«ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΑΝΑΡΙΝΙ»

0

Συγγραφέας: 5gymgala | Κατηγορία 6ο Τεύχος 2016-17 | , στις 16-05-2017

του μαθητή Παναγόπουλου Στυλιανού (Α4)

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΖΩΑΚΙ

aid1243482-v4-728px-Train-Your-Canary-Step-9-Version-2

Γεια σας! Με λένε Τσίου Τουίτι και κατάγομαι από τα δάση της Λακωνίας. Απ’ ό,τι καταλάβατε, είμαι ένα καναρίνι. Θα σας μιλήσω λίγο για μένα και πώς βρέθηκα στην οικογένεια που ζω μέχρι και σήμερα.

Στα δάση της Λακωνίας ζούσα από τη στιγμή της γέννησής μου, μέχρι τη μεταφορά μου από κάποιους ανθρώπους σε ένα μεγάλο κατάστημα κατοικιδίων. Το μόνο στενάχωρο για μένα – που μου πήρε κάποιες μέρες να το συνηθίσω – ήταν το κλείσιμό μου στο κλουβί. Με στεναχώρησε πολύ τις πρώτες μέρες, γιατί ένιωθα πως φυλακίστηκα σ’ αυτό. Είχα, βλέπετε, συνηθίσει να πετάω ελεύθερο στα δάση που ζούσα.

Καθώς όμως οι μέρες περνούσαν κατάλαβα τελικά πως το κλουβί ήταν η προστασία μου για να επιβιώσω. Θα  μου άρεσε βέβαια να είχα ένα μεγαλύτερο κλουβί για να μπορώ να πετάω πιο άνετα.

Αφού συνήθισα το χώρο τού καταστήματος παρατήρησα πως γύρω μου υπήρχαν και άλλα πουλιά και ζώα που ζούσαν μέσα σε κλουβιά. Ένα από αυτά μού έπιασε την κουβέντα. Ήταν ο Κέσγουιτ, ένας φλύαρος παπαγάλος. Το χρώμα του ήταν λαχανί και είχε μια μεγάλη πορτοκαλί μύτη. Είχαμε δώσει ο ένας στον άλλο παρατσούκλια. Εγώ τον φώναζα «Λαχανάκι» για το χρώμα του κι εκείνος με φώναζε «Χρυσούλι».

Εκείνη τη μέρα είχε αρκετή κίνηση στο κατάστημα. Άλλοι ερχόντουσαν να αγοράσουν τροφές, άλλοι κλουβιά και κάποιοι αγόρασαν ένα μικρό κουνελάκι. Λίγο πριν κλείσει ο καταστηματάρχης για  μεσημέρι, βλέπω να ανοίγει η πόρτα και να μπαίνει μέσα μια οικογένεια με δυο παιδιά. Εκείνη τη στιγμή, χωρίς να το θέλω, άρχισα να κελαηδάω, έτσι, από χαρά νομίζω. Ακούγοντας τη φωνή μου, το βλέμμα των δυο παιδιών έπεσε επάνω μου. Με πλησίασαν και άρχισαν να με κοιτάζουν με τα μάτια τους να λάμπουν από χαρά.

– Τι θα θέλατε, παρακαλώ; Πώς  μπορώ να σας εξυπηρετήσω;

Ήθελαν να αγοράσουν ένα καναρίνι. Τα μάτια των παιδιών είχαν κολλήσει επάνω μου, επειδή δεν σταματούσα το κελάηδημα. Ξαφνικά ακούω τα δυο παιδιά να λένε στους γονείς τους πως θέλουν να πάρουν «αυτό το καναρίνι», δηλαδή εμένα.

Εκείνη τη στιγμή ο Κέσγουιτ, ο παπαγάλος,  που παρακολουθούσε τη σκηνή, μού είπε: «Χρυσούλι, ετοιμάσου! Έφτασε η ώρα να φύγεις. Ήρθαν κάποιοι ξένοι να σε πάρουν.» Εγώ του απάντησα πως δεν είναι πια ξένοι, είναι η μαμά μου, ο μπαμπάς και τα δυο μου αδέρφια που ήρθαν να με πάρουν.

Μου διάλεξαν ένα τεράστιο ξύλινο κλουβί, σωστό παλάτι. Ο μπαμπάς μου με έπιασε στη χούφτα του, τα δυο παιδιά μού χάιδεψαν το κεφαλάκι και με έβαλαν στο καινούριο μου κλουβί. Με έβαλαν στο αυτοκίνητο στο πίσω μέρος μαζί με τα δυο παιδιά, τη Βίκυ και τον Στέλιο. Τα παιδιά έψαχναν ονόματα για να μου δώσουν. Για να τα βοηθήσω κελάηδησα «τσίου» και πήρα αυτό το όνομα. Το επίθετο μού το βρήκε η μαμά μου και είναι Τουίτι.

Ζω στην οικογένειά μου που αγαπώ, μέχρι σήμερα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση