στην εκπαιδευτική διαδικασία (διευθυντής, διδακτικό προσωπικό, μαθητές, γονείς), ως επιμέρους υποσυστήματα, βρίσκονται σε μια σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ τους, η οποία διέπεται από ένα σύνολο κανόνων και αξιών (Πασιαρδής, 2004).

Οι νέες σύγχρονες κοινωνικές απαιτήσεις που χαρακτηρίζουν την εποχή μας απαιτούν πλέον ένα νέο ρόλο για τον εκπαιδευτικό. Ο καινούργιος ρόλος του εκπαιδευτικού είναι πλέον περισσότερο σύνθετος και πιο καθοριστικός και σημαντικός για την κοινωνία. Ο σύγχρονος εκπαιδευτικός διαφοροποιείται και γίνεται πολυδιάστατος και πιο απαιτητικός, ως προς τον αναγκαίο επιστημονικό και παιδαγωγικό εξοπλισμό.

 

Ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να είναι ο απλός μεταδότης των γνώσεων αλλά θα πρέπει να γίνει ο καθοριστικός παράγοντας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αφού ο σύγχρονος προβληματισμός επιβάλλει τη θεώρηση του εκπαιδευτικού ως επαγγελματία, που κατέχει ή πρέπει να κατέχει εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις και άρτια ψυχοπαιδαγωγική κατάρτιση.

Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να διαθέτει ιδιαίτερες ικανότητες οι οποίες θα τον βοηθήσουν να ανταπεξέλθει στο ρόλο του ως εισηγητής της εκπαιδευτικής ενότητας, ως εμψυχωτής της εκπαιδευτικής του ομάδας, ως διαμεσολαβητής και σύμβουλος των ανηλίκων εκπαιδευομένων.

Το παλαιότερο πρότυπο του εκπαιδευτικού μιλώντας με την πιο ευρεία έννοια του όρου «εκπαιδευτικός», που τα ξέρει όλα, θεωρείται πλέον ξεπερασμένος τρόπος αντιμετώπισης του εκπαιδευτικού έργου.

Ο Lee (1991), υποστηρίζει τον ορισμό που έδωσε ο Maeroff (1998), αλλά τονίζει ότι πρέπει να αναπτυχθεί στα σχολεία ένα περιβάλλον όπου οι εκπαιδευτικοί δρουν ως επαγγελματίες και να τους αντιμετωπίζει και η σχολική ηγεσία ως επαγγελματίες .

 

Στην παρούσα εργασία λοιπόν διαπραγματευόμαστε το ρόλο του ηγέτη εκπαιδευτικού ενός αποτελεσματικού και σύγχρονου σχολείου.

Στυλ ηγεσίας εκπαιδευτικού στο σύγχρονο & αποτελεσματικό σχολείο:

Στη Βιβλιογραφία υπάρχουν εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες ορισμοί της Ηγεσίας, ενώ τα βιβλία και οι μελέτες που δημοσιεύονται είναι επίσης χιλιάδες. Παρ´όλα αυτά ο Bennis, διακεκριμένος καθηγητής της ηγεσίας, συμπεραίνει ότι «η ηγεσία είναι το πλέον ορατό καθημερινό φαινόμενο στη γη που έχουμε κατανοήσει ελάχιστα».

Η λέξη ηγεσία στα ελληνικά είναι συνυφασμένη με τα ανώτερα κλιμάκια στην ιεραρχία ενός οργανισμού και όχι με την ίδια τη διαδικασία (Kουτούζης, 2011).

Σύμφωνα με τον Πασιαρδή: «Η ηγεσία είναι το πλέγμα εκείνων των συμπεριφορών που χρησιμοποιείς με τους άλλους, όταν προσπαθείς να επηρεάσεις τη δική τους συμπεριφορά».

Το στυλ ηγεσίας είναι ένα σύστημα παρώθησης του ηγέτη το οποίο τον κατευθύνει σε συγκεκριμένες συμπεριφορές και διαμορφώνεται από την υποκίνηση ή παρώθηση που έχει ο ηγέτης (Fielder, 1967).

Όπως αναφέρουν οι Everard & Morris,  (1999), για να εκτελούμε με επιτυχία τα διοικητικά καθήκοντα πρέπει να ξέρουμε να επικοινωνούμε με τους ανθρώπους (Αθανασούλα  –  Ρέππα, 2008).

Η ηγεσία είναι θέμα ευφυΐας, εμπιστοσύνης, ανθρωπισμού, θάρρους και πειθαρχίας… Η άσκηση ανθρωπισμού και μόνο οδηγεί στην αδυναμία. Η εμμονή στην εμπιστοσύνη οδηγεί στην αφροσύνη. Η εξάρτηση από τη δύναμη του θάρρους οδηγεί στη βία. Η υπερβολική πειθαρχία και η αυστηρότητα των διαταγών οδηγεί στη σκληρότητα. Όταν κάποιος διαθέτει και τις πέντε αυτές αρετές, καθεμία ανάλογα με την λειτουργία που επιτελεί, τότε έχει τα εφόδια για να γίνει ικανός ηγέτης.

Η ηγεσία απασχόλησε, απασχολεί και θα απασχολεί όλους εκείνους που επιδιώκουν την αποτελεσματικότητα, την προσωπική βελτίωση, την κοινωνική πρόοδο.

Αξιοποιώντας και συνθέτοντας τους πιο έγκυρους ορισμούς που υπάρχουν στη βιβλιογραφία, ως ηγεσία θα μπορούσε να οριστεί η διαδικασία επηρεασμού της σκέψης, των συναισθημάτων, των στάσεων και των συμπεριφορών μιας μικρής ή μεγάλης, τυπικής ή άτυπης ομάδας ανθρώπων από ένα άτομο (ηγέτη), με τέτοιο τρόπο ώστε εθελοντικά και πρόθυμα και με την κατάλληλη συνεργασία να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό  για να υλοποιήσουν αποτελεσματικούς στόχους που απορρέουν από την αποστολή της ομάδας και τη φιλοδοξία της για πρόοδο ή ένα καλύτερο μέλλον ( Μπουραντάς,  2005).

Με τα στυλ ηγεσίας ασχολήθηκε πληθώρα ερευνητών, π.χ. Stogdill (1948), Bonner (1956), Mc Gregor (1960), Owens (1970), Vroom & Yetton (1973), Likert (1974), Fiedler (1981), Blake & Mouton (1988), Κονταράτου και Blanchard (1994), Goleman, Boyatzis & McKee (2002).

Γενικά χαρακτηριστικά των ηγετικών ατόμων.

Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία (Μπουραντάς, 2005), γενικότερα τα ηγετικά άτομα αναπτύσσουν πρωτοβουλίες, αναλαμβάνουν κινδύνους και γίνονται αποφασιστικά, δημιουργικά, καινοτόμα ξέρουν να επιχειρηματολογούν και έχουν αυτοπεποίθηση για επιτυχία. Διακρίνονται από υψηλή υπευθυνότητα και δέσμευση  στον οργανισμό.  Έχουν θετική στάση και επιζητούν την κριτική και την εκπαίδευση να βελτιωθούν. Συνεργάζονται αποτελεσματικά με τους συναδέλφους και προσαρμόζονται έγκαιρα στις εξελίξεις  και έχουν θετική στάση στις αλλαγές. Έχουν σαφείς στόχους και αισθάνονται κυρίαρχοι του εαυτού τους και της εργασίας τους, έχουν υψηλό ηθικό και αισθάνονται ολοκλήρωση και ικανοποίηση από την εργασία τους.

 Μετασχηματιστική ηγεσία:

Η ιδέα της  μετασχηματιστικής ηγεσίας δεν ξεκίνησε από το χώρο της εκπαίδευσης, αλλά των επιχειρήσεων.

Το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνει ένας μετασχηματιστικός ηγέτης είναι να θέσει το όραμα για τον οργανισμό. Σύμφωνα με τον Thompson (1999): «Ο εκπαιδευτικός πρέπει να ξεκαθαρίσει μέσα του το όραμα που θέλει, να πιστεύει ότι μπορεί να το πετύχει, να το μοιραστεί με τους υφιστάμενους του και να τους βοηθήσει να το κατανοήσουν και να θέλουν να συνεργαστούν μαζί του, για να  το πετύχουν (σελ. 373)».

Έμφαση δίνεται στα μαθησιακά αποτελέσματα και στην εκπαιδευτική διαδικασία, αφού αυτός είναι ο στόχος του οργανισμού και οι εργαζόμενοι πείθονται να ακολουθήσουν τον ηγέτη. Πηγαίνει τον οργανισμό προς την αλλαγή, στην καινοτομία γιατί μέσα σ’ ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, οι οργανισμοί για να επιβιώσουν πρέπει να αλληλεπιδρούν και να ανταποκρίνονται στην αλλαγή. Μέσα σ’ενα τέτοιο περιβάλλον η πραγματικότητα λέει ότι το ζήτημα της προοπτικής είναι καίριο σε ότι αφορά στάσεις, απόψεις των εργαζομένων, στοιχίζοντας πίσω από ανθρώπους που μπορούν να έχουν αποτέλεσμα.

Αν θέλουμε να τονίσουμε ορισμένες δεξιότητες του μετασχηματιστικού ηγέτη θα λέγαμε ότι διασφαλίζει το όραμα για τον οργανισμό και τους εκπαιδευτικούς, το οποίο όραμα είναι κατανοητό και ξεκάθαρο από όλους, εξειδικεύοντας σαφείς κοινούς στόχους και σχέδια. Επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα του συγκεκριμένου οράματος και αξιών στην καθημερινή του πρακτική.  Οι μετασχηματιστικοί ηγέτες, μπορεί να είναι είτε αυταρχικοί, είτε δημοκρατικοί, ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται.

Αυτό που κάνει η Μετασχηματιστική ηγεσία είναι να μπορεί να  διαμορφώνει στον οργανισμό μια κουλτούρα που να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με σιγουριά τις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Δημιουργεί προοπτική στον οργανισμό, παρακινεί και ενεργοποιεί τις νοητικές δυνατότητες για καινοτομία και δημιουργικότητα, δημιουργεί αλλαγή στάσεων, αντιλήψεων, θέσεων ώστε ο οργανισμός να μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που θα παρουσιάζονται. Στα σχολεία επιχειρεί να επηρεάσει θετικά τα συναισθήματα, πεποιθήσεις, αξίες των εκπαιδευτικών. Ο ρόλος της είναι να βοηθήσει στη νοηματοδότηση των γεγονότων.

Το επίκεντρο της ηγεσίας θα πρέπει να είναι η δέσμευση και το δυναμικό των μελών του οργανισμού. Για να έχουμε όμως ένα φαινόμενο ηγεσίας θα πρέπει ο ηγέτης να ασκήσει εξιδανικευμένη επιρροή προσδίδοντας στους μαθητές εμπιστοσύνη, σεβασμό και να δημιουργεί τη βάση για την αποδοχή ριζικών αλλαγών. Αυτή η σταθερότητα της πορείας του μέλλοντος του εκπαιδευτικού οργανισμού, λειτουργεί θετικά.

Η Μετασχηματιστική ηγεσία έχει να κάνει με κίνητρα, όχι μόνο υλικά, αλλά και την προσπάθεια υλοποίησης στόχων. Αυτό που ζητά η Μετασχηματιστική ηγεσία είναι η δέσμευση στους στόχους και στην προοπτική του εκπαιδευτικού  οργανισμού.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα ηγέτη εκπαιδευτικού ενός αποτελεσματικού και ανοικτού σχολείου:

 Ο ηγέτης εκπαιδευτικός θα πρέπει να διακρίνεται από μια σειρά γνωρισμάτων:

  • Να υιοθετεί σύγχρονες εκπαιδευτικές μεθόδους, κατάλληλες κάθε φορά προς την επίτευξη των επιδιωκόμενων μαθησιακών στόχων. Να διαθέτει κοινωνικότητα και να αναπτύσσει άμεση και ειλικρινή επικοινωνία με τους ανηλίκους εκπαιδευομένους.
  • Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να είναι συγχρόνος και ατομικός σύμβουλος των μαθητών του. Να διαθέτει κοινωνικότητα και να αναπτύσσει άμεση και ειλικρινή επικοινωνία με τους εκπαιδευομένους. (Jarvis P. Adult and Continuing Education, Theory and Practice, Routledge London 2005, σελ. 155-160, 255-256).
  • Η άριστη γνώση του προς μάθηση του αντικειμένου και οι γενικές ικανότητες διδασκαλίας. Ο εκπαιδευτικός ρόλος απαιτεί βαθιά γνώση του αντικειμένου. Έτσι η άμεση ή έμμεση εξειδίκευση θεωρείται απαραίτητη.
  • Ικανότητα να ανιχνεύει, να καταγράφει και να αξιοποιεί τις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και τις προσδοκίες των μαθητών του.
  • Να προσαρμόζει ανάλογα την εκπαιδευτική διαδικασία ώστε να σέβεται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους και να αξιοποιεί τις προηγούμενες γνώσεις και εμπειρίες τους, κατανοώντας τους διαφορετικούς ρυθμούς μάθησης των ατόμων.
  • Πρέπει να γνωρίζει το μαθησιακό επίπεδο των μαθητών που είναι και το προαπαιτούμενο (Coureau S.,«Τα βασικά εργαλεία του εκπαιδευτή ενηλίκων», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2000, σελ.123., για την ενεργητική και αποτελεσματική συμμετοχή των εκπαιδευομένων. Οφείλει λοιπόν να οργανώνει και να γνωρίζει:
  • Τη συγκεκριμένη κατάσταση που αντιμετωπίζει, (Rogers A., «Η εκπαίδευση ενηλίκων», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 1999, σελ. 256-259.& Noye D., Piveteau J. «Πρακτικός οδηγός του εκπαιδευτή», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 199, σελ 51-52)., τους συγκεκριμένους δηλ. μαθητές με τις δυνατότητες και τις αδυναμίες τους.
  • Να συνεργάζεται συστηματικά και δημιουργικά με τους εκπαιδευομένους ανηλίκους. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η συμμετοχή των εργαζομένων στη διαδικασία λήψης μιας απόφασης αυξάνει την παραγωγικότητα στον οργανισμό (Πασιαρδής, Π., 2004). Γι’ αυτό ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να γνωρίζει τη δυνατότητα ανάπτυξης της δημιουργικότητας, η ανάληψη πρωτοβουλιών από μέρους των μαθητών, η συνεχής επαγγελματική βελτίωση μέσα από επιμορφώσεις, η ικανοποίηση των αναγκών του ατόμου, η πλήρης και αποτελεσματική συμμετοχή όλων στην επίτευξη ενός αποδοτικού και λειτουργικού σχολείου, η εξομάλυνση των εμποδίων και η καταστολή των προβληματικών καταστάσεων, συνθέτουν λεπτούς χειρισμούς από τη θέση του διευθυντή. Η διαχείριση των δύσκολων περιπτώσεων είναι η πεμπτουσία της διδακτικής πράξης. Απαιτεί γνώση τεχνικών που υπήρχαν και υπάρχουν.
  • Να διαθέτει ευελιξία στην εκπαιδευτική διαδικασία, σχεδιάζοντας αποτελεσματικά τις διδακτικές ενότητες, εμπλουτίζοντας και ανανεώνοντας τις εκπαιδευτικές τεχνικές και τα μέσα που χρησιμοποιεί κάθε φορά. Να επιδιώκει κατά το δυνατόν την ενεργητική συμμετοχή των μαθητών και τη μάθηση μέσω της συμμετοχικής διαδικασίας.
  • Η ευελιξία να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες και τη διαφορετικότητα των μαθητών, να μπορεί να ενσωματώνει την εκπαιδευτική καινοτομία, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που θα διασφαλίζουν ακόμα περισσότερο την ισότητα ευκαιριών.
