Αρχική » Χωρίς κατηγορία » Η συνεκπαίδευση των μαθητών σε μια σχολική τάξη

Η συνεκπαίδευση των μαθητών σε μια σχολική τάξη

Άρθρο της Διευθύντριας του 6ου Γυμνασίου Νίκαιας. Ειδικότητα Φυσικής Αγωγής.

«Προβληματισμός ως προς τα οφέλη που αποκομίζει η πλειονότητα των μαθητών σε μια σχολική τάξη όπου εφαρμόζεται η συνεκπαίδευση όλων των μαθητών (μεταναστών, θρησκευτικών μειονοτήτων, παιδιά με ειδικές ανάγκες κ.α.) ».                                                  

Εισαγωγή:

   Αν ο 20ος αιώνας υπήρξε επαναστατικός για την τεχνολογία, η παιδαγωγική επιστήμη υπήρξε θεμελιώδης ώστε η κοινωνία κατόρθωσε να απαλλαγεί από προκαταλήψεις του παρελθόντος ως προς τη διαφορετικότητα και την απόκλιση από το κανονικό, όπου έθεσαν τα θεμέλια μιας νέας εκπαιδευτικής φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία αυτή, την οποία ενστερνίζεται ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, αναφέρεται στο δικαίωμα εκπαίδευσης όλων των παιδιών και στη δημιουργία ενός σχολείου νέας πνοής, το οποίο θα δέχεται όλα τα παιδιά, θα υποβοηθεί τη μαθησή τους και θα ανταποκρίνεται με κάθε τρόπο στις ατομικές ανάγκες τους,  θα έχει ένα δυναμικό & διαχρονικό χαρακτήρα, όπου θα αφορά όλα τα επίπεδα και τομείς της ζωής του: κοινωνικό, ακαδημαϊκό, διαπροσωπικό καθώς και διαφορετικές εξελιγκτικές φάσεις: παιδική, εφηβική, ενήλικη ζωή.

Σε όλες τις χώρες της Ε.Ε, η σύγχρονη τάση είναι η ανάπτυξη πολιτικής συνεκπαίδευσης των μαθητών με ιδιαιτερότητες στα γενικά σχολεία. Η συνεκπαίδευση με ή χωρίς προβλήματα μάθησης και συμπεριφοράς είναι ο βασικός στόχος της σύγχρονης εκπαιδευτικής πολιτικής πολλών κρατών.

Τα τελευταία χρόνια οι σύγχρονες αντιλήψεις είναι να διερευνήσουν και να κρίνουν τα οφέλη που αποκομίζουν οι μαθητές μιας σχολικής τάξης, όπου εφαρμόζεται η συνεκπαίδευση μαθητών θρησκευτικών μειονοτήτων, με ειδικές ανάγκες, μεταναστών κ.α.

Όρος συνεκπαίδευση

Ο όρος «συνεκπαίδευση», αφορά την προσπάθεια που καταβάλλεται για την συνύπαρξη και συνδιδασκαλία της πλειονότητας των μαθητών, που έχουν εκπαιδευτικές ανάγκες με την αποδοχή και τον σεβασμό του διαφορετικού, καλλιεργώντας κλίμα γενικής παιδείας, πραγματοποιώντας μία εκπαιδευτική διαδικασία που δίνει ουσία στα ανθρώπινα δικαιώματα προωθώντας την κατανόηση, την συνεργασία, την πρόοδο, την ειρήνη, την εξάλειψη των διακρίσεων και του αποκλεισμού, επιδιώκοντας και ενισχύοντας την εκπαιδευτική διαδικασία ώστε να ζούν και να δρουν μαζί στον ίδιο βαθμό.

Σε καμμία περίπτωση δεν μπορούμε να αποδεκτούμε ότι η βελτίωση της ποιότητας για λιγότερους τομείς και κυρίως γνωστικούς, σημαίνει ποιοτική αναβάθμιση του μαθησιακού αποτελέσματος για μια σύγχρονη κοινωνία ( Χαραμής, 2000).

Η διαφορετικότητα, υπάρχει και εκδηλώνεται με πολλούς κι διαφορετικούς τρόπους σε κάθε κοινωνικό ή ακόμη πιο συγκεκριμένα σχολικό περιβάλλον. Δεν υπάρχουν τάξεις ομοιογενείς ακόμη και σε σχολεία με αμιγή εθνικό μαθητικό πληθυσμό, μόνο που οι συνέπειες αυτών των διαφορών (κοινωνικές, μορφωτικές, φύλου, οικονομικές), συνήθως δεν γίνονται ορατές. Η σημαντικότητα της συνεκπαίδευσης, που αφορά στην κοινή φοίτηση των μαθητών με ή χωρίς ανάγκες στο ίδιο σχολικό περιβάλλον προάγει την σχολική ενσωμάτωση, την κοινωνικοποίηση (Κολιάδης, 1997).

Τα οφέλη της συνεκπαίδευσης.

Η συνεκπαίδευση ως η συνεχής κοινωνική και σχολική λειτουργία διαδικασία μέσα από την οποία ο κάθε μαθητής επιδιώκει ανεξάρτητα από την εθνική καταγωγή του, την πολιτισμική κουλτούρα, την αναπηρία του, αναπτύσσει σε μεγάλο βαθμό τις όποιες ικανότητες του, καθώς αξίες και στάσεις μέσα από την σχολική τάξη στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.

Ανταποκρίνεται στην διαφορετικότητα, στην εθνικότητα, το φύλο, την θρησκεία και στην ικανότητα. Η συνεκπαίδευση συνδέεται με τον αποκλεισμό καθώς και συμβάλλει στην καταπολέμηση του τελευταίου (Σούλης, 2008), με την προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στην διαφορετικότητα του μαθητή.

Η αναγνώριση των αναγκών των μαθητών, που μπορεί να προωθήσει εξελίξεις προς ένα εμπλουτισμένο συνολικά περιβάλλον μάθησης, τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον για μια εκπαίδευση για όλους από πολλές χώρες. Είναι μακρύς ο δρόμος που πρέπει να διανυθεί μέχρι να εξασφαλιστεί τα δικαίωμα εκατομμυρίων παιδιών, συμπεριλαμβανομένων πολλών με μειονεξίες, να πηγαίνουν στο σχολείο (Colclough, 1993 & Mittler, 1993).

Οι μαθητές συνυπάρχουν στα ίδια σχολεία, στην ίδια τάξη μαζί με όλα τα συνομιλικά τους. Το παραδοσιακό σχολείο αναμορφώνεται για να εξυπηρετήσει όλους τους μαθητές, να τους υποστηρίξει ώστε να αισθάνονται ασφαλείς, ευπρόσδεκτοι και πετυχημένοι. Όπως αναφέρει και (Guralnick & Groom, 1986 & Stainback & Forest, 1989), παιδιά με δυσκολίες στην κοινωνική τους προσαρμογή μπορούν να προσαρμοστούν ευχερέστερα εάν στο περιβάλλον στο οποίο εκπαιδεύονται τους παρέχει πολλές ευκαιρίες για κοινωνικές επαφές.

Αποτελεί μέρος του κόσμου των υπολοίπων παιδιών απ΄την αρχή της κοινωνικής & ακαδημαϊκής τους ζωής & φαίνεται να συμβάλλει στην κοινωνική αποδοχή αυτού (Zipper, 2004).

Η σχολική τάξη συμβάλλει στην προώθηση της διεθνούς συνεργασίας με την καλλιέργεια του πνεύματος , της ειρήνης, της αναγνώρισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της κατανόησης του άλλου, της αλληλεγύης, μειώνεται το σχολικό άγχος και ο φόβος της αποτυχίας.                                                                                                       Συντελεί στην αποδοχή της ιδιαιτερότητας και διαφορετικότητας των μαθητών, κατανόηση στις διαφορετικές κουλτούρες, σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων μέσω ειρηνικών διαδικασιών, οι οποίοι συνεργάζονται για την επίτευξη κοινού στόχου και στην βελτίωση των συμπεριφορών και στάσεων (Κουτσελίνης & Θεοφιλίδης, 2007).

Ανάπτυξη δεξιοτήτων στο μικρόκοσμο του σχολείου, μαθαίνοντας τους νέους να ζούν με τον «άλλο», τον διαφορετικό, διαμορφώνοντας πολίτες ικανούς να συνλειτουργήσουν με διαφορετικούς γλωσσικούς ή πολιτισμικούς ή γηγενείς συνανθρώπους τους στο μακροεπίπεδο της κοινωνίας (Νικολάου, 2005).                                                                                              

Το κύριο χαρακτηριστικό της συνεκπαίδευσης είναι ότι τα γενικά σχολεία που λειτουργούν με αυτό τον τρόπο συνιστούν, «τον καλύτερο τρόπο καταπολέμησης των διακρίσεων, δημιουργίας φιλόξενων σχολικών κοινωνιών, οικοδόμησης μιας συναινετικής κοινωνίας και επίτευξης του στόχου «εκπαίδευση για όλους». Επιπλέον τα σχολεία αυτά παρέχουν ουσιαστικότερη εκπαίδευση στην πλειοψηφία των μαθητών και βελτιώνουν το επίπεδο της διδασκαλίας, ώστε σε τελευταία ανάλυση να βελτιώσουν τη σχέση κόστους-απόδοσης, oλόκληρου του εκπαιδευτικού συστήματος (UNESCO, 1994).

Σε αυτό τον προσανατολισμό κυοφορείται μια υποδειγματική στροφή ως προς τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζονται οι δυσκολίες στην εκπαίδευση. Αυτή η αλλαγή νοοτροπίας βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι μεθοδολογικές και οργανωτικές αλλαγές που έγιναν για να αντιμετωπιστούν αιτήματα μαθητών που έχουν δυσκολίες στην σχολική τάξη είναι συγχρόνως ωφέλιμες για όλους τους μαθητές (Ainscow, 1999).

Η ικανότητα επικέντρωσης σε οικουμενικές αξίες, ειρήνη, ισότητα, ελευθερία, δικαιοσύνη, δίνοντας σημασία και ενδιαφέρον στο αναπτυσσόμενο άτομο αντί να είναι προσανατολισμένο μόνο στην επιστήμη & την τεχνολογία & την ικανότητα να συμβιώνουν αρμονικά άτομα & ομάδες,  διαφορετικής πολιτισμικής καταγωγής μέσα σε ένα εθνικό κράτος.

Η δυνατότητα της παραγωγής λόγου στη γλώσσα, που δημιουργεί κίνητρα για μάθηση, ενώ συγχρόνως η εξοικίωση της, δημιουργεί κίνητρα για επικοινωνία. Μέσα σε αυτό οι μαθητές αποκτούν ενεργό ρόλο & αυτονομία να επικοινωνούν & να αποκομίζουν γνώσεις & εμπειρίες μέσα από την αλληλεπίδραση με τους συμμαθητές & τους δασκάλους τους.

Η συνεργασία για επικοινωνία αποτελεί ανάγκη & όχι μέθοδο την οποία την επιβάλλει ο δάσκαλος. Μέσα από την επικοινωνία οι μαθητές μπορούν να έρχονται σε επαφές με άλλους λαούς πολιτισμούς, δημιουργούν φιλίες & καλλιεργούνται σε γνωστικό & ψυχοσωματικού επίπεδο (Wood 2000), δηλ. διαμόρφωση «πολυπολιτιστικών προσωπικοτήτων»,μαθητές-πολίτες, οι οποίοι μέσα απ΄την κοινωνικοποιησή τους, αποκτούν ετοιμότητα να επικοινωνούν αποτελεσματικά με τους συνανθρώπους τους που ανήκουν σε διαφορετικό κεφάλαιο.                                                                                                        Σημαντικό στοιχείο ο «πλουραρισμός», έτσι ώστε οι μαθητές που μετέχουν με διαφορετικά χαρακτηριστικά ως προς την θρησκεία, το φύλο, τη κοινωνική συμπεριφορά και κουλτούρα, το στυλ μάθησης δηλ. η ανομοιογένεια της σύνθεσης, κυρίως σε σχέση με τις επιδόσεις και το βαθμό κοινωνικοποίησης τους μέσα στην τάξη.

Οι διαπροσωπικές σχέσεις στο στυλ της διδακτικής συμπεριφοράς εκπαιδευτικού και μαθητή έχει αντίκτυπο στο αποτέλεσμα της μαθησιακής διαδικασίας, η εξασκησή τους στις δεξιότητες συλλογικής εργασίας, ευγένεια, ανεκτικότητα στις διάφορες συνεργασίες, ελεύθερη έκφραση, ενσυναίσθηση της καλλιεργεί και να της αναπτύσσει, προωθούνται έτσι οι σχέσεις των μελών με διαφορετικές κουλτούρες και διευκολύνεται η κοινωνική ένταξη ατόμων διαφορετικής προέλευσης, διαφορετικών δυνατοτήτων.

Οι μαθητές είναι διαφορετικοί, η μάθηση προσαρμόζεται στις ανάγκες του μαθητή και όχι ο μαθητής να προσαρμόζεται σε προκαθορισμένες παραδοχές για τον ρυθμό και τη φύση της μαθησιακής διαδικασίας, διδάσκονται χωρίς αποκλεισμούς και διασφαλίζεται η αποτελεσματική εκπαιδευτική ανάγκη τους δηλ. σχετίζεται με τις προσωπικές εμπειρίες των μαθητών και τις πρακτικές τους ανησυχίες, ώστε να κινητοποιηθούν καλύτερα (UNESCO,1994).

Η φυσική ενσωμάτωση, η οποία είναι συνδεδεμένη με τις προσφερόμενες δυνατότητες προσέγγισης των μελών και δηλώνει ότι είμαι ανάμεσα στους άλλους.                                                                                                           Η δυνατότητα αμοιβαίας αλληλεξάρτησης δηλ., η δυνατότητα λειτουργικής προσαρμογής με την έννοια «ενεργώ μαζί», εκτελώ δραστηριότητες, παίζουν ρόλους & μετέχουν στην ομάδα, σε μια κοινότητα, όπου παίζει κοινωνικούς ρόλους, συμμερίζεται αξίες & πεποιθήσεις μαζί με τους άλλους. Σύμφωνα με τον (Vincent, 1995), οι μαθητές υποστηρίζονται από τους ενηλίκους και από τους συμμαθητές τους:

Συλλέγοντας συστηματικά πληροφορίες για καταστάσεις που τους δημιουργούν συγκρούσεις. Ενθαρρύνονται να προτείνουν τα κατάλληλα υλικά σε μια δραστηριότητα, οργανώνοντας συνεργάζονται μεταξύ τους, αυτοπειθαρχούν, αυτοελέγχουν την συμπεριφορά τους, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και προσφέρουν μοναδικές ευκαιρίες μάθησης, οι οποίες μάλιστα παρέχονται στο φυσικό για την ηλικία τους περιβάλλον.

Ο (Meiser, 2000), αναφέρει: «Η παιδαγωγική  είναι παιδαγωγική και σχεδόν τίποτα άλλο εκτός από παιδαγωγική». Η συνεκπαίδευση επιτυγχάνεται καλύτερα όταν εφαρμόζεται καλή παιδαγωγική υπό την έννοια της παρακίνησης των μαθητών για αυτενέργεια, για κοινωνική μάθηση, αναπτύσσεται το αλληλοενδιαφέρον και η αλληλεγγύη μέσα από ενεργητικούς τρόπους μάθησης και μέσα από την απόκτηση συναισθηματικών εμπειριών, παράλληλα με τις πραγματικές και κοινωνικές εμπειρίες.

Προκειμένου να γίνει πράξη η συνεκπαίδευση, τα εκπαιδευτικά προγράμματα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στις εξατομικευμένες ανάγκες των μαθητών συντελώντας έτσι στην ανάπτυξη των ικανοτήτων τους. Η παιδαγωγική της συνεκπαίδευσης στηρίζεται στην άρση του φόβου που μπορεί να έχει ένας μαθητής απέναντι σε ένα άλλο άτομο. Τα συναισθήματα του φόβου, της αμηχανίας και της μπορούν να μετουσιωθούν σε αποδοχή και ισότιμη συνύπαρξη μέσα από την συνύπαρξη και τη συνεργασία.

Οι μαθητές λειτουργώντας σε ένα συνεργατικό περιβάλλον δεν στερούνται ευκαιριών ατομικής έκφρασης (η συνεκπαίδευση) απαιτεί από όλα τα παιδιά τα ίδια πράγματα) και ανάπτυξης ικανοτήτων ενασχόλησης με κοινωνικά προβλήματα, περιβαλλοντικά παιχνίδια, παιχνίδια ρόλων, ομαδικές εργασίες και δράσεις που οι ίδιοι οι μαθητές θα επιλέγουν.

Οι εκπαιδευτικές ανάγκες τους κάνοντας όλα τα μάθηματα μαζί όπως φυσικής αγωγής, των καλλιτεχνικών, των περιβαλλοντικών δράσεων, της μουσικής, τις σχολικές εκδρομές και γιορτές και άλλα προγράμματα μέσα σε ένα γενικό εκπαιδευτικό σύστημα, μπορεί να δώσει στους μαθητές την εμπειρία εκείνη που θα τους βοηθάει μέσα από την επικοινωνία, να εγκαταστήσουν μια ισότιμη σχέση, χωρίς προκαταλήψεις και αρνητικά στερεότυπα που θα τους συνοδεύουν σε όλη μετέπειτα ζωή τους.                                                                                                          Παράγοντες επιτυχίας της συνεκπαίδευσης ως προς όφελος του μαθητή στην σχολική τάξη

Περιγράφεται από την Tomlinson (1999), διαπερνάται από την παραδοχή ότι όλοι οι μαθητές διαφέρουν σημαντικά ως προς τον τρόπο που κατακτούν τη γνώση κι αυτές οι διαφορές τους είναι ουσιαστικά επέκταση της ιδιαιτερότητάς τους σαν άτομα. Επομένως η εκπαιδευτική προσέγγιση χρειάζεται να τροποποιείται  ώστε να ανταποκρίνεται στις ξεχωριστές ανάγκες του κάθε μαθητή. Μεταπλάθεται αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος των δασκάλων, οι δάσκαλοι ξεκινούν από το σημείο που βρίσκονται οι μαθητές, όχι από τη διδακτέα ύλη και διατηρούν υψηλές προσδοκίες για τους μαθητές, εργάζονται για να διασφαλίσουν ότι ο κάθε μαθητής βιώνει την επιτυχία μετά από την προσπάθεια.

Σημαντικό οι θετικές στάσεις απέναντι στα παιδιά με εκπαιδευτικές ανάγκες ΔΕΝ ακυρώνουν τις ψυχοπαιδαγωγικές παρεμβάσεις των εκπαιδευτικών, ενώ δεν αποδυναμώνουν την προσπάθεια των παιδιών και των οικογενειών τους, προκειμένου να είναι αποτελεσματικές αρκεί να εφαρμοστούν στην σχολική τάξη και να διευρυνθούν στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής κοινότητας (Πατσίδου-Ηλιάδου, 2011 & Ευσταθίου, 1999).                Το σχολείο όχι μόνο δεν μπορεί να αλλάξει την κοινωνία, αλλά είναι υποχρεωμένο να ακολουθεί και να προσαρμόζεται στις μεταβολές και τους μετασχηματισμούς της (Νικολάου 2005).

Τα οφέλη της συνεκπαίδευσης αφορούν και τα φυσιολογικά παιδιά τα οποία θα γίνουν ανεκτικά και θα αποδεκτούν τις ατομικές διαφορές με την εμπειρία αυτή, διότι τα άτομα με διάχυτες ιδιαιτερότητες δεν θα αντιμετωπίσουν το στίγμα να είναι ιδιαιτερότητες και δεν θα υποφέρουν από χαμηλές προσδοκίες, έλλειψη αυτοπεποίθησης και πεσμένο ηθικό, θα προστατεύονται καλύτερα τα δικαιωματά τους, για ίσες ευκαιρίες εκπαίδευσης και έτσι μπορούν να διεκδικήσουν καλύτερες ευκαιρίες για επαγγελματική και κοινωνική επικοινωνία και συνεκπαίδευση (Δελλασούδας 2005).

Τα πολλαπλά οφέλη από την εφαρμογή της, καθώς μειώνει το φόβο για τη διαφορετικότητα, βελτιώνει την αυτοαντίληψη, αυξάνει τη συμμετοχή των γονέων και τη συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών, προετοιμάζει όλους τους μαθητές για την ενήλικη ζωή σε μια συμπεριληπτική κοινωνία, επιτρέπει να ικανοποιούνται οι ανάγκες, οι υψηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις για δίνει περισσότερες προσδοκίες, ευκαιρίες για κοινωνικές και ατομικές αλληλεπιδράσεις.

Το σημαντικότερο όφελος, εκτός φυσικά τα οφέλη των παιδιών όσο λίγα & αν είναι αυτά που θα αναπληρώσουν τα συναισθηματικά & μαθησιακά τους κενά είναι ότι στον καθημερινό παιδαγωγικό προβληματισμό των εκπαιδευτικών το ενδιαφέρον για τους μαθητές εκείνους, που αρχίζουν τη σχολική τους σταδιοδρομία με άνισους όρους.

Για να εκπαιδευτούν όμως πρέπει να υπάρχει ένα σωστά οργανωμένο πρόγραμμα όπως οι  (Bailey & Wolery, 1992) αναφέρουν συνοπτικά πρέπει να έχει επτά χαρακτηριστικά:

  • Το πρόγραμμα δεν πρέπει να την περιορίζει στις υπηρεσίες που παρέχει μόνο στο μαθητή, αλλά να υποστηρίζει και τους γονείς του, ο οποίοι πρέπει να δέχονται τις υπηρεσίες των ειδικών φορέων.
  • Οι μαθητές να καλλιεργούν το μέγιστο βαθμό των ικανοτήτων και δεξιοτήτων, με την υποστήριξη του εκπαιδευτικού και της οικογένειας. Γι΄αυτό το λόγο και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να εκπαιδεύονται ανάλογα με τις ανάγκες τους.
  • Η συνεκπαίδευση πρέπει να επιδιώκει τη δημιουργική συνεργασία των μαθητών, με τους συνομιλήκους και με όλο το εκπαιδευτικό προσωπικό, δεν πρέπει να είναι αδρανείς παρατηρητές, αλλά να γίνονται ενεργά μέλη της ομάδας, ώστε πραγματικά να εκπαιδεύονται όλοι.
  • Η συνεκπαίδευση πρέπει να προωθεί την κοινωνικοποίηση του μαθητή και να ενισχύει την αυτοπεποιθησή του επομένως χρειάζονται καθοδήγηση για να αναπτύξουν φιλίες και να μαθαίνουν να συμπεριφέρονται όπως αρμόζει στις προσωπικές τους σχέσεις (Κιτσαράς, 1991). Οι μαθητές εξάλλου εκπαιδεύονται για να αντιμετωπίσουν καταστάσεις, εκφράζουν τα συναισθηματά τους με την πλέον αρμόζουσα συμπεριφορά. Η συνεργασία προωθεί την κοινωνικοποίηση τους και ενισχύει την αυτοπεποιθησή τους.
  • Η συνεργασία με την οικογένεια, αλλά και όλα τα μέλη της σχολικής κοινότητας, συμβάλλει στην διατήρηση και γενίκευση της αποκτηθείσας συμπεριφοράς, σε κοινωνικές εκδηλώσεις.
  • Ένα αποδοτικό πρόγραμμα συνεκπαίδευσης μαθητών πρέπει να αξιολογεί συνεχώς τις επιδόσεις σε όλους τους τομείς της ζωής και της ανάπτυξης του μαθητή, οι δυσκολίες του εντοπίζονται εύκολα και μπορεί να μάθει να αντιδρά με εναλλακτικούς τρόπους. Χρειάζεται συνεχής συνεργασία εκπαιδευτικού-οικογένειας-πολιτείας. Σημαντικός δείκτης επιτυχίας η συνεχής αξιολόγηση μάθησης και ανάπτυξης κάθε μαθητή ως μια συνεχής πράξη που λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια της σχολικής ζωής, όπου καταγράφονται οι κύριες, λειτουργικές και αναγκαίες δεξιότητες τις οποίες ο μαθητής πρέπει να μάθει (Neisworth, 1993).                                                 Συμπεράσματα:                                                                          
  • Η συνεκπαίδευση απαιτεί αλλαγή του παραδοσιακού σχολείου αλλαγή κουλτούρας, αναμόρφωση αναλυτικού σχολικού προγράμματος λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες και τις δυνατότητες του κάθε μαθητή με την ενεργή συμμετοχή του και δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία για ομαδικές δραστηριότητες ώστε να προάγει την αλληλεπίδραση, την επικοινωνία, την συνεργασία ώστε να ανταποκριθεί στις αξίες της κοινωνικής πραγματικότητας, αξίες οι οποίες σε μεγάλο βαθμό δεν αποδέχονται το διαφορετικό.
  • Οι περιορισμοί και η απόρριψη που υφίστανται τα άτομα με διαφορές, είναι περισσότερο αποτέλεσμα της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στους «κανονικούς» και μη «κανονικούς», κυριαρχούμενη από τις αξίες της σωματικής και πνευματικής τελειότητας και της διαφοράς, τους τοποθετεί στους «αδύναμους».
  • Η συνεκπαίδευση πρέπει να στηριχθεί με στόχο όλα τα παιδιά να περιορίσουν και να μειώσουν όλα τα εμπόδια που έχει επιβάλλει η κοινωνία. Εμπόδια που αφορά τις προκαταλήψεις απεναντί τους, τις διδακτικές μεθόδους, την πρόσβαση όλων στο εκπαιδευτικό πλαίσιο, ώστε όπως αναφέρει και ο (Φουκώ, 1976), το άτομο να καθίσταται αντικείμενο γνώσης και εξουσίας.

Συνεκπαίδευση θεωρούμε ότι είναι στην ουσία η κατάληξη μιας χρονοβόρας & επίμονης διαδικασίας που ξεκινά απ΄την τοποθέτηση του παιδιού στη σχολική κοινότητα & ολοκληρώνεται με την απόδοση του στην κοινωνία ως ενεργός πολίτης, με όρους που είναι συμβατοί με το σεβασμό στο δικαίωμα στη διαφορά.        «Όσο περισσότερο παγιώνουμε  την προσφορά της συνεκπαίδευσης στα γενικά σχολεία, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η υποστήριξή μας και τόσο ευνοϊκότερες οι εξελίξεις για όλα τα παιδιά και τους νέους» (Hegarty, 1995).

       Eλληνική Βιβλιογραφία

  • Δελλασούδας Λ. (2005). «Εισαγωγή στην ειδική παιδαγωγική, σχολική ένταξη       μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες». Αθήνα: Αυτοέκδοση.
  • Κιτσαράς, Γ.Δ., (1991). «Εισαγωγή στην προσχολική παιδαγωγική». Αθήνα. Παπαζήσης.
  • Κολιάδης, Ε. (1997). «Θεωρίες μάθησης & εκπαιδευτική πράξη», τ.Β΄Αθήνα.
  • Κουτσελίνης Μ., & Θεοφιλίδης Χρ., (2007). « Διερεύνηση & συνεργασία για μια αποτελεσματική διδασκαλία». Αθήνα.
  • Νικολάου Γ., 2005. « Διαπολιτιστική διδακτική: Το νέο περιβάλλον, βασικές αρχές». Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα.
  • Πατσίδου- Ηλιάδου, Μ., (2011). Η προοπτική της συνεκπαίδευσης στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στάσεις εκπαιδευτικών και μαθητών. Διεπιστημονική προσέγγιση. Θεσσαλονίκη
  • Σούλης, Σ. Γ., (2008). «Ένα σχολείο για όλους, από την έρευνα στην πράξη, παιδαγωγική ένταξη». Αθήνα.
  • Τάφα Ε.,(1998). «Συνεκπαίδευση παιδιών με & χωρίς προβλήματα μάθησης & συμπεριφοράς». Ελληνικά γράμματα. Αθήνα.
  • Φουκώ, Μ. (1976). «Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής». Αθήνα.
  • Χαραμής, Π. (2000). «Η ένταξη των παιδιών με ειδικές ανάγκες στην εκπαίδευση-το ζήτημα της αξιολόγησης». Αθήνα.

Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία

  • Ainscow M., (1999). «Understanding the Development of Inclusive Schools». London and New York, Routledefalmer.
  • Colclough, C.(1993). «Primary schooling in developing countries: the unfinished business». In T. Allsop & C. Brock (Eds), key lssues in Educational development. Wailingford: Triangle books.
  • Gurainick, M.J (1986). «The peer interactions of young developmentally delayed children in specialized and integrated settings». In T. Field, J. Roopnarine & M. Segal (Eds), Friendships in normal and handicapped children. Norwood, NJ: Ablex.
  • Hegarty, S. (1995). «Present situation and perspectives of special education in Europe». Paper presented at the European Forum Lucenec.
  • , P. (1993). «Childhood disability: a global challenge». London
  • Neisworth, J.T., (1993). Assessment. «In DEC recommended practices: Indicators of quality in programs for infants and young children with special needs and their families». Reston, V.A: division for early childhood of the council for exceptional children.
  • Tomlinson, C. A. (1999).  The differentiated classroom: responding to the needs of all learners. Association for Supervision and Curriculum Development. U.S.A.
  • Unesco (1994). Review of present Situation in Special needs education. Unesco.
  • Vincent, L.J. (1995). «Preschool curriculum and instruct.
  • Wood, d. (1998). «How children think and learn». Oxford.«ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣ & ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ, ΜΕ ΤΟ ΒΡΑΔΫ ΠΑΝΤΟΤΕ ΡΥΘΜΟ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΑΓΗΣ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΖΕΙ, ΧΩΡΙΣ  ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ, Η ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΕΠΟΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ»

 

 

 


Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση