Βιβλία: Μελέτη και κατανόηση στον μαθητικό χώρο



Γράφει: ο Σπύρος Καρύδης, θεολόγος.

Σε προηγούμενο σημείωμα περιέγραφα τη στάση νέων αναγνωστών απέναντι στο βιβλίο και την προτίμησή τους στις ηλεκτρονικές δεξαμενές γνώσης και πληροφόρησης. Η τάση αυτή στον μαθητικό πληθυσμό είναι ιδιαίτερα έντονη, χωρίς να λείπουν και εδώ οι εξαιρέσεις.

Παρατηρώ τη δυσκολία πολλών μαθητών να ανοίξουν το βιβλίο, το οποιοδήποτε βιβλίο, και να το μελετήσουν· την αδημονία τους και εν τέλει την απόρριψη του βιβλίου όταν αδυνατούν μέσα στις σελίδες του να εντοπίσουν αυτό που θέλουν. Θυμάμαι πρόσφατα τη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους απελπισία, όταν αναζητούσαν πληροφορίες για τη Γαλλία στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο σε βιβλία και εγκυκλοπαίδειες της Βιβλιοθήκης, ξεφυλλίζοντας νευρικά τις σελίδες, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να διαβάσουν. Δείχνουν να αγνοούν ή να μην θέλουν να δεχθούν ότι η αναζήτηση της πληροφορίας προϋποθέτει προσεκτική μελέτη. Ο όγκος του βιβλίου, το μέγεθος των κειμένων, η αβεβαιότητα της αναζήτησης, η βιασύνη να φτάσουν σύντομα στη συγκεκριμένη πληροφορία που θέλουν, αδιάφοροι για ό,τι αφορά το περιβάλλον της πληροφορίας, λες και ο χρόνος τούς κυνηγά και αυτοί δεν προλαβαίνουν να αντιμετωπίσουν τόσες λέξεις, λειτουργούν εις βάρος του βιβλίου. Τελικά το εγκαταλείπουν και αναζητούν τις πληροφορίες στο διαδίκτυο, για να καταλήξουν σε κάποιο λήμμα της wikipedia ή άλλης πηγής και να αντλήσουν την πληροφορία που χρειάζονται από ανώνυμα συνήθως άρθρα.

Στις εργασίες τους περιορίζονται αποκλειστικά στη χρήση του διαδικτύου και στην πιστή αντιγραφή. Θεωρούν μάλλον αδιανόητο να χρησιμοποιήσουν ως βάση τους, σημείο έναρξης της εργασίας τους, το σχολικό τους βιβλίο και παραξενεύονται όταν τους υποδεικνύεται ακριβώς αυτό. Το βιβλίο υπάρχει, πολλές φορές το μεταφέρουν μαζί τους, στον απίστευτου βάρους σάκκο τους, όμως δεν διανοούνται ότι το βιβλίο τους μπορεί να ανοιχτεί και να μελετηθεί. Στις συζητήσεις και αξιολογήσεις τους χαρακτηρίζουν το σχολικό βιβλίο από μέτριο έως απαράδεκτο, ενώ ταυτόχρονα επισημαίνουν ότι αποφεύγουν τη μελέτη του. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι κάποια από τα σχολικά βιβλία είναι κακογραμμένα και άλλα είτε πλατιάζουν αδικαιολόγητα είτε είναι γεμάτα επαναλήψεις, συνέπεια του επί χάρτου σχεδιασμού τους και της μη πειραματικής εφαρμογής τους, πριν εγκριθούν. Όμως αυτή η αποστροφή δεν δικαιολογείται μόνον από την ποιότητα των βιβλίων. Άλλη είναι η αιτία και αυτή εντοπίζεται στην εμπειρία της διαδικτυακής πληροφόρησης. Η προσφυγή στο διαδίκτυο όπου όλα είναι άμεσα προσβάσιμα, όπου προσφέρονται κατά την κρίση τους ολοκληρωμένες λύσεις και απαντήσεις δωρεάν και δίχως κόπο, είναι μάλλον ο κύριος λόγος.

Δεν μπορώ να απαντήσω με ακρίβεια στο ερώτημα αν οι μαθητές θεωρούν ως ορθό ή έγκυρο ό,τι περιέχει το διαδίκτυο. Τείνω να πιστεύω ότι δεν θέτουν καν ζήτημα ορθότητας ή μη, εγκυρότητας ή μη της πληροφορίας που εντοπίζουν. Μάλλον αδιαφορούν. Το διαδίκτυο είναι η εύκολη λύση για τη διεκπεραίωση μιας μαθητικής εργασίας και αυτό φτάνει. Θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι και πριν από την εμφάνιση των ηλεκτρονικών πηγών οι μαθητές με ανάλογο τρόπο ενεργούσαν, χρησιμοποιώντας τις σχολικές εγκυκλοπαίδειες και αντιγράφοντας τα λήμματά τους. Αναντίρρητα, κάπως έτσι ενεργούσαν. Τα πράγματα όμως τότε και τώρα δεν διαφέρουν μόνον ως προς τις μεταβλητές τους, αλλά και ως προς τα αποτελέσματα, και αυτό είναι που προβληματίζει. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η αρχή της ήσσονος προσπάθειας προσδιόριζε τότε τις προσπάθειες των μαθητών, η ίδια αρχή προσδιορίζει και των σημερινών.Τότε οι μαθητές απέδιδαν περιληπτικά ή περιέκοπταν τα κείμενα, και εξασκούνταν σε αυτό, γιατί η αντιγραφή τους ήταν χρονοβόρα. Σήμερα οι μαθητές αντιγράφουν με ένα κλικ αυτολεξεί τα κείμενα, διότι η περιληπτική απόδοσή τους είναι χρονοβόρα. Το αποτέλεσμα όμως είναι εντελώς διαφορετικό στον τομέα της μάθησης. Τότε η αναζήτηση του θέματος στους τόμους μιας εγκυκλοπαίδειας στοιχειώδους έστω εγκυρότητας (ουσιαστικά ή θεωρητικά κάποιος είχε την επιστημονική υπευθυνότητα του όλου έργου), ο εντοπισμός του και η αντιγραφή του ή όταν το λήμμα ήταν μεγάλο, η περιληπτική απόδοσή του, αποτελούσαν μορφές άσκησης. Κατά κάποιο τρόπο το αντιγραφόμενο κείμενο και το περιεχόμενό του γινόταν κτήμα του μαθητή. Σήμερα το copy paste γίνεται με κινήσεις μηχανικές. Ο μαθητής είναι ζήτημα αν έχει διαβάσει αυτό που αντιγράφει και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν το έχει κατανοήσει. Το παρατηρώ όταν, υποκρινόμενος άγνοια της προέλευσης των κειμένων, αφήνω τον μαθητή να παρουσιάσει την εργασία του και να διαβάσει από τη διαφάνεια το κείμενο που ο ίδιος αντέγραψε. Το διαπιστώνω μέσα από την πιστή μεταφορά των κειμένων του διαδικτύου με τη διατήρηση ακόμη και των συνδέσμων που περιείχε το αντιγραμμένο κείμενο. Το διαπιστώνω μέσα από την αδυναμία του μαθητή να αποδώσει το κείμενο, να τηρήσει τη στίξη, εντέλει να δείξει με την εκφώνηση ότι κατανοεί αυτό που διαβάζει!

Η εκτεταμένη χρήση του διαδικτύου ως αποκλειστικής σχεδόν πηγής πληροφοριών, συνδυάζεται με τη δυσκολία προσήλωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα σε οθόνες κειμένων και με την αδυναμία μελέτης μακροσκελών κειμένων. Θυμάμαι παλαιότερη συζήτηση με τους μαθητές για το επιθυμητό μήκος μιας ηλεκτρονικής δημοσίευσης, ώστε αυτή να τύχει προσοχής και να διαβαστεί, η οποία κατέληξε στον περιορισμό του κειμένου στο μέγιστο μήκος των δύο οθονών. Όταν το κείμενο υπερβαίνει το όριο προσοχής, τότε οι οθόνες εναλλάσσονται ταχύτατα και η προσοχή εντείνεται μόνον στις επικεφαλίδες και στην εικονογράφηση. Μια άλλη συνέπεια, ίσως η σοβαρότερη σχετίζεται με την εξάλειψη της ανάγκης πύκνωσης του περιεχομένου ή της τήρησης σημειωσεων, αφού το κείμενο είναι την κάθε στιγμή άμεσα προσβάσιμο αλλά και προσπελάσιμο μέσω των μηχανών αναζήτησης.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα παραπάνω σχετίζονται άμεσα με την παρατηρούμενη σημέρα αδυναμία των μαθητών να περιηγηθούν στα μεγάλα κείμενα, στη δυσκολία τους να κατανοήσουν τα κείμενα που μελετούν, στη δυσκολία τους να αποδώσουν περιληπτικά το περιεχόμενο των σελίδων που καλούνται να επεξεργαστούν, αλλά και στην άρνησή τους να κρατήσουν σημειώσεις με το χέρι, να γράψουν δηλαδή στο χαρτί, να οργανώσουν το περιεχόμενο, να σβήσουν να μουτζουρώσουν, να βασανίσουν το κείμενό τους. Και όταν το κάνουν, είναι απείρως μεγαλύτερος ο χρόνος που καταναλώνουν στην απάλειψη των διαγραφών και απίστευτη η ποσότητα υγρού διόρθωσης (μπλάνκο) που καταναλώνουν, λες και μορφή και περιεχόμενο ταυτίζονται.

Σε όλα αυτά ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν οι εκπαιδευτικοί αλλά και γενικότερα το εκπαιδευτικό σύστημα. Μέθοδοι και αντικείμενα διδασκαλίας δεν συμβαδίζουν με την εποχή. Ο μαθητής νιώθει ότι δεν χρειάζεται να απομνημονεύσει κάτι. Όλα υπάρχουν στο cloud. Αρκεί να γνωρίζει τη διαδρομή και όλα είναι μπροστά του. Η εμμονή λοιπόν στην απομνημόνευση και στη χρήση ενός εγχειριδίου μάλλον θα πρέπει να αντικατασταθούν με τη διδασκαλία της διαδικασίας πρόσβασης στην πληροφορία, σε οποιαδήποτε μορφή και αν είναι αποθηκευμένη (έντυπη ή ψηφιακή), στον έλεγχο και στην επεξεργασία της. Οι μαθητικές εργασίες, και ειδικότερα οι ερευνητικές εργασίες που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο λύκειο, αποτελούν καλές ευκαιρίες για να διδάξουμε στους μαθητές τους τρόπους με τους οποίους αντλούνται οι πληροφορίες από το διαδίκτυο, τα δικά μας φίλτρα (έχουμε άραγε;) απέναντι στην πληθώρα των αναρτήσεων, τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζουμε την ηλεκτρονική αρθρογραφία ή βιβλιογραφία (δικτυογραφία τη λένε πολλοί σήμερα) με την έντυπη.

Με αφορμή άρθρο της Βασιλικής Χρυσοστομίδου, που δημοσιεύτηκε στις 23.2.2012 στην εφημερίδα Καθημερινή με τον τίτλο «Τα παιδιά μελετούν, αλλά δεν κατανοούν». http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_23/02/2013_512183

Αναδημοσιεύεται από το ιστολόγιο ΠαραΘέσεις