  • Να οργανώνει, να συντονίζει, να εμψυχώνει τους μαθητές, αφήνοντας τους συγχρόνως χώρο για ανάληψη πρωτοβουλιών και αυτενέργεια. Οι συμπεριφορές των εμπλεκομένων διαμορφώνουν το εκπαιδευτικό κλίμα. Ο εκπαιδευτικός που υιοθετεί την ενεργητική μεθοδολογία, επιδιώκει ελευθερία στην έκφραση, φιλικότητα και έχει στόχο την συμμετοχή των μαθητών του.
  • Η επίτευξη κλίματος εμπιστοσύνης, αμοιβαιότητας, αλληλοεκτίμησης και συνεργασίας, (Κόκκος Α, Εκπαίδευση ενηλίκων, το πεδίο, οι αρχές μάθησης, οι συντελεστές, Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ.91)., απαιτεί ικανότητες εντοπισμόυ των φραγμών, γνώσης της γλώσσας του σώματος και των ενδείξεων έντασης & ικανοποίησης. Έτσι ο εκπαιδευτικός οφείλει να ενδιαφέρεται έμπρακτα για τις απόψεις και τις προτάσεις των μαθητών, να μαθαίνει απ΄αυτούς, να τους αποδέχεται, να καταλαβαίνει τις ανάγκες & τις προσδοκίες τους, να σέβεται την προσωπικότητα, τις γνώσεις & τις εμπειρίες, τους ρυθμούς και τις δυνατοτητές τους.
  • Να συνεργάζεται αποτελεσματικά με όλους τους συντελεστές της εκπαιδευτικής διαδικασίας, & να έχει θετική αυτοαντίληψη καθώς και αυτογνωσία, να γνωρίζει τις ικανοτητές του, τα δυνατά και αδύναμα σημεία του, τα όρια του, τις προσδοκίες του από τους εκπαιδευομένους του.
  • Να έχει σαφή γνώση και να γνωρίζει τις ανάγκες της ευρύτερης ή της τοπικής κοινωνίας και να συνδέει την παρεχόμενη γνώση με τις προπτικές κοινωνικής ένταξης των εκπαιδευομένων ανηλίκων.
  • Να αυτοαξιολογείται & να αναπτύσσεται διαρκώς, αξιολογώντας διαρκώς την ποιότητα & την αποτελεσματικότητα του έργου του, και να αναπροσαρμόζει διαρκώς τις μεθόδους του.
  • Να βρίσκεται σε διαρκή πνευματική και επιστημονική εγρήγορση, να επιμορφώνεται & να παρακολουθεί την πορεία της επιστήμης του με επιστημονικό και υπεύθυνο τρόπο.
  • Συνεργασία στο πλαίσιο της ομάδας και στη θετική διαχείριση των συγκρούσεων (συνεργατική μάθηση-οργάνωση του περιβάλλοντος στην τάξη-διαφοροποίηση της εργασίας.
  • Στην κριτική σκέψη ώστε οι μαθητές να είναι σε θέση να διακρίνουν ανάμεσα στο γεγονός και τη γνώμη.
  • Στην ενεργό ακρόαση κι επικοινωνία: ώστε οι μαθητές να είναι σε θέση να ακούνε διαφορετικές απόψεις, να εκφράζουν τη δική τους γνώμη και συνολικά να τις αξιολογούν.
  • Στη συμμετοχή με δημοκρατικές διαδικασίες στις δραστηριότητες της σχολικής μονάδας.
  • Στο σεβασμό στον «εαυτό» και στους «άλλους» και στην ανάληψη της ευθύνης.
  • Στην καλλιέργεια της αυτοπειθαρχίας για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παραβατικής συμπεριφοράς.
  • Στην καλλιέργεια της αυτενέργειας για την πρόληψη της σχολικής αποτυχίας.
  • Στην παροχή ίσων ευκαιριών μάθησης για όλα τα παιδιά για τη μείωση του λειτουργικού αναλφαβητισμού.
  • Στην καλλιέργεια ατομικών και κοινωνικών δεξιοτήτων (επικοινωνία, διαπροσωπικές σχέσεις, σεβασμός, υπευθυνότητα), για να ενδυναμώσουν και να βελτιώσουν την προσωπικότητά τους, ώστε να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά σε μια δημοκρατική κοινωνία.
  • Στην καλλιέργεια δεσμών φιλίας και αλληλοαποδοχής της διαφορετικότητας.
  • Στην καλλιέργεια της ομαδικότητας και της συνεργασίας.
  • Στην ανάπτυξη αποδεκτών στρατηγικών επίλυσης συγκρούσεων.
  • Στην καλλιέργεια συναισθημάτων προσωπικής ευθύνης στα πλαίσια του εθελοντισμού για τη βελτίωση της ποιότητας των σχέσεών τους στο περιβάλλον (σχολείο, σπίτι, γειτονιά).

Συνεπώς ο αποτελεσματικός ηγέτης – εκπαιδευτικός ενός ανοικτού σχολείου είναι μια ηγετική φυσιογνωμία που χαρακτηρίζεται από αυτοπεποίθηση και στόχους που συνεχώς θέτει και ανανεώνει. Βασική επιδίωξη του αποτελεσματικού εκπαιδευτικού είναι η ανάπτυξη και η διατήρηση καλών διαπροσωπικών σχέσεων, να σκέφτεται ελεύθερα, να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση, να χρησιμοποιεί τη διαίσθηση και τις εμπειρίες του και να είναι ικανός να εφαρμόζει στην τάξη του καινοτομίες.

Ασφαλώς ένας εκπαιδευτικός ηγέτης στο σύγχρονο σχολείο δεν είναι εφικτό να συγκεντρώνει ταυτόχρονα και σε μεγάλο βαθμό όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Μπορεί όμως, η απόκτηση τους να αποτελεί στόχο, ώστε να γίνει και καλύτερος επαγγελματίας και πιο πολύπλευρη προσωπικότητα.

Σύμφωνα με τον Κόκκο, ο διδάσκων ασκεί περιστασιακά ρόλους καθοδηγητή, εμψυχωτή, διαμεσολαβητή, καταλύτη, φίλου και συνεργάτη, τους οποίους διατηρεί συγκροτημένους ως ολότητα & σύμφωνα με την κατάσταση και τις συνθήκες που επικρατούν να έχει την ηγετική ικανότητα να ενεργοποιεί τους εκπαιδευομένους  τον κατάλληλο ρόλο.

 

Ο Rogers επίσης μιλώντας για το έργο και τις δεξιότητες του εκπαιδευτικού, διακρίνει το έργο της διαχείρισης της μάθησης αλλά και της διοίκησης των εκπαιδευομένων.

Στον πρώτο άξονα, ο εκπαιδευτικός ως ηγέτης της γνώσης προγραμματίζει τους διδακτικούς στόχους που πρέπει να επιτευχθούν, οργανώνει τις υποχρεώσεις των εκπαιδευομένων, διευθύνει και ελέγχει την επίτευξη των στόχων.

Στο δεύτερο, ασκεί τους ρόλους του ηγέτη των εκπαιδευομένων, του μέλους και του κοινού της μαθησιακής ομάδας του.

Συμπεράσματα:

Το σχολείο, ανοικτό στις εξελίξεις και στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, μπορεί να ξεπεράσει την κρίση και τα προβλήματα που το χαρακτηρίζουν και με μακροπρόθεσμο, ορθολογικό εκπαιδευτικό προγραμματισμό να αναβαθμιστεί ουσιαστικά.

Ενός δημοκρατικού αποτελεσματικού σχολείου, ανοικτό στις συνεργασίες με τις τοπικές κοινωνίες τους φορείς και τα κοινωνικά δίκτυα, που θα διαθέτει την ευελιξία να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες και τη διαφορετικότητα των μαθητών, θα μπορεί να ενσωματώνει την εκπαιδευτική καινοτομία, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που θα διασφαλίζουν ακόμα περισσότερο την ισότητα ευκαιριών.

Σίγουρα ένας άρτια επιστημονικά και παιδαγωγικά εκπαιδευτικός δεν αρκεί για να μετατρέψει μόνος του ένα σχολείο από μη αποτελεσματικό σε αποτελεσματικό, ο κάθε εμπλεκόμενος στη σχολική μονάδα να έχει ένα ρόλο σημαντικό να επιτελέσει, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος.

Ο ιδανικός ηγέτης να διαθέτει την εξυπνάδα να κατανοεί τις λεπτομέρειες και την πολυπλοκότητα του ρόλου του, προκειμένου λοιπόν να λειτουργήσει κάποιος ως ηγέτης, δεν αρκεί να φέρει τον τίτλο απλώς και να κρατά την εξουσία. Η ίδια η ιδέα της ηγεσίας έχει υποκειμενική χροιά, γι’ αυτόν το λόγο υπάρχουν τόσο διαφορετικές μορφές και επίπεδα ηγεσίας στην κοινωνία και στις επιχειρήσεις.

Τέλος, ο ιδανικός ηγέτης πρέπει να επιβάλλει πειθαρχία, με την κλασική έννοια του όρου να διδάσκει την ομάδα ποιος είναι ο σωστός δρόμος. Η πειθαρχία δεν είναι απλώς η άσκηση ελέγχου και η τιμωρία όσων δεν καταφέρνουν να υπακούσουν τις διαταγές. Πειθαρχία σημαίνει καθοδήγηση, δόμηση, εκπαίδευση, αλλά προπάντων να είναι άνθρωπος.

               «Ο τέλειος ηγέτης κατανοεί τι σημαίνει να ηγείσαι, όσο και να ακολουθείς».  

Βιβλιογραφία:

  • Αθανασούλα-Ρέππα. Α., Ανθοπούλου Σ., Κατσουλάκης Σ. και   Μαυρογιώργος Γ., (1999). Διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού, Τόμος Β΄, Πάτρα, Ε.Α.Π.
  • Κόκκος Α, Εκπαίδευση ενηλίκων, το πεδίο, οι αρχές μάθησης, οι συντελεστές, Α΄»,. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
  • Κουτούζης, Μ. «Ο σχεδιασμός-προγραμματισμός στις εκπαιδευτικές μονάδες» & «Διοίκηση εκπαιδευτικών Μονάδων» τ. Α΄, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999.
  • Μαυρογιώργος Γ. (1993) Εκπαιδευτικοί και αξιολόγηση, Αθήνα, Σύγχρονη Εκπαίδευση.
  • Jarvis P. «Adult and Continuing Education, Theory and Practice, Routledge». London
  • Μπουραντάς, Δ. «Ηγεσία». Αθήνα 2005: Κριτική.
  • Πασιαρδής, Π. (2004). Εκπαιδευτική ηγεσία: στη σύγχρονη εποχή, Αθήνα, Μεταίχµιο.
  • Rogers A., «Η εκπαίδευση ενηλίκων», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 1999.
  • Noye D., Piveteau J. «Πρακτικός οδηγός του εκπαιδευτή», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 1999.
  • Coureau S.,«Τα βασικά εργαλεία του εκπαιδευτή ενηλίκων», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2000.
  • Everard, K. & Morris, G. (1999). «Αποτελεσματική Εκπαιδευτική Διοίκηση». Πάτρα: ΕΑΠ.
  • Goleman, D. «Ηγεσία που παίρνει τα αποτελέσματα για το 2000», Harvard Business Review, σ. 7-8.
  • Χατζηπαναγιώτου, Π. (2004). Η Διοίκηση του Σχολείου και η Συµµετοχή των Εκπαιδευτικών στη Διαδικασία Λήψης Αποφάσεων, Θεσσαλονίκη, Αδελφοί Κυριακίδη.

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση