Ανταπόκριση από τη Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Γιώργο Μαρκόπουλο στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013 στο Πλαίσιο του Θεματικού Κύκλου «Το Συμβόλαιο Μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία»

Γράφει: η Μυρτώ Χαρβαλιά

Τη μουλιασμένη αυτή Τετάρτη επισκέφτηκε το σχολείο μας ο Γιώργος Μαρκόπουλος. Παρά την καταρρακτώδη βροχή, κατέφθασε κεφάτος· η πλειοψηφία, ωστόσο, των μελών του προγράμματος δεν είχαν καταφέρει να εμφανιστούν. Η πρόταση της αναβολής δεν ακούστηκε καλά στα αφτιά μας. Ήρθε, δεν άξιζε τουλάχιστον να τον δούμε;

Χωρίς να φέρει αντιρρήσεις ο ποιητής ήρθε στη Βιβλιοθήκη συνοδευόμενος από ορισμένους καθηγητές και χαιρέτισε κάθε παιδί με ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού. Ολοκληρώνοντας τον ασυνήθιστο χαιρετισμό του, πρόσθεσε:

«Το φιλί στα μαλλιά είναι ευχή.»

Αφού πρώτα έκανε γενικές ερωτήσεις σχετικά με το σχολείο (προέκυψε ασυνήθης γενική ικανοποίηση από τα σχετικά βιώματα), μας ρώτησε ποιοι είναι οι ποιητές που διαβάζουμε ή θαυμάζουμε περισσότερο. Ακούστηκαν διαφορετικές απόψεις, μεταξύ των οποίων και ο Καρυωτάκης. Ανέφερε την πληροφορία που είχε πρόσφατα διαβάσει σε εφημερίδα, ότι σήμερα, και με προβάδισμα πολύ μεγάλο έναντι άλλων, πιο δημοφιλής ποιητής μεταξύ των νέων φέρεται ο Κώστας Καρυωτάκης.

«Πολύ λογικό, για τις μέρες που ζούμε…» , παρατηρήθηκε.

Και:

«Εάν δεν είχαμε αυτόν “αρχηγό” σε μια τέτοια εποχή, ποιόν θα είχαμε;» (γέλια).

Η συζήτηση προχώρησε, συνειρμικά σχεδόν, στη μουσική. Το αγαπημένο του είδος;

«Όλα τα είδη! Αλλά στο καθένα ό,τι καλύτερο.»

Στη συνέχεια, με πολλή ευχαρίστηση πήρε την ανθολογία του «Ποιήματα που αγαπήσαμε» και μας διάβασε στη σειρά κάποια ποιήματα, ποιητών της δικής μας προτιμήσεως:

Το «Ιερεύς του Σεραπίου» του Καβάφη, πρώτα-πρώτα.

«Βρίσκω απότομο το τέλος του», είπε. «Αλλά εγώ το συμπαθώ για τους πρώτους του στίχους με τη βαθιά τους ανθρωπιά.»

Έπειτα, τη «Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων» του Καρυωτάκη.

Έπειτα, τους «Τρεις Εραστές» και τη «Λησμονημένη» του Σαχτούρη.

«Κακώς έχει παραμεριστεί, καθώς παρατηρώ, από τις προτιμήσεις των νεότερων η Λησμονημένη”», σχολίασε ολοκληρώνοντας την ανάγνωση. «Δε λέω πως είναι κατώτερα αυτά που ακούγονται περισσότερο σήμερα από τα ποιήματα του Σαχτούρη, αλλά η συλλογή αυτή, με τον ρεαλισμό της, είναι θαυμάσια.»

Κι έκλεισε την εκπληκτική του ανάγνωση με το «Χαμηλοφώνως» του Δημήτρη Παπαδίτσα –τον οποίο εγκωμίασε με μεγάλη θέρμη–, που αποτέλεσε ουσιαστικά μια μικρή αφιέρωση σε όλους όσοι παρευρίσκονταν.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τρόπος που διαβάζει ποίηση ο κ. Μαρκόπουλος είναι καθηλωτικός. Αυτό ώθησε μάλιστα μιαν από τις ευαίσθητες του προγράμματος να του ζητήσει να διαβάσει τη δική του «Μπάντα», που είχε μοιραστεί σε κάρτες. Όταν, όμως, σχολιάσαμε ενθουσιασμένοι το ταλέντο του αυτό να διαβάζει, εκείνος έσπευσε να αποκρούσει τη φιλοφρόνηση:

«Το λέτε από συμπάθεια. Στη ζωή κέρδισα λόγω συμπαθείας.»

«Να διαβάζετε ποιητές», μας παρότρυνε όταν σοβαρέψαμε (γιατί ακολούθησε νέο κύμα ευθυμίας), «και ιδίως Έλληνες.»

Ανέφερε διάφορα ονόματα, μεταξύ των οποίων και του Σολωμού. Εκεί στάθηκε, κι έσπευσε να εξηγήσει την προτίμησή του για εκείνον:

«Ο Σολωμός είναι μια βρυσούλα που τρέχει αδιάκοπα.»

Ομολόγησε πως αναγνωρίζει και τον Κάλβο, αλλά δεν τον νιώθει το ίδιο οικείο.

«Ακόμα και η ποίηση μετά το 2000, ενώ οι εποχές πάνε κατά διαόλου, είναι καλή.»

«Τι διαφορά βλέπετε ως προς το παρελθόν;» τον ρωτήσαμε.

«Περίμενα ότι η τεχνοκρατικότητα θα δρούσε αρνητικά.»

Παραδέχτηκε ότι η γενιά του βρήκε πολύ γόνιμο κλίμα για γράψιμο.

Ρωτήθηκε:

«Η Γενιά του ’70 αντιμετώπισε πρόβλημα υποδοχής;»

«Όχι. “Είχε αστέρι”, όπως λέμε. Φιλονεϊσμό βρήκαμε, ιδίως από ολόκληρη την Α΄ Μεταπολεμική Γενιά, αλλά και από μερικούς παλιότερους. Ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος φέρθηκαν προστατευτικά προς ορισμένους από τους νεότερους. Κι ο Σεφέρης λίγο, όσο πρόλαβε. Μεγάλωσαν όμως· ήταν ήδη μεγάλοι οι εκπρόσωποι της Γενιάς του Τριάντα όταν εμφανιστήκαμε εμείς. Η Β΄ Μεταπολεμική Γενιά, πάλι, κόπηκε στη μέση από τη δικτατορία. Ήταν άλλωστε σχετικά νέοι τότε κι αυτοί.»

«Κι από πλευράς αναγνωστικού κοινού;»

«Και το κοινό μάς αγκάλιασε. Η γραφή μας ήταν πιο εξωστρεφής και είχαμε κοινά ενδιαφέροντα: μας ένωνε η επαναστατικότητα. Διαβάζαμε μπίτνινγκς (Φερλινγκέτι, Γκίνσμπεργκ, Κέρουακ), βλέπαμε στο σινεμά Γκοντάρ, Μπέργκμαν, ιταλικό νεορεαλισμό (είχα δει τα πάντα), ακούγαμε μουσική αμφισβήτησης, διαμαρτυρίας… (Ακούστε, εσείς οι νεότεροι, τον Tim Buckley…) Ο Γαλλικός Μάης, ο Τσε ήταν κοινής αποδοχής σύμβολα.»

«Και σε σχέση με τους μετέπειτα;»

«Ήταν μια ευχάριστη συνέχεια. Το καλό δεν χάνεται ποτέ στον κόσμο. Έτσι, κι ο κόσμος δεν σταμάτησε στη γενιά μας.»

Πάνω σ’ αυτό εκδήλωσε την αντιπάθειά του προς όσους δείχνουν μισονεϊσμό:

«Καμιά φορά στο τρένο μερικοί ηλικιωμένοι διαμαρτύρονται φωναχτά εναντίον των νέων και μου ρίχνουν και καμιά ματιά για να αποσπάσουν τη συγκατάθεσή μου, επειδή με βλέπουν κι εμένα συνομήλικό τους. Ρίχνω τότε εγώ κάτω τη μουράκλα μου και τους χαλάω κάθε διάθεση. Έχω κι αυτό τον ορισμό για τη λέξη “φασίστας”: Φασίστας είναι εκείνος που νομίζει ότι ο κόσμος σταματάει με τη γενιά του.»

Έπειτα ο νους του έτρεξε στο βίωμα της νεότητας, που δύσκολα ξεπερνιέται. Θυμήθηκε τους στίχους ενός τραγουδιού του Σαρλ Αζναβούρ που του είχε γνωρίσει ο επιστήθιος φίλος του Γιάννης Βαρβέρης. Περιέγραφε τις ζοφερές συνθήκες που είχε ζήσει η γενιά του, αλλά κάθε τόσο αντιπαρέθετε τη διαπίστωση: «Υπήρχε η νεότητα!» Βέβαια, το τραγούδι δεν το έλεγε έτσι· όντας γραμμένο στα γαλλικά, ο φίλος του μπόρεσε και έδωσε μια πιο ποιητική ερμηνεία. Όπως έμαθε μετά από λίγο καιρό από έναν νεαρό σερβιτόρο, κανονικά χρησιμοποιούνταν μια πιο κοινή έκφραση: «Ήμασταν εικοσάρηδες.» Ο ευαίσθητος φίλος, όμως, είχε αποδώσει έτσι, επί της ουσίας, τον στίχο.

«Έτσι είναι ο καλός στίχος», αναλογίστηκε· «πέφτει σαν το διφραγκάκι στο τζουκ-μποξ.»

Έπειτα, ζητήθηκε να διαβάσει την επιλογή από το «Μετά των αγίων» («Κρυφός Κυνηγός», 2010), που είχε επίσης μοιραστεί με τις κάρτες μεταξύ μας.

«Αυτά δεν είναι ποιήματά μου», πρόλαβε, πριν ξεκινήσει. «Είναι ποιήματα που έγραψε η ζωή κι εγώ τα αποτύπωσα.»

Μετὰ τῶν ἁγίων

— Τὸ παιδὶ ποὺ σοῦ ἀναγγέλλει τὴ ζημιὰ τραγουδώντας, γιὰ νὰ ἁπαλύνει ἔτσι τὸ μέγεθος καὶ τὴ σημασία της.

— Τὸ κορίτσι ποὺ κάθε βράδυ, γυρνώντας κάπως ἀργοπορημένο ἀπὸ τὸν ἐραστή του, τοὺς ἔβρισκε ὅλους νὰ κοιμοῦνται στὸ σπίτι, ἐπίτηδες, γιὰ νὰ ἐπιτείνουν τὶς ἐνοχές του. […]

— Τὰ ἀμάλλιαγα πουλάκια ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὴ φωλιὰ καί, καθὼς τὰ πιάνεις στὰ χέρια, σοῦ ἀφήνουν μιὰ αἴσθηση σὰν νὰ κλείνεις μάτια νε κροῦ. […]

— Ὁ ληστὴς ποὺ σκοτώνει τὴ γριὰ μετανιώνει καὶ ἀφήνει ὡς ἐκ τούτου τὰ λεφτὰ στὴν ψωμιέρα, ὥστε ἔτσι γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο ἡ ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου νὰ λάμψει. […]

— Ἡ πυροσβεστικὴ ποὺ βλέποντάς την τὰ παιδιὰ θαυμάζουν τὸ νίκελ, τὸ καμπανάκι, τὸ ὑπέροχο κόκκινο καὶ τὸ μυαλό τους μᾶλλον ποτὲ δὲν πάει στὴ μαυρίλα τῆς πυρκαγιᾶς.

— Οἱ πρόχειροι σταυροὶ στὴ νότια πτέρυγα τῶν ἐξ ἐπανεκταφῆς θαμμένων τοῦ κοιμητηρίου, στοιβαγμένοι ὅλοι μαζὶ μετὰ τὸ νυχτερινὸ μπουρίνι, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν μπορεῖς πιὰ νὰ διακρίνεις ποιός εἶναι ὁ τάφος τοῦ δικοῦ σου ἀνθρώπου. […]

— Τὸ πρῶτο φιλὶ παιδιοῦ στὸν πατέρα του ποὺ δὲν τὸ θυμᾶται καὶ ὁ τελευταῖος ἀσπασμὸς ποὺ θὰ τὸν θυμᾶται γιὰ πάντα. […]

— Τὸ κοριτσάκι στὴν τηλεόραση πού, ἐνῶ βομβαρδίστηκαν, συνετρίβησαν ὅλα, αὐτὸ ἀσταμάτητα ἔκλαιγε ζητώντας τὴν κούκλα του. […]

— Ὁ γιὸς τοῦ πρὶν ἀπὸ τρεῖς μέρες πεθαμένου πατέρα, ἂν καὶ διαλυμένος σχεδὸν ἀπ’ τὸ πένθος, νερὸ νὰ ρίχνει μὲ τὸ λάστιχο στὸν μόλις ἀνεγερθέντα

καινούργιο ὄροφο τοῦ σπιτιοῦ τους, γιὰ νὰ πήξει τὸ τσιμέντο. […]

— Τὸ παιδὶ ποὺ τὸ ἀγαπάει κρυφὰ ὁ πατέρας του γιατὶ τὸ ἔκανε μὲ γυναίκα ἄλλη. […]

— Παιδάκια ποὺ παίζουν στὸ δωμάτιό τους κλοτσώντας τὴν μπάλα σιγά, πολὺ σιγά, γιατὶ ἡ μαμά τους τοὺς εἶπε πὼς οἱ δίπλα ἔχουνε πένθος. […]

— Ποδήλατο μικροῦ ποὺ μεγάλωσε, στὴν πίσω μάντρα, στ’ ἄχρηστα, ἀφημένο. […]

— Μάτια γυναίκας ποὺ κλείνουν, γιὰ νὰ σοῦ δείξουν ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὰ φιλήσεις. […]

— Δυὸ παιδάκια, παραμονὴ Χριστουγέννων, ποὺ λένε τὰ κάλαντα στὸν τάφο τοῦ πατέρα τους. […]

— Ἡ μακρινὴ τρυφερότητα τοῦ ἀποχαιρετιστήριου φιλιοῦ γονιῶν, ποὺ περίμεναν νὰ μεγαλώσουν τὰ παιδιά τους γιὰ νὰ χωρίσουν. […]

— Τὰ κοριτσάκια ἐκεῖνα στὴ φωτογραφία τοῦ 1948, ποὺ τὰ μισὰ ἦσαν μὲ τὰ μαλλάκια τους κανονικὰ καὶ τὰ ἄλλα μισὰ κουρεμένα μὲ τὴν ψιλή, γιὰ νὰ δηλώνεται ἔτσι ὅτι ἦσαν ὀρφανά.

— Ὁ πανύψηλος ἐκεῖνος ἄντρας μὲ τὰ γένια, ντυμένος μαχητὴς τοῦ ΕΛΑΣ κατὰ τὰ χρόνια τῆς μεταπολίτευσης, ποὺ ἀντὶ γιὰ ὅπλο κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα καδρόνι πουλώντας λαχεῖα. […]

— Καὶ ἡ στερνὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, τέλος, ποὺ καθὼς θὰ φεύγουμε ἔχοντας ἀφήσει, ἂν καὶ δίπλα μας, πολὺ μακριὰ φίλους καὶ συγγενεῖς, ἀπὸ τὰ βουνὰ ἢ ἀπὸ τὴ θάλασσα πέρα, κάποιος θὰ προβάλλει, ποὺ ὅμως δὲν θὰ προφτάσουμε, δὲν θὰ προφτάσουμε νὰ δοῦμε ποιός εἶναι.

Μετά την ανάγνωση, σχολίασε:

«Οι πράξεις αυτές είναι έργα ποιητικών ανθρώπων. Υπάρχει ο ποιητικός άνθρωπος και ο ποιητής. Ο ένας βιώνει την ποίηση και ο άλλος την εκφράζει. Γνωρίζω χιλιάδες ποιητικούς ανθρώπους. Οι παλιότεροι που θυμάμαι ήταν οι παραγιοί στα πρόβατα που πήγαιναν ψαλτάκια στα ξωκλήσια. Τα πειράζαμε εμείς, τους πετάγαμε διάφορα. Αυτά δεν σταματούσαν. (Τα λέω αυτά εγώ που δεν έχω στενή σχέση με τη θρησκεία, αλλά έχω με τα θρησκευτικά κείμενα. Μεγάλο σεβασμό!) Και μετά, τα ψαλτάκια ονειρεύονταν την ίδια μέρα της επόμενης χρονιάς.

»Κι άλλο παράδειγμα: Στη Λευκωσία μετά την Εισβολή, έχω χάσει το ξενοδοχείο μου. Μετά από πολύ περπάτημα κάτω από τον ήλιο, μπαίνω σ’ ένα φτωχομάγαζο, ένα ραφτάδικο, και ρωτάω. “Κάτσε”, μου λέει η γυναίκα και χάνεται πίσω από έναν μπερντέ (δεν είχε τίποτ’ άλλο, παρά μόνο ένα τραπεζάκι με ένα ψυγειάκι πάνω). Κάθισα ανήσυχος. Πηγαίνει και μου φέρνει μια πορτοκαλάδα και μου λέει: “Πιες πρώτα την πορτοκαλάδα να συνέλθεις και μετά θα σου πω πού είναι το ξενοδοχείο σου”…

»Όλοι έχουμε μέσα μας έναν ποιητή.»

Ο κ. Γιώργος Μαρκόπουλος, αναχωρώντας, μας υποσχέθηκε ότι θα είναι πρόθυμος για μια δεύτερη συνάντηση με ολόκληρη τη Λογοτεχνική Συντροφιά, όταν ανοίξει ο καιρός.

Όπως και κάθε επισκέπτης των λογοτεχνικών συναντήσεων (πρέπει να ομολογήσουμε αυτή την καλή τύχη), έτσι και ο κ. Μαρκόπουλος άφησε μιαν άλλη αίσθηση, μια δική του, διαφορετική μυρωδιά στον αέρα. Μου θυμίζει φρούτα ξερά, ρόδι, λιβάνι και μπαχάρι – ένα κόκκινο εύθυμο χρώμα να γεμίζει τη Βιβλιοθήκη.

Κατηγορίες: ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ. Ετικέτες: . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *