Ανταπόκριση από τη Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Γιάννη Πατίλη στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012 στο Πλαίσιο του Θεματικού Κύκλου «Το Συμβόλαιο Μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία»

Γράφει: η Νεφέλη-Ειρήνη Αγγελιδάκη.

Την τελευταία Τετάρτη του 2012, στις 19 Δεκεμβρίου, είχαμε την τιμή να υποδεχτούμε στη συντροφιά μας τον Γιάννη Πατίλη, ποιητή, δοκιμιογράφο, εκδότη του περιοδικού «Πλανόδιον». Ο κ. Πατίλης ήταν πολύ ανοιχτός μαζί μας. Απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις πρόθυμα, από την αρχή της συνάντησης, εξασφαλίζοντας, έτσι, τη συμμετοχή μας στη συζήτηση που ακολούθησε.

Ένα από τα πρώτα σημεία που τέθηκαν σε συζήτηση ήταν η μελαγχολική ιδέα ότι με το διαδίκτυο κατά κάποιον τρόπο αποχαιρετούμε τα βιβλία, που ίσως καταλήξουν μελλοντικά να είναι ένα «προστατευόμενο είδος». Εντούτοις ο κ. Πατίλης είναι ένας λάτρης του διαδικτύου, κι αυτό φαίνεται από το ιστολόγιό του με τις «Ιστορίες Μπονζάι». Τόνισε άλλωστε πόσο οι κανόνες καλαισθησίας και δημοσιογραφικής δεοντολογίας δεν έπαψαν να ισχύουν στον κυβερνοχώρο, παρά την ακαλαισθησία και την ανευθυνότητα που βλέπουμε ακόμα εκεί να επικρατούν.

Θίξαμε, κυρίως, το θέμα περί ωραιότητας ενός ποιήματος, αλλά και περί του δημιουργού του. Πώς κρίνεται, αλήθεια, ότι ένα ποίημα είναι «καλό»; Καταλήξαμε, λοιπόν, στο γεγονός ότι για να κρίνει κανείς ένα ποίημα είναι αναγκαίο να κατέχει σε βάθος το θέμα του, να μπορεί να αντιληφθεί τα πραγματολογικά του στοιχεία (δηλαδή να μην του λείπει η εμπειρία σχετικά με ό,τι αναφέρει), και να διαθέτει την απαραίτητη καλλιέργεια για την πρόσληψη της αισθητικής του.

Τα λογοτεχνικά έργα, παρατήρησε ο καλεσμένος μας, γίνονται δυσπρόσιτα λόγω της μεταφορικότητάς τους, που καθιστά απαραίτητες τις πνευματικές και κοινωνικοπολιτικές εμπειρίες. Απέναντι στα καλλιτεχνικά επιτεύγματα, ωστόσο, οφείλουμε να έχουμε την τόλμη να λέμε αν μας αρέσουν ή όχι και γιατί. Αυτό είναι ένα μέτρο της επικοινωνίας μαζί τους.

Όπως ήταν φυσικό, ο καλεσμένος μας απήγγειλε κάποια από τα ποιήματά του, που έκαναν εντύπωση στο κοινό. Τα περισσότερα είχαν διανεμηθεί σε κάρτες και φωτοαντίγραφα μεταξύ των παρόντων. Η απαγγελία του ήταν ιδιαίτερη. Τον έκανε ιδανικό αναγνώστη για αυτά, εφόσον αποκτούσαν άλλη διάσταση.

Σχολίασε, π.χ., το [21] από το «Ζεστό Μεσημέρι» και άνοιξε το θέμα της φθοράς και του βιώματός της. Ή, κατόπιν, την «Πορεία» από τα «Κέρματα» και την τύχη της χώρας που προχωρούσε τότε προς την ΕΟΚ.

Με την ευκαιρία του «Calibri» από την «Αποδρομή του Αλκοόλ» αναφέρθηκε στην αισθητική της τυπογραφίας και στον τρόπο με τον οποίο την αξιοποίησε για το μήνυμά του. Αναφερόμενος στο «On air» τόνισε τη σημασία της προσοχής που πρέπει να δοθεί στην ομιλούσα persona. Συζητήθηκε συναφώς και η λειτουργία της περιστασιακότητας στην ποίηση

Λίγο αργότερα μπήκε στη συζήτηση η συνάρτηση ηθικής συνείδησης και καλλιτεχνικής πραγμάτωσης – πώς συμβαίνει ένας «κακός» άνθρωπος να παράγει στην τέχνη «καλά» πράγματα. Ο προσκεκλημένος μας τοποθετήθηκε ρητά: έτσι βγαίνει «αυτό το μαύρο πράγμα».

Όσον αφορά τον δημιουργό, ο εξαγνισμός που προσφέρει η ποίηση κάνει τη συγγραφή της προσιτή σε οποιονδήποτε, ανεξαρτήτως από το αποτέλεσμα. Επέμεινε στον εξαγνιστικό ρόλο της ποίησης. Γι’ αυτό και η σημασία της για την εκπαίδευση είναι σπουδαία. Αφορμή παίρνοντας απ’ αυτό μάς διάβασε και το ποίημα της τελευταίας του συλλογής «Ποια Μέρα γιορτάζουμε την Ποίηση».

Εστιάζοντας στον τρέχοντα θεματικό άξονα των συναντήσεών μας, ο κ. Πατίλης διέκρινε σε τέσσερις κατηγορίες τις στάσεις των δημιουργών απέναντι στο κοινό. Είπε, δηλαδή, ότι ο καλλιτέχνης μπορεί να λάβει υπόψη του είτε το ευρύ κοινό είτε τα ατομικά του κριτήρια (ό,τι χειρότερο, κατά την κοινή εκτίμηση) είτε τους δασκάλους του (επικίνδυνο αυτό) είτε το στενότερο κοινό (που είναι μάλλον το καλύτερο). Αποδέχτηκε ότι το μεγάλο κοινό δεν διέφερε ποτέ και παρατήρησε ότι στην καλλιέργειά του διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο η ομοιογένεια και ο τρόπος που την αξιοποίησε το εκάστοτε κατεστημένο (π.χ. η εκκλησία).

Τέλος, αναφερθήκαμε στο θέμα της «καταστροφής» της ποίησης από τη φιλολογία, η οποία αποτρέπεται όταν η ποίηση υπερβαίνει τον φιλολογισμό. Έφερε ως παράδειγμα τον «Παρθενοπίπη» από την τελευταία του συλλογή – ένα κείμενο με φιλολογικό υπόβαθρο. Η συνάντηση αυτή μαγνητοσκοπήθηκε, κι έτσι αρκετές λεπτομέρειες μιας γραπτής ανταπόκρισης δεν είναι απαραίτητες. Υπάρχει πάντα η ελπίδα αυτό το υλικό να δημοσιοποιηθεί. Ας προσθέσουμε όμως εδώ ότι ο κ. Πατίλης διέθετε και εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ, δημιουργώντας με κάθε ευκαιρία μια ευχάριστη ατμόσφαιρα.

Κλείνοντας, θα έλεγα με βεβαιότητα ότι η συνάντηση με τον Γιάννη Πατίλη ήταν η ιδεώδης για το κλείσιμο μιας γεμάτης ημερολογιακής χρονιάς.

Κατηγορίες: ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ. Ετικέτες: . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *