φωτογραφίες της μαθήτριας Κοκονού Έλενας (Γ2)
Συνέντευξη με την καθηγήτρια των μαθηματικών,κα. Ψιλού Παναγιώτα
στους μαθητές: Ελένη Σκλάβου, Μαίρη Πετροπούλου & Παναγιώτη Μιχάλη (Γ4)
Δημοσιογράφος: Στην απονομή των επαίνων, μας διηγηθήκατε μία ιστορία σχετικά με τον νονό σας, Αλέξανδρο Μάλλιο. Μιλήστε μας για αυτή. Θα θέλαμε να σας πληροφορήσουμε πως αυτό θα ανέβει στη σχολική μας εφημερίδα.
Κυρία Ψιλού: Στις 16 Αυγούστου του 1943, οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό του νονού μου, το Κομμένο της Άρτας, ένα μεγάλο χωριό στον κάμπο. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στο χωριό τα ξημερώματα και το κατέστρεψαν ολοσχερώς ως αντίποινα επειδή τότε οι χωρικοί εφοδίασαν τους αντάρτες με τρόφιμα. Θανάτωσαν 317 ανθρώπους. Ο νονός μου τότε ήταν 13 χρονών και το βράδυ του 15 Aύγουστου έγινε ο γάμος της μεγαλύτερής του αδελφής, Αλεξάνδρας. Το γλέντι έγινε στην αυλή του σπιτιού τους μέχρι ξημερώματα. Στις 16 Αυγούστου λοιπόν, ο νονός μου και η δεκάχρονη αδερφή του, η Μαρία, στάλθηκαν από τον πατέρα τους στο αγρόκτημα για να φροντίσουν τις αγελάδες. Τα παιδιά έφυγαν και μετά από λίγο οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό και άρχισαν να σκοτώνουν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ανοίξανε όλα τα σπίτια και όποιον έβρισκαν μέσα τον σκοτώνανε ή τον έκαιγαν ζωντανό (ακόμα και τα παιδιά). Ώσπου έφτασαν στο σπίτι του νονού μου, όπου μόλις είχε τελειώσει το γλέντι του γάμου.
της μαθήτριας Κοκονού Έλενας (Γ2)
Στις παρακάτω εικόνες παρουσιάζεται η διαύγεια του λευκού φωτός μέσα από καθαρό γυαλί. Το φόντο των εικόνων είναι μαύρο για να κάνει αντίθεση με το λευκό φως και δίνεται ιδιαίτερη σημασία στο με πόσα απλά καθημερινά αντικείμενα μπορούν να δημιουργηθούν πολύ πρωτότυπες και μινιμαλιστικές εικόνες που τονίζουν τις αντιθέσεις των πραγμάτων γύρω μας. Τα υλικά που χρησιμοποίησα είναι ένα μαύρο χαρτόνι, έναν φακό με λευκό φως και ποτήρια από το ντουλάπι της κουζίνας!
Οι φωτογραφίες είναι οι εξής:
της μαθήτριας Καπετάνου Νεφέλης(Γ2)
Με πλησιάζει. Με κοιτά, με παρατηρεί όμως εγώ δεν γυρνώ να τον κοιτάξω. Τι θέλει, αναρωτιέμαι. Η εσωτερική μου φωνή μού μιλά, για ακόμα μια φορά, και εγώ είμαι εκεί για να την ακούσω. Ξέρετε, λένε πως αυτή η φωνή η αληθινή φωνή, είναι η μοναδική που πάντα παραδέχεται την αλήθεια και αποδέχεται το βλέμμα και αυτή είναι τώρα εδώ και μου μιλά και με κοιτά. Δεν συνεχίζω να τον παρατηρώ. Δεν τον ξέρω είναι ένας άγνωστος ο όποιος απλώς στέκεται όρθιος, με μια ψηλή σκιά από πίσω να τον καλύπτει. Ξαφνικά αυτός ο ξένος μπαίνει μέσα στην αίθουσα απρόσληπτος. Συνεχίζει να με κοιτά και με το βλέμμα του με παγώνει, νομίζω έχασα και την ροή μου εκείνη την στιγμή. Ύστερα από λίγο μου ψιθυρίζει λέγοντας μου, ρωτώντας με “μπορείς να εκφραστείς; Μπορείς να προσδιορίσεις τα αισθήματα σου τώρα ενώ δημιουργείς, ενώ κινείσαι από άκρη σε άκρη, από τον αέρα στην Γη; Ξέρεις τι κάνεις; Ποια πραγματικά είσαι; ” Στέκομαι και τον κοιτώ σταματώ να κινούμε και τον κοιτώ. Ποιος είναι και τι είναι; Τι θέλει εδώ; Αυτός δεν παλεύει , δεν κουράζεται. Τον προσπερνώ. Δεν έχω μάθει να δέχομαι τόσο εύκολα λόγια. Δεν ξέρω αν πρόκειται για σωστό ή λάθος όμως κανένας δεν μπορεί να το κρίνει